ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 17 Απρίλη 2021 - Κυριακή 18 Απρίλη 2021
Σελ. /48
Ορισμένα συμπεράσματα από τη μάχη για ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος

Copyright 2020 The Associated

Βασικό ζήτημα που βάζουμε στη συζήτηση στο τρίτο κείμενο των Θέσεων είναι η κατάσταση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σήμερα, η συμμετοχή στην ταξική πάλη, συμπεράσματα από τους αγώνες, τις προσπάθειες να δημιουργηθούν πρωτοπόρες εστίες αντίστασης και διεκδίκησης στους χώρους δουλειάς, συνολικά την πορεία ανασύνταξης του κινήματος.

Η πολιτική των αστικών κυβερνήσεων καθώς και οι συνολικές εξελίξεις στην καπιταλιστική οικονομία έχουν επίδραση στην κατάσταση της εργατικής τάξης, στην ενότητα και τη συνείδησή της. Ενα μεγάλο τμήμα των εργαζομένων εντάχθηκε στην παραγωγή ή πέρασε στις παραγωγικές ηλικίες μετά το 2009, δεν έχουν ζήσει όσα δικαιώματα και κατακτήσεις υπήρχαν πριν από την οικονομική καπιταλιστική κρίση, πολύ περισσότερο πριν από την ανατροπή του σοσιαλισμού. Οι μεγάλες αρνητικές αλλαγές έχουν επιδράσει σημαντικά και στο βαθμό οργάνωσης της εργατικής τάξης, δυσκολεύουν παραπέρα την αναζωογόνηση των συνδικάτων. Πρέπει να υπάρχει πλήρης συνείδηση σε αυτό. Δεν τις επισημαίνουμε μοιρολατρικά.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι καθολική και σε καμία περίπτωση οριστική. Το ΚΚΕ συνέβαλε στην ανασύνταξη συνδικάτων, στη διαπαιδαγώγηση μιας νέας γενιάς αγωνιστών με γραμμή ενάντια στους καπιταλιστές, στο κράτος και τους μηχανισμούς τους, στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες τους. Η άσχημη κατάσταση θα είχε γενικευτεί, εάν η δράση του ΚΚΕ, η ολοκληρωμένη αντιπαράθεση με την επεξεργασμένη στρατηγική του κεφαλαίου, η πρωτοβουλία του ΚΚΕ για τη συγκρότηση του ΠΑΜΕ και η δράση του, η οποία έγινε για πάνω από δύο δεκαετίες σημείο αναφοράς για μεγάλα τμήματα εργαζομένων, δεν διαμόρφωναν ένα ισχυρό ανάχωμα.


Ο χρόνος της πανδημίας, με την πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών σε όλα τα μέτωπα, έδειξε ότι έχουμε διαμορφώσει μια κρίσιμη υποδομή ως Κόμμα και δύναμη μέσα στο κίνημα για να δώσουμε τη μάχη να αλλάξουμε τη σημερινή κατάσταση.

Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δέχτηκε την προηγούμενη δεκαετία ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα και στην οργανωτική του υπόσταση και υποδομή. Ενισχύθηκαν η απαξίωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης, η καλλιέργεια της ταξικής συνεργασίας, η νόθευση του όποιου ριζοσπαστισμού άρχισε να αναπτύσσεται με την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης το 2009. Η προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό σύστημα και η συμβολή του στην υποχώρηση του κινήματος είναι τεράστιες, αναγνωρίζονται καθαρά από τις ίδιες τις ενώσεις των καπιταλιστών.

Επεκτάθηκαν τα φαινόμενα αποδιοργάνωσης, νοθείας. Διαμόρφωσαν πιο επιθετική γραμμή και πρακτική ενάντια στις ταξικές δυνάμεις. Σημείο αναφοράς, μπορούμε να πούμε, ήταν η «κοινωνική συμμαχία» που συγκρότησε η ΓΣΕΕ με τον ΣΕΒ και τις άλλες εργοδοτικές οργανώσεις το Μάη του 2019, με στόχο τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με υιοθέτηση των στόχων των βιομηχάνων και άλλων καπιταλιστών. Και αυτό μετά την αποδοχή τριών μνημονίων και εκατοντάδων αντεργατικών νόμων.

