ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Οχτώβρη 2010
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ «ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΓΑ»
Με το «πιστόλι» πάντα στον «κρόταφο»

Μια τεκμηριωμένη προσέγγιση στο «Μνημόνιο συνεργασίας» μεταξύ υπουργείου Πολιτισμού - Τουρισμού και υπουργείου Υποδομών για τις αρχαιολογικές εργασίες στα «μεγάλα έργα», από τον Σύλλογο Εκτάκτων Αρχαιολόγων

Λείψανα αρχαίας οικίας από τις ανασκαφές στην Εγνατία (2001)
Λείψανα αρχαίας οικίας από τις ανασκαφές στην Εγνατία (2001)
«Αν η Αρχαιολογική Υπηρεσία σταματούσε ένα έργο γι' αυτό το διάστημα, θα μας πήγαιναν δεμένους στο Σύνταγμα»...

Η παραπάνω φράση ακούστηκε στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το 2001, την εποχή που τα «μεγάλα έργα» ήταν στο απώγειό τους με αφορμή, κυρίως, τους επερχόμενους ολυμπιακούς αγώνες, αλλά και την Εγνατία, το μετρό κ.ά. Στην προκειμένη περίπτωση το θέμα ήταν η διάλυση ή όχι αρχαιοτήτων που είχαν βρεθεί στο τμήμα Ασπροβάλτα - Στρυμόνας της Εγνατίας Οδού. Η κατάστασή τους θεωρήθηκε πως «δεν επέτρεπε τη διατήρησή» τους. Ετσι, το ΚΑΣ γνωμοδότησε υπέρ της διάλυσής τους. Πριν, όμως, έγινε ολόκληρη συζήτηση για τη γραπτή, έστω, διάσωσή τους. Κάτι, στο οποίο όλοι συμφωνούσαν... θεωρητικά, αλλά πρακτικά, λόγω των μεγάλων ελλείψεων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία που ουδέποτε καλύφθηκαν - αντίθετα επιδεινώθηκαν - δεν μπορούσε να γίνει. Ακόμη και για μια στοιχειώδη μελέτη τους θα χρειάζονταν δύο και τρεις μήνες. Διάστημα που προκάλεσε το αρχικό σχόλιο.

Ηταν η εποχή που οι «μάχες» ανάμεσα στους αρχαιολόγους και τους εργολάβους ήταν στο απώγειό τους. Ηταν τότε που το ΚΚΕ κατέθετε Ερωτήσεις στη Βουλή, σημειώνοντας ότι «δυστυχώς, οι ανασκαφές αυτές (σ.σ. σωστικές, λόγω των έργων) δε διενεργούνται σε όλες τις περιπτώσεις με τον ορθό τρόπο, επειδή ο ρυθμός εργασίας είναι απαράδεκτα ταχύς, σε συνδυασμό και με την έλλειψη του κατάλληλου και εξειδικευμένου προσωπικού. Ετσι οι αποκαλυπτόμενες αρχαιότητες, οι οποίες συνήθως είναι μοναδικές, συλλέγονται και αποθηκεύονται χωρίς να παίρνονται τα αναγκαία μέτρα για τη σωστή αποθήκευση, συντήρηση και μελέτη».

Από τα ΣΔΙΤ στα «μνημόνια»

Ανασκαφές στη Λ. Αμαλίας λόγω της κατασκευής του μετρό (1992)
Ανασκαφές στη Λ. Αμαλίας λόγω της κατασκευής του μετρό (1992)
Τόσο οι διαπιστώσεις του ΚΚΕ τότε, όσο και το αρχικό σχόλιο στον ΚΑΣ, είναι ενδεικτικά και της σημερινής «σχέσης» μεταξύ Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και «μεγάλων έργων», παρά την δεκαετία που πέρασε. Μάλιστα, σε αυτή τη δεκαετία ισχυροποιήθηκε το θεσμικό πλαίσιο του αστικού κράτους για την γρηγορότερη και καλύτερη εξυπηρέτηση του κεφαλαίου, τόσο άμεσα, αφού τα λεγόμενα «μεγάλα έργα» αφορούν στην κάλυψη των κάθε φορά κερδοσκοπικών/ στρατηγικών αναγκών του, όσο και έμμεσα, αφού, οι μεγάλες κατασκευαστικές επιχειρήσεις - άλλος κλάδος δηλαδή του μεγάλου κεφαλαίου - καρπώνεται το κέρδος από την κατασκευή τους.

