ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Απρίλη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΡΑΜΠΕΤΣΟΥ

Ο Χρήστος Καραμπέτσος γεννήθηκε στο Στεβενίκο (Αγία Τριάδα) της Λιβαδειάς. Στα Γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1982 μ' εμφανή την έμβρυα βαθμίδα στην αισθητική, τη θεματολογία, την τεχνική. Εχει εκδώσει: Τη σύνθεση «Η ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» (1983), την ποιητική συλλογή «ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ» (1985), το σατιροπολιτικό ιστοριογράφημα «Τ' ΑΣΤΡΑ ΑΡΧΟΝΤΕΣ» (1985), τη σύνθεση «Ο ΡΥΘΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΛΜΩΝ ΤΗΣ» (1988), την ποιητική συλλογή «ΟΥΡΑΝΟΠΟΡΕΙΑ» (1993), το «ΜΕΤΩΠΟ» (1998). Εκδίδει τη λογοτεχνική εφημερίδα «ΔΡΥΜΟΣ». Για το έργο του έχει διακριθεί σε πολλούς πανελλήνιους διαγωνισμούς. Είναι μέλος του Σωματείου Οικοδόμων Λιβαδειάς και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.

Κυκλοφορεί η τρίτη έκδοση της ποιητικής του συλλογής «ΜΕΤΩΠΟ» αφιερωμένη στο 17ο Συνέδριο του ΚΚΕ.


«Τολμ-αρετή»

Γρηγοριάδης Κώστας

(Μεταξύ Αλίαρτου και Λιβαδειάς στη Βοιωτία, στην περιοχή Πέτρα, υπάρχει το όρος Τιλφούσι. Κει πάνου, στα χείλη του γκρεμού, είχε εγκλωβιστεί ένα αγριοκάτσικο. Μεις από κάτου - οι εργάτες της σιδηρογραμμής την παρακολουθούμε με την ψυχή στα χείλη)...

Α΄

Ηταν δεύτερη μέρα - θαρρώ - του Μάρτη. Οι αγριομυγδαλιές - ύστερ' απ' τη βαρυχειμωνιά και το τσουχτερό πολικό της ψύχος, τη θανατηφόρα θα 'λεγα παγωνιά, που δεν άφηνε από το υποχθόνιο κάτου Βασίλειο της Περσεφόνης να ξεμυτίσει μήτε χλόη - άρχισαν δειλά δειλά - με τα μυριάδες ουρανο-ρόδινά τους μάτια - να στολίζουν την άγρια σκουροπράσινη κόμη και την ωμοπλάτη της ανύμφευτης Νύμφης.

Η Τιλφούσι ώρα την ώρα πρόβαλλε με το χνούδι στους βραχίονες, τον πολύπτυχο λαιμό της, και το πολυτιμότερο κάτω μέρος του αυτιού της, με τη χλόη, με τ' αγριοράδικο, τις τσαχπινιάρες σαύρες και τις μαργαρίτες, τους ακούραστους σκανθάρους της (απογόνους ασφαλώς του μακρινού μας Σίσυφου) και τις θεοντρόπαλες παπαρούνες.

Φούντωνε ολάκερη - μέρα τη μέρα - με τις αφράτες της μασχάλες, τις κοχλάζουσες φλέβες της - ολόζουμες θηλυκότητα, με κανά δυο πλειάδες αγριελιές στους ώμους της, στα ρόδινά της μάγουλα, τη μύτη της και τους μηρούς, έτσι που να κουζουλαίνουν τους θνητούς.

Στη ράχη της πάνου κανά δυο ντουζίνες βυζανιάρικα είχαν αρχίσει - με τη ζεστή λιόφωτη μεσημβρία - ένα τρελό άκρατο κυνηγητό. Ενα χορό, κάτου απ' τις μαγευτικές νότες του Τσοπανάκου και του Τρανοκότσιφα, που ξεπερνάει - λένε οι χωρικοί - και το σουραύλη ακόμη, κείνου του μακρινού Μαρσία, αγγίζει - λένε ακόμη - και κείνη τη γλυκιά μελωδία, της τρίχορδης λύρας του Απόλλωνα.

Ενα παιχνίδι από το χάραμα ως το ατέλειωτο μάκρος της εφηβείας, ως το μελλοντικό τους Ερωτα, και το Δημόσιο σφαγείο της Αλίαρτος.

