ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 16 Μάη 2019
Σελ. /24
ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»
Συμπληρώνουν τον εμπαιγμό των ανέργων στα προγράμματα «κοινωφελούς εργασίας»

Λίγο πριν επιστρέψουν στην ανεργία, οι εργαζόμενοι στην «κοινωφελή εργασία»... λούζονται και τα σεμινάρια για τη... «συλλογική ωφέλεια» της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας»

INTIME NEWS

Λίγο πριν επιστρέψουν στην ανεργία, οι εργαζόμενοι στην «κοινωφελή εργασία»... λούζονται και τα σεμινάρια για τη... «συλλογική ωφέλεια» της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας»
Μαθήματα για την «κοινωνική επιχειρηματικότητα», ώστε να είναι προετοιμασμένοι στο μέλλον «να εργαστούν σε μια κοινωνική επιχείρηση ή ακόμα και να δημιουργήσουν τη δικιά τους», παρακολουθούν στα... θρανία των διαφόρων ΚΕΚ χιλιάδες εργαζόμενοι που δουλεύουν μέσα από το πρόγραμμα της «κοινωφελούς εργασίας».

Τα σχετικά μαθήματα έχουν συμπεριληφθεί στους κύκλους υλοποίησης του προγράμματος, για όσους ανέργους επιλέγουν να παρακολουθήσουν το σκέλος της κατάρτισης. Ετσι, δίπλα στη δουλειά με μισθό - ψίχουλα και ημερομηνία λήξης, το «πακέτο» περιλαμβάνει και έναν κύκλο σεμιναρίων για την «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα». Μέσα από αυτά, οι «ωφελούμενοι», λίγο πριν επιστρέψουν στην ανεργία με το τέλος του οκτάμηνου προγράμματος, «επιμορφώνονται» για τις... σπουδαίες ευκαιρίες να γίνουν οι ίδιοι «κοινωνικοί επιχειρηματίες», αλλά και να αναζητήσουν μια θέση εργασίας στους ...καλούς εργοδότες των «κοινωνικών επιχειρήσεων».

Μια γεύση από το περιεχόμενο του σεμιναρίου δίνει το «εγχειρίδιο κατάρτισης» του υπουργείου Εργασίας, που απευθύνεται στους εκπαιδευτές των ΚΕΚ. Οι στόχοι του προγράμματος κατάρτισης, όπως εξαρχής ξεκαθαρίζει, είναι η «εξοικείωση» με την έννοια της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας» και η «παρότρυνση των εκπαιδευόμενων για την ενασχόλησή τους με κοινωνικές επιχειρήσεις, είτε ως εργαζόμενοι είτε ως ιδρυτές».

«Τονίστε ότι είναι σημαντική η κατανόηση του τομέα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας για αυτούς, καθώς μπορεί στο μέλλον να μπορέσουν να εργαστούν σε μια κοινωνική επιχείρηση ή ακόμα και να δημιουργήσουν τη δικιά τους», είναι η κατευθυντήρια οδηγία προς τους εκπαιδευτές...

Αναπαραγωγή του πλαστού προφίλ της «κοινωνικής οικονομίας»

Θεωρητικές «παραδόσεις» και «βιωματικές» δραστηριότητες επιδιώκουν να σκιαγραφήσουν την «κοινωνική οικονομία» ως τον ιδανικό συνδυασμό επιχειρηματικής δράσης και εξυπηρέτησης «κοινωνικών σκοπών». Οργανισμοί που χαρακτηρίζονται «μη κερδοσκοπικοί», «κοινωνικές επιχειρήσεις» και συνεταιρισμοί, διάφοροι τύποι ενώσεων «που στηρίζονται στην αυτο-οργάνωση των πολιτών και στην εθελοντική προσφορά υπηρεσιών», παρουσιάζονται ως φορείς που «αναλαμβάνουν επιχειρηματικές δραστηριότητες οι οποίες αποβλέπουν στην παραγωγή κοινωνικής και συλλογικής ωφέλειας με όρους κοινωνικής καινοτομίας».

Το υπουργείο αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει το πλαστό προφίλ της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας» ως λύσης τόσο στο πρόβλημα της ανεργίας όσο και στο ζήτημα της έλλειψης δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών. Ετσι, οι εργαζόμενοι διδάσκονται πως ο τομέας της «κοινωνικής οικονομίας», που «εδώ και δεκαετίες ανθίζει στην Ευρώπη και με καθυστέρηση αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα», συμβάλλει στην «κοινωνική ένταξη», στην ενίσχυση της «κοινωνικής συνοχής», ενώ προσπαθεί «να καλύψει "κενούς χώρους" στη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, συνήθως κοινωνικού χαρακτήρα, των οποίων η παραγωγή και η διάθεση από τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς κρίνεται ασύμφορη».

