ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Φλεβάρη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Βιογραφικό Σούλας Βαζούρα

Γεννήθηκε σε ένα μικρό απομονωμένο χωριό της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας. Στους πρόποδες της Πίνδου, στη Γεωργίτσα. Τώρα πια δεν υπάρχει, αλλά εκεί έζησε τα παιδικά της χρόνια. Οι γονείς της ήταν αγρότες και το 1960 μετανάστευσαν στην Αθήνα. Αργότερα, στα εφηβικά της, χρόνια ξεκίνησε μουσικές σπουδές, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα κλωστοϋφαντουργίας σ' ένα πρόγραμμα του υπουργείου Εργασίας. Επειτα γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο, κάνοντας φωνητική, κιθάρα και σολφέζ και ξεκίνησε από νεαρή ηλικία να ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι. Τότε γνώρισε τον Αριστείδη Μόσχο. Μαθήτευσε κοντά του και συνεργάστηκε μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του.


Γράμμα στη γιαγιά μου

Αγαπημένη μου γιαγιά, σε καλημερίζω. Ξέρω, είσαι μακριά και δεν ακούς τη φωνή μου. Εκεί στον ουρανό που μένεις, πίσω απ' τον ήλιο, δε φτάνουν οι ειδήσεις. Θέλω να σου πω τα νέα μας. Από τότε που «έφυγες» έγιναν πολλά, που δεν τα φανταζόσουνα. Η τεχνολογία προχώρησε τόσο πολύ, που κόβει την ανάσα. Η ανθρωπότητα χαίρεται και απολαμβάνει όλα τα αγαθά που προσφέρει η σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία, μα η τεχνολογία κρατά αιχμάλωτο τον άνθρωπο μέσα στην «ελευθερία» του. Κάθε σπίτι έχει Ιντερνέτ. Μέσα από τις «σελίδες» του μπορεί κανείς να βρει ό,τι θέλει. Ακόμα και εγκλήματα σε βάρος παιδιών, όπως πορνεία και βασανιστήρια. Αυτό, γιαγιά μου, το λένε εξέλιξη! Τηλεόραση. Το σινεμά μέσα στο σαλόνι. Μη χαίρεσαι, γιαγιά μου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως η τηλεόραση είναι ένα όργανο των δυνατών. Μέσα απ' την εικόνα που εκπέμπει ελέγχει απόλυτα τις συνειδήσεις και τις κατευθύνει στον υπερκαταναλωτισμό και στην αποχαύνωση για δικό τους συμφέρον. Τι να σου πρωτοπώ, γιαγιά μου. Οι κυβερνήσεις του κόσμου σιωπούν ένοχα. Καμώνονται πως δε γνωρίζουν το θέμα. Παρανοϊκοί που έχουν αξιώματα διατάζουν για πιο πολλές βόμβες και πιο πολύ αίμα αθώων να χυθεί. Αχ, μωρέ γιαγιά, ρίξε έναν κεραυνό και κάψε αυτά τα άρρωστα μυαλά.

Ασφαλώς θυμάσαι την ατάκα «Οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι». Η προπαγάνδα τους ήταν τέλεια. «Τσακίστε αυτούς που σηκώνουν το κεφάλι στα συμφέροντα των πλουσίων», διέταζαν οι αφέντες πέρα απ' τον Ατλαντικό. Οι δικοί μας πολιτικοί, άξιοι υπηρέτες, έσκυβαν το κεφάλι και εκτελούσαν τις διαταγές τους. Οι αφελείς πολίτες του τόπου ψήφιζαν αυτούς τους πολιτικούς χωρίς να υποψιάζονται πού θα οδηγηθούν τα πράγματα μια μέρα. Αγαπημένη μου γιαγιά, θύμωσες και ένιωσες ταπεινωμένη όταν έφτασε η «αμερικάνικη βοήθεια» στο χωριό. Μια κούτα με τ' αποφόρια τους. Κουρέλια!!! Α! και το άλλο; Ενα σακί ρύζι για όλες τις οικογένειες του χωριού. Τα αποκαθαρίδια των αμερικανικών φυτειών, που δεν τα έτρωγαν ούτε τα γουρούνια. Με αυτά τα σκουπίδια ήθελαν να εξαγοράσουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Αυτοί οι φονιάδες των λαών θέλησαν μ' αυτό τον τρόπο να κουκουλώσουν το φριχτό έγκλημα, εκείνο με τη βόμβα στο Ναγκασάκι και στη Χιροσίμα. Σκότωσαν χιλιάδες αθώους γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν καλά τους λαούς. Εσύ, γιαγιά μου, ποτέ δεν έμαθες αυτά τα γεγονότα, γιατί στο απομονωμένο χωριό που ζούσες δεν έφταναν οι ειδήσεις. Ραδιόφωνο δεν είχες. Γράμματα δεν ήξερες να διαβάζεις εφημερίδα. Γιαγιά μου καλή, όλοι αυτοί οι «γραμματιζούμενοι» σε σνομπάρανε γιατί έβαζες την υπογραφή σου με σταυρό. Δεν αναγνώριζαν το μεγαλείο της ψυχής σου. Εσύ που δε σπούδασες στα πανεπιστήμιά τους, ήξερες να υφαίνεις στον αργαλειό όλα τα πουλιά και τα λουλούδια της φύσης. Ηξερες να τραγουδάς. Δεν ξεγέλασες ποτέ κανέναν με δόλιο τρόπο. Ηξερες να σκάβεις τον κήπο με τα χέρια σου. Ηξερες να φτιάχνεις την πιο νόστιμη πίτα και να φουρνίζεις το ψωμί. Εσύ που δεν ήσουνα μορφωμένη σαν αυτούς ήξερες ποιο είναι το σωστό.

