Η παράσταση είναι ενταγμένη στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων του 3ου Επιστημονικού Συνεδρίου που διοργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ, στις 27 και 28 Απρίλη του 2013, αφιερωμένου στον κορυφαίο μαρξιστή διανοητή, δραματουργό, ποιητή και σκηνοθέτη Μπέρτολτ Μπρεχτ, με τίτλο: «Μπέρτολτ Μπρεχτ: Για τους σεισμούς που μέλλονται να 'ρθούν».
Η σκηνοθεσία - χορογραφία είναι της Ιλιας Κοντού, μιας νέας και ταλαντούχας σκηνοθέτριας της όπερας, και η μουσική διεύθυνση της γνωστής σολίστ του βιολιού και μαέστρου της Μικρής Συμφωνικής Ορχήστρας Αθηνών και της Παιδικής Συμφωνικής Ορχήστρας του Γ' Προγράμματος Νίνας Πατρικίδου.
Η παράσταση «Ο Μαρξ και τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα των μικροαστών» στηρίζεται στο μοναδικό μπαλέτο «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα των μικροαστών», των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ, ενώ έχουν προστεθεί κείμενα του Μαρξ, προκειμένου να καταδείξει τη μαρξιστικής διαλεκτικής θεματολογία και κριτική του Μπρεχτ. Το έργο εμπλουτίστηκε (στον πρόλογο, επίλογο και ενδιάμεσα σκηνές), με αποσπάσματα του «Κεφαλαίου», του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» του Μαρξ και με αλληλογραφία των Μαρξ - Ενγκελς, σχετικά με την εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση του ανθρώπου, εντάσσοντάς τα διακριτικά, αρμονικά και ατμοσφαιρικά στη σκηνική πράξη καθώς - όπως λέει η σκηνοθέτρια Ιλια Κοντού «η επίδραση του Μαρξ στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, είναι ολοφάνερη και γι' αυτό το λόγο θέλαμε να φέρουμε το λόγο του Μαρξ μπροστά, να τον φωτίσουμε περισσότερο».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο εξπρεσιονιστής Μπρεχτ, με συνεργάτη τον Βάιλ, αρχίζει να επεξεργάζεται την ιδεολογικο-αισθητική αντίληψή του για το οπερατικό είδος, τη δική του αντιόπερα, «καρποί» της οποίας ήταν τα έργα «Μικρό Μαχαγκόνι», «Οπερα της πεντάρας», «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόνι» και «Επτά αμαρτήματα των μικροαστών» (το μοναδικό στο είδος της όπερας - μπαλέτο που έγραψε). Το 1933 ο Μπρεχτ παίρνει το δρόμο της εξορίας. Τον Ιούνη του 1933 το έργο ανεβαίνει στο θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων, στο Παρίσι, με χορογραφία του Ζορζ Μπαλανσίν και το 1936 στην Κοπεγχάγη, αλλά με διαταγή του φιλοναζιστικού παλατιού απαγορεύεται.
Ιδιοφυώς ο Μπρεχτ συμπύκνωσε τη διαλεκτική κριτική του συνθέτοντας ένα πρόσωπο σε δύο εκδοχές. Μια μικροαστική οικογένεια στη Λουιζιάνα (σαρκαστικά ο Μπρεχτ βάζει ένα βαρύτονο να τραγουδά τα λόγια της μητέρας) ωθεί την όμορφη μπαλαρίνα κόρη της, Αννα, να πάει σε άλλη πολιτεία, να δουλέψει και να βγάλει λεφτά για να χτίσουν καινούριο σπίτι. Η Αννα φεύγει, αλλά ως μπαλαρίνα ψευτοζεί. «Καλοθελητές» της δίνουν δουλειά σε καμπαρέ. Καλύτερη η «αμοιβή» στο καμπαρέ, καλύτερη με την εκπόρνευσή της και μεγάλη όταν η Αννα γίνεται «έμπορος» του εαυτού της. Πλουτίζει, αυτοεκπορνευόμενη έως ψυχοσωματικής εξουθένωσης. Η μια εκδοχή του προσώπου, η Αννα Ι (μόνο βουβός χορός), καθρεφτίζει ψυχοσωματικά την «εμπορευματοποίηση» του ανθρώπου από εκμεταλλευτές του. Η δεύτερη εκδοχή, η Αννα ΙΙ (μόνο ομιλία - τραγούδι), εκφράζει τη λειτουργία της σκέψης, της επίγνωσης, της «συνομιλίας» του ανθρώπου με τον εαυτό του, τη συνείδησή του.
Στο έργο αυτό ο Μπρεχτ παρουσιάζει την πάλη των αντιφάσεων στην προσωπικότητα της πρωταγωνίστριας Αννας, που διακατέχεται από μικροαστικές αντιλήψεις για καριέρα και χρήμα, ενώ στην πορεία συνειδητοποιεί ότι δεν αποτελεί παρά ένα ακόμη αναλώσιμο εμπόρευμα στα δίχτυα του αδηφάγου καπιταλιστικού συστήματος. Διαδραματίζεται στη «μητρόπολη» του καπιταλισμού και της πολύμορφης εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, τις ΗΠΑ - εστιάζεται στη μικροαστική τάξη και σε επτά από τα πολλά άλλα αμαρτήματά της: Οκνηρία, αλαζονεία, οργή, λαιμαργία, λαγνεία, απληστία, ζηλοφθονία. Ο Μπρεχτ καυτηριάζει τον εκφαυλισμό της ηθικής και της συνείδησης του ανθρώπου, την εμπορευματοποίηση, έως και την εκπόρνευσή του, ακόμη και με ευθύνη του, για το χρήμα..
«Με αυτή την εκδοχή του προσώπου» -λέει η Ιλια Κοντού- «ο Μπρεχτ υπογραμμίζει και την ατομική ευθύνη του ανθρώπου για την εκμετάλλευση και εμπορευματοποίησή του. Βλέπουμε την οικογένεια από τη μια, βλέπουμε την Αννα από την άλλη. Αυτά τα δύο σε σύγκρουση μας δίνουν ένα τρίτο νόημα. Δηλαδή είμαστε σε μια μαρξιστική αισθητική και τη διαλεκτική. Δηλαδή κάπου κι εμείς σαν θεατές θα δούμε τις δύο πλευρές του εαυτού μας. Ποιο είναι το πραγματικό μας "θέλω" και ποιο αυτό που μας έχει επιβληθεί».