ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017
Σελ. /20

Στο σημερινό 4σέλιδο «Εργαζόμενοι και Λαϊκή Συμμαχία» μπορείτε να βρείτε:

  • Ρεπορτάζ με στοιχεία για την ανεργία, την υποαπασχόληση και τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
  • Αρθρο με αφορμή την αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ για το θέμα της «αξιολόγησης» δημόσιων δομών και υπαλλήλων.
  • Συμβασιούχοι αρχαιοφύλακες στο νησί της Δήλου: Εργασία και διαβίωση σε άθλιες συνθήκες.

ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ EUROFOUND
Ανεργία και υποαπασχόληση βασικές πτυχές της «αγοράς εργασίας»

Στην «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας αναφέρεται έκθεση (Ιούλης 2017) του Eurofound (οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης που ασχολείται κυρίως με μελέτες των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας), η οποία δείχνει ότι, παρά τους καταγραφόμενους ρυθμούς ανάκαμψης, ένα μεγάλο μέρος του ικανού προς εργασία πληθυσμού είναι είτε άνεργοι είτε ψάχνουν να βρουν δουλειά, χωρίς όμως να καταγράφονται ως άνεργοι, είτε είναι υποαπασχολούμενοι.

Με το ίδιο θέμα είχε ασχοληθεί πρόσφατη ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην οποία σημειωνόταν ότι τα ποσοστά επίσης της ανεργίας δεν επαρκούν για να αποδώσουν την πραγματική κατάσταση στην αγορά εργασίας και ότι αν στους επίσημα άνεργους συνυπολογιστούν οι υποαπασχολούμενοι και οι «μη ενεργά αναζητούντες εργασία», τότε το σχετικό ποσοστό ανεβαίνει στο 18% του εργατικού δυναμικού των χωρών της Ευρωζώνης. Φτάνει, δηλαδή, σε ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από το επίπεδο που αποτυπώνουν τα επίσημα ποσοστά ανεργίας, σύμφωνα με τα κριτήρια της Eurostat (9,5%).

Ο όρος «υποτονικότητα της αγοράς εργασίας» (σ.σ. η επίσημη μετάφραση του όρου «labour market slack») περιγράφει, σύμφωνα με το Eurofound, «το έλλειμμα μεταξύ του όγκου εργασίας που επιθυμούν οι εργαζόμενοι και του πραγματικού όγκου της διαθέσιμης εργασίας. Περιγράφει την ανεκπλήρωτη ζήτηση για αμειβόμενη εργασία σε έναν πληθυσμό. Υπάρχει υποτονικότητα όταν υπάρχουν περισσότεροι εργαζόμενοι που επιθυμούν να εργαστούν σε δεδομένο αριθμό ωρών από τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας που παρέχουν αυτές τις ώρες εργασίας». Με λίγα λόγια, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο οι θέσεις και οι ώρες εργασίας που προσφέρονται από τους καπιταλιστές δεν μπορούν να καλύψουν την ανάγκη για δουλειά του ικανού προς εργασία πληθυσμού, δηλαδή των ήδη εργαζομένων, των ανέργων, αλλά και αυτών που η αστική στατιστική τούς κατατάσσει στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, γιατί θεωρεί, σύμφωνα με τα κριτήριά της, ότι δεν ψάχνουν για δουλειά.

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσο χαλαρά είναι τα κριτήρια της αστικής στατιστικής για το ποιος είναι εργαζόμενος (φτάνει να δούλεψε έστω και μια ώρα, ακόμα και χωρίς αμοιβή, τη λεγόμενη βδομάδα αναφοράς, για να θεωρηθεί εργαζόμενος), τόσο αυστηρά είναι για να χαρακτηρίσει κάποιον άνεργο (για παράδειγμα να είναι άμεσα διαθέσιμος για εργασία και να αναζητούσε εργασία τις τελευταίες τέσσερις βδομάδες) και αν δεν πληροί τα κριτήρια (αν για παράδειγμα έψαχνε για εργασία τις τρεις και όχι τις τέσσερις τελευταίες), κατατάσσεται στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό.

