ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Ιούλη 2016
Σελ. /32
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΔΟΜΑΔΑΣ
Καβγαδάκια για το πάπλωμα και αντιλαϊκή στρατηγική ομοφωνία

Eurokinissi

Τα ζητήματα του εκλογικού νόμου, των τηλεοπτικών αδειών, της πορείας της δίκης του σκανδάλου της «Ζήμενς», που κυριαρχούν στην επικαιρότητα τις τελευταίες μέρες, είναι προφανώς ζητήματα που απασχολούν τα αστικά επιτελεία, τμήματα του αστικού πολιτικού προσωπικού, επιχειρηματικούς ομίλους. Μπαίνουν στο επίκεντρο της διαπάλης ανάμεσα σε όλα τα αστικά κόμματα. Στο ζήτημα του εκλογικού νόμου, για παράδειγμα, οι διαφωνίες κινούνται γύρω από τον άξονα «εξασφάλιση της κοινοβουλευτικής και κυβερνητικής σταθερότητας».

Ανεξάρτητα από την τελική του μορφή, ο εκλογικός νόμος στόχο έχει να διασφαλίσει την ομαλότητα στην κυβερνητική εναλλαγή και να δημιουργήσει προϋποθέσεις για ακόμα μεγαλύτερη συναίνεση στο αστικό πολιτικό σύστημα, προκειμένου απρόσκοπτα και με ευρύτερο καταμερισμό της ευθύνης ανάμεσα στα κόμματα της ΕΕ και του κεφαλαίου να προχωρούν οι αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις. Αυτονόητα, τελικός αποδέκτης αυτού του κλίματος συναίνεσης είναι ο λαός, τον οποίο όλοι, κυβέρνηση και αστική αντιπολίτευση, τον θέλουν στρατευμένο στο στόχο της ανάκαμψης, που προϋποθέτει θυσίες χωρίς τέλος από την πλευρά του.

Βεβαίως, ο άξονας αυτός είναι κοινά αποδεκτός απ' όλους, η διαφωνία έγκειται στο πώς αυτή θα επιτευχθεί και βεβαίως ποιος θα έχει το πάνω χέρι σε αυτή τη διαδικασία. Τα άλλα κόμματα, δηλαδή, που ασκούν κριτική σε πλευρές της κυβερνητικής πρότασης, ξεκινάνε από το κατά πόσο στην εφαρμογή του ο εκλογικός νόμος μπορεί να υπηρετήσει την κυβερνητική και πολιτική σταθερότητα, για να συνεχιστούν ανεμπόδιστα οι αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις. Πάνω σε αυτά ξετυλίγεται ένα μεγάλο παζάρι ανάμεσα στα αστικά κόμματα, που δεν αφορά απλώς τις διατάξεις του εκλογικού νόμου, αλλά επεκτείνεται σε μελλοντικές κυβερνητικές συνεργασίες. Από την άλλη, στην αντιπαράθεση για τις τηλεοπτικές άδειες δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους εμπλεκόμενους στον καβγά η πρόσδεση των ΜΜΕ σε μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, σε μονοπωλιακούς ομίλους. Κάθε άλλο. Το πραγματικό αντικείμενο της διαπάλης είναι το πώς θα γίνει το ξαναμοίρασμα της «πίτας» ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματικούς ομίλους, ένα μοίρασμα που έχει άμεσες οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις. Οικονομικές γιατί αφορά την αναδιάταξη των επιχειρηματικών ομίλων και το μοίρασμα της διαφημιστικής «πίτας» και πολιτικές γιατί προφανώς η διαδικασία συνδέεται από τη μία με την προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει τα αντιπολιτευόμενα σε αυτήν ΜΜΕ, από την άλλη, από την πλευρά της αντιπολίτευσης, να αποσπάσει τη στήριξη ΜΜΕ στην πορεία διεκδίκησης της αστικής διακυβέρνησης. Αλλά και στο ζήτημα της «Ζήμενς», οι αλληλοκατηγορίες ανάμεσα σε κυβέρνηση, εκπροσώπους των δικαστικών αρχών και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γίνονται με δεδομένο ότι κανείς δεν πρόκειται να θίξει την ουσία, τον πυρήνα των σχέσεων των αστικών κομμάτων με επιχειρηματικούς ομίλους και μονοπώλια, που είναι βεβαίως η ταξική τους τοποθέτηση ως κόμματα του κεφαλαίου. Αφορά αλληλοκατηγορίες για το ποιος ευθύνεται για το κουκούλωμα με το οποίο μάλλον όλοι ανακουφίστηκαν. Οπως και στην περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών, η όλη συζήτηση επικεντρώνεται στα ζητήματα της διαπλοκής, της διαφθοράς, φαινόμενα που βρίσκονται μέσα στον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και της ανάγκης να μπει τάξη, διαφάνεια κ.λπ., διεκδίκηση δηλαδή «κανόνων» στον ανταγωνισμό, στη ζούγκλα της καπιταλιστικής αγοράς, πράγματα δηλαδή ανέφικτα.