Στην πράξη, η «κοινωνική οικονομία» αξιοποιείται ως ένας μηχανισμός διαχείρισης της ανεργίας, με προσωρινές και αβέβαιες θέσεις εργασίας, με χαμηλούς μισθούς και ψαλιδισμένα δικαιώματα. Στην προσπάθεια προσέλκυσης εργαζομένων και ανέργων, όμως, προβάλλεται ως τομέας που συνδυάζει τις «ευκαιρίες απασχόλησης» με την υποτιθέμενη δυνατότητα «προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο».

Στον πάτο ο πήχης της «αξιοπρεπούς εργασίας»

Στο πλαίσιο των σεμιναρίων, για την «εξοικείωση» των σημερινών εργαζομένων και αυριανών ανέργων με τις «αξίες» και τις πρακτικές της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας», προτείνονται μια σειρά δραστηριοτήτων «διαδραστικής βιωματικής εκπαίδευσης».

Καλούνται οι εργαζόμενοι, για παράδειγμα, να σκεφτούν μια «υποθετική κοινωνική επιχείρηση», να σχεδιάσουν μια τέτοια επιχείρηση που θα μπορούσε να δώσει «λύση» σε ένα ζήτημα που αντιμετωπίζουν. Καθώς τα «μαθήματα» κυλούν, οι δραστηριότητες επικεντρώνονται στο να φτιάξουν τη δική τους επιχείρηση, να ετοιμάσουν μια διαφήμιση για αυτή, να παίξουν τους ρόλους του «επιχειρηματία», που «παίρνει ρίσκα, αναζητά ευκαιρίες για να μεγαλώσει την επιχείρηση, φέρνει επενδύσεις, δοκιμάζει ιδέες στην αγορά» και του «διευθυντή - διαχειριστή», που είναι «οργανωτικός, προσεκτικός, λαμβάνει υπ' όψιν του διαφορετικές ιδέες».

Από τις πολλές προτεινόμενες δραστηριότητες, ξεχωρίζει αυτή που περιγράφεται στο εγχειρίδιο κάτω από τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Αξιοπρεπής εργασία», με στόχο οι εκπαιδευόμενοι «να αναλογιστούν με ποιον τρόπο η φιλοσοφία μιας κοινωνικής επιχείρησης ανταποκρίνεται σε αυτά που οι ίδιοι επιθυμούν από μια μελλοντική εργασία». Στο πλαίσιο της δραστηριότητας, οι εκπαιδευτές συνοψίζουν ως χαρακτηριστικά της «αξιοπρεπούς εργασίας» τους «λογικούς μισθούς», τη δουλειά για «έναν λογικό αριθμό ωρών», την εκτέλεση εργασιών «που έχουν λογικό βαθμό δυσκολίας ανάλογα με την ηλικία, τις αντοχές τους και την κατάρτιση» των υπαλλήλων. Από τον πήχη της «αξιοπρεπούς εργασίας», πίσω από όλη αυτή τη θολούρα του... «λογικού», κόβονται ασφαλώς οι Συλλογικές Συμβάσεις, το 8ωρο και το 5ήμερο, τα μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία.

«Η Κατερίνα δεν πληρώνεται τόσο καλά, αλλά της αρέσει η δουλειά της...»

Το μήνυμα στους εργαζόμενους να συμβιβαστούν με το «μικρότερο κακό» γίνεται ακόμα πιο σαφές από τη δραστηριότητα που ακολουθεί:

Στους συμμετέχοντες μοιράζονται χαρτάκια με διαφορετικά υποθετικά σενάρια, πάνω στα οποία καλούνται να συζητήσουν. Στα σενάρια αυτά περιλαμβάνεται η περίπτωση της «Σοφίας», που «πληρώνεται με την ώρα», «κάποιες φορές της ζητείται να εργάζεται 10 ώρες την εβδομάδα και κάποιες 30 ώρες την εβδομάδα», ενώ «όταν είναι άρρωστη, δεν πληρώνεται τη μέρα αυτή». Αντίστοιχα, η περίπτωση του «Γιάννη», που «έχει πολύ καλό μισθό αλλά πρέπει να δουλεύει πολλές ώρες», κάποιες φορές «περίπου 80 ώρες την εβδομάδα», με αποτέλεσμα να μην περνάει «πολύ χρόνο με τη γυναίκα και τα παιδιά του». Ο κατάλογος περιλαμβάνει και την περίπτωση της εργαζόμενης σε «κοινωνική επιχείρηση». Πώς έχουν στην περίπτωση αυτή τα πράγματα; «Η Κατερίνα δεν πληρώνεται τόσο καλά όσο οι φίλοι της, αλλά της αρέσει η δουλειά της. Είναι ουσιαστική για εκείνη, γιατί καταφέρνει να βοηθήσει άλλους ανθρώπους στην κοινότητά της», λέει το σχετικό «σενάριο». Με άλλα λόγια, στο έδαφος της εργασιακής ζούγκλας, της «ευελιξίας» και του ξεζουμίσματος των εργαζομένων, η δουλειά σε μια «κοινωνική επιχείρηση» προβάλλεται ως το «μικρότερο κακό», αφού η υποτιθέμενη «κοινωνική προσφορά» της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας» αντισταθμίζει τάχα τους τσακισμένους μισθούς, το ξήλωμα των εργασιακών δικαιωμάτων, που σε κάθε περίπτωση οι άνεργοι καλούνται να αποχαιρετήσουν.

