Μέσα σε τρία μόλις εικοσιτετράωρα, η ρωσική διπλωματία έθεσε τα θεμέλια για να κάνει πράξη σχέδια, που, όπως φαίνεται, απεργαζόταν εδώ και καιρό. Οι επαφές του Ρώσου Προέδρου σε Δαμασκό και Αγκυρα και οι συμφωνίες, κατά κύριο λόγο ενεργειακές, που υπέγραψε, δεν μπορεί παρά να γίνουν αντιληπτές ως τα πρώτα βήματα μιας απόπειρας της καπιταλιστικής Ρωσίας να επαναδιαπραγματευτεί και να ενισχύσει τη θέση της, στο πλαίσιο του διεθνούς ιμπεριαλισμού, αξιοποιώντας τις τρέχουσες και κλιμακούμενες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις στην, ίσως, πιο θερμή, από γεωστρατηγική και ενεργειακή άποψη, περιοχή του πλανήτη: Στην ευρεία Μέση Ανατολή.
Η υπογραφή σημαντικών συμφωνιών στον ενεργειακό τομέα και για κατασκευή πυρηνικών εγκαταστάσεων δείχνει την αναβάθμιση των σχέσεων Ρωσίας - Συρίας
Οι αναφορές των δύο ανδρών στο παρελθόν ουσιαστικά έβλεπαν στο μέλλον. Για τη Δαμασκό η επίτευξη στενότερων οικονομικών και διπλωματικών σχέσεων με τη Μόσχα είναι βαρύνουσας σημασίας. Σε διπλωματικό επίπεδο, η Ρωσία είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και έχει δικαίωμα βέτο, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να το χρησιμοποιήσει για να «υποστηρίξει» μια καλή της σύμμαχο, όταν και εφόσον αυτό χρειαστεί για τα υψώματα του Γκολάν ή για οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη στην πάντα ρευστή περιοχή της ευρείας Μέσης Ανατολής γενικότερα.
Σε οικονομικό επίπεδο, οι προοπτικές είναι εξίσου ανθηρές. Η Δαμασκός, μετά από χρόνια οικονομικών κυρώσεων και απομόνωσης, επιθυμεί διακαώς να αξιοποιήσει τους ενεργειακούς της πόρους και να αναπτύξει σχετική τεχνογνωσία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο προσέβλεπαν και τα «δώρα» που έφερε μαζί του ο Μεντβέντεφ, που συνοδευόταν από υψηλόβαθμα στελέχη του ενεργειακού κολοσσού «Gazprom» και τον υπουργό Ενέργειας, Σεργκέι Σμάτκο. Αν και λεπτομέρειες δε δόθηκαν στη δημοσιότητα, όπως όλα δείχνουν, η «Gazprom» προχώρησε στην υπογραφή σειράς συμφωνιών με τη συριακή κυβέρνηση για βελτίωση της πετρελαϊκής υποδομής και περαιτέρω εξόρυξη πετρελαίου, ενώ τέθηκαν οι βάσεις και για κατασκευή, από ρωσικής πλευράς, πυρηνικών εγκαταστάσεων επί συριακού εδάφους για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι συμφωνίες αυτές προχώρησαν παρά το γεγονός ότι, υπό ισραηλινές και αμερικανικές πιέσεις, η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας συνεχίζει να θεωρεί «κάπως ύποπτες» τις συριακές πυρηνικές δραστηριότητες, μετά από σειρά επιθεωρήσεων που δρομολόγησε η ισραηλινή αεροπορική επιδρομή το 2007 κατά στόχου εντός της Συρίας που πιθανολογείται ότι ήταν μία υποτυπώδης πυρηνική εγκατάσταση. Η συριακή ηγεσία είδε τον Ρώσο Πρόεδρο να υιοθετεί και να δεσμεύεται για προώθηση της θέσης της για μια Μέση Ανατολή απαλλαγμένη από τα πυρηνικά όπλα, χωρίς αυτό να καταργεί το δικαίωμα της κάθε χώρας να διατηρεί πυρηνικό πρόγραμμα για ειρηνικούς σκοπούς.
Τέλος, όπως γνωστοποιήθηκε μετά την αναχώρηση Μεντβέντεφ, η Μόσχα πούλησε στη Συρία αντιαεροπορικές και αντιαρματικές συστοιχίες, όπως και σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη.