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο νόμος 3389 του 2005 για τις «Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα», οι «περίφημες» «ΣΔΙΤ», οι οποίες αποτελούν ένα από τα μεγάλα κερδοσκοπικά «κελεπούρια» του κεφαλαίου. Στο Αρθρο 21 εκείνου του νόμου αναφέρεται ότι σε περίπτωση ανεύρεσης αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, η Αρχαιολογική Υπηρεσία «υποχρεούται εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών να υποδείξει τρόπους συνέχισης των εργασιών ή/ και να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων». Στην αντίθετη περίπτωση, το Δημόσιο θα υποχρεούται να δώσει στους ιδιώτες παράταση «ίση με την καθυστέρηση που προκλήθηκε από τη μη συμμόρφωση της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας». Επιπλέον, ο ιδιώτης θα δικαιούται «ν' αναζητήσει την ανόρθωση κάθε θετικής ζημίας που τυχόν υπέστη από την καθυστέρηση».

Αρχαιολογική ανασκαφή στο μετρό Θεσσαλονίκης (2009)
Αρχαιολογική ανασκαφή στο μετρό Θεσσαλονίκης (2009)
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση για «διάσωση», «συντήρηση» ή έστω «καταγραφή» και «τεκμηρίωση» του πλήθους των ευρημάτων που έρχονται στο φως κατά τη διαδικασία κατασκευής των έργων. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τη σημερινή κυβέρνηση να συνεχίζει την ίδια πολιτική, με μια ρητορική που να εμφανίζεται «φιλική» προς την πολιτιστική κληρονομιά.

Ο λόγος γίνεται για το «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας για τα Μεγάλα Εργα» που υπογράφεται μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού Τουρισμού και του υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, στο πλαίσιο των σχετικών αποφάσεων που λήφθηκαν κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής μεγάλων έργων στις αρχές του περασμένου Σεπτέμβρη.

Δηλωμένος σκοπός του «μνημονίου» είναι «η διευκόλυνση, η συστηματοποίηση και η επιτάχυνση των αρχαιολογικών εργασιών, καθώς και των εργασιών προστασίας και ανάδειξης των μνημείων, στο πλαίσιο κατασκευής Δημοσίων Συγχρηματοδοτούμενων Εργων».

Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για έναν τρόπο, ώστε τα «μεγάλα έργα» να «απελευθερωθούν» από το «βραχνά» των αρχαιοτήτων που «ξεφυτρώνουν»... σε «λάθος» μέρος τη «λάθος» στιγμή. Ακόμη και αν δεν υπήρχαν άλλα επιχειρήματα υπέρ της παραπάνω διαπίστωσης, θα αρκούσαν μόνο κάποιες απλές, ρητορικές ερωτήσεις: Πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Με τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας; Με τους συμβασιούχους που «αυξομειώνονται» σχεδόν... εποχιακά;

Αρχαιολογική ανασκαφή στο μετρό Θεσσαλονίκης
Αρχαιολογική ανασκαφή στο μετρό Θεσσαλονίκης
Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι έκτακτοι αρχαιολόγοι δηλαδή, προχώρησαν σε μια αναλυτική προσέγγιση του «μνημονίου» στην οποία σημειώνεται εξαρχής, ότι «με πρόφαση την οικονομική κρίση, όπως αντίστοιχα συνέβη πριν το 2004 με πρόφαση τους Ολυμπιακούς Αγώνες, γίνεται προσπάθεια για "επίσπευση" των αρχαιολογικών εργασιών. Η ανασκαφική διαδικασία όμως είναι μη αναστρέψιμη και όποια στοιχεία χαθούν εξ αιτίας της επίσπευσης που προγραμματίζεται δεν ανακτώνται (...) Η Αρχαιολογική Υπηρεσία οφείλει να διενεργεί μόνη της, αυτοτελώς και ανεξάρτητα, τις σωστικές ανασκαφές και τις υπόλοιπες αρχαιολογικές εργασίες, με επαρκές μόνιμο προσωπικό, χωρίς να εξαναγκάζεται σε παραχωρήσεις και συμβιβασμούς, όπως είναι το "Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας", βασική μέριμνα του οποίου είναι να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των κατασκευαστών».

Διευκολύνοντας τους εργολάβους

Απαντώντας στο «βασικό ερώτημα», «ποια βαθύτερη ανάγκη επέβαλε τη σύνταξη του μνημονίου;», οι έκτακτοι αρχαιολόγοι αναφέρουν: «Οσοι θα μπουν στον κόπο να βρουν και να διαβάσουν τα άρθρα του Μνημονίου, θα διαπιστώσουν την προσπάθεια να "μετρηθεί" και να "ζυγιστεί" το αρχαιολογικό έργο με όρους τεχνοκρατικούς, να μπει σε καλούπια, προκειμένου να μπορούν οι μεγαλοεργολάβοι να προγραμματίζουν τις εργασίες τους με αριθμούς. Γεγονός όμως είναι ότι δεν είναι εφικτό να προγραμματιστούν και να οριστούν χρονικά οι ανασκαφικές εργασίες όπως γίνεται με ένα κατασκευαστικό έργο, καθώς είναι απρόβλεπτες. Οσο και να γνωρίζει κάποιος τις αρχαιολογικές θέσεις μιας περιοχής, είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψει τα ευρήματα που θα συναντήσει κατά τη διενέργεια μιας ανασκαφής».

Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ-Τ έχει πει πάνω σε αυτό, σε ανύποπτη στιγμή, ότι «προλαβαίνουμε». Οι αρχαιολόγοι (τουλάχιστον οι έκτακτοι) λένε ότι δεν προλαβαίνουν. Αλλά το βασικό είναι με ποια κριτήρια θα κριθεί το αν προλαβαίνει η υπηρεσία ή όχι. Διότι αν τα κριτήρια είναι αυτά που επιβάλλει ο αρχαιολογικός νόμος και η επιστημονική προσέγγιση, τότε, δεν έχει αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο από το 2001. Αν όντως τα κριτήρια εξακολουθούν να είναι επιστημονικά, τότε, οι έκτακτοι αρχαιολόγοι εκτιμούν, ότι «το μνημόνιο μεταβάλλει επίσης και τον χαρακτήρα της εργασίας του αρχαιολόγου, μετατοπίζοντας τις ευθύνες του προς έναν γραφειοκρατικό σχεδιασμό και απολογισμό των εργασιών. Ταυτόχρονα, υπογραμμίζονται εκείνες οι αρμοδιότητες των προϊστάμενων αρχαιολόγων οι οποίες λίγη σχέση έχουν με το καθαυτό επιστημονικό αρχαιολογικό έργο, ενώ μάλλον εξυπηρετούν τα οργανογράμματα των εργολάβων. Ο ερευνητής και ερμηνευτής του παρελθόντος μέσα από τα υλικά κατάλοιπα που κληρονομήσαμε, μετατρέπεται σε απλό γραφειοκράτη και διεκπεραιωτή του σύγχρονου τεχνικού έργου».

Οι αρχαιολόγοι αναδεικνύουν και κάποιες επίφοβες «λεπτομέρειες». Ετσι, στο μνημόνιο ορίζεται ότι «οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι του ΥΠΠΟΤ θα παρακολουθούν όλες τις χωματουργικές εργασίες», χωρίς να ξεκαθαρίζεται «αν μία εκσκαφή σε χώρο με αρχαιολογικό ενδιαφέρον μπορεί να πραγματοποιείται, και επισήμως, χωρίς αρχαιολόγο, με απλή παρουσία αρχαιοφύλακα ή τεχνίτη».

Επίσης, προβλέπεται ότι «το αρχαιολογικό ανασκαφικό έργο, καθώς και τα έργα προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης ανήκουν στην αρμοδιότητα και διαχείριση των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠΠΟΤ (...) χωρίς καμία ανάμειξη του Κύριου του έργου ή του Αναδόχου στα επιστημονικά - αρχαιολογικά στοιχεία ή στην αξιοποίηση του ανασκαφικού υλικού, εκτός από ειδικές περιπτώσεις». Ορθά οι αρχαιολόγοι σχολιάζουν: «Καθώς οι "ειδικές περιπτώσεις" δεν προσδιορίζονται περισσότερο, το μνημόνιο ανοίγει την πόρτα, και επισήμως, σε "Αναδόχους", να αναμειχθούν σε εργασίες που άλλοτε διεξάγονταν αποκλειστικά από την Αρχαιολογική Υπηρεσία».

Υποστηρίζουν, επίσης, ότι προβλέπεται «επιπλέον ψαλίδισμα στις αρχαιολογικές δαπάνες, περιορίζοντάς τις από το 10% στο 5% του προϋπολογισμού του έργου. Με πρόσχημα την κρίση και την ανάγκη μείωσης των δαπανών, η προστασία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς περνάει σε δεύτερη μοίρα. Το ερώτημα είναι αν μειώνονται αντιστοίχως στο μισό και τα εργολαβικά κέρδη. Φοβόμαστε, όμως, πως σκοπός είναι να μειωθούν οι αρχαιολογικές δαπάνες, ώστε να παραμείνει υψηλό το ποσοστό κέρδους των κυρίων και κατασκευαστών των έργων».

