Μια μεγάλη μουσικοθεατρική παράσταση συγκλόνισε όσους παρακολούθησαν την εκδήλωση της ΚΝΕ στο Σπόρτιγκ, την περασμένη Κυριακή, μέρα ολοκλήρωσης του 10ου Συνεδρίου της Οργάνωσης
Προχωράμε απ' όλα τα σημεία της γης
Με τις χοντρές πατούσες μας γκρεμίζοντας τα σύνορα
Με τα σκληρά ροζιασμένα χέρια μας σχεδιάζοντας πάνω στον κόκκινο ορίζοντα
τις φαρδιές χειρονομίες ενός καινούριου πεπρωμένου»
(Τ. Λειβαδίτης, «Είμαστε εμείς...»)
Γήπεδο Σπόρτιγκ. 9 Μάη. Μέρα μνήμης, μέρα τιμής, μέρα άντλησης ιστορικής πείρας. Μέρα που πριν από 65 χρόνια σφράγισε τη νίκη των λαών κατά του φασιστικού - ναζιστικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ και των συμμάχων τους.
Γήπεδο Σπόρτιγκ. 9 Μάη. Χιλιάδες νέοι, χιλιάδες σημαίες, χιλιάδες στόματα, μια κραυγή, ένα μυριόστομο μήνυμα: Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου. Τα συνθήματα δίνουν τον παλμό στα βήματα, η μουσική δίνει το ρυθμό στην καρδιά. Η Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας, «τα παιδιά της ΚΝΕ» - όπως έγραφε ο Γ. Ρίτσος - τιμούν τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, η επέτειος της οποίας φέτος, ήταν η μέρα που ολοκληρώθηκε με επιτυχία το 10ο Συνέδριο της ΚΝΕ.
Γήπεδο Σπόρτιγκ. 9 Μάη. Η ομιλία του Γιάννη Πρωτούλη, Γραμματέα του ΚΣ της ΚΝΕ, έδωσε το πολιτικό μήνυμα, επισήμανε την πείρα, τα συμπεράσματα που χρειάζεται να κρατήσει η νεολαία σήμερα για τη σημασία της Αντιφασιστικής Νίκης.
Αμέσως, το φλάουτο της ορχήστρας αρχίζει να παίζει τον Υμνο του ΕΑΜ. Διαβάζεται απόσπασμα από τον «Δρομάκο με την πιπεριά» του Δ. Ρεντή. «Οι ομάδες ετοιμάζονταν να γιορτάσουν την 25η του Μάρτη. Η πρώτη μαζική επίσημη επίδειξη της οργάνωσης. Θα πήγαιναν όλοι οι τομείς. Ο Νώντας έφτασε μισή ώρα νωρίτερα στο μέρος της συγκέντρωσης. Δε φαινότανε ψυχή. Στην είσοδο του πάρκου είδε δύο φορτηγά με αστυφύλακες. Ετοιμαζόντουσαν κι αυτοί για την πρώτη αναμέτρηση. Στις 9 παρά δέκα ο Νώντας άρχισε να ανησυχεί. Κανένας γύρω. Μόνο περαστικοί. Εννιά παρά πέντε. Ψυχή. Και να, στις εννιά ακριβώς, απ' όλα τα γύρω σοκάκια, από τις πόρτες, από τους θάμνους του πάρκου άρχισαν να ξεφυτρώνουν διαδηλωτές. Κάποιος που τον πέρναγες φιλήσυχο περιπατητή έβγαλε ένα πλακάτ που το 'χε διπλωμένο κάτω απ' το σακάκι του και τ' άνοιξε. Ζήτω η λευτεριά».
Σκοτάδι. Στη δεξιά πλευρά της σκηνής, μια ομάδα παίρνει θέσεις. Μέσα στο σκοτάδι, το φλάουτο μάς φέρνει από μακριά τη μελωδία του Υμνου του ΕΛΑΣ. Η ομάδα φωτίζεται προοδευτικά. Το τραγούδι σείει το γήπεδο: «Με το τουφέκι μου στον ώμο»... Στο τέλος του τραγουδιού, οι δυο ομάδες - η μια που έπαιζε το ΕΑΜ και η άλλη του ΕΛΑΣ - ενώνονται στο προσκήνιο και με τις γροθιές υψωμένες σχηματίζουν «το γίγαντα λαό».
Τα τραγούδια εναλλάσσονται το ένα μετά το άλλο. «Στ' άρματα - Στ' άρματα», «Οι παρτιζάνοι» και «Φόρεσε αντάρτη τ' άρματα». Κι αμέσως μετά, η απαγγελία: «Τ' αγόρια πήραν μέτρο το σπαθί του Παπαφλέσσα/ Τα κορίτσια ξετύλιξαν τον ήλιο πλέκοντας τις φανέλες της δόξας./ Μερονυχτίς τύπωναν τα τυπογραφεία τα αγγελτήρια της νιότης του κόσμου./ Μια φούχτα άνθρωποι μ' ένα γράμμα σφιγμένο μες στη φούχτα της καρδιάς τους/ κρεμάσανε τ' αστέρι τους πάνου στο μαύρο ντουβάρι της νύχτας/ φέγγοντας να περάσουν οι λαοί προς τη μεριά του ήλιου». Κι ύστερα...