Τα τρίδυμα ερίφια της Τολμ-αρετής - αν και αποκαμωμένα, απ' τ' ολοήμερο ξέφρενο παιχνίδι της Ανάτασης - δεν είχαν ύπνο Σήμερο, δε δείπνησαν κάτου απ' το στοργικό της χάδι και τ' άγρυπνο λύχνο του τσοπάνη: το Γλυκοβύζαχτο του Γένους φρόνημα, δεν είχαν Σήμερο αρωγή γι' Ανάπλαση, δεν είχαν Σήμερο Αγκάλη.

Β΄

Εφτασε το σούρπωμα, μα τίποτα, δε φάνηκ' ακόμη στο σπιτοκάλυβό τους, τούτη η πολυαγαπημένη των παιδιών του Κόσμου Ολου, η Μάνα, η μάνα των γκαβών και των καλών, των ξύπνιων και των κουζουλών.

Ο γιος του Υπερίωνα μάζεψε - δω και ώρα - τα φτερουγάτα του άτια. Το πολυάχτιδο αμάξι του, που σκορπούσε ολημερίς χρυσάφι για τους πλαστουργούς το 'κρυψε πίσω απ' τις λιοψημένες του Ελικώνα ωμοπλάτες κι ο ίδιος απίθωσε το τεράστιο στέμμα του στα ολοστρόγγυλα γόνατα της Γαίας και χώθηκε κατόπι στην αγκαλιά των αγαπημένων του Μουσών - μαζί με τον Απόλλωνα - στην Αρβανίτσα. Τη πουρνό πουρνό θα συνέχιζε το Μεγαλόχαρο έργο του (μεροκαματιάρης μαθές κι αυτός).

Η Σελάνα πρόβαλε ολόγυμνη - είχε χειραφετηθεί η τρελιάρα απ' την εποχή της Σαπφούς - και παρακολουθούσε προσεχτικά και συνετά - τι ήταν μαθές και κείνη μάνα - κι άπλετα στοργικά, τα ζωντανά της Γης. Πήρε λοιπό μια στιγμή το όμμα της την Τολμ-αρετή, θεοκρέμαστη την έρμη στην ξέπλεκη βορειο-δυτική πλεξούδα της Τιλφούσι.

Ο προστάτης της, ο Παν, θα 'χε απομακρυνθεί (ως φαίνεται) στο ελατόδασο πάνου του Τσίβερι, κυνηγώντας την αγαπημένη του Ηχώ.

Ο γκρεμνός κάτου από τα πόδια της, με τα δρακόντεια βράχια και τα αιχμηρά τους νύχια, παραμόνευε να λιανίσει και να καταπιεί τις σάρκες της.

Η Σελάνα κοκάλωσε, δεν έλεγε ρούπι να κουνήσει (όμοια με την αγριόαιγα τ' Αρβανίτη) τι θα γκρεμοτσακίζονταν κι αυτή - έτσι της φαίνονταν κείνη τη στιγμή. Δεν ήξερε, δεν έβρισκε ένα τρόπο να τη βοηθήσει, πώς να τολμήσει να την πάρει στην αγκαλιά της;.. Πώς;.. Αν παράσερνε κι αυτήν στην πτώση της;.. μαζί της στον γκρεμό;.. Δε σκέπτονταν βέβαια, δε λογάριαζε τόσο τη ζωή της, τι ήταν από καιρό ξεσκολισμένη από τον καιρό τ' Ομήρου και πάρα πίσου, σ' όλο μάλιστα το μάκρος της Οδύσσειας. Μήπως και τούτο δεν είναι μια μικρή καθημερινή Οδύσσεια των θνητών; (συλλογίζονταν).

«Ολη η ζωή των ζωντανών Οργανισμών: απ' τη γέννησή των (αλλά και πριν απ' αυτήν) στα Εγκατα της Δήμητρας και της Μήτρας, δηλαδή, ως και το θάνατό των: είναι μια Οδύσσεια, που τότε, και μόνο τότε λύνεται, τελειώνει δηλαδή, όμως εμείς δε θα τελειώσουμε ποτέ ποτέ, ο Τεράστιος Ερωτάς μας διασχίζει όλο το Γαλάζιο Τόλμημα, είναι το ΠΑΝ για τους θνητούς στη ΓΗ».

Ετσι της έλεγε φορές φορές, μετά την Πρώτη Πράξη ο Πρώτος της εραστής. Ομως όλα ήταν ψέματα, δεν κράτησαν παρά δυο τρεις στιγμές αιωνιότητας.

«Ολα τα όμορφα κρατάνε τόσο λίγο, καλέ μου!» του λιανοψιθύριζε αυτή.

Κι έτσι - επερασμένα πάντα - γίνηκε παρελθόν, κουρνιαχτός,

τον ρούφηξε τ' Απέραντο Σύμπαν,

το δίδυμο αδέρφι της και Εραστή,

τον Δορυφόρο της Σελάνας μας,

τον πολυθρύλητο Πανσέλληνα.

