ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Ιούλη 2006
Σελ. /32
ΑΡΘΡΑ
Οι Ελληνες πρωταθλητές της εργασίας» ή η αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας στον ελληνικό καπιταλισμό

Αρθρο συνεργάτη μας

Τις προηγούμενες μέρες, με αφορμή την ετήσια έκδοση του ΟΟΣΑ «Προοπτικές Απασχόλησης 2006», το ζήτημα του χρόνου εργασίας απέκτησε κάποια ψιχία δημοσιότητας στα ΜΜΕ, για να ξαναεξαφανιστεί «ως μη υπάρξαν» τις αμέσως επόμενες μέρες. Συγκεκριμένα, για ακόμη μία χρονιά στην Ελλάδα ο μέσος πραγματικός χρόνος εργασίας ανά εργαζόμενο είναι ο υψηλότερος μεταξύ των 30 πιο αναπτυγμένων οικονομιών που εξετάζονται. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης για το 2005, ο μέσος πραγματικός χρόνος εργασίας ανά εργαζόμενο είναι 2.053 ώρες, ενώ μόνο στην Κορέα είναι πιθανό να είναι υψηλότερος (καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την Κορέα για το 2005, αλλά φαίνεται ότι οι ώρες εργασίας εκεί θα πρέπει να πλησιάζουν τις 2.400, που ήταν το 2004). Την Ελλάδα ακολουθεί η Τσεχία με 2.002 ώρες εργασίας και η Πολωνία με 1.994 ώρες εργασίας.

Αυτό που συγκαλύπτεται από την επίσημη συζήτηση - ακόμη και όταν αυτές οι ίδιες οι επίσημες στατιστικές και όχι κάποιοι μαρξιστικοί δείκτες το αποδεικνύουν - είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει υπάρξει μια σημαντική αύξηση του πραγματικού χρόνου εργασίας ανά εργαζόμενο, αντίστοιχη με αυτή που πολλοί ριζοσπάστες οικονομολόγοι (βλέπε Schor, J., 1991, The Overworked American) έχουν επισημάνει για τις ΗΠΑ αλλά και για άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Μάλιστα, αυτό που έχει επιπρόσθετη σημασία είναι ότι η τάση αυτή φαίνεται πλέον να εκδηλώνεται και στην Ευρώπη - το μέχρι τούδε «βασίλειο της κοινωνικής ευαισθησίας» - ξεκινώντας από τις νοτιο-ευρωπαϊκές και τις πρώην Ανατολικές κεντρο-ευρωπαϊκές χώρες αλλά επεκτεινόμενη πλέον και στην καρδιά της ΕΕ (βλέπε τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις στη Γερμανία και σε κομβικές επιχειρήσεις, π.χ., «Φολκσβάγκεν», αλλά και τις αντίστοιχες ντιρεκτίβες της ΕΕ). Υπάρχουν μελέτες (βλέπε Μαυρουδέας Στ. & Ιωαννίδης Α., 2004, «Δουλεύουν υπερβολικά οι Ελληνες εργαζόμενοι;», επετηρίδα ΕΡΓΑΣΙΑ 2004) που δείχνουν ότι από το 1985 περίπου και μετά υπάρχει μία διακοπή της μέχρι τότε πτωτικής τάσης του πραγματικού χρόνου εργασίας και μία αισθητή τάση αύξησής του.