Χαρακτηριστικά της «υποτονικότητας»

Σύμφωνα με την έκθεση, το 2015 στην Ευρωπαϊκή Ενωση υπήρξαν 22,8 εκατομμύρια άνεργοι, από έναν συνολικό πληθυσμό 330 εκατομμυρίων σε ηλικία εργασίας.

Επιπλέον 40 εκατομμύρια εργαζόμενοι βρίσκονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης.

Εντεκα εκατομμύρια άτομα θεωρούνται ανενεργά, ωστόσο είναι είτε διαθέσιμα αλλά δεν αναζητούν εργασία (σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι λεγόμενοι «αποθαρρυμένοι», δηλαδή όσοι σταμάτησαν να ψάχνουν για δουλειά, προφανώς γιατί δεν έβρισκαν), είτε αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι. «Αυτές οι δύο ομάδες - σημειώνει η έκθεση - αποτελούν το ενδεχόμενο πρόσθετο εργατικό δυναμικό».

Επίσης, υπάρχει μια ακόμα κατηγορία «εργασιακής υποτονικότητας», των εργαζομένων που βρίσκονται σε ένα είδος διαθεσιμότητας, δηλαδή εργαζομένων που η εργασιακή σχέση τους έχει ανασταλεί αλλά δεν έχει διακοπεί. Το 2015 σε αυτό το καθεστώς βρίσκονταν περίπου 1 εκατομμύριο άτομα, αυξημένα κατά 25% σε σχέση με το 2008.

Συνολικά σε απόλυτους αριθμούς, η έκθεση εμφανίζει πληθυσμό περίπου 74 εκατομμυρίων που είναι άνεργοι (22,8 εκατ.), μερικώς απασχολούμενοι (40 εκατ.) και οικονομικά μη ενεργά άτομα που επιθυμούν να εργαστούν (11 εκατ.).

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στην έκθεση διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι μόνο το 25% των μερικώς απασχολούμενων «θέλει» να δουλέψει παραπάνω ώρες. Ακόμα, δεν δίνονται σαφή στοιχεία για την προσωρινή απασχόληση και για την εκ περιτροπής εργασία, που είναι και αυτές μορφές υποαπασχόλησης. Επίσης και ο τρόπος που μετριέται η μερική απασχόληση, συγκαλύπτει ένα μεγάλο μέρος από το πραγματικό μέγεθός της.

Συνοπτικά, η αποκαλούμενη «εργασιακή υποτονικότητα» φαίνεται να είναι μεγαλύτερη σε εύρος από αυτήν που δείχνει η έκθεση και με μεγαλύτερο βάθος.

Ετσι, για την Ελλάδα η έκθεση εμφανίζει μικρό ποσοστό «εργασιακής υποτονικότητας». Το 2015 υπολογιζόταν σε 28,8%, από το οποίο το 25,1% ήταν η ανεργία. Αυτή όμως η εκτίμηση βασίζεται σε μετρήσεις που κρύβουν ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι μερικώς απασχολούμενοι το δ' τρίμηνο του 2015 ήταν το 9,4% του συνόλου των εργαζομένων. Ομως, τα στοιχεία του ΙΚΑ δείχνουν ότι ήταν 28% (δεν περιλαμβάνεται η εκ περιτροπής απασχόληση). Από την άλλη, από το σύνολο των μερικώς απασχολούμενων η ΕΛΣΤΑΤ σημειώνει ότι το 70% έκανε αυτήν την επιλογή γιατί δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση, όταν η έκθεση του Eurofound μιλά για 25%.