Οι επιδιώξεις της Μόσχας, από την άλλη, είναι ευρύτερες. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να υπενθυμιστεί η ακριβής συγκυρία: Η επίσκεψη Μεντβέντεφ στη Δαμασκό πραγματοποιείται περίπου πέντε μόνο μέρες μετά την ανανέωση των κυρώσεων σε βάρος της Συρίας από τον Αμερικανό Πρόεδρο Ομπάμα και ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη άλλη μία διπλωματική αντιπαράθεση με το Ισραήλ να κατηγορεί τη συριακή ηγεσία ότι έχει προμηθεύσει πυραύλους «Σκουντ» τη λιβανική σιιτική οργάνωση «Χεζμπολάχ» (με αρχική προέλευση των πυραύλων το Ιράν). Η Ουάσιγκτον, χωρίς ν' αναφερθεί ονομαστικά στη Συρία, υιοθέτησε τον ισχυρισμό ότι η «Χεζμπολάχ» έχει λάβει πυραύλους, αν και αυτό διαψεύδεται τόσο από τον Λιβανέζο φιλοαμερικανό πρωθυπουργό Χαρίρι όσο και από τις δυνάμεις του ΟΗΕ στο Νότιο Λίβανο.
Η Μόσχα, που ουδέποτε είδε με καλό μάτι την απόπειρα προσέγγισης ορισμένων, έστω και ξεχασμένων, παραδοσιακών της συμμάχων στην περιοχή, όπως η Συρία και λιγότερο το Ιράν, από τον Πρόεδρο Ομπάμα με τη νέα τακτική του διαλόγου, δεν έχασε χρόνο. Αξιοποίησε αμέσως το περιθώριο που άφησε η διστακτικότητα της Ουάσιγκτον, η οποία, ούτως ή άλλως, διατηρώντας, μέχρι πρότινος, προνομιακές συμμαχικές σχέσεις με το Ισραήλ, δεν μπορεί, ακόμη και αν θέλει, να μεταπηδήσει αίφνης σε στενές σχέσεις με τους «ορκισμένους εχθρούς του συμμάχου της» όσο έντονες και βαθιές και αν είναι οι αμερικανο-ισραηλινές τριβές λόγω της διαφοράς προτεραιοτήτων που υπάρχει πλέον μεταξύ των συμφερόντων, ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών, Ισραήλ - ΗΠΑ.
Απέναντι στην προσπάθεια διασφάλισης ρηξικέλευθων ισορροπιών, προκειμένου να βελτιωθεί η εικόνα των ΗΠΑ στην περιοχή και να διευκολυνθεί η προώθηση των συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή, η Μόσχα έρχεται με πιο ξεκάθαρη θέση ν' αντιπροτείνει άμεσα ανταλλάγματα για να δώσει προβάδισμα στις δικές της ιμπεριαλιστικές βλέψεις. Οπως χαρακτηριστικά σχολίαζαν αναλυτές, για να μπορέσει ν' αποκτήσει έρεισμα, αλλά και ισχύ στο ενδο-ιμπεριαλιστικό παιχνίδι της ευρείας Μέσης Ανατολής, η Μόσχα επέλεξε τον ασφαλέστερο και ταχύτερο, ίσως, δρόμο: Τη σύσφιγξη των σχέσεων με τη Συρία. (Αυτό άλλωστε ήταν το σκεπτικό και της γαλλικής προεδρίας όταν αναθέρμανε τις σχέσεις της με τη Συρία, πριν περίπου δύο χρόνια.) Η Μόσχα θα προσπαθήσει, όπως εκτιμούσαν αναλυτές, να ελαφρύνει την πίεση που δέχεται η Συρία αξιοποιώντας τη θέση της τόσο στο Συμβούλιο Ασφαλείας όσο και σε διεθνές επίπεδο, στη βάση των πολλαπλών ενεργειακών συμφωνιών που έχει συνάψει τα τελευταία χρόνια.
Και αυτό γιατί, διά μέσου της Συρίας (η οποία, ούτως ή άλλως, διαθέτει κάποια περιφερειακή ισχύ και θέλει να την ενισχύσει) αποκτά άμεση επαφή με δύο οργανώσεις που διαδραματίζουν «ρόλο - κλειδί» στην περιοχή, τις «Χαμάς» και «Χεζμπολλάχ» και μπορεί να επικαλεστεί ότι έχει τη δυνατότητα να τους ασκήσει επιρροή, ενώ ταυτόχρονα αποκτά έναν ακόμη δίαυλο επικοινωνίας προς την έτερη περιφερειακή δύναμη, την Τεχεράνη. Προφανώς, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ο Μεντβέντεφ, αν και ήταν αναμενόμενη η αρνητική αντίδραση που θα υπήρχε από το Ισραήλ και από τις ΗΠΑ, συνάντησε τον πολιτικό ηγέτη της «Χαμάς», Κχάλεντ Μασχάαλ, στη Δαμασκό.
Απόρροια της ίδιας λογικής είναι και η δήλωσή του για αναγκαιότητα «να συμμετάσχουν όλοι στην προσπάθεια ειρήνευσης στην περιοχή, και η Χαμάς». Την άποψη αυτή συμμερίστηκε, ώρες αργότερα, και ο Τούρκος Πρόεδρος Γκιουλ, του οποίου η χώρα έχει, ήδη, κατοχυρώσει έναν ανερχόμενο ρόλο στην ισραηλινο-αραβική διένεξη γενικότερα και ειδικότερα στην ισραηλινο-συριακή αντιπαράθεση.