Μια ακόμα έκφραση αυτού είναι η κατάπτυστη συμπαιγνία κυβέρνησης - ΓΣΕΕ - ΣΕΒ να εκφυλίσουν τη φετινή Πρωτομαγιά μεταφέροντας τον γιορτασμό της για την Τρίτη μετά το Πάσχα. Η απάντηση όμως θα δοθεί από τα ταξικά συνδικάτα με τη διοργάνωση της Πρωτομαγιάτικης απεργιακής συγκέντρωσης την Πέμπτη 6 Μάη.

Αντιμέτωποι με μια μακροχρόνια πορεία εκφυλισμού


Αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα μιας πορείας σε βάθος, στην οποία πρέπει να σταθούμε. Από τη δεκαετία του '80 και πολύ πιο επιθετικά τη δεκαετία του '90, μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές στις χώρες που οικοδομούσαν σοσιαλισμό, αναπτύχθηκε ολομέτωπη επίθεση σε ιδεολογικό - πολιτικό - οργανωτικό επίπεδο για την πλήρη ενσωμάτωση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, για την αποδοχή από μέρους των εργαζομένων και των συνδικάτων τους, των οργανώσεών τους ως δικών τους στόχων των στόχων του κεφαλαίου για την είσοδο στην ΕΕ και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, την είσοδο στην ΟΝΕ, την οικονομική διείσδυση των ελληνικών κεφαλαίων στη Νοτιοανατολική Ασία και τα Βαλκάνια, τη στήριξη των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πολέμων όπου συμμετείχαν οι ελληνικές κυβερνήσεις.

Διαμόρφωσαν ξεχωριστή πολιτική μισθών για τμήματα εργατοϋπαλλήλων σε στρατηγικούς τομείς, διέθεσαν εκατομμύρια στα διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα, στα ινστιτούτα μελετών, όπως το ΙΝΕ - ΓΣΕΕ, κ.λπ. Στόχος να προωθηθεί ο «κοινωνικός εταιρισμός» έναντι της αρχής της ταξικής πάλης, να κυριαρχήσει σε ιδεολογικό επίπεδο, αλλά και με θεσμούς ενσωμάτωσης, όπως οι «κοινωνικοί διάλογοι», η ΟΚΕ, ελληνική και ευρωπαϊκή και πολλά άλλα. Η γραμμή αυτή συνοπτικά αποτυπώνεται στην κατεύθυνση μετατροπής των σωματείων σε «εργασιακά συμβούλια», χωρίς μαζικές διαδικασίες, χωρίς δυνατότητα προκήρυξης απεργίας, με περιορισμό στη διατύπωση στόχων πάλης μόνο στα όρια των οικονομικών διεκδικήσεων από την επιχείρηση.


Για να περπατήσει αυτή η στρατηγική αναπτύχθηκε ταυτόχρονα ένα αστικό ρεύμα «αποϊδεολογικοποίησης» μέσα στα μεγάλα συνδικάτα από όλες τις δυνάμεις των αστικών κομμάτων και των παρατάξεών τους, την ίδια την εργοδοσία, με πρωτοπόρα τη σοσιαλδημοκρατία, όπως εκφραζόταν από τις δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ.

Κάθε αναφορά στις επαναστατικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος, στις στρατηγικές επιδιώξεις της αστικής τάξης, στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, συστηματικά επιχειρούνταν να εμφανιστεί ως γραφική, ξεπερασμένη. Υπήρχε μόνο το «εδώ και τώρα», αποκομμένο από το ιστορικό φορτίο, αντικαπιταλιστικών, αντιμονοπωλιακών, ριζοσπαστικών συνθημάτων και διεκδικήσεων και φυσικά αποκομμένο από την προοπτική, τη διέξοδο από την καπιταλιστική βαρβαρότητα, από την επίδραση των κομμουνιστικών ιδεών.

