Γι' αυτό εξυμνεί την κοινωνική συνοχή, την υποταγή του λαού δηλαδή στο κεφάλαιο και κομπάζει ο Αλ. Τσίπρας: «Θα σας έλεγα δε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε και ένα ανάχωμα στην ανεξέλεγκτη κοινωνική σύγκρουση, η οποία ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα, γιατί αποτέλεσε μία ύστατη ελπίδα ανάκτησης της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος»!
Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί δάφνες για τον διαλυτικό και υπονομευτικό του ρόλο στο κίνημα, δίπλα στις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές πλειοψηφίες. Τη στρατηγική του αυτή πλασάρει σαν πλεονέκτημα στην αστική τάξη, παρουσιάζοντας τον εαυτό σαν τον πιο ικανό να διαχειριστεί και να ελέγξει τις αγωνιστικές διαθέσεις του λαού απέναντι στην κλιμακούμενη βαρβαρότητα της εφαρμοζόμενης πολιτικής.
Στη βάση της εκτίμησης που κάνει ότι οι αγώνες θα ενταθούν, σχεδιάζει την παρέμβασή του σε τρία επίπεδα: Στο περιεχόμενό τους, στη μορφή τους και στην οργανωτική δομή του συνδικαλιστικού κινήματος. Στην απόφαση της ΚΕ ομολογείται ανοιχτά ο ρόλος που θέλουν να παίξει το κίνημα:
«Ο στόχος για ανάληψη της κυβέρνησης (...) θα προωθείται (...) όσο εξασφαλίζονται(...)δημιουργία ενός μεγάλου πολιτικού ρεύματος ανατροπής (...) αναγέννηση του κοινωνικού κινήματος με αντιμνημονιακούς στόχους(...) ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ με την κατάκτηση θέσεων μέσα στους μαζικούς εργατικούς και κοινωνικούς φορείς και την διαρκή προσπάθεια για την επίτευξη ηγεμονίας των θέσεών μας».
Ευθαρσώς συνδέει τη στήριξη που θα του παρέχει αν αυτό «θα επιδιώκει αλλαγή και πολιτική ανατροπή», την οποία ταυτίζει με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Ενα τέτοιο βολικό για τους ταξικούς αντιπάλους της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων περιεχόμενο δεν μπορεί παρά να εκφράζεται και με «άσφαιρες» μορφές πάλης. Στο πλαίσιο αυτό, ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Π. Σκουρλέτης, υπονομεύοντας ευθέως την απεργία ως μορφή πάλης, καλούσε σε άλλες μορφές κινητοποίησης στο όνομα του να διασωθεί το μεροκάματο.
Ο βουλευτής Λασιθίου του ΣΥΡΙΖΑ, Κ. Δερμιτζάκης, τα έβαλε με την απεργία των ναυτεργατών, δηλώνοντας ότι «γεμίζει τον κόσμο αγωνία και ανασφάλεια» και προέτρεψε τους απεργούς να αντιληφθούν «το μέγεθος των προβλημάτων και να δείξουν καλή θέληση και να σκύψουν στα προβλήματα των αγροτών για να δουν ότι εδώ το πρόβλημα είναι τεράστιο. Καταστρέφονται ανθρώπινες ζωές».
Ταυτόχρονα, ο Αλ. Τσίπρας υποδείκνυε στους αγρότες: «Ο αγώνας σας πρέπει να έχει τη στήριξη όλης της ελληνικής κοινωνίας. Στο κολπάκι του κοινωνικού αυτοματισμού δεν θα πέσετε (...) Θα τους χτυπήσετε εκεί που τους πονάει και είμαι βέβαιος ότι θα το κάνετε αυτό, με έξυπνο τρόπο, με εναλλακτικές σκέψεις».
Ευθέως, δηλαδή, προτρέπουν σε μορφές πάλης με όσο το δυνατόν πιο «αχνό» έως ανύπαρκτο αντίκτυπο στην καπιταλιστική οικονομία. Και δεν το κάνουν από έγνοια να εναλλάσσει το κίνημα όλες τις μορφές πάλης για να είναι πιο αποτελεσματικό, αλλά για να «νουθετήσουν» τους εργάτες ότι οι αγώνες τους δεν πρέπει να θίγουν τα κέρδη των βιομηχάνων και των εφοπλιστών, δεν πρέπει να προκαλούν «αναταραχή».