Μπροστά στην εξέδρα, ξετυλίγεται το μεγάλο, το ιστορικό πανό: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα. ΕΑΜ». Ολο το στάδιο ξεσπά σε χειροκροτήματα. Τα συνθήματα μπλέκονται με τις φωνές των ηθοποιών. Κι είναι κείνη την ώρα, που μέσα απ' τον κόσμο, μέσα απ' τους θεατές, πετάγεται μια ακόμη ομάδα ηθοποιών, φωνάζοντας:
«Είμαστε εμείς που ζυμώνουμε και δεν έχουμε ψωμί
Εμείς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε
Είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα
κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο» (Τ. Λειβαδίτης).
Καθώς φωνάζουν τούτο το ποίημα, όλες οι ομάδες των ηθοποιών που βρίσκονται στην εξέδρα διαχέονται μέσα στον κόσμο απαγγέλλοντας το ποίημα με εναλλασσόμενες φωνές. Χειροκροτήματα, χειροκροτήματα, σημαίες ανεμίζουν, όλο και πιο ψηλά μέσα στο γήπεδο. Ολοι παρακολουθούν μαγεμένοι, τούτο το ξαναζωντάμενα των ηρωικών στιγμών του παρελθόντος. Την ενότητα αυτή κλείνουν τέσσερα τραγούδια: «Μια φυλακή», «Ετσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας», «Εχει η νύχτα θάνατο» και «Μπροστά πηγαίνει ο λαός»...
Μπαίνει θριαμβευτικά η Ορχήστρα με το «Βροντάει ο Ολυμπος και πάλι», ο Υμνος του ΔΣΕ. Οι ομάδες είναι ανεπτυγμένες πάνω στην εξέδρα σε σχηματισμούς με τη γροθιά υψωμένη, σαν επαναστατική αφίσα. Μέχρι να τελειώσει το τραγούδι, οι ομάδες στην εξέδρα έχουν μετασχηματιστεί σε μαχητές του ΔΣΕ. Μπαίνει αναστατωμένη μία αντάρτισσα και αφηγείται ζωντανά την ιστορία του υψώματος Κουκουλθούρια, το Μάη του '49.
«Γυρνώντας, συνάντησα δύο τραυματισμένους συντρόφους. Τους έδεσα τα τραύματα. Ο εχθρός κάνει αντεπίθεση. Πρέπει να επιστρέψω στη μάχη, για να πάω την απάντηση. Οπως έτρεχα, έπεσα πάνω σε έναν αγωνιστή ξαπλωμένο στη γη, γεμάτο αίματα. Ηταν ακίνητος. Τον αναγνώρισα από το πουκάμισό του. Ηταν ο ίδιος ο αδερφός μου. Γονατίζω πλάι του και τον φωνάζω με το όνομά του.
Καμιά απάντηση. Τον ανασηκώνω λίγο. Δε ζούσε πια. Η οδύνη με χτύπησε σαν γροθιά. Για ένα δευτερόλεπτο πάλεψα ανάμεσα σε δύο συναισθήματα. Από τη μια, ο νεκρός αδερφός μου. Από την άλλη, η μάχη που περίμενε. Διάλεξα τη δεύτερη. Τον άφησα. Η βοή της μάχης με κατάπιε ξανά. Φτάνω, δίνω την απάντηση στο διοικητή. Με ρώτησε γιατί τα μάτια μου ήταν γεμάτα δάκρυα. Του είπα ψέματα.
- Δεν είναι τίποτα, σύντροφε διοικητά, από τον καπνό...».
Οσο συνεχίζει, το φλάουτο παίζει «Τα παιδιά της Σαμαρίνας» - και μόλις τελειώσει το τραγούδι, με το στίχο «μωρέ παιδιά καημένα - στο αίμα βουτηγμένα», φτάνουμε στο τέλος του καλοκαιριού του '49: «Τούτο το καλοκαίρι του 1949 που μας προσπέρασε ήταν θερμό, ματωμένο και σκληρό. Εφυγε κι έκλεισε τις χαραμάδες προς το μέλλον. Ενα απέραντο ατσάλινο τείχος με δάφνινα στεφάνια στην κορυφή του υψώθηκε όλο έπαρση απ' άκρη σ' άκρη στην πατρίδα. Στα ρουμάνια και στις χαράδρες, στους ρημαγμένους κάμπους και στα καμένα σπίτια σήμανε σιωπητήριο. Τώρα ακούγονται μονάχα στρατιωτικά εμβατήρια, παραγγέλματα, ριπές εκτελεστικών αποσπασμάτων, κούφια λόγια, ξένη λαλιά» (Β. Κολοβού, «Μη φοβάσαι εγώ είμαι εδώ»).