Είναι προφανές ότι η Ρωσία, σε μια περίοδο που η αμερικανική διπλωματία αδυνατεί να προωθήσει, όπως και όσο θέλει, τα δικά της συμφέροντα επανερχόμενη στο ρόλο του βασικού διαπραγματευτή, θα επιδιώξει να αυτο-αναγορευτεί σε σημαντικό παράγοντα διαμεσολάβησης και θα αξιοποιήσει τις ενεργειακές της συμφωνίες για να επιτύχει την εδραίωση μιας ισχυρότερης παρουσίας της στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής προκειμένου να ικανοποιήσει τα δικά της ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Στο πλαίσιο των ευρύτερων ανακατατάξεων συμμαχιών και αναδιάταξης ισορροπιών, ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών στην, πολύτιμη γεωστρατηγικά και ενεργειακά, περιοχή, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός στη Δαμασκό έθεσε τον πρώτο θεμέλιο λίθο για έναν ενεργότερο ρόλο.
Η Ρωσία θα κατασκευάσει σταθμό πυρηνικής ενέργειας στο Ακουγιού
Η Τουρκία ήδη από το 2003 είχε θέσει ως στόχο της να μετατραπεί σε ενεργειακή πύλη μεταξύ Ασίας, Βαλκανίων, Ευρείας Μέσης Ανατολής και Ευρώπης, τον οποίο και κατακτά σταδιακά, διεκδικώντας ένα «ρυθμιστικό ρόλο» στους ενεργειακούς δρόμους, ενώ παράλληλα προωθεί και το προφίλ του διαμεσολαβητή μεταξύ των χωρών του μουσουλμανικού κόσμου, στο πλευρό των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.
Οι δύο βασικές ενεργειακές συμφωνίες, που υπέγραψαν Ρωσία και Τουρκία κατά την επίσκεψη Μεντβέντεφ στην Αγκυρα, αφορούν την κατασκευή πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιού, τον πρώτο στην περιοχή της Μεσογείου, καθώς και ενός νέου αγωγού πετρελαίου, που θα μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο από τη Μαύρη Θάλασσα στη Σαμψούντα, το οποίο στη συνέχεια θα περνά στο Τζεϊχάν και θα διοχετεύεται στην Ευρώπη...
Χαρακτηριστικές των προθέσεων της τουρκικής κυβέρνησης ήταν οι δηλώσεις του προέδρου Αμπντουλάχ Γκιουλ, που υπογράμμισε την πρόοδο της χώρας στις ενεργειακές εξελίξεις, λέγοντας ότι μετατρέπεται σε μία «ιδιαίτερα σημαντική τοποθεσία», τόσο για το πετρέλαιο όσο και για το φυσικό αέριο.
Ωστόσο, οι πρόσφατες συμφωνίες απλά συμπληρώνουν το «παζλ», δεδομένου ότι η Τουρκία έχει ήδη συμφωνήσει και συμμετέχει στο «παιχνίδι» των αγωγών, παίζοντας μάλιστα σε διπλό ταμπλό, τόσο με τη Ρωσία όσο και με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Αξίζει απλώς να αναφέρουμε ότι στις προηγούμενες συμφωνίες η Αγκυρα συμμετέχει ήδη ως βασικός παράγοντας σε εννιά σχέδια αγωγών, πετρελαίου και φυσικού αερίου, όντας σε μεγάλο βαθμό σε θέση να ρυθμίζει τις εξελίξεις.
Οι συμφωνίες ξεκινούν από τον αγωγό Μπακού - Τιφλίδα - Τζεϊχάν, αμερικανικών συμφερόντων, που εγκαινιάστηκε το 2006, με κόστος τεσσάρων δισεκατομμυρίων δολαρίων και χαρακτηρίστηκε ως «έργο του αιώνα» αφού μεταφέρει πετρέλαιο από τα τεράστια αποθέματα των περιοχών της Κασπίας στη Μεσόγειο και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους, αν όχι τον κυριότερο, ενεργειακούς διαδρόμους Ανατολής - Δύσης. Ποσοστά έχουν πλήθος πολυεθνικών πετρελαϊκών εταιρειών, όπως οι «BP», «AzBTC», «Chevron», «Satoil», «Eni», «Total Itochu», «INPEX», «Conoco», «Philips Amerada Hess». Το συγκεκριμένο έργο, δυναμικότητας 50 εκατομμυρίων τόνων ετησίως, σχεδιάζεται να επεκταθεί στο Καζακστάν, με το οποίο έχει ήδη υπογραφεί το μνημόνιο.