Αλλά μήπως είχε δίκιο;.. (συλλογίζονταν ώρες ώρες).

Ισως να 'ναι κι έτσι, γιατί στη Συνείδηση της Ανθρωπότητας μένουμε φυτεμένοι, μας φέρνει, μας κουβαλά μαζί της Αιώνια, δεμένοι ως χρωματόσωμα (θα μπορούσα να πω).

Μεταβιβαζόμενοι - στην ίδια πάντα αναλογία - από Γενιά σε Γενιά, από Γένος σε Φυλή, από Φυλή σε Λαό, από Λαό, σε Λεύτερο Ανθρωπο πια.

Ωστόσο τώρα λογάριαζε μονάχα τα σχολιόπαιδα και τη λιανομαρίδα που θα πρωτοπήγαινε Σχολειό.

Πώς θα τους φώτιζε το δρόμο να μάθουν γράμματα και θάματα.. που θα τους ήταν τόσο πολύτιμα για όλο το θνητό Μελλοντικό τους μάκρος;..

Αν γκρεμοτσακίζονταν κι αυτή, σφιχταγκαλιασμένη, μαζί με την Τολμ-αρετή;..

Ως Σύγχρονες Σουλιώτισσες κι αυτές μη και τις μολέψουν του Ατλαντικού οι Γιάνκηδες;

Βέβαια, ήταν και τούτο το Τραγούδι!..

Που την Τιμούσε και την Υμνούσε, και που τις άρεσε τόσο:

Φεγγαράκι μου Λαμπρό

φέγγε μου να πορπατώ

να παγαίνω στο σχολειό.

Γ΄

Σαν άρχισε να χαράζει, ο Γιος του Υπερίωνα Γήλιος, αγκάλιασε τα Λευκά Λαμπρόχαιτά του Ατια, τα θώπευσε απαλά στο λαιμό και τη μουσούδα, φόρεσε κατόπι το χρυσοπόρφυρο Λαμπρό του Στέμμα, φίλησε την Κλυμένη του κλεφτά στα χείλη και κίνησε για την Ουρανοπορεία του.

Σαν άρχισε να προβάλλει - απ' τ' Ωκεάνιο παλάτι του - αντίκρισε την Τολμ-αρετή με μια. Και δίπλα της - ως προστάτη, φύλακ' άγγελό της - κοκαλωμένη τη Σελάνα.

Ξενυχτημένη - μαζί της - να της φέγγει μη και λιγοψυχήσει, η έρμη.

Ως μεγαλύτερός της αδερφός, άρχισε να της γνέφει με τις γλυκές του αχτίνες και συμβουλευτικά να την καλεί:

-- Αντε, πάγαινε τώρα κόρη μου, πρέπει να ξαπλώσεις κι εσύ μια στάλα, τι έφεξε για τα καλά.

-- Δεν μπορώ να κλείσω μάτι Γήλιε μου, όσο η μάνα τούτη, η μάνα των τριών εριφίων (που καθημερινά θωρείς να παίζουν και να γκεζεράν,ξέγνοιαστα στο ξάγναντο πάνου), όσο βρίσκεται - σε λέω - μετέωρ' αγκιστρωμένη στα ξέπλεκα μαλλιά της Νύμφης μας Τιλφούσι.

-- Μα πρέπει να ξαποστάσεις κομμάτι κορούλα μου, το έργο μας δεν τελειώνει δω. Ποτέ δεν τελειώνει ένα έργο - θαρρώ - μια μάχη για τη Ζωή, γιατ' είναι πάντα μια συνέχεια κάποιου προηγούμενου, που πάντα, κι αυτό με τη σειρά του, δίνει τα ηνία, τη σκυτάλη πες, σε κάποιο επόμενο, Νιογέννητο και φρέσκο.

Ετσι, όλη μας η Ζωή:

(κι η δική μας, αλλά και των ανθρώπων) μόνον ως Σταθμός Εξαχτίνωσης και Νέας Κίνησης λογιάζεται, πάντα προς τα Μπρος, προς τ' Αδάμαστο πάντα Αύριο.

Εξάλλου, να, σε λίγο θα 'ρθουν οι Εργάτες της Σιδηρογραμμής. Και καθώς είναι Ανθρωποι και ξυπνότεροι θαρρώ από μας - κείνοι είναι οι Πραγματικοί Θεοί καλή μου - θα βρουν τρόπο να λυτρώσουν την καημένη απ' το θάνατο και το χαμό.