Τη δικιά τους ευθύνη γι' αυτήν την κατάσταση έχουν και οι δυνάμεις του ρεφορμισμού - οπορτουνισμού, που ουσιαστικά συμβάλλουν οι όποιοι εργατικοί αγώνες να αποκτούν «στενό» περιεχόμενο, να βάζουν στο στόχαστρο μόνο ορισμένα στελέχη των κυβερνήσεων (π.χ. υπουργούς), μια συγκεκριμένη πολιτική διαχείρισης («νεοφιλελευθερισμός»), να καλλιεργούν με τα συνθήματά τους τη λογική της κυβερνητικής εναλλαγής και έτσι αντικειμενικά να οδηγούν στην απογοήτευση και τον συμβιβασμό, αφού και υπουργοί και κυβερνήσεις, αλλά και τα μοντέλα διαχείρισης αλλάζουν, αλλά η επίθεση στα εργατικά δικαιώματα όχι μόνο δεν ανατρέπεται αλλά ούτε αμβλύνεται.

Βάζοντας στο επίκεντρο αντικειμενικές δυσκολίες και υποκειμενικές αδυναμίες για την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων

Στο τρίτο κείμενο των Θέσεων για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ ανοίγουμε τη συζήτηση και τον προβληματισμό για την κατάσταση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και τους παράγοντες που επέδρασαν. Από τη συζήτηση μέχρι σήμερα φανερώνεται η ανάγκη να συνειδητοποιείται σε βάθος ότι ο στόχος της ανασύνταξης του κινήματος που έχουμε θέσει και παλεύουμε, αφιερώνοντας τις δυνάμεις μας, δεν είναι ένα στενά οργανωτικό ζήτημα, ή ζήτημα ιεράρχησης των μετώπων πάλης και των αγώνων, στους οποίους συμμετέχουμε και στη συντριπτική τους πλειοψηφία πρωτοστατούμε.

Είναι πρώτα και κύρια ζήτημα περιεχομένου. Εχουμε προσδιορίσει το βασικό περιεχόμενο της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος ως την προετοιμασία και ανάπτυξη της ικανότητας δράσης του να αντιπαρατεθεί με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα, σε συμμαχία με τα λαϊκά τμήματα των αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της υπαίθρου, ενάντια στην ενιαία επεξεργασμένη στρατηγική του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εξουσίας.

Εχουμε συγκεντρώσει σημαντική θετική και αρνητική πείρα στην επεξεργασία της τακτικής μας, έχουμε διαμορφώσει υποδομή ως Κόμμα. Παραμένει ζητούμενο η αντιστοίχιση της δράσης μας με το στρατηγικής σημασίας καθήκον της ανασύνταξης. Και η αντιστοίχιση απαιτεί την κατάκτηση ενός ανώτερου ιδεολογικού πολιτικού επιπέδου παρέμβασης των κομμουνιστών μέσα στους εργαζόμενους και το κίνημά τους, οργανωτική δουλειά με απαιτήσεις, που σημαίνει επεξεργασμένη ολόπλευρα παρέμβαση για την οργάνωση μαζών. Δεν χωρά υποτίμηση σε αυτά τα καθήκοντα της ιδεολογικής δουλειάς.

Από αυτήν την άποψη η ανάπτυξη των αγώνων της εργατικής τάξης είναι ζήτημα που εξαρτάται από μια σειρά συνδεδεμένων παραγόντων. Τέτοιοι είναι η επίδραση της γενικής πολιτικής κατάστασης, ο βαθμός όξυνσης των προβλημάτων της εργατικής τάξης, ο βαθμός οργάνωσής της, η επίδραση του Κόμματος, η επίδραση δυνάμεων που ηγούνται στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Αυτούς και άλλους παράγοντες, όπως ο ρόλος των πολύπλοκων μηχανισμών της εργοδοσίας σε χώρους δουλειάς και κλάδους, δεν μπορούμε να τους παραγνωρίσουμε.

