ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 16 Μάη 2020 - Κυριακή 17 Μάη 2020
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
ΗΠΑ - ΚΙΝΑ
Νέα επεισόδια και καινούργιες «μεταβλητές» στην εξίσωση των ανταγωνισμών που οξύνονται

Παρά τα χαμόγελα και τις χειραψίες Κινέζων και Αμερικανών αξιωματούχων, οι μεγάλες αντιθέσεις δεν μπορούν να κρυφτούν

Copyright 2019 The Associated

Παρά τα χαμόγελα και τις χειραψίες Κινέζων και Αμερικανών αξιωματούχων, οι μεγάλες αντιθέσεις δεν μπορούν να κρυφτούν
Στα μέσα Απρίλη, το ΔΝΤ προέβλεψε μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ για φέτος κατά 3%, και συγκεκριμένα 5,9% για τις ΗΠΑ, 7,5% για την Ευρωζώνη, ενώ για την Κίνα η πρόβλεψη είναι για μειωμένους, αλλά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης στο 1,2%.

Οι προβλέψεις αυτές βασίζονται στην υπόθεση πως τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν από την πανδημία δεν θα διατηρηθούν έως το 3ο τετράμηνο του έτους και ότι δεν θα υπάρξει δεύτερο κύμα κορονοϊού το 2021. Διαφορετικά, οι συνέπειες θα είναι χειρότερες και η ύφεση ακόμα μεγαλύτερη.

Τα στοιχεία αυτά δεν εξηγούν μόνο τη βιασύνη των αστικών κυβερνήσεων σε όλα τα κράτη να δρομολογήσουν μέτρα πλήρους επανεκκίνησης της οικονομίας τους, παρά τους φόβους για απότομη νέα έξαρση του ιού, αλλά και την ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οξύνονται παγκόσμια, με αιχμή του δόρατος την αντιπαράθεση ΗΠΑ - Κίνας.

Οπως όλα δείχνουν, η κινεζική οικονομία θα βγει λιγότερο τραυματισμένη από την «υγειονομική κρίση», την ώρα που αυτή επιδρά σαν καταλύτης στα υφεσιακά στοιχεία που καταγράφονταν από πριν στις οικονομίες βασικών ανταγωνιστών της, και κυρίως των ΗΠΑ.

Αυτό, σε συνδυασμό με την επιτυχημένη «διπλωματία του κορονοϊού» που άσκησε η Κίνα την περίοδο έξαρσης της πανδημίας, αξιοποιώντας τις «ρωγμές» και τις αναταράξεις στις σχέσεις των ΗΠΑ με παραδοσιακούς συμμάχους τους, εξηγούν γιατί το τελευταίο διάστημα, η σινο-αμερικανική κόντρα οξύνεται σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, στρατιωτικό, πολιτικό, προκαλώντας «τεκτονικά κύματα» και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη και ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Στιγμιότυπα αυτής της μεγάλης εικόνας είναι οι αλληλοκατηγορίες ΗΠΑ - Κίνας για το ποιος έσπειρε στον άλλο τον ιό, ο υπόγειος πόλεμος της διασποράς φημών, αλλά και απειλές όπως αυτές των ΗΠΑ ότι θα διεκδικήσουν δικαστικά αποζημιώσεις για τα χιλιάδες θύματα του κορονοϊού, θεωρώντας υπεύθυνη την Κίνα.

Δασμοί, αντίποινα και «κορονο-απειλές»

Οι τεταμένες σχέσεις αντανακλώνται πρώτα απ' όλα στον οικονομικό ανταγωνισμό των δυο κρατών, που τα τελευταία χρόνια έχουν επιδοθεί σε μια κούρσα επιβολής δασμών στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές. Από τον Ιούλη του 2018, οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει πάνω από 360 δισ. δολάρια δασμούς σε εισαγόμενα προϊόντα από την Κίνα, που απαντάει μέχρι στιγμής με δασμούς 110 δισ. δολαρίων.

Η αντιπαράθεση συνυπάρχει με το παζάρι για μια νέα εμπορική συμφωνία, που όμως δείχνει να χωλαίνει, ειδικά μετά τα νέα δεδομένα που πρόσθεσε η πανδημία. Μόλις τον περασμένο Γενάρη, υπογράφτηκε στην Ουάσιγκτον η «φάση 1» της διαπραγμάτευσης για μια νέα διμερή εμπορική συνεργασία, που περιελάμβανε μεταξύ άλλων αγορές αμερικανικών προϊόντων συνολικής αξίας 200 δισ. δολαρίων και συμφωνίες για τους τομείς της Ενέργειας, των υπηρεσιών, της μεταποίησης, αλλά και ζητήματα σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία.