Χειροπιαστές αποδείξεις στρατηγικής ταύτισης

Αυτό που περνάει στα ψιλά από την επικαιρότητα των ημερών, είναι ότι μαζί με αυτές τις «ομηρικές μάχες» που διεξάγονται για τα παραπάνω ζητήματα στη Βουλή και στα κανάλια, υπάρχουν χειροπιαστά παραδείγματα της στρατηγικής σύμπλευσης της κυβέρνησης με τα άλλα αστικά κόμματα, σε πολύ πιο ουσιαστικά και καθοριστικά για τη ζωή του λαού και των εργαζομένων ζητήματα. Είναι φανερό ότι η υπερπροβολή των αντιπαραθέσεων για εκλογικό νόμο, τηλεοπτικές άδειες και «Ζήμενς» εντάσσεται σε μια αποπροσανατολιστική τακτική, στην οποία σίγουρα πρωτοστατεί η κυβέρνηση, αλλά αξιοποιούν και τα άλλα αστικά κόμματα και πρωτίστως η ΝΔ, στην προσπάθεια και αγωνία της να αναδειχθεί σε πιο καθαρόαιμο υπερασπιστή της στρατηγικής του κεφαλαίου για την ανάκαμψη, της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος, της εξουσίας του κεφαλαίου γενικότερα. Ακόμα όμως και σε αυτά που αναφέραμε, οι αποστάσεις τους δεν είναι αβυσσαλέες, επίδικο της αντιπαράθεσής τους είναι κοινά αποδεκτά για τα συμφέροντα του κεφαλαίου προτάγματα.

Σε θέματα όπως είναι οι αντεργατικές μεταρρυθμίσεις που ετοιμάζονται για να έρθουν το φθινόπωρο ή οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, πρέπει να σημειώσουμε την εκκωφαντική συμφωνία ή αφωνία των άλλων αστικών κομμάτων, που κατά τ' άλλα βγαίνουν εύκολα «στα κεραμίδια» για να διαφωνήσουν με την κυβέρνηση σε σχέση με το μπόνους ή τον αριθμό των τηλεοπτικών αδειών που θα δοθούν με νόμο.

Η κυβέρνηση, ενώ έχει ήδη προαποφασίσει μια σειρά αλλαγές στα Εργασιακά και το συνδικαλιστικό νόμο που θα δρομολογηθούν από φθινόπωρο - ταυτόχρονα μιλάει ήδη για επιτάχυνση μιας σειράς άλλων προαπαιτούμενων μέσα στον Ιούλη - στήνει ένα διάλογο - απάτη μαζί με εκπροσώπους της εργοδοσίας και της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, με στόχο να βάλει σφραγίδα συναίνεσης στην πολιτική της, συγκροτώντας ένα μέτωπο στήριξης των μέτρων κατεδάφισης στα Εργασιακά. Σε αυτή της την προσπάθεια έχει αρωγούς συνδικαλιστικά στελέχη που προέρχονται από την κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά, εκπροσώπους φορέων και βεβαίως βασικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου. Το παραμύθι που πουλάει, των «κόκκινων γραμμών», είναι γνώριμο και χιλιοπαιγμένο. Απέναντι σε αυτή την κυβερνητική τακτική κανένα από τα άλλα αστικά κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, Ενωση Κεντρώων, Χρυσή Αυγή) δεν αντέδρασε, κάτι που είναι πάρα πολύ λογικό. Πώς να αντιδράσουν όταν ουσιαστικά η κριτική που ασκούν ΝΔ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση είναι ότι δεν προχωρά με ταχύτητα τις αναδιαρθρώσεις, όταν ο Μητσοτάκης από το βήμα του ΣΕΒ δίνει διαβεβαιώσεις ότι η ΝΔ είναι το κόμμα της επιχειρηματικότητας, σε ένα κρεσέντο ανταγωνισμού του με την κυβέρνηση για το ποιος είναι πιο πολύ με το κεφάλαιο, όταν η ΕΚ και ο ανεκδιήγητος πρόεδρός της αποτελεί «λαγό» σε όλα τα αντιδραστικά μέτρα, όταν η ΧΑ σκίζεται για τη στήριξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Αυτή η στρατηγική τους σύμπλευση στο στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης δεν επιτρέπει διαφοροποιήσεις, παρ' όλες τις γκρίνιες και τις υποκριτικές διαπιστώσεις για τη φτωχοποίηση του λαού κ.λπ. κ.λπ., που όμως και αυτές αξιοποιούνται για να επιβεβαιώσουν την ανάγκη να επιταχυνθεί η προσπάθεια για την ανάκαμψη των κερδών του κεφαλαίου.