Το «άμεσο» είναι και το όχημα του εγκλωβισμού που αξιοποιούν τα αστικά κόμματα, συμπιέζοντας διαρκώς τις λαϊκές ανάγκες με τη λογική του μικρότερου κακού, τη λογική να διαλέξουν οι εργαζόμενοι τι θα χάσουν. Αυτή η πίεση, φυσικά, δεν αντιμετωπίζεται ούτε με άλματα στα «συνθήματα» και στα αιτήματα στο όνομα της πολιτικοποίησης ή πολύ περισσότερο με την υποχώρηση κάτω από τις δυσκολίες - στην πράξη - από την προσπάθεια οργάνωσης της πάλης και τον περιορισμό της παρέμβασής μας σε μια γενική ζύμωση. Απαιτεί επεξεργασμένη παρέμβαση των δυνάμεών μας.

Φυσικά και ο ρόλος του Κόμματος και μιας εργατικής πρωτοπορίας, που αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο συμπορεύεται με το Κόμμα, είναι σημαντική προϋπόθεση για το ξεκίνημα, τη διεξαγωγή, την αντοχή ενός αγώνα.

Περί «μικρών» και «μεγάλων» αγώνων

Πρέπει όμως να είναι καθαρό ότι οι αγώνες δεν εξαρτώνται μόνο ή κυρίως από αυτήν τη σημαντική προϋπόθεση, ιδιαίτερα σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος.

Είναι λοιπόν απλούστευση να φορτώνεται στο Κόμμα η ευθύνη για τη μη ανάπτυξη αγώνων και μάλιστα με την ανυπόστατη κατηγορία ότι το ΚΚΕ «θέλει τους μεγάλους αγώνες και δεν δουλεύει για τους μικρούς που - δήθεν - θα φέρουν τους μεγάλους αγώνες».

Το κύριο ζήτημα που συζητάμε με βάση τις Θέσεις της ΚΕ είναι πώς σε αυτές τις συνθήκες, που προσδιορίζουν συγκεκριμένα την κατάσταση της εργατικής τάξης, θα δράσουμε ως πραγματική πρωτοπορία, για να βάλουμε πιο ισχυρές βάσεις και για να οργανωθεί και να αναπτυχθεί η πάλη της εργατικής τάξης για τα δικαιώματά της και τις ανάγκες της, να στραφεί κατά του πραγματικού αντίπαλου, να μπουν πιο ισχυρές βάσεις για την ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος.

Εξάλλου, η άποψη ότι οι «μικροί αγώνες θα φέρουν τους μεγάλους» είναι λαθεμένη.

Πρώτα απ' όλα δεν βρισκόμαστε στην ιστορική περίοδο, στα χρόνια που το εργατικό κίνημα κάνει τα πρώτα βήματά του. Παρ' όλη την υποχώρηση, τα πισωγυρίσματα, δεν ξεκινάμε από την αρχή, υπάρχει ιστορική πείρα, υπάρχουν καταβολές που έχουν αφήσει την επίδρασή τους, υπάρχει το βάρος μακροχρόνιας ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης ανάμεσα σε διαφορετικές και αντιπαρατιθέμενες «γραμμές» μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Κυρίως όμως γιατί την εποχή που διανύουμε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μεγάλα γεγονότα, όπως είναι οι επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις, η διαρκής επίθεση στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα και κατακτήσεις, η πολύμορφη ένταση της εκμετάλλευσης αξιοποιώντας εξελίξεις της τεχνολογίας και της επιστήμης, πρωτόγνωρα γεγονότα όπως πανδημίες και φυσικές καταστροφές και η δυσκολία διαχείρισής τους από τα αστικά κράτη, η προετοιμασία νέων, πιο γενικευμένων πολέμων.

Αλλωστε, πάνω σε αυτές τις εξελίξεις στηρίζεται και η εκτίμηση των Θέσεων ότι πρέπει να προετοιμαζόμαστε ως Κόμμα, αλλά και το εργατικό κίνημα συνολικά, για συνθήκες απότομης ανόδου της ταξικής πάλης ή ακόμα και μιας νέας φάσης υποχώρησης.