Το τελευταίο αυτό ζήτημα αποτελεί σημείο αιχμής στη σινο-αμερικανική αντιπαράθεση, καθώς οι ΗΠΑ κατηγορούν την Κίνα για «αθέμιτες πρακτικές», στην προσπάθειά της να οικειοποιηθεί τεχνογνωσία από δυτικούς μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον τομέα της τεχνολογίας αιχμής, είτε με επιθετικές εξαγορές είτε με αντιγραφή πατεντών. Να σημειωθεί ότι από το 2011 η Παγκόσμια Τράπεζα είχε κατατάξει την Κίνα στην πρώτη θέση των κρατών με την «πιο αποτελεσματική απορρόφηση τεχνογνωσίας από το εξωτερικό».

Στη «φάση 2» των διμερών διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ ήταν προγραμματισμένο να συζητηθούν και τα θέματα της τεχνολογίας και της κυβερνοασφάλειας, την ώρα που στο παρασκήνιο κορυφώνεται η μάχη για τα νέα δίκτυα 5G και την ηλεκτροκίνηση.

Τέτοιο ενδεχόμενο, όμως, δεν φαίνεται μέχρι στιγμής στον ορίζοντα. Στις αρχές Μάη, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τραμπ έθεσε ζήτημα νέας αύξησης των δασμών στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, ως αντίποινα στην Κίνα για την «αποτυχία της να περιορίσει την εξάπλωση του ιού». Ενώ και η συμφωνία της «φάσης 1» φαίνεται πως έχει αποτύχει στα πιο σημαντικά σημεία της, όπως η δέσμευση από το Πεκίνο να αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές Ενέργειας από τις ΗΠΑ, με αγορές αργού πετρελαίου, υγροποιημένου φυσικού αερίου και λιγνίτη ύψους 52,4 δισ. δολαρίων μέχρι το 2021, από 9,1 δισ. δολάρια που βρισκόταν τον περασμένο Γενάρη.

Σχολιάζοντας αυτήν τη συμφωνία, ο διευθυντής Ασίας της «Eurasia Group», της μεγαλύτερης «συμβουλευτικής εταιρείας πολιτικών ρίσκων», είχε πει: «Εχουμε μπει σε νέα κανονικότητα, στην οποία ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας έχει γίνει πιο έντονος και πιο ξεκάθαρος. Η εμπορική συμφωνία θα αμβλύνει μία φάση του ανταγωνισμού, αλλά μονάχα προσωρινά και με περιορισμένα αποτελέσματα». Η εμφάνιση της επιδημίας επιτάχυνε την επιβεβαίωση τέτοιων προβλέψεων...

Αντιπαράθεση σε «ζώνες» στρατηγικής σημασίας

Παράλληλα με τον οικονομικό ανταγωνισμό, οξύνεται η αντιπαράθεση των δυο κρατών και στον στρατιωτικό τομέα. Η κούρσα εκσυγχρονισμού και μεγέθυνσης των στρατιωτικών της δυνατοτήτων, στην οποία επιδίδεται σχεδιασμένα τα τελευταία χρόνια η Κίνα, συνδυάζεται με κινήσεις κατοχύρωσης συμφερόντων ή διεκδίκησης κυριαρχίας σε στρατηγικές περιοχές του πλανήτη, όπως η Νότια Κινεζική Θάλασσα, το Στενό της Ταϊβάν, αλλά και η Ανατολική Κινεζική Θάλασσα, στα σύνορα με την Ιαπωνία, όπου οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στην περιοχή διατηρούν ισχυρές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις.

Ειδικά στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, απ' όπου διέρχεται περίπου το 1/3 των παγκόσμιων θαλάσσιων μεταφορών (αξίας περίπου 5,3 τρισ. ανά έτος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της κινεζικής κυβέρνησης) και σχεδόν το 40% του κινεζικού εμπορίου σύμφωνα με στοιχεία του 2016, η Κίνα προσπαθεί συνεχώς τα τελευταία χρόνια να ισχυροποιήσει τη θέση της, αυξάνοντας τις εναέριες και ναυτικές περιπολίες, αλλά και χτίζοντας πολυάριθμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε τεχνητά νησιά.