Οταν σου έδωσαν τη φωτογραφία της βασιλικής οικογένειας, εσύ την έσκισες μπροστά σε όλους, αφήνοντας άφωνο το λιγδιάρη που επέμενε να την κρεμάσεις στα εικονίσματα. Μπράβο γιαγιά! Μάθε, γιαγιά, πως όταν παντρεύτηκε η αγέλαστη Σοφία, χωρίς να με ρωτήσουν μου κράτησαν ένα μεροκάματο για την προίκα της γεροντοκόρης Γερμανίδας. Τώρα κι εγώ πρέπει να τους πάω στα δικαστήρια του κόσμου ζητώντας να μου επιστρέψουν εκείνο το μεροκάματο που μου έκλεψαν! Καλή μου γιαγιά, δεν έμαθες ποτέ πως τα παλικάρια που έσωσες απ' την πείνα δίνοντάς τους ψωμί και που στερήθηκες το λιγοστό πετρέλαιο που είχες για τη λάμπα όταν είδες τις ψείρες να περπατάνε στα μαλλιά τους, αυτά τα παλικάρια οι φασίστες μια νύχτα τα μάζεψαν με τη βία, τα απομόνωσαν και τα βασάνισαν στα ξερονήσια. Θέλησαν να τα εξευτελίσουν και να τους σπάσουν το ηθικό. Λακέδες και αδίσταχτοι φονιάδες, δεν είχαν οίκτο για τους αδελφούς Ελληνες που αγωνίστηκαν για τα δίκια του εργάτη, για τη δημοκρατία και το καλό του τόπου. Μάθε, γιαγιά, πως αυτοί οι λεβέντες, που είχαν ψυχή λιονταριού, δε λύγισαν ποτέ!!! Το παράδειγμά τους θα μείνει για πάντα στην Ιστορία σαν φάρος που θα φωτίζει τον κόσμο.

Θυμάσαι, γιαγιά, τότε που μου μάθαινες να πλέκω; Μου έλεγες πολλές ιστορίες στις ατέλειωτες βραδιές του χειμώνα. Εριχνες ένα ξύλο στη φωτιά και τη συμπούσες. Οι μικρές φλογίτσες ζέσταιναν το δωμάτιο, μα πιο πολύ το ζέσταινες εσύ με την παρουσία σου. Νοιαζόσουνα για μένα που δεν είχα παπούτσια. Μ' αγκάλιαζες στοργικά και μου έλεγες: «Δε σε φοβάμαι εγώ εσένα. Μια μέρα θα τα καταφέρεις». Εγώ σου διάβαζα την «Γκόλφω» κι εσύ δάκρυζες κρυφά. Και άλλα πολλά σου διάβαζα απ' τα μαθητικά μου βιβλία της πέμπτης τάξης, που εσύ, γιαγιά, μου τα αγόραζες πουλώντας αυγά. Αχ, γιαγιά μου, πόσα δεν έμαθα από σένα... Την άνοιξη που έλιωναν τα χιόνια με έπαιρνες απ' το χέρι και με πήγαινες στην Πέρα Ράχη. Το κρύο ήταν πιο υποφερτό καθώς ο ήλιος έλαμπε. Εγώ χάζευα τα λουλούδια που στέκονταν δίπλα στο ποταμάκι. Αναρωτιόμουνα πού βρήκε ο Θεός τόσα χρώματα και τα χρωμάτισε. Σήκωσες το χέρι σου και μου είπες: «Να, βλέπεις εκεί πέρα στην πλαγιά; Από κει πέρασαν τα παλικάρια που τα κυνηγούσαν οι στρατιώτες». Εγώ δεν καταλάβαινα και συ μονολογούσες. «Αδέρφια ήταν, κορίτσι μου, και οι στρατιώτες και οι ξεσηκωμένοι. Μα οι ξεσηκωμένοι είχαν δίκιο. Ηθελαν να κάνουν πολλά καλά. Να μας ανοίξουνε δρόμους. Να έχουμε φως. Να μάθουμε γράμματα. Να 'μαστε όλοι το ίδιο, πολίτες, και να 'χουμε ίσα δικαιώματα». Χαμένη στο παρελθόν συνέχισες. «Κάτω απ' το μεγάλο δέντρο ακούμπησαν το νεκρό...