Στις «λύσεις» της «κοινωνικής οικονομίας», που προωθούνται με το «μαστίγιο» της ανεργίας και το «καρότο» της επιχειρηματικότητας, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλη την ΕΕ, εργαζόμενοι και άνεργοι πρέπει να απαντήσουν με αγώνα για την ουσιαστική προστασία των ανέργων, για σταθερή δουλειά με δικαιώματα, για διεκδίκηση αποκλειστικά δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών, με την εναντίωσή τους στην πολιτική που μετατρέπει το δικαίωμα στη δουλειά σε «ευκαιρία» και τις κοινωνικές υπηρεσίες σε εμπόρευμα στα χέρια των «κοινωνικών» και μη επιχειρήσεων.

Παραδείγματα από χώρες της ΕΕ

«H ενίσχυση του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας (...) αποτελεί έναν από τους κεντρικούς αναπτυξιακούς άξονες της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας», σημειώνει το εγχειρίδιο του υπουργείου. Στις σελίδες του παρουσιάζει μια σειρά από παραδείγματα «κοινωνικών επιχειρήσεων» από χώρες της ΕΕ. Μόνο που παρά τα μεγάλα λόγια για τις «βιώσιμες πρακτικές» της επιχειρηματικότητας που δεν λειτουργεί «αποκλειστικά κερδοσκοπικά», στα όσα καταγράφονται αποτυπώνεται ανάγλυφα η δραστηριοποίηση επιχειρηματικών ομίλων σε πεδία και τομείς, στο έδαφος που στρώνουν οι «κοινωνικές επιχειρήσεις».

Η γαλλική «GROUPE SOS» είναι ένας «όμιλος κοινωνικής επιχειρηματικότητας», που δραστηριοποιείται σε τομείς όπως οι κοινωνικές και ιατρικές υπηρεσίες, «εφαρμόζοντας επιχειρηματικές μεθόδους της ιδιωτικής αγοράς». Στην ουσία, πρόκειται για ένα μεγαθήριο που «απασχολεί 10.000 εργαζόμενους, διατηρεί 283 δομές σε όλη τη χώρα, διαθέτει ένα σημαντικό πελατολόγιο με 450 μεγάλους πελάτες και ο ετήσιος τζίρος της ανέρχεται στα 430.000.000 ευρώ (με ποσοστό μόνο 1% να προέρχεται από κρατική επιχορήγηση)». Στην ιστοσελίδα της μπορεί κανείς να διαβάσει για τη δραστηριοποίησή της στον τομέα της Υγείας, προσφέροντας «προσβάσιμες» - δηλαδή φτηνότερες - υπηρεσίες σε άτομα με περιορισμένη οικονομική δυνατότητα και σε ομάδες του πληθυσμού όπως οι ηλικιωμένοι, οι άστεγοι, οι τοξικοεξαρτημένοι. Η γιγάντωσή της φαίνεται πως πηγαίνει χέρι χέρι με το «ξήλωμα» των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίησή τους.

Η επίσης γαλλική ADIE («Association pour le Droit a l'Initiative Economique») είναι ένας «μη κερδοσκοπικός οργανισμός», με σκοπό την «ανάπτυξη και παροχή χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών σε μικρούς επιχειρηματίες που αποκλείονται από τις υπηρεσίες του κλασικού τραπεζικού τομέα». Διατηρεί ένα δίκτυο 168 γραφείων σε όλη τη χώρα, «απασχολεί συνολικά 463 εργαζόμενους και 1.700 εθελοντές».

Στη Βρετανία, ο αντιπροσωπευτικός φορέας συλλογικής εκπροσώπησης των κοινωνικών επιχειρήσεων, η οργάνωση «Social Enterprise UK» (SEUK), συστάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με πόρους που συγκεντρώθηκαν «και από χορηγίες ισχυρών συμβατικών επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται για την υποστήριξη της κοινωνικής καινοτομίας (PWC, Royal Bank of Scotland Group, O2)».

Στην ίδια χώρα, η «SUNDERLAND HOME CARE ASSOCIATES» ιδρύθηκε το 1994 με τη μορφή συνεταιρισμού εργαζομένων «με σκοπό την παροχή υπηρεσιών βοήθειας στο σπίτι υψηλής ποιότητας και την ευημερία των ατόμων με χαμηλή δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης». Εξασφαλίζει έσοδα «χρεώνοντας αντίτιμο για τις υπηρεσίες που παρέχει είτε στους ίδιους τους εξυπηρετούμενους είτε σε δημόσιους φορείς που είναι υπόχρεοι για την κάλυψη της σχετικής δαπάνης (π.χ. δήμοι, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.)» και συγκαταλέγεται στους «κορυφαίους παρόχους κοινωνικής φροντίδας, παρέχοντας 3.500 ώρες φροντίδας τη βδομάδα και με ετήσιο τζίρο 1,5 εκατομμύριο λίρες το 2013».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