Εκμεταλλευόμενες τη συγκυρία, οι κινεζικές Ενοπλες Δυνάμεις πραγματοποίησαν τον Μάρτη στρατιωτική άσκηση προσομοίωσης ενός ενδεχόμενου πολέμου με επίκεντρο την Ταϊβάν (αμφισβητείται από τους Δυτικούς το καθεστώς της ως μέρους της κινεζικής επικράτειας), ενώ το ίδιο διάστημα πολεμικά αεροπλάνα πραγματοποίησαν για πρώτη φορά νυχτερινή άσκηση στην περιοχή του Στενού της Ταϊβάν. Αργότερα, στις 3 Απρίλη, μία μόλις μέρα μετά την υπογραφή συμφωνίας για την ενίσχυση της συνεργασίας με το Βιετνάμ, ένα σκάφος της κινεζικής ακτοφυλακής εμβόλισε και βύθισε ένα βιετναμέζικο αλιευτικό.

Το Πεκίνο αποφάσισε επίσης στα τέλη Απρίλη να περιλάβει σε διοικητικές του περιφέρειες αμφισβητούμενες περιοχές σε νησιωτικά συμπλέγματα που διεκδικούν η Μαλαισία, το Βιετνάμ κ.ά. Παράλληλα, από τα μέσα Φλεβάρη έως και τα μέσα του Μάρτη, η Κίνα σημείωσε εξορύξεις ρεκόρ σε αποθέματα φυσικού αερίου της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας, συνεχίζοντας τις δοκιμαστικές εξορύξεις που πραγματοποιεί σε περιοχές όπου γειτονικές χώρες εγείρουν ζητήματα κυριαρχίας.

Οι ΗΠΑ, που τα τελευταία χρόνια έχουν καθιερώσει περιπολίες στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, με το πρόσχημα της υπεράσπισης της «ελευθερίας στη ναυσιπλοΐα και την αεροπλοΐα», ενίσχυσαν πρόσφατα τη ναυτική τους δύναμη που περιπολεί στην περιοχή, κατηγορώντας την Κίνα ότι εκμεταλλεύεται την εξέλιξη της πανδημίας για «να εξαναγκάσει τους γείτονές της» να συναινέσουν σε δικές της επιδιώξεις.

Σύμφωνα πάντως με Κινέζους στρατιωτικούς αναλυτές, «η έξαρση του COVID-19 έχει μειώσει σημαντικά τις δυνατότητες του αμερικανικού Ναυτικού στην ανάπτυξη πολεμικών πλοίων στον Ειρηνικό», εξαιτίας και των κρουσμάτων στα πληρώματα 40 πλοίων που βρίσκονται στην περιοχή.

Η συνεργασία Κίνας - Ρωσίας

Ο σινο-αμερικανικός ανταγωνισμός αποτελεί σημείο αναφοράς και για άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, επιδρά σε παλιές και νέες συμμαχίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι σχέσεις Κίνας - Ρωσίας.

Τον περασμένο Οκτώβρη, ο Ρώσος Πρόεδρος δήλωσε πως η Μόσχα βοηθά το Πεκίνο να αναπτύξει ένα σύστημα πρόωρης προειδοποίησης πυραυλικής επίθεσης, χαρακτηρίζοντας τους σινο-ρωσικούς δεσμούς «μια συμμαχική σχέση πλήρους και πολυεπίπεδης στρατηγικής συνεργασίας». Από το 2014, Κίνα και Ρωσία προβάλλουν συχνά τις κοινές στρατιωτικές τους ασκήσεις και τις μεταξύ τους συμφωνίες στον τομέα της Ενέργειας.

Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και την παραπέρα επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ - Κίνας, ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο οι οικονομικοί, στρατιωτικοί και ενεργειακοί δεσμοί των δυο κρατών. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που έδωσαν στη δημοσιότητα τα κινεζικά τελωνεία για το πρώτο τετράμηνο του έτους: Καθώς ο όγκος των κινεζικών εμπορικών συναλλαγών με το εξωτερικό μειώθηκε κατά 8,4%, το εμπόριο με τη Ρωσία αυξήθηκε κατά 3,4%, φτάνοντας σε συνολική αξία τα 25,4 δισ. δολάρια.