Στο σημείο αυτό χρειάζονται ορισμένες επισημάνσεις ιδιαίτερα για την ελληνική περίπτωση. Πρώτον, ο πραγματικός χρόνος εργασίας διαφέρει από τον συμβατικό καθώς περιλαμβάνει όλες τις ώρες εργασίας που δούλεψαν οι εργαζόμενοι (υπερωρίες, νόμιμες και παράνομες επιπρόσθετες ώρες εργασίας, δεύτερη δουλιά, κλπ.). Τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία παγκοσμίως καθώς το κεφάλαιο πιέζει ασφυκτικά για την κατάργηση των ενιαίων ωραρίων και την επιβολή «ευέλικτων» και πολλαπλά διαφοροποιημένων ωραρίων. Τα «ευέλικτα» ωράρια συνοδεύονται σχεδόν παντού από μία αύξηση - καταγεγραμμένη ή μη - των απλήρωτων υπερωριών. Στην Ελλάδα το πρόβλημα αυτό είναι ακόμη πιο έντονο καθώς η λεγόμενη παραοικονομία αποτελεί ένα σημαντικότατο τμήμα της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας και μεγάλο τμήμα αυτών των απλήρωτων υπερωριών (και φυσικά και των μεγάλων ωραρίων εργασίας) λαμβάνει χώρα στον τομέα αυτό. Δεύτερον, υπάρχει μια εντοπισμένη αύξηση στη δεύτερη απασχόληση τα τελευταία χρόνια, η οποία συνήθως δε δηλώνεται, για να αποφευχθούν φόροι και ασφαλιστικές εισφορές και ένα μεγάλο μέρος της παρατηρείται στον προαναφερθέντα «μαύρο τομέα» της οικονομίας. Τρίτον, η αύξηση του πραγματικού χρόνου εργασίας είναι ιδιαίτερα έντονη στην περίπτωση των αυτοαπασχολουμένων. Για την Ελλάδα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς μεγάλο τμήμα της ελληνικής εργατικής τάξης (παλιότερων αλλά και νέων στρωμάτων της) εμπίπτει στην κατηγορία αυτή: Δηλαδή ουσιαστικά «αγοράζει τη δουλιά της». Με βάση τα παραπάνω μπορεί να υποστηριχτεί βάσιμα ότι τα επίσημα στοιχεία υποεκτιμούν την τάση αύξησης του πραγματικού εργάσιμου χρόνου και συνεπώς η τάση αύξησής του για την περίπτωση της Ελλάδας είναι ακόμη πιο ισχυρή.

Τι σημαίνει αυτή η αύξηση του πραγματικού χρόνου εργασίας ανά εργαζόμενο; Για πολλούς - ιδιαίτερα Αμερικανούς - ριζοσπάστες οικονομολόγους σημαίνει ότι οι νεοσυντηρητικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις των τελευταίων δεκαετιών ξαναζωντάνεψαν το φάσμα της ανεργίας για την εργατική τάξη και συνεπώς η τελευταία είναι διατεθειμένη να παράσχει - είτε κακοπληρωμένο είτε και απλήρωτο - πρόσθετο χρόνο εργασίας στο κεφάλαιο πέρα και πάνω από νομικές ρυθμίσεις. Επομένως, επιλέγουν να εργαστούν περισσότερο για να μαζέψουν κάποια εισοδήματα γιατί αύριο μπορεί να μη βρουν απασχόληση. Για κάποιους σοσιαλ-φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές η τάση αυτή δείχνει την ανάγκη να «μοιραστεί» ο χρόνος εργασίας, δηλαδή να μειωθεί ο συμβατικός χρόνος εργασίας ανά εργαζόμενο έτσι ώστε να αυξηθεί η συνολική απασχόληση (και φυσικά να μειωθεί η ανεργία).

Ολες αυτές οι ερμηνείες και προτάσεις είναι προβληματικές. Οσον αφορά στις σοσιαλ-φιλελεύθερες προτάσεις για το 35ωρο αλά Ζοσπέν συνήθως αγνοείται ότι αυτό οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη «ευλυγισία» του εργάσιμου χρόνου και πιθανά - όπως φαίνεται σε κάποιες μελέτες - σε αύξηση εν τέλει της απλήρωτης πρόσθετης εργασίας και ακόμη και του πραγματικού χρόνου εργασίας. Οσον αφορά στις αμερικανικές ριζοσπαστικές ερμηνείες, αυτές αγνοούν το βάθος και τα δομικά αίτια της τάσης αύξησης του πραγματικού χρόνου εργασίας. Δεν πρόκειται για μία συγκυριακή αντιστροφή των προτιμήσεων των εργατών - μεταξύ εργασίας και σχόλης - αλλά για πολύ πιο σημαντικά πράγματα: Τη δραματική αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης τα τελευταία χρόνια.