Η ανησυχία των αστικών επιτελείων

Οι μετρήσεις αυτές γίνονται από τα επιτελεία του κεφαλαίου όχι μόνο στην ΕΕ και στα κράτη - μέλη της, αλλά και σε άλλες χώρες, όπως στις ΗΠΑ. Ο λόγος που ασχολούνται με αυτές δεν είναι γιατί ενδιαφέρονται να αναδείξουν ως πρόβλημα τη γενίκευση των ελαστικών και ευέλικτων μορφών εργασίας. Αντιθέτως, θεωρούν τις μορφές αυτές αναγκαίες για το κεφάλαιο, γι' αυτό και η περαιτέρω προώθησή τους αποτελεί πάγια θέση των εργοδοτικών οργανώσεων στην ΕΕ.

Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του ΣΕΒ σε εβδομαδιαίο δελτίο του το 2016, όπου χαρακτηρίζει ακαμψίες τα δικαιώματα των εργαζομένων και δίνει την κατεύθυνση: «Η ευελιξία στην αγορά εργασίας πρέπει να επεκταθεί καθώς, επίσης νομοτελειακά, όταν αρχίσει η οικονομία να ανακάμπτει και η ζήτηση για εργασία να αυξάνει, ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε προσλήψεις και σε υψηλότερες αμοιβές (σ.σ. το παραμύθι της ανάπτυξης). Και οι λειτουργούσες επιχειρήσεις, αλλά ακόμη περισσότερο οι νέοι επενδυτές, θα ανταποκριθούν καλύτερα στην αύξηση της ζήτησης εάν γνωρίζουν ότι μπορούν να αξιοποιήσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους χωρίς τα προβλήματα που έβαζαν παλαιότερα οι ελληνικές πρωτοτυπίες. Αυτό που σήμερα οι συντεχνίες κατηγορούν ως "μείωση της προστασίας" της εργασίας, αύριο θα είναι η κινητήριος δύναμη για προσλήψεις και αυξήσεις αμοιβών». Και προσθέτει ότι «οι αλλαγές στην αγορά εργασίας είναι συνεχείς, εκθέτοντας τους εργαζόμενους συχνά στην εμπειρία αλλαγής των θέσεων εργασίας που κατέχουν - πολύ συχνότερα από ό,τι είχαμε συνηθίσει στην προηγούμενη γενιά».

Ακόμα, η έκθεση του Eurofound σημειώνει ότι «η ύπαρξη εφεδρικού εργατικού δυναμικού δίνει στους εργοδότες το πάνω χέρι στη σχέση τους με τους εργαζόμενους, ενδεχομένως προσφέροντας χαμηλούς μισθούς», δείχνοντας πώς το κεφάλαιο αξιοποιεί την ανεργία και την υποαπασχόληση.

Αυτό που απασχολεί τα αστικά επιτελεία είναι ο βαθμός αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού από το κεφάλαιο, καθώς η εργατική δύναμη είναι ο μοναδικός παραγωγός της υπεραξίας, δηλαδή της πηγής των κερδών των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Ο προβληματισμός τους αντανακλά μια αντικειμενική εξέλιξη: Τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, οι εφαρμογές τους στην παραγωγή, ενώ δίνουν αντικειμενικά τη δυνατότητα για γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου και ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οδηγούν σε γενικευμένη αύξηση της εργασιακής «ευελιξίας», σε σταθερά μεγάλα ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης, όχι μόνο στη φάση της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Σε αυτό το πλαίσιο, μεταξύ των προβληματισμών των σχετικών ερευνών και αναλύσεων των αστικών επιτελείων είναι η «απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου», οι επιπτώσεις στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, όπως π.χ. η μη μεταφορά εργασιακής εμπειρίας από τη μια γενιά εργατών στην άλλη, η αδυναμία του άνεργου που απουσιάζει μεγάλο διάστημα από την παραγωγή να ανταποκριθεί στη διαρκή εξέλιξή της. Ζητήματα που με τη σειρά τους επιδρούν στην αύξηση του καπιταλιστικού κέρδους. Τέλος, τους απασχολεί το ζήτημα της διαχείρισης της φτώχειας και της εξαθλίωσης, που εντείνουν η ανεργία και η υποαπασχόληση, η προσπάθεια αυτές να μη γίνονται ανεξέλεγκτες, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εργατικές - λαϊκές αντιδράσεις.


Π. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