Οι εισαγωγές σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού και τεχνολογίας, αλλά και η πολιτική στήριξη της Ρωσίας, αξιοποιούνται από την Κίνα στη διαμάχη που εξελίσσεται στις θαλάσσιες περιοχές γύρω από την επικράτειά της. Επιδρούν όμως και στις σχέσεις της Ρωσίας με παραδοσιακούς εταίρους της στην περιοχή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις πωλήσεις ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού σε κράτη που ανταγωνίζονται την Κίνα, όπως η Ινδία και το Βιετνάμ.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI), οι ρωσικές εξαγωγές πολεμικού υλικού (ο δεύτερος σημαντικότερος πυλώνας εξαγωγών της χώρας μετά την Ενέργεια) στην Ινδία μειώθηκαν κατά 42% την τετραετία 2014-2018 σε σχέση με την προηγούμενη, αν και παραμένουν στο 58% των συνολικών. Το χαμένο έδαφος κέρδισαν οι αγορές από Ισραήλ, ΗΠΑ και Γαλλία.

Ο παράγοντας Ινδία

Μέσα απ' αυτό το πρίσμα, δεν περνάει απαρατήρητη η κλιμακούμενη συνεργασία ΗΠΑ - Ινδίας. Μετά τις σημαντικές συμφωνίες που υπέγραψαν για συνεργασία στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας το 2005 και το 2008, οι διμερείς σχέσεις ενισχύονται συνεχώς, με τις αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού από τις ΗΠΑ να αυξάνονται σε περισσότερα από 20 δισ. δολάρια, αλλά και τη μεταφορά τεχνογνωσίας από αμερικανικά μονοπώλια, όπως η «Lockheed Martin» στην ινδική αμυντική βιομηχανία.

Η Ινδία αναγνωρίζεται από τις ΗΠΑ ως «σημαντικός αμυντικός εταίρος» από το 2016, υπογράφοντας μαζί της τρεις σημαντικές συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας μέχρι το 2019.

Τον περασμένο Γενάρη, ΗΠΑ και Αυστραλία επέκτειναν τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς της περιοχής του «Ινδο-ειρηνικού», αντιστοιχίζοντάς τους με αυτούς της Ινδίας και της Ιαπωνίας. Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα των τριμερών επαφών Ινδίας - Ιαπωνίας - ΗΠΑ και των αντίστοιχων τετραμερών που περιλάμβαναν και την Αυστραλία. Επίσης, έχει αναπτυχθεί ένα σχήμα διαλόγου «2+2» μεταξύ των υπουργών Αμυνας και Εξωτερικών της Ινδίας και των ΗΠΑ, ενώ το 2019 οι δύο χώρες πραγματοποίησαν την πρώτη κοινή διακλαδική στρατιωτική τους άσκηση.

Κατά την επίσκεψη του Ντ. Τραμπ στην Ινδία, τον περασμένο Φλεβάρη, στην Κοινή Δήλωση Ολοκληρωμένης Παγκόσμιας Στρατηγικής Συνεργασίας που υπέγραψε με τον Ινδό ομόλογό του, τονίζεται το ενδιαφέρον των δύο πλευρών για συμμετοχή της Ινδίας στο «Δίκτυο των Μπλε Κουκίδων» (Blue Dot Network - BDN).

Πρόκειται για πρωτοβουλία που ανακοίνωσαν από κοινού οι κυβερνήσεις ΗΠΑ, Ιαπωνίας και Αυστραλίας τον Νοέμβρη του 2019, ως «εναλλακτική» στον κινεζικό «δρόμο του μεταξιού». Στις σχετικές ανακοινώσεις αναφέρεται πως το BDN θα προωθήσει επενδύσεις ύψους 94 τρισ. δολαρίων τις επόμενες δύο δεκαετίες στον τομέα των υποδομών.

Επίσης, σύμφωνα με δημοσιεύματα, η Ινδία ανακοίνωσε πριν από λίγες μέρες ότι αναπτύσσει μια συνολική έκταση σχεδόν διπλάσια του Λουξεμβούργου, με σκοπό να φιλοξενήσει παραγωγικές μονάδες που εξετάζουν το ενδεχόμενο μεταφοράς της δραστηριότητάς τους από την Κίνα. Η συγκυρία εμφανίζεται ως ιδανική για την Ινδία, καθώς πολλά δυτικά και κυρίως αμερικανικά μονοπώλια εξετάζουν τη μεταφορά των εργοστασίων τους από την Κίνα, προσθέτοντας νέες εστίες έντασης στον σινο-αμερικανικό ανταγωνισμό.


Δ. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