Ο καβαλάρης που πήγαινε μπροστά ξεπέζεψε απ' το άλογο. Αγριος απ' τον άδικο θάνατο, μα σοφός και ωραίος σαν το Χριστό, έβγαλε το καπέλο και γονάτισε μπρος στο νεκρό παλικάρι. Τότε οι συναγωνιστές άρχισαν ένα λυπητερό τραγούδι, που σου ράγιζε την καρδιά». Σαν να σκούπισες ένα δάκρυ. Γιαγιά, τι όμορφη που ήσουνα... Ολη η άγρια φύση στεκόταν στο πρόσωπό σου. Εδενες το μαντίλι με τέχνη στο κεφάλι σου και η δαντέλα σού 'δινε την όψη της αυτοκράτειρας. Στη μαύρη ποδιά σου είχες κεντημένα τριαντάφυλλα που έμοιαζαν με αληθινά. Εκοψες μερικά λουλούδια με χρώμα μενεξεδί και ευωδίασε ο τόπος απ' το άρωμά τους. Με κοίταξες και μες στη ματιά σου είδα την εικόνα μου. Μου χάρισες τ' αγριολούλουδα. Γιαγιά μου αγαπημένη, όταν «έφυγες» θα 'μουνα 11 χρόνων. Η ομίχλη του χρόνου θάμπωσε τη φιγούρα σου μα εγώ κράτησα το χαμόγελό σου. Αχ γιαγιά μου, η ζωή μοιάζει με θάλασσα φουρτουνιασμένη, μα εγώ δεν τη φοβάμαι γιατί έχω για βάρκα εκείνο το γλυκό τραγουδάκι που έλεγες τ' απομεσήμερο του θεριστή. Σαν να σε βλέπω τώρα. Κρατούσες το δρεπάνι και θέριζες το στάρι. Απέραντο το χωράφι με τα χρυσαφένια στάχυα κι εσύ κυρά της ελπίδας. Αχ, μωρέ γιαγιά, με τη βουνίσια ψυχή που μου χάρισες, δε μ' άφησε ποτέ να παρασυρθώ στο κακό. Γιαγιά, βλέπεις πόσο σου μοιάζω; Γιαγιά μου, ο ζεστός καφές μου με περιμένει στο πορσελάνινο φλιτζάνι. Ολες αυτές οι σκέψεις δεν ξέρω γιατί μου ήρθαν σήμερα στο μυαλό. Ισως να φταίει το χιονισμένο τοπίο και τα βουνά που βλέπω απ' το παράθυρο του ξενοδοχείου. Γιαγιά μου, μάθε και τούτο. Ο αγώνας δεν τέλειωσε ποτέ. Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι στη Γη που δε σκύβουν το κεφάλι. Και να ξέρεις πως μια μέρα όλοι αυτοί οι πολεμοχαρείς θα πληρώσουν ακριβά για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει στην ανθρωπότητα. Και γιατί να μη στο πω, γιαγιά μου; Εχω πολλούς φίλους στο ΚΚΕ. Ετσι νιώθω δυνατή και δε φοβάμαι τίποτα. Εγώ θα τραγουδώ και εκείνοι θα βγαίνουν στους δρόμους διεκδικώντας μια πιο δίκαιη κοινωνία. Πέρα, μακριά, στα βάθη του ορίζοντα, θαρρώ πως βλέπω τη φιγούρα σου χαμογελαστή. Κρατώ ακόμα εκείνα τα αγριολούλουδα, που μου χάρισες μια ανοιξιάτικη μέρα, ανεξίτηλα μέσα στην ψυχή μου. Γεια σου, γιαγιά μου αγαπημένη.


Της
Σούλας ΒΑΖΟΥΡΑ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