Τα συνθήματα δονούν το γήπεδο: «Οι μαχητές του Γράμμου δε λύγισαν ποτέ, δόξα και τιμή στο ΔΣΕ»...
Κι αμέσως μετά τα τραγούδια. Το «Χαϊδάρι» κι το «Θάλασσες μας ζώνουν (της εξορίας)», που το τραγουδά όλο το στάδιο. Γίνεται μουσική παύση και αρχίζει ένας υπόκωφος θόρυβος. Ενας ηθοποιός σύρεται στη μέση της εξέδρας και στήνεται όπως σε απόσπασμα. Ενας άλλος, πάει να του δέσει τα μάτια. Αυτός αρνείται. Ολοι αποτραβιούνται και η ορχήστρα εκτελεί το «Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια».
Κι αμέσως μετά «Οι γερόντοι», του Γ. Ρίτσου, κι ύστερα η «Δίκοπη Ζωή» και το «Λαύριο» και «Ο αδερφός τον αδερφό»...
Και τότε, μια μικρή παύση κι ένας θόρυβος και όλοι ανεβαίνουν στην εξέδρα και οι ηθοποιοί απαγγέλλουν μ' εγρήγορση, δύναμη, έξαρση κι ενθουσιασμό το «Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου»...
Και η παράσταση τελειώνει με μια απαγγελία κι ένα τραγούδι: «Σε δύο λεπτά η παράστασή μας τελειώνει. Ομως, δε θα σας αφήσουμε να φύγετε πικραμένοι, κι όχι γιατί σας κάνουμε χάρη, αλλά γιατί έτσι γίνεται και στη ζωή μας, πάει να πει στον τόπο μας. Οι ρίζες μας είναι βαθιές, το χώμα δικό μας. Κόβω, κόβεις, κόβουμε, κόβετε, κόβουν τα κλαδιά μας, τον κορμό μας. Μα το χώμα ξαναφουσκώνει, μια φωνή ξαναβγαίνει και φωνάζει, εδώ είμαι... Ο δράκος είναι εκεί, και θα 'ναι κι αύριο και μεθαύριο με το στόμα ανοιχτό. Ξερογλείφεται, τον βλέπετε; Είδε πως σκότωσαν την παρέα του Καραγκιόζη και περιμένει να τους φάει... Ομως δε θα τους φάει... κι ούτε τους σκότωσαν...
Ο άλλος με πολύ δυνατή φωνή πέφτει στο δάπεδο κι ακούει τους σφυγμούς της γης. Στη συνέχεια εκφωνεί με μεγάλη έξαρση, ενώ η ορχήστρα αναπαράγει το χτύπο μίας τεράστιας καρδιάς.
Αν δε με πιστεύετε, βάλτε το αυτί σας στο χώμα και ακούστε... η γη χτυπάει με 80 σφυγμούς... ωραίους σαν από παλιό τύμπανο... Κάτι γίνεται ...κάτι γίνεται»... Σημαίες του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ κυματίζουν οι ηθοποιοί στη σκηνή...
Τραγούδησαν: Γιώργος Γεωργακάκης, Βαγγέλης Κορακάκης, Βασίλης Κορακάκης, Γιάννης Λάρδης, Βασίλης Λέκκας, Σταυρούλα Μανωλοπούλου, Νατάσα Μουσάδη, Ευγενία Παναγιωτοπούλου, Μιλτιάδης Πασχαλίδης, Ειρήνη Σακκαλή, Κώστας Σταυρόπουλος, Θοδωρής Στούγιος, Γιάννης Τσαχτσίρας, Θανάσης Τσίτσικας, Πάνος Τσίτσικας.
Συμμετείχαν οι ηθοποιοί: Μιχαηλάρη Αριάδνη, Μόσχοβος Νίκος, Συλελλόγλου Καλυψώ, Τσάτσης Λευτέρης, καθώς και η Θεατρική και η Ομάδα Χορού της ΚΝΕ.
Ενορχηστρώσεις: Κουφαλάκος Δημήτρης, Τσίτσικας Πάνος, Φευγαλάς Στέφανος.
Επαιξαν οι μουσικοί: Βρέλλη Ευγενία - φλάουτο, Γιαννούχος Δημήτρης - ντραμς, Καραλιάς Γιάννης - κλαρινέτο, Κορακάκης Βασίλης - μπουζούκι, Κουφαλάκος Γιώργος - βιολί, Κουφαλάκος Δημήτρης - φαγκότο και φυσαρμόνικα, Λομποτέσης Μπάμπης - πιάνο, Σταυρόπουλος Κώστας - ακουστική κιθάρα, Στούγιος Θοδωρής - μπουζούκι, Τουμανίδης Μιχάλης - κλασική κιθάρα, Τράγκας Φίλιππος - κρουστά, Τσανέλης Λευτέρης - κλαρινέτο, Τσίτσικας Πάνος - κοντραμπάσο και ηλεκτρικό μπάσο.