Εγώ θα τους φωτίζω όλους κι εσένανε θα σου ρίξω διάφανο ολόλευκο πέπλο ν' αποκοιμηθείς γλυκά γλυκά (γλυκό μου), σε σπηλιά πολλά βαθουλωτή, με τον Εμορφο Ενδυμίωνα π' αγαπάς.

Κι όταν κατά το σούρπωμα χορτάσετε την Αγάπη παίρνεις τις μουγκαγελάδες σου κι ανηφορίζεις αργά αργά (Ουρανοπόρος πάντα) στο νυχτερινό (Πανέμορφο πάντα) Ουράνιο Στερέωμα.

* * *

Σαν είδε τους Εργάτες της Σιδηρογραμμής η Τολμ-αρετή, άρχισε απελπισμένα να τους καλεί σε βοήθεια.

-- Μπρε πώς ξεμοναχιάστηκε η έρμη.

-- Ακούτε πώς μας καλεί απελπισμένα;

-- Πάει, θα γκρεμοτσακιστεί.

-- Θα τη φάνε τα όρνια, γύπες, σταυραετοί, κοράκια.

-- Να τη σφάξουμε μόλις γκρεμιστεί.

-- Να την κάνουμε βραστή.

-- Μπρε παιδιά, πρέπει να τη σώσουμε.

-- Πάμε Χρήστο;.. είναι του πεθερού μου.

-- Πάμε!.. πρέπει να τη σώσουμε... είναι κρίμα.

-- Πάρτε κι ένα μαχαίρι μαζί σας.

-- Ναι, στην ανάγκη να τη σφάξουμε.

-- Μην τυραννιστεί η κακομοίρα, ωσότου σβήσει.

Ενας απ' αυτούς - ο Τρανότερος θαρρώ - ο Γρηγορο-πόδαρος της ομάδας, κίνησε μ' ένα τετράμετρο στο χέρι τέλι. Μαζί του ο ποιητής, μ' ένα μισοξέψυχο στα χείλη στίχο.

Κι οι δυο τους, βέβαια, δεν μπορούσαν να προσφέρουν δράμι απ' την τεράστια Αγάπη τους στην Τολμ-αρετή. Το ίδιο βέβαια κι ο Βαγγέλης, π' ανηφόρισε κατόπι τους.

-- Σύντροφοι - αναφώνησε ολοφάνερ' απελπισμένος ο Γρηγορο-πόδαρος - είναι πάνου απ' τις δυνάμεις μας.

Δεν μπορούμε να κάνουμε πράμα.

-- Ναι!.. δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα - συμφώνησ' ο Βαγγέλης.

-- Είναι στο έλεος της Λάχεσης η άμοιρη, - ψιθύρισε ο Χρήστος - Πάμε!..

Πάμε να φύγουμε.

Κίνησε πρώτος. Ομως κοντοστάθηκε ομπρός της. Θαρρείς να την ψυχώσει. Σε τι; Στην εξοικείωση για τον ερχομό του θανάτου της; Στην αποδοχή της ίδιας της μοίρας; Να δεχτεί να κλειστεί στο υποχθόνιο κάτου βασίλειο των νεκρών;

Δε χάρηκα ακόμη τη ζωή.

Είμαι νέα ακόμη (θα σκέφτονταν ασφαλώς), τα παιδιά μου δεν τα 'παιξα στα γόνα, όσο θα 'θελα γω και κείνα.

Δεν μπορεί, δεν πρέπει να μείνουν στους πέντε δρόμους, βορά των κακών (πολεμοκάπηλων κι αρπαχτικών) φονιάδων όπου Γης.

Εξαφνα - ως να την καλούσε η θεία Δύναμη της Ποίησης και της Ζωής - λύγισε τα μπροστινά της γόνα, ως να 'θελε να επιβραδύνει, να μειώσει της πτώσης της τη φόρα, και ρίχτηκε στ' αφιλόξενο κενό.

Ως δύτης, που με δυο τρεις φτερωτές βουτιές, φτάνει στον κοραλλιογενή βυθό έτσι και εκείνη.

Θέλει Αρετή και Τόλμη - βροντοφώναξ' έκθαμβος ο ποιητής - να 'σαι Λεύτερος.

Να βγάλεις τα Μαργαριτάρια στο Φως της μέρας. Και κείνη τα 'χε και τα δυο. Δεν έσκυψε το κεφάλι της, μπρος στις δυσκολίες της Ζωής. Και Δίκαια οι φίλες της κι Εμείς: την ονομάσαμε ΤΟΛΜ-ΑΡΕΤΗ.


Του
Χρήστου ΚΑΡΑΜΠΕΤΣΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