Σε ό,τι αφορά στα χρονοδιαγράμματα, οι αρχαιολόγοι σημειώνουν ότι «ανεξάρτητα από τη σπουδαιότητα, την έκταση, τον αριθμό, την κατάσταση των αποκαλυφθέντων αρχαίων μνημείων και ευρημάτων, το μνημόνιο παραχωρεί ως μέγιστη προθεσμία(!) το χρονικό διάστημα των 6 μηνών από το πέρας της ανασκαφής για την παράδοση της τελικής ανασκαφικής έκθεσης και του καταλόγου των ευρημάτων, αφήνοντας ασαφές αν στους 6 μήνες περιορίζεται και ο χρόνος ολοκλήρωσης της καταγραφής και μελέτης των αρχαιολογικών ευρημάτων. Ο χρονικός αυτός περιορισμός αντιβαίνει στην παρ. 3, του άρθρου 1 και στο άρθρο 11, όπου προβλέπεται η τεκμηρίωση, μελέτη των ευρημάτων, όπως και ορίζει ο Αρχαιολογικός Νόμος».

«Στην πράξη, η πίεση του χρόνου θα οδηγήσει μοιραία στη σύνταξη πρόχειρων ανασκαφικών εκθέσεων, με βιαστική τεκμηρίωση και περιγραφή των σταθερών καταλοίπων και κινητών ευρημάτων, καθώς και ελλιπών καταλόγων με ..ασυντήρητα ευρήματα. Μπαλώματα και προχειροδουλειές, προκειμένου να μην καθυστερήσουν, και, το κυριότερο, να μην επιβαρυνθούν περαιτέρω οικονομικά οι διαχειριστές των κονδυλίων».

Οι... «αναγκαίες υποχωρήσεις»

Σε ό,τι αφορά στο ποιος θα τα κάνει όλα αυτά, το μνημόνιο ορίζει ότι «το πάσης φύσεως αναγκαίο προσωπικό στα αρχαιολογικά έργα προσλαμβάνεται από τις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΤ, σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο». «Το οποίο ουσιαστικά δεν υφίσταται» λένε οι αρχαιολόγοι, αφού, «το επιστημονικό και εξειδικευμένο εργατοτεχνικό προσωπικό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, εξαιρείται από το νομοσχέδιο για την "αναμόρφωση του συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και την καθολική υπαγωγή τους στον πλήρη έλεγχο του ΑΣΕΠ" (...)». Επιπλέον, «αν δεν λυθεί το ζήτημα του 24μήνου (σ.σ. πέραν του οποίου ο εργαζόμενος απολύεται χωρίς δικαίωμα επαναπρόσληψης, βάσει του ΠΔ - «Παυλόπουλου») αποκλείεται το πιο έμπειρο προσωπικό από την εργασία σε μεγάλα έργα, καθώς όσοι εργάζονταν για πολλά χρόνια στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, έχουν ήδη συμπληρώσει 24μηνο».

Και η εκτίμηση των εκτάκτων αρχαιολόγων για το μνημόνιο καταλήγει: «Πέρα από το γεγονός ότι το "Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας" έρχεται να σταθεί δίπλα στους αρχαιολογικούς νόμους μάλλον ανταγωνιστικά, και όχι επικουρικά, πολύ σοβαρό είναι το γεγονός ότι προβλέπει τη δυνατότητα σύνταξης εξατομικευμένων μνημονίων για κάθε ένα Μεγάλο Δημόσιο Εργο (άρθρο 12). Το "Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας" ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για "διαπραγματεύσεις" ανάμεσα στο ΥΠΠΟΤ και το ΥΠΥΠΟΜΕΔΙ κάθε φορά που θα προετοιμάζεται κάποιο Μεγάλο Δημόσιο Εργο, προετοιμάζει το έδαφος για "αναγκαίες υπαναχωρήσεις" του Πολιτισμού, υπό το βάρος της ανάγκης πραγματοποίησης μεγάλων έργων σε περίοδο οικονομικής δυσπραγίας (...) σε καμία περίπτωση δεν πρέπει "συναντίληψη" και η "συνεργασία" να οργανωθούν σε βάρος της αρχαιολογίας και του Πολιτισμού. Είναι απαράδεκτο να κρύβεται η απαξίωση των μνημείων και η υποτίμηση του έργου των εργαζομένων στο χώρο του Πολιτισμού πίσω από τις διαπραγματεύσεις και συμφωνίες των Υπουργείων. Οφείλουμε να προστατεύσουμε, να διατηρήσουμε και να αναδείξουμε τα προϊόντα πολιτισμού που έχει να επιδείξει η χώρα, τα οποία αποτελούν κτήμα του ελληνικού λαού και τα οποία, σε καμία περίπτωση, δεν θα επιτρέψουμε να θυσιαστούν στο βωμό της ανάπτυξης και του γρήγορου κέρδους εργολάβων και εταιρειών».


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