ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 16 Οχτώβρη 2021 - Κυριακή 17 Οχτώβρη 2021
Σελ. /40
44ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΔΡΑΜΑΣ
Ολα αυτά που ξεχωρίσαμε...

Souls all unaccompanied
Souls all unaccompanied
Ολοκληρώθηκε πρόσφατα η 44η διοργάνωση του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, στην οποία φιλοξενήθηκαν 158 ταινίες από περισσότερες από 50 χώρες σε όλα τα προγράμματά της. Ενα επιλεγμένο κομμάτι του 44ου Φεστιβάλ θα προβληθεί και στην Αθήνα από τις 21 έως τις 27 Οκτώβρη στην «Ταινιοθήκη της Ελλάδος» και θα περιλαμβάνει το ελληνικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ, τις βραβευμένες ταινίες του διεθνούς και επιλεγμένα προγράμματα.

Τι είδαμε στο Φεστιβάλ...

Εντονοι ήταν οι προβληματισμοί, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, από ανθρώπους και φορείς του οπτικοακουστικού χώρου, σχετικά με το πού «πάει» το Φεστιβάλ και αν τελικά αυτή η κατεύθυνση συνάδει με τον ρόλο που χρειάζεται να επιτελέσει ένα τέτοιο Φεστιβάλ. Και δυστυχώς, φαίνεται ότι απομακρύνεται από αυτό που αποτελεί πραγματικά ανάγκη σήμερα, την παρουσίαση μεγάλου μέρους της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, που μέσα από τις παραστάσεις και τα βιώματα του κοινού που απευθύνεται θα καταφέρνει να αναδείχνει με γνησιότητα και κοινές αγωνίες, κοινά οράματα, κοινά προβλήματα των λαών όλης της Γης.

Στη φετινή διοργάνωση, σε πρώτο «πλάνο» βρέθηκαν οι χορηγοί, τα ιδρύματα, η «εξωστρέφεια»... Και ο δημιουργός; Το «Εθνικό Διαγωνιστικό Τμήμα», που αποτελούσε τη ναυαρχίδα του Φεστιβάλ, συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο, αφού προβλήθηκαν μόλις 30 ταινίες από τις 247 που κατατέθηκαν, δηλαδή μόλις το 1/8 της φετινής παραγωγής, οδηγώντας σε ένα «σφιχτότερο» από ποτέ διαγωνιστικό πρόγραμμα. Στην περσινή αποτίμηση του Φεστιβάλ είχαμε εκφράσει την ανησυχία μας σχετικά με τη συρρίκνωση του εθνικού τμήματος, αναφέροντας ότι με αυτόν τον τρόπο αποκλείεται η επικοινωνία της πλειοψηφίας των δημιουργών με το κοινό αλλά και η μεταξύ τους όσμωση. Μίκρυνε η βεντάλια των ειδών της μικρού μήκους ταινίας, αφού είδαμε μόλις 2 ταινίες στις κατηγορίες του ντοκιμαντέρ, του animation και του πειράματος και μόλις 3 ελληνικές σπουδαστικές στο Διεθνές Σπουδαστικό Πρόγραμμα. Ο προσανατολισμός του «εθνικού διαγωνιστικού» φαίνεται να κατευθύνεται προς μια «κούρσα αγώνων», γεγονός που λειτουργεί ανασταλτικά στον πειραματισμό και την καλλιτεχνική δημιουργία και κάνει ακόμα πιο δύσκολη την αποτίμηση των συγχρόνων τάσεων και των προβληματισμών των δημιουργών.