Σιγή ασυρμάτου για τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ

Στα τέλη της περασμένης βδομάδας πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία. Οι αποφάσεις της αποτελούν κίνδυνο για τους λαούς, αφού στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν τον επιθετικό προσανατολισμό της λυκοσυμμαχίας στον ανταγωνισμό των ευρωατλαντικών καπιταλιστικών κρατών με τη Ρωσία, καταγράφουν, πέρα από τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις, όξυνση των αντιθέσεων. Σε αυτή τη Σύνοδο η ελληνική κυβέρνηση εμφανίστηκε πιο ΝΑΤΟική από τους ΝΑΤΟικούς, επιδεικνύοντας πρόθεση και διάθεση να στηρίξει τα ΝΑΤΟικά σχέδια στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Β. Αφρικής. Γι' αυτή τη στάση κανένα από τα κόμματα του κεφαλαίου, αλλά και τα αστικά ΜΜΕ που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση, δεν είπε κουβέντα. Αλλωστε, στον αστικό Τύπο τα μόνα που αναφέρθηκαν γι' αυτή τη Σύνοδο είναι τα όσα είπαν Τσίπρας - Ομπάμα στη συνάντησή τους. Κι εδώ η στάση τους είναι κατανοητή, αφού όλοι ανεξαιρέτως θεωρούν απαραβίαστη τη συμμόρφωσή τους με το ευρωατλαντικό πλαίσιο, τη συμμετοχή στα ιμπεριαλιστικά σχέδια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Αλλωστε, ο πρόεδρος της ΝΔ πάει αυτή την περίοδο ταξίδια στο εξωτερικό, ανάμεσα στα οποία και στο Ισραήλ, προκειμένου να επιβεβαιώσει την προσήλωση της ΝΔ στους στόχους γεωστρατηγικής αναβάθμισης της χώρας για λογαριασμό της αστικής τάξης. Κανένα από τα κόμματα του κεφαλαίου δεν έβγαλε ούτε ένα σχόλιο για τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, ούτε καν η ΧΑ, που έκανε γαργάρα τόσο τη Σύνοδο όσο κυρίως την εμπλοκή της Ελλάδας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια.

Διακομματική απόρριψητης πρότασης του ΚΚΕ

Ενα ακόμα, όμως, πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρατηγικής τους σύμπλευσης είναι η κοινή επί της ουσίας στάση απόρριψης - με διαφορετική βεβαίως επιχειρηματολογία που αποδεικνύει και το διαφοροποιημένο ρόλο που έχει κάθε πολιτική δύναμη - που κράτησαν όλα τα αστικά κόμματα στη συζήτηση της πρότασης νόμου του ΚΚΕ για την ανακούφιση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, όπου συντάχθηκαν όλοι με τα συμφέροντα των τραπεζών και την προστασία των επιχειρηματικών ομίλων, χαρακτηρίζοντας «ανεδαφική» και «μη ρεαλιστική» την πρόταση. Παραθέτουμε τις χαρακτηριστικές τοποθετήσεις των άλλων κομμάτων:

Οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξαν ότι η πρόταση του ΚΚΕ είναι ενδιαφέρουσα, όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή λόγω των οικονομικών συγκυριών και επειδή, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει «οι επενδυτές να ξαναεπενδύσουν, να ξεδιπλώσουν την στρατηγική για την ανάπτυξη». Ταυτόχρονα έκαναν προσπάθεια να απαξιώσουν την πρόταση του ΚΚΕ ότι απευθύνεται στους πλούσιους υποτιμώντας τους φτωχούς που υποφέρουν. Ταυτίζοντας τη φροντίδα για τους φτωχούς με τα ψίχουλα της ελεημοσύνης των διάφορων «κοινωνικών προγραμμάτων» και όχι από ένα πλαίσιο δικαιωμάτων και προστασίας όπως προβλέπουν οι προτάσεις του ΚΚΕ.

Από την πλευρά της ΝΔ, ξεκαθαρίστηκε ευθύς εξαρχής ότι δεν μπορεί να στηρίξει την πρόταση του ΚΚΕ και άνοιξε μέτωπο με την κυβέρνηση, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί επιχειρήματα που όταν τα έλεγε η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβαινε στα κάγκελα. Το ΠΑΣΟΚ παρ' όλο που δήλωσε δημαγωγικά ότι η πρόταση του ΚΚΕ είναι θετική και επίκαιρη ωστόσο την απέρριψε.

Οι ΑΝΕΛ σημείωσαν, απορρίπτοντας την πρόταση του ΚΚΕ, ότι δεν είναι στη φιλοσοφία τους να πολεμήσουν τις τράπεζες αλλά θέλουν να τις στηρίξουν. Το Ποτάμι και η Ενωση Κεντρώων ανέλαβαν το ρόλο της επίθεσης στο ΚΚΕ απαξιώνοντας την πρότασή του, χαρακτηρίζοντάς τη ανεκδιήγητη, ότι ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας ενώ έφτασαν ουσιαστικά να κατηγορούν το ΚΚΕ ότι η πρότασή του αφορά τους νεόπλουτους.

Παρά τις διαφορές τους, τις «ευαισθησίες» ή ιδεολογικές αναφορές τους όλοι συγκλίνουν σε ένα πράγμα: Οτι η προτεραιότητα της στήριξης της ανάκαμψης κερδών του κεφαλαίου, της προστασίας των τραπεζών, της υπεράσπισης των επιχειρηματικών ομίλων είναι αδιαπραγμάτευτη για όλα τα αστικά κόμματα. Αρα το κάλεσμα που απευθύνουν στους εργαζόμενους είναι κάλεσμα συμβιβασμού με ό,τι μπορεί να γίνει «ρεαλιστικά» εντός αυτού του πλαισίου. Δηλαδή το πολύ - πολύ λίγα ψίχουλα, μέτρα μοιράσματος της φτώχειας και της εξαθλίωσης κ.λπ.

* * *

Απ' όλα τα προηγούμενα προκύπτει ένα ασφαλές συμπέρασμα: ότι στην Ελλάδα συγκρούονται δύο διαφορετικοί δρόμοι. Ο ένας είναι ο δρόμος της στήριξης της καπιταλιστικής ανάκαμψης που περνάει πάνω από τη διάλυση όλων όσα έχουν μείνει όρθια από δικαιώματα, την ολόπλευρη στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων και τη βαθύτερη εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, της ΕΕ. Το δρόμο αυτό υπερασπίζονται όλα τα αστικά κόμματα παρά τις διαφορές και τις αντιθέσεις τους. Ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και της Λαϊκής Συμμαχίας, της σύγκρουσης με τη στρατηγική και την εξουσία του κεφαλαίου, με τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες του. Είναι ο δρόμος υπεράσπισης των άμεσων ζωτικών και μελλοντικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ο δρόμος που θα οδηγήσει στην απαλλαγή του λαού από τη ζωή χωρίς δικαιώματα, με ψίχουλα, από την εκμετάλλευση, τον κίνδυνο ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου, με το λαό στην εξουσία και ιδιοκτήτη του πλούτου που παράγει. Γι' αυτό το δρόμο παλεύει το ΚΚΕ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