Εχουμε καθαρό ότι θα υπάρχουν και «μικροί» και «μεγάλοι» αγώνες. Θα έχουν όλοι την αξία και τη σημασία τους. Κανένας αγώνας δεν είναι μικρής σημασίας για τους κομμουνιστές και αυτός είναι πρόσθετος λόγος για να πρωτοστατούμε πάντα. Πολύ περισσότερο που σήμερα πρέπει να περάσει από συμπληγάδες πέτρες. Ενας αγώνας μπορεί να ξεκινάει από φαινομενικά «μικρά και επιμέρους» ζητήματα, διαπλέκεται όμως αντικειμενικά τις περισσότερες φορές με πιο «μεγάλα» και πιο «γενικά». Η σημασία και η έκβαση εξάλλου ενός αγώνα δεν μπορούν να κριθούν εκ των προτέρων, ούτε η συμβολή του στο γενικότερο αγώνα της εργατικής τάξης, πώς θα επιδράσει, τι θα αφήσει, ποια κλιμάκωση θα έχει σε περιεχόμενο και μορφές πάλης.

Επιβεβαιώνεται ότι και η διάκριση «μικρών» και «μεγάλων» αγώνων είναι τελικά σχηματική και λαθεμένη.

Ας σκεφτούμε ορισμένα παραδείγματα. Μπορούσε κανείς να προβλέψει την εξέλιξη αγώνων όπως της ηρωικής απεργίας των χαλυβουργών πριν από περίπου μια δεκαετία ή του αγώνα της ΛΑΡΚΟ τα τελευταία χρόνια; Αυτοί οι «μικροί αγώνες» απέκτησαν χαρακτήρα «μεγάλων αγώνων» σε αυτό που άφησαν σε συμβολισμό και διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης. Οι αγώνες τελικά κρίνονται από έναν συνδυασμό κριτηρίων, τη μαζικότητα, τη διάρκεια, το περιεχόμενο, τον προσανατολισμό, τη γενικότερη επίδραση που έχουν στους εργαζόμενους που κινητοποιούνται, που συμμετέχουν σε αυτόν αλλά και ευρύτερα στην εργατική τάξη και σε άλλες λαϊκές δυνάμεις.

Οι συνθήκες που δημιουργεί η αντεργατική επίθεση είναι τέτοιες που δεν πρέπει να αποκλείσουμε την απότομη άνοδο μαζικών αγώνων. Η δουλειά που κάνουμε σήμερα και μπορεί να μη φαίνονται άμεσα τα αποτελέσματά της είναι προετοιμασία για τους αυριανούς αγώνες, για την έκβασή τους, για να μην αφομοιωθούν από το σύστημα. Σε αυτό το ζήτημα είναι καθοριστικός ο ρόλος των δυνάμεων του Κόμματος μέσα στην εργατική τάξη και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα για τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο των διεκδικήσεων και των αγώνων.

Το ζήτημα είναι πώς μέσα από κάθε αγώνα που γίνεται και θα γίνεται το κίνημα θα βγαίνει πιο έμπειρο, πιο ικανό, καλύτερα οργανωμένο ώστε στην επόμενη φάση να ξεκινά από μια καλύτερη και ανώτερη αφετηρία. Ο υπαρκτός κίνδυνος του σεκταρισμού, της απόσπασης από την πραγματικότητα και τις ουσιαστικές διεργασίες που συντελούνται, της επίκλησης γενικά των στρατηγικών μας καθηκόντων, χωρίς εξειδίκευσή τους σε κάθε κλάδο και χώρο δουλειάς, ώστε να πετυχαίνεται η ευρύτερη προετοιμασία και συσπείρωση εργατικών δυνάμεων, δεν απαντιέται σε καμία περίπτωση με τη σχηματική αντίληψη περί «μικρών» αγώνων με άμεσα καθημερινά αιτήματα, οι οποίοι δήθεν θα μας οδηγήσουν στους «μεγάλους» αγώνες. Η ιστορική μας πείρα έχει δείξει ότι η δεξιά και η αριστερή οπορτουνιστική προσέγγιση είναι οι άλλες όψεις του ίδιου νομίσματος, που κάνει το εργατικό κίνημα τελικά ουρά της αστικής τάξης, ακόμα και όταν υπάρχουν οι «καλύτερες των προθέσεων».