Το Βανκούβερ
Το Βανκούβερ
Ταυτόχρονα, υπογράφηκε σύμφωνο συνεργασίας με το ΕΚΟΜΕ, τον γνωστό υπερ-οργανισμό που με «ζεστό» κρατικό χρήμα και fast track μεγάλες παραγωγές διευκολύνει τους επιχειρηματικούς ομίλους, ελληνικούς και ξένους, να διεισδύσουν και να επενδύσουν στον τομέα του οπτικοακουστικού αφήνοντας πίσω σμπαραλιασμένα δικαιώματα, χαμηλές αμοιβές και ένα ανελέητο κυνήγι για χορηγούς και επενδύσεις. Αλλωστε, τα κριτήρια του ΕΚΟΜΕ είναι εντελώς απαγορευτικά για την ατομική κινηματογραφική παραγωγή, αφού στηρίζει ταινίες με πολύ υψηλό προϋπολογισμό. Ενώ, και το ίδρυμα Ωνάση είχε παρουσία στο Φεστιβάλ.

Ο υφυπουργός Σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης, στην ομιλία του, ανέφερε ότι βρίσκεται υπό σχεδιασμό ένα νέο πρόγραμμα για το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, αλλά και μια σχολή κινηματογράφου «όχι θεωρητικής κατεύθυνσης, αλλά μια σχολή η οποία θα βγάζει επαγγελματίες του κινηματογράφου, σε μια εποχή που η ανάγκη και η ζήτηση για έμπειρους επαγγελματίες ολοένα και αυξάνονται», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά. Δηλαδή... πώς θα καταρτιστεί άμεσα αναλώσιμο, φθηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό για τις ανάγκες των οπτικοακουστικών «μεγαθηρίων» με τις πλάτες των κυβερνήσεων, αφήνοντας στην άκρη το πραγματικά σύγχρονο, την ανάγκη υψηλού επιπέδου επιστημονικής μόρφωσης των δημιουργών.

Από το μπαλκόνι
Από το μπαλκόνι
Φέτος, μας έλειψαν και άλλες πτυχές του Φεστιβάλ, όπως παλιοί συνεργάτες, αλλά και η κριτική αποτίμηση των ενοτήτων του Φεστιβάλ που γινόταν κάθε Σάββατο μεσημέρι πριν από την τελετή λήξης, αλλά και η έκδοση της εφημερίδας του Φεστιβάλ «Υπότιτλοι», που μας κρατούσε συντροφιά καθημερινά κατά τη διάρκειά του. Αντιδράσεις επίσης έφερε και η απόφαση για την απομάκρυνση των βραβείων των σωματείων του κινηματογραφικού χώρου, που στήριξαν το φεστιβάλ από τη μέρα ίδρυσής του, από την τελετή λήξης με πρόσχημα την πανδημία. Η αλήθεια είναι ότι για τα υπόλοιπα σχεδόν 45 βραβεία του Φεστιβάλ, περισσότερα από κάθε φορά, η πανδημία δεν φάνηκε να παίζει κάποιον ρόλο...

Οι ταινίες που ξεχωρίσαμε στο «εθνικό διαγωνιστικό τμήμα»

«Souls all unaccompanied» του Γιώργου Τελτζίδη. Ο Μπαχάρ είναι ένας δωδεκάχρονος που φιλοξενείται σε έναν ξενώνα για ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες. Η Κάτια, μια πρώην κατάδικος που προσπαθεί να βάλει τη ζωή της σε τάξη, εργάζεται εκεί ως φροντιστής...