Ακολουθεί ο αγωγός Κιρκούκ - Τζεϊχάν, 966 χλμ, που είναι και ο βασικότερος αγωγός μεταφοράς ιρακινού πετρελαίου, με δυναμική 71 εκατομμύρια τόνους ετησίως.
Στον τομέα του φυσικού αερίου η Τουρκία έχει ήδη συμπράξει με τη Ρωσία στον «Blue Stream», που μεταφέρει 8 και πλέον δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως από τη Ρωσία. Ακολουθεί ο Μπακού - Τιφλίδα - Ερζερούμ, με σκοπό τη μεταφορά φυσικού αερίου από την Κασπία στην Τουρκία και ακολούθως στις αγορές της Δύσης. Σε αυτή την κατεύθυνση στοχεύει και ο σχεδιαζόμενος υποθαλάσσιος αγωγός της Κασπίας, που θα διοχετεύει αέριο από το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν στην Τουρκία και κατόπιν στη Δύση, αμερικανικών συμφερόντων. Ακολουθούν ο «Νabucco», που θα διασχίζει τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία καταλήγοντας στην Αυστρία.
Στις συμφωνίες με τη Ρωσία εντάσσεται και ο «South Stream», που αφορά μεταφορά ρωσικού αερίου στην Ευρώπη και τέλος ο Τουρκία - Ελλάδα - Ιταλία, που εκφράζει τα σχέδια για ίδρυση «δικτύου φυσικού αερίου στην Ευρώπη».
Το ρόλο της ως «γέφυρα» στους ενεργειακούς δρόμους χρησιμοποιεί η Τουρκία πάγια στις πολιτικές της διαπραγματεύσεις τόσο με την ΕΕ, που έχει ως δεδομένο το ενεργειακό έλλειμμα, όσο και στις συνομιλίες της με τις ΗΠΑ, με τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα να τη χαρακτηρίζει επίσης «στρατηγικό σύμμαχο».
Αποκαλυπτικές του ρόλου της Τουρκίας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς είναι οι δηλώσεις της ισπανικής προεδρίας της ΕΕ, λίγο πριν την επίσκεψη του Ρώσου Προέδρου στην Αγκυρα, που διαβεβαίωναν για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων παρά την «οικονομική κρίση», καθώς πλέον εμφανίζεται ως ο εγγυητής της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας.
Στην Τουρκία έχουν επενδυθεί σημαντικά ευρωπαϊκά και δη ελληνικά κεφάλαια, που αναδεικνύουν σε «απαραίτητη» την ομαλή της σχέση με την ΕΕ, αφού έχει καταφέρει να γίνει το «σταυροδρόμι» των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, όλων των πλευρών των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Οι καρποί της τουρκικής πολιτικής είναι έκδηλοι σε όλες τις τοποθετήσεις της ΕΕ και των ΗΠΑ, που υπερτονίζουν την «προσφορά» της σε κάθε ευκαιρία.
Με όρους παγκόσμιας οικονομίας, η Τουρκία είναι σε αυτή τη χρονική συγκυρία ο «απαραίτητος σύμμαχος» των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ένας συνδετικός κρίκος με το μουσουλμανικό - αραβικό κόσμο, τομέας που επίσης αναβαθμίζει το ρόλο της. Χαρακτηριστικές είναι οι προσπάθειες που τη φέρνουν ακόμα πιο κοντά και στην κατάκτηση του τίτλου βασικού διαμεσολαβητή σε κάθε είδους «διενέξεις» στην περιοχή των Βαλκανίων, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής.
Με γνώμονα τα συμφέροντα της τούρκικης αστικής τάξης, των κεφαλαιοκρατών, έγινε και η επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, ο οποίος και είχε πολυπληθή ακολουθία επιχειρηματιών.
Σε αυτές τις πολιτικές η Τουρκία στήριξε την ανάπτυξή της την τελευταία δεκαετία, εξασφαλίζοντας την κερδοφορία του κεφαλαίου σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Οι διαδηλώσεις των Τούρκων εργατών συχνά πνίγονται στο αίμα, επικρατεί η κρατική τρομοκρατία, ο εθνικισμός χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση και ο λαός ζει με όρους φτώχειας, με την ανεργία πάνω από το 25%. Αυτό που έρχεται επιτακτικά στην ημερήσια διάταξη είναι ότι ο λαός πρέπει να ενωθεί σε ταξική βάση, ξεπερνώντας τις σκόπιμα καλλιεργούμενες εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές, και με ταξικούς αγώνες, όπως ο ο τελευταίος των εργατών της καπνοβιομηχανίας «ΤΕΚΕΛ», να διεκδικήσει όλο τον πλούτο που παράγει για λογαριασμό του, αντιπαλεύοντας το εκμεταλλευτικό σύστημα.