Η προσπάθεια αυτή πέρα από επικίνδυνη είναι και βαθιά υποκριτική, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει επί της ουσίας τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι δυνάμεις του στην Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων - οι ίδιες που συνομολόγησαν σύμβαση με μειώσεις μισθών - ειδικεύονται στο στήσιμο διασπαστικών σωματείων.
Αφού έφτιαξαν ένα στην Αθήνα, στον κλάδο του εμπορίου, προκειμένου να χτυπήσουν το ταξικό συνδικάτο που ήδη υπήρχε, τώρα στήνουν ένα ακόμα, πανελλαδικό αυτή τη φορά, από κοινού με την ΠΑΣΚΕ, όπου μάλιστα ψηφίζουν και τα «δέντρα» (διευθυντές, προϊστάμενοι σούπερ μάρκετ), ενώ υπάρχουν καταγγελίες για εργαζόμενους που οδηγήθηκαν σε κάλπες κάτω από την απειλή της απόλυσης.
Είναι προφανές ότι ετοιμάζουν τον αυριανό κυβερνητικό συνδικαλισμό. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνεται και αντιγράφεται η παραδοσιακή τακτική του κυβερνητικού συνδικαλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, αυτή της υποταγής του συνδικαλιστικού κινήματος στην κυβερνητική εξουσία που ελπίζει ότι αύριο θα του ανήκει.
Ενα τέτοιο - σε περιεχόμενο και μορφές πάλης - κίνημα ταιριάζει σε ένα λαό συμφιλιωμένο με τη φτώχεια του, πεισμένο ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, βυθισμένο στη μοιρολατρία. Τέτοια συνείδηση προσπαθεί να διαμορφώσει ο ΣΥΡΙΖΑ και με άλλες παρεμβάσεις του. Αξιοποιώντας και την πείρα της Αργεντινής, η ηγεσία του καλλιεργεί τη λογική του μικρότερου κακού και του εθισμού σε μια ζωή βουτηγμένη στην ανέχεια και στην ελεημοσύνη, την ίδια ώρα που το κεφάλαιο θα διαμορφώνει όρους για επανάκαμψη και μεγέθυνση της κερδοφορίας του.
Ο Γ. Δραγασάκης σε ομιλία του είχε ομολογήσει: «Ο αγώνας για την επιβίωση θα είναι ταυτόχρονα και μια πολιτική ανάπτυξης. Ακριβώς γι' αυτό, αυτό το κίνημα που αναπτύσσεται για δομές αλληλεγγύης είναι σημαντικό, μπορεί να διαμορφώσει έναν νέο δημόσιο χώρο όπου θα συναντιέται η λαϊκή αυτενέργεια με τη δημόσια πολιτική αύριο, αν έχουμε μια κυβέρνηση της αριστεράς. Οχι να ελέγξει το κράτος, αλλά να στηρίξει με δημόσιες πολιτικές. Την ιδέα της κοινωνικής οικονομίας, της αλληλέγγυας οικονομίας να την οικειοποιηθούμε ως ένα τρόπο απάντησης στα προβλήματα της ανεργίας, της φτώχειας και να γίνουν στοιχεία μιας νέας στρατηγικής ανάπτυξης»!
Σε ό,τι αφορά στην «κοινωνική οικονομία», πρόκειται για «αμαρτωλή» υπόθεση που την προωθεί με ζέση το ίδιο το σύστημα, η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ, για τη διαχείριση της εξαθλίωσης, την εκτόνωση των κραυγαλέων κοινωνικών αντιθέσεων και την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής. Ταυτόχρονα υποβοηθά την απόσυρση του κράτους από τομείς όπως Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια και άρα το μεγάλωμα της πίτας που κατασπαράζουν τα μονοπώλια.