Αξιοποιώντας την πείρα των προηγούμενων χρόνων

Τα προηγούμενα χρόνια επεξεργαστήκαμε το πλαίσιο πάλης για τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής - λαϊκής οικογένειας ως κατεύθυνση πάλης που συμβάλλει να κατανοείται και η ανάγκη της ανατροπής, της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, παίρνοντας υπόψη ότι η κοινωνική συνείδηση διαμορφώνεται και από επιμέρους ζητήματα. Και γνωρίζοντας ότι η υιοθέτησή του δεν θα γίνεται μια κι έξω. Θα υιοθετούνται στην αρχή ίσως πλευρές, αιχμές, θα κλιμακώνεται, θα υπάρχουν και πισωγυρίσματα, ανάλογα με την πορεία της ταξικής πάλης. Υπάρχει πλούσια πείρα από την οποία επιδιώκουμε να βγάλουμε συμπεράσματα, να κρατήσουμε θετικά, να αφήσουμε αδυναμίες.

Δουλέψαμε μεθοδικά για κρίσιμα ζητήματα: Για τους μισθούς και τα δικαιώματα στη δουλειά και τις ΣΣΕ, το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα, για τις «ελαστικές» σχέσεις, τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, τα προγράμματα ανακύκλωσης της ανεργίας, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση μεγάλων παραγωγικών μονάδων, όπως η ΔΕΗ, η ΛΑΡΚΟ, κ.ά.

Και μαζί με αυτά για την προστασία του λαού από τις φυσικές καταστροφές, ενάντια στα περιβαλλοντικά εγκλήματα. Στην πάλη για την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος. Με την πάλη για την απομόνωση των ναζί της Χρυσής Αυγής, για να μπουν στη φυλακή. Για την προστασία της υγείας του λαού, τη στήριξη του δημόσιου συστήματος Υγείας και πολλά ακόμα.

Με προσπάθεια επεξεργασίας πλαισίου πάλης, ακολουθώντας σωστή μεθοδολογία, τον δρόμο που οδηγεί στην κλιμάκωση της διαπάλης και μας προφυλάσσει ταυτόχρονα, τόσο από το συμβιβασμό με τον δήθεν ρεαλισμό του αρνητικού συσχετισμού, όσο και από την απόσπαση από την πραγματικότητα.

Με προσπάθεια συσπείρωσης σωματείων και φορέων με συλλογικές, μαζικές διαδικασίες και εκεί όπου οι ταξικές δυνάμεις μειοψηφούν. Με δουλειά σε τέτοια σημαντικά μέτωπα πάλης διαμορφώθηκε μια μεγάλη στεφάνη σωματείων που συμπορεύτηκαν με το ΠΑΜΕ, μεγάλωσαν τη συσπείρωσή του, έφτασαν 165 σωματεία σε κρίσιμα μέτωπα που συσπειρώθηκαν και σε απεργιακό αγώνα χωρίς τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ, με ανοιχτό απεργοσπαστικό πόλεμο από τη γνωστή ηγεσία της.

Με ταυτόχρονη προσπάθεια κάθε εστία να συντονίζεται και να διευρύνεται σε τοπικό, κλαδικό, πανελλαδικό επίπεδο και με αντίστοιχες μορφές. Είναι η διαδικασία που συμβάλλει ώστε ένας αγώνας, με την παρέμβασή μας, να πολιτικοποιείται, να αναδεικνύεται δηλαδή το εμπόδιο που βάζει φραγμό στην ικανοποίηση των αναγκών και των αιτημάτων, η στάση κάθε πολιτικής δύναμης, να τίθεται το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα, οι επιδιώξεις του κεφαλαίου και η εξουσία του. Εχουμε επίγνωση ότι ένας αγώνας, όσο μαχητικός κι αν είναι, είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί από την εργοδοσία, τους κρατικούς μηχανισμούς, αν μείνει στα στενά όρια ενός χώρου, μιας περιοχής, ακόμα κι ενός κλάδου.