Ο Γιώργος Τελτζίδης, σταθερός στον κοινωνικό κινηματογράφο, κάνει μια «δύσκολη» ταινία από αυτές που σε «ταρακουνάνε». Οι «Ασυνόδευτες ψυχές» δεν είναι άλλη μια ταινία για το Προσφυγικό, είναι μια ταινία για το πώς μια ολόκληρη κοινωνία κλείνει τα μάτια και τα αυτιά της στο πρόβλημα και προσποιείται ότι δεν υπάρχει. Το Προσφυγικό είναι ένα ζήτημα (εγγενές του ιμπεριαλισμού) που θα παραμένει επίκαιρο, όσο συνεχίζεται η «αποσύνθεση του πτώματος». Ο πυρήνας της ιστορίας, τα ασυνόδευτα παιδιά, είναι το μεγαλύτερο αγκάθι στο δέρμα των κυβερνήσεων που στήνουν «φιλάνθρωπες» ΜΚΟ, την ίδια στιγμή που δημιουργούν την προσφυγιά. Κάτω από τις επιταγές μιας ατέρμονης γραφειοκρατίας, τα παιδιά κρατούνται εγκλωβισμένα μέχρι να συναντήσουν την οικογένειά τους, εάν τη συναντήσουν... Ο Μπαχάρ και η Κάτια θα χαρακτηρίζονταν «απόκληροι» και οι «απόκληροι» έχουν μόνο έναν τρόπο να νικήσουν, την αλληλεγγύη.

«Το Βανκούβερ» της Αρτεμης Αναστασιάδου. Δύο αδέλφια, ένα ξόρκι, πληγωμένα τοπία και ένα αναπόφευκτο φευγιό. Πρόκειται για μια ιστορία μετανάστευσης ή το χρονικό μιας εξαφάνισης;

Η Αρτεμις Αναστασιάδου καταφέρνει να συνδυάσει το φανταστικό στοιχείο με την καθαρά νεορεαλιστική προσέγγιση, δείχνοντας τη σκληρή πραγματικότητα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Βρισκόμαστε σε μια πρώην βιομηχανική περιοχή, συναντώντας τα απομεινάρια της εγκατάλειψης. Ανεργία, φτώχεια, κατεστραμμένο τοπίο και κανένα μέλλον για τους νέους. Ο μεγάλος γιος της οικογένειας περνάει την τελευταία του μέρα πριν μεταναστεύσει, με τη συνοδεία της μικρής αδερφής του. Το μικρό κορίτσι προσπαθεί να «διαχειριστεί» το φευγιό του αδερφού του, επιστρατεύοντας τη «βοήθεια» των παραδοσιακών θρύλων της περιοχής... Η μαγεία τους δυναμώνει την άμυνά της απέναντι σε αυτό που αναγκαστικά έρχεται. Το τοπίο, στο Αλιβέρι, που επέλεξε η σκηνοθέτρια να διαδραματίσει την ιστορία της, μιλάει από μόνο του. Χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες ηθοποιούς, απλούς διάλογους και λιτή σκηνοθεσία, δίνει ολοκληρωμένα την εικόνα σε πυκνό φιλμικό χρόνο. «Το Βανκούβερ» είναι μια ταινία που προβληματίζει και αυτό της δίνει δικαιωματικά το παράσημό της.

«Ο Φοιτητής» του Βασίλειου Καλαμάκη. Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1973. Παρακολουθούμε τα τελευταία λεπτά που διαδραματίστηκαν μέσα στο άρμα που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο...

Ο Βασίλης Καλαμάκης μας αφηγείται τη δική του (μυθοπλαστική) εκδοχή για το τι συνέβη μέσα στο τανκ. Μια ταινία σφιχτή, σκληρή, ασπρόμαυρη, άψογη τεχνικά και με ιδιαίτερη ένταση στη δραματουργική αφήγηση και στη σκηνοθεσία. Εχοντας ως μόνη ένσταση ότι η μυθοπλασία σε τέτοιες πρόσφατες και σπουδαίες ιστορικές στιγμές μπορεί να λειτουργήσει ως «ντοκουμέντο», αφού δεν γνωρίζουμε τι πραγματικά εκτυλίχθηκε μέσα στο τανκ, θα προτιμούσαμε να άφηνε «ανοιχτό» τον τόπο και τον χρόνο. Μια ταινία για τη βία των εξουσιαστών και την πλευρά που διαλέγει «αυτός που εκτελεί εντολές», που θα μπορούσε να έχει εκτυλιχθεί οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιαδήποτε δικτατορία του κόσμου.