Η «κοινωνική οικονομία» ως στρατηγική διαμορφώθηκε στη Διάσκεψη υπουργών Κοινωνικής Πολιτικής των κρατών - μελών του ΟΟΣΑ τον Ιούνη του 1998. Η κατεύθυνση που δόθηκε ήταν να δημιουργηθεί «το κράτος, το οποίο ρυθμίζει το κοινωνικό περιβάλλον, αντί του κράτους που χορηγεί κοινωνικές παροχές». Στο πρόγραμμα LEED του ΟΟΣΑ αναλύεται εκτενώς ο ρόλος της «κοινωνικής οικονομίας», ο οποίος πρέπει να είναι υποστηρικτικός των στόχων της στρατηγικής της Λισαβόνας και για την «εδραίωση της κοινωνικής συνοχής ως παράγοντας ανταγωνιστικότητας».
Οι υπηρεσίες που παρέχονται μέσω των «κοινωνικών επιχειρήσεων» δεν αφορούν όλους, ούτε για πάντα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν ανταποδοτικά στο όνομα της «βιωσιμότητάς» τους. Στην Ευρώπη η «κοινωνική οικονομία» αντιπροσωπεύει το 10% των επιχειρήσεων. Στη Μεγάλη Βρετανία υπάρχουν περισσότερες από 160.000 επίσημα καταχωρημένες φιλανθρωπικές ομάδες. Σχεδόν το 20% του πληθυσμού συμμετέχει σε κάποια μορφή εθελοντικής εργασίας κατά τη διάρκεια ενός έτους.
Στη Γερμανία σε τομείς όπως η φροντίδα των παιδιών και των ΑμΕΑ οι «κοινωνικές επιχειρήσεις» έχουν σχεδόν το μονοπώλιο στην υλοποίηση της Πρόνοιας. Ακόμα προσφέρουν εκπαιδευτικά προγράμματα σε ανέργους και «ευκαιρίες» για απασχόληση ορισμένου χρόνου. Δηλαδή, δουλειά με ημερομηνία λήξης. «Τοπικά Συστήματα Ανταλλαγής» έχουν αναπτυχθεί στην Αγγλία, με ευθύνη και πρωτοβουλία των συμβιβασμένων ηγεσιών του συνδικαλιστικού κινήματος.
Στη Γαλλία, οι «κοινωνικές επιχειρήσεις προσωπικού σκοπού» αφορούν υπηρεσίες σε ηλικιωμένους και παιδιά και λειτουργούν κυρίως με εθελοντές (γονείς, εκπαιδευτικοί κ.λπ.). Ακόμα αναπτύσσονται πρωτοβουλίες εργασιακής ενσωμάτωσης ευάλωτων οικονομικά και κοινωνικά ομάδων. Στη Σουηδία τέτοιες επιχειρήσεις συστήνονται στους τομείς της εκπαίδευσης ενηλίκων, της ψυχαγωγίας, του πολιτισμού, της παροχής προσωπικών υπηρεσιών, κυρίως σε άτομα με ειδικές ανάγκες. Στην Αυστρία εμφανίζονται με την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και ειδικότερα τη φροντίδα των παιδιών στο σπίτι.
Ο λαός δεν πρέπει να συμφιλιωθεί ούτε με τη φτώχεια και πολύ περισσότερο με την αιτία που την προκαλεί. Συμφέρον του είναι να γυρίσει την πλάτη σε διαδικασίες που αποσκοπούν ακριβώς σ' αυτό και που όπου εφαρμόστηκαν (Αργεντινή), οδήγησαν το λαό σε μια οδυνηρή ήττα, αλλά και στις δυνάμεις που του παρουσιάζουν σαν εναλλακτική λύση συνταγές απ' τα κιτάπια των ιμπεριαλιστών για να κρατάνε το λαό «ήσυχο» κι ακόμα πιο ήσυχο το κεφάλι τους. Ο λαός δεν είναι επαίτης. Παράγει τον πλούτο και δεν πρέπει να συμβιβαστεί με τίποτα λιγότερο απ' το να γίνει δικός του. Αυτό σημαίνει ενότητα και πάλη, με ταξική αλληλεγγύη για την απόκρουση της επίθεσης που μεγαλώνει. Σημαίνει λαϊκή συμμαχία για λαϊκή εξουσία.