Σημαντική πλευρά ήταν η επεξεργασμένη αυτοτελής παρέμβαση του ΚΚΕ σε όλα αυτά τα μέτωπα με την ανάδειξη των αιτιών, των στρατηγικών επιδιώξεων της αστικής τάξης, των αντιθέσεων και του προσανατολισμού που πρέπει να έχουν οι διεκδικήσεις, της διεξόδου, αλλά και της συνέπειας λόγων και έργων, με την άοκνη φυσική παρουσία των στελεχών του, των βουλευτών του. Με την επεξεργασία θέσεων, ακόμα και τροπολογιών, προτάσεων νόμου στη Βουλή, που συνάντησαν την καθολική αποδοχή των εργαζομένων κι ανέδειξαν τη στάση και υποκρισία των αστικών κομμάτων. Αυτός ο τρόπος δουλειάς δεν έχει κατακτηθεί ακόμα ενιαία ως προσανατολισμός στην καθοδηγητική δουλειά και από αυτήν τη σκοπιά τίθενται τα ζητήματα αυτά στις Θέσεις.

Τα χρόνια από το 20ό Συνέδριο του Κόμματος ενισχύθηκε η διαπάλη για το ρόλο των συνδικάτων, τον προσανατολισμό της πάλης, την άνοδο του βαθμού οργάνωσης. Εκφράστηκε με μάχες, στις οποίες πρωτοστάτησαν οι κομμουνιστές, σε συνέδρια Εργατικών Κέντρων, Ομοσπονδιών, στην ίδια τη ΓΣΕΕ.

Συνέβαλαν να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί της εργοδοσίας και του αστικού κράτους, η ανοιχτή και καλυμμένη εξαγορά συνειδήσεων, ο θανάσιμος εναγκαλισμός του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος από εργοδότες και κυβερνήσεις. Αναδείχθηκε η δυνατότητα να συμπορευτούν με τους κομμουνιστές και συνδικαλιστές που δεν συμφωνούν με το σύνολο της πολιτικής μας. Αλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο κράτησαν σε μεγάλες πιέσεις, συμπορεύτηκαν αναγνωρίζοντας στο Κόμμα μας ότι είναι το μόνο κόμμα που μπορεί με συνέπεια να οργανώσει τον αγώνα και να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εργαζομένων, εμπιστεύτηκαν τους κομμουνιστές συνδικαλιστές στην πάλη για να αλλάξει η άσχημη κατάσταση.

Σε όλες τις περιπτώσεις αναδείχθηκαν νέες δυνάμεις, νέα στελέχη, στήριγμα για τα επόμενα χρόνια. Ηταν μάχη που άφησε παρακαταθήκες και ελπίδα.

Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται ότι απαιτείται ανώτερη ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική δουλειά στο Κόμμα και συνεχής επεξεργασία της ιδεολογικοπολιτικής πάλης μέσα στις γραμμές του κινήματος. Με την ένταση της πολιτικής παρέμβασης και την ανάπτυξη της ικανότητας των κομμουνιστών και κομμουνιστριών να εξειδικεύουν στο κάθε κίνημα, ανά χώρο, κλάδο, μπορεί να προωθούνται η οργάνωση, η συσπείρωση και διαφώτιση των εργαζομένων, η άνοδος της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ μέσα στην εργατική τάξη, καθοριστικός παράγοντας για τη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης, την άνοδο της ταξικής πολιτικής δράσης των εργαζομένων, που θα θέσει το θέμα ριζικών ανατροπών στο επίπεδο της εξουσίας.

Η οργανωτική δύναμη κι επιρροή του ΚΚΕ σε κάθε κλάδο και χώρο δουλειάς είναι καθοριστικό στοιχείο για να αλλάξει η κατάσταση, απαιτεί έγκαιρη πρόβλεψη, σταθερό προσανατολισμό και σχεδιασμό από τα καθοδηγητικά όργανα και τις Κομματικές Ομάδες, γερούς δεσμούς με μάζες, ιδεολογική - πολιτική συγκρότηση, ικανότητα ελιγμών, τόλμη και πρωτοβουλία για να τα βγάλουμε πέρα.

Προχωράμε μπροστά, με γνώση και δύναμη.


Του
Γιάννη ΠΡΩΤΟΥΛΗ*
* Ο Γ. Πρωτούλης είναι μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