Η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία δίνει μία σαφώς καλύτερη και πιο ρεαλιστική ερμηνεία αυτής της τάσης αύξησης του πραγματικού χρόνου εργασίας. Το καπιταλιστικό σύστημα, αρκετές δεκαετίες μετά τη δομική κρίση του 1973-'75, ενεργοποιεί ακόμη πιο έντονα τις διαδικασίες επιμήκυνσης του συνολικού εργάσιμου χρόνου και εν τέλει τις διαδικασίες υπεξαίρεσης απόλυτης υπεραξίας. Φυσικά, οι διαδικασίες υπεξαίρεσης απόλυτης υπεραξίας ήταν πάντα παρούσες και επίσης υπέκειντο πάντα - μετά τα πρώτα πρώιμα βήματα του καπιταλιστικού συστήματος - σε αυτές της σχετικής υπεραξίας, όπως εύστοχα έχει δείξει ο Μαρξ. Ομως, σήμερα μετά από διαδοχικά κύματα καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων - με στόχο τη δομική και μακροπρόθεσμη ανόρθωση του ποσοστού κερδοφορίας - το σύστημα, για πρώτη φορά τόσο δραστικά μετά το 19ο αιώνα, χρησιμοποιεί τις διαδικασίες απόλυτης υπεραξίας. Η αύξηση του πραγματικού εργάσιμου χρόνου σε συνδυασμό με την καθήλωση των μισθών - που τόσο στην ελληνική περίπτωση όσο και σχεδόν παγκοσμίως εύκολα μπορεί να δειχτεί - είναι προφανές ότι αυξάνει τον απλήρωτο χρόνο εργασίας. Μάλιστα, όσο εντείνονται οι τεχνολογικές αλλαγές που αυξάνουν την υπεξαίρεση σχετικής υπεραξίας τόσο - σε κλάδους και σε χώρες που υστερούν τεχνολογικά - εντείνονται οι διαδικασίες υπεξαίρεσης απόλυτης υπεραξίας γιατί μόνο έτσι μπορούν οι καπιταλιστές αυτοί να αντιμετωπίσουν τους τεχνολογικά καινοτομούντες ομοίους τους. Βέβαια, πάρα πολλές φορές οι διαδικασίες αυτές λειτουργούν καθαρά συμπληρωματικά: Πολλές επιχειρήσεις ενώ εκσυγχρονίζουν τεχνολογικά κάποια τμήματά τους ταυτόχρονα δίνουν άλλα είτε σε δικές τους είτε σε ξένες υπεργολαβίες (ιδιαίτερα στα sweatshops των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών).

Φαίνεται λοιπόν ότι άλλος ένας μεγάλος ιστορικός μύθος που συνόδευσε το καπιταλιστικό σύστημα, δηλαδή ο τερματισμός των απάνθρωπων ωραρίων εργασίας - μετά την εισαγωγή της νομοθεσίας για το 8ωρο - διαψεύδεται.

Εχει ενδιαφέρον και είναι ευκόλως ερμηνεύσιμη η αμηχανία της αστικής συζήτησης εμπρός στο ζήτημα του χρόνου εργασίας. Ούτως ή άλλως τα ορθόδοξα Οικονομικά - τόσο τα νεοκλασικά όσο όμως και τα κεϋνσιανά - αδυνατούν και δε θέλουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του χρόνου εργασίας γιατί εκεί κρύβεται - όπως κόντεψαν να αφουγκραστούν οι πιο έντιμοι και λαμπροί εκπρόσωποι της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας και όπως λαμπρά έδειξε ο Μαρξ και η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία - το μυστικό της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο.

Εξίσου ευκόλως ερμηνεύσιμη είναι η αμηχανία των κομμάτων του κεφαλαίου αλλά και των «ενσωματωμένων» συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών να αντιμετωπίσουν ένα ζήτημα που αναφέρεται ευθέως στον πυρήνα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Φαίνεται ότι, τουλάχιστον στη χώρα μας, ούτε καν ακροθιγώς δεν ανοίγεται το ζήτημα αυτό. Αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω που το ταξικό εργατικό κίνημα και οι κομμουνιστές πρέπει με επιθετικό τρόπο να ανοίξουν το ζήτημα του χρόνου εργασίας παλεύοντας όχι μόνο για την υπεράσπιση του προηγούμενου εργασιακού καθεστώτος που ούτως ή άλλως πεθαίνει αλλά για δραστικές μειώσεις του εργάσιμου χρόνου με μισθολογικές αυξήσεις έτσι ώστε οι πραγματικοί δημιουργοί του κοινωνικού πλούτου να ζουν πιο ανθρώπινα σήμερα και να αποκτήσουν όλο το μερίδιο του κόπου τους αύριο.


Του Σταύρου ΜΑΥΡΟΥΔΕΑ*
*Ο Σταύρος Μαυρουδέας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας


ΣΗΜ.: Τα άρθρα συνεργατών μας απηχούν τις απόψεις τους



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