«Από το μπαλκόνι» του Αρη Καπλανίδη. Η Λίνα, μια μεσήλικη γυναίκα, παρατηρεί τον μικρόκοσμο μιας αθηναϊκής γειτονιάς από το μπαλκόνι της, με μεικτές αντιδράσεις από όσους - διαρκώς - παρατηρεί, ώσπου δεν είναι πια εκεί κι αυτός ο μικρόκοσμος αλλάζει για πάντα.

Το κινούμενο σχέδιο - έκπληξη του Φεστιβάλ, που έχοντας μια σκωπτική, αλλά ιδιαίτερα ρεαλιστική προσέγγιση, για τις λαϊκές γειτονιές και την ανθρωπογεωγραφία τους, μας συστήνει την Λίνα μέσα από τα μάτια των γειτόνων της. Η αφήγηση μας δείχνει προοδευτικά τον χαρακτήρα της Λίνας και λύνει το κουβάρι για τη συμπεριφορά της. Σε αυτήν τη γειτονιά είναι όλοι οργισμένοι. Η συνεχής ματιά της Λίνας τούς «ξεγυμνώνει» και τους κάνει να εξοργίζονται ή η αδυσώπητη πραγματικότητα που βιώνουν; Πραγματικά απολαυστικό, χειροποίητο, με τη μουσική να μοιράζεται ισάξια με την εικόνα...

«A summer place» της Αλεξάνδρας Ματθαίου. Το καλοκαίρι είναι μια μόνιμη νοοτροπία στη Λεμεσό - μια κάποτε μικρή παραθαλάσσια πόλη της Κύπρου που έχει μετατραπεί σε ολιγαρχικό παράδεισο της Μεσογείου. Η Τίνα, στιλίστρια τροφίμων, βρίσκεται σε κατάθλιψη, έτοιμη να εγκαταλείψει τα πάντα, ώσπου μια ασυνήθιστη συνάντηση της αλλάζει τη ζωή.

Η υποκρισία και η κενότητα της αστικής τάξης απέναντι στην αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων που δεν έχει σύνορα. Κριτική που χωράει σε μια πρόταση, γιατί η Αλεξάνδρα Ματθαίου αφηγείται την ιστορία της χωρίς μεγαλοστομίες και διδακτισμούς, που αν και μοιάζει «Εγώ», τελικά ανοίγει την αγκαλιά της στο «Εμείς». Είναι άραγε αρκετό ένα απροσδόκητο συμβάν να ενεργοποιήσει τις κεραίες μας και την κριτική μας σκοπιά στο κοινωνικό γίγνεσθαι; Ισως. Πάντως όταν δίνουμε το χέρι να σώσουμε έναν άλλον άνθρωπο, ταυτόχρονα «σώζουμε» και τον εαυτό μας, κι αυτό είναι που κάνει αυτή την ιστορία τόσο όμορφη.

«Soul food» του Νίκου Τσεμπερόπουλου. Ο Γιάννης (15) μετακομίζει με την μητέρα του στο σπίτι του συντρόφου της. Στη νέα του γειτονιά κάνει παρέα με την Ολγα (40), αλλά και με μια παρέα συνομήλικων του, που όποτε πετυχαίνουν την Ολγα στο δρόμο της κάνουν μπούλινγκ...

Μια ταινία για τους ανθρώπους (κάθε ηλικίας) που δεν χωράνε πουθενά, για τις κοινές συνισταμένες που έχουν μεταξύ τους οι διαφορετικές γενιές, για τη βία της κοινωνίας απέναντι στον αδύναμο ή τον διαφορετικό, για την ψεύτικη παντοδυναμία της αγέλης των νταήδων, για τη διάλυση της οικογένειας και για την πραγματική αγάπη και φροντίδα που μπορεί κανείς να βρει στα πιο απρόσμενα μέρη. Τρυφερή στη σκληρότητά της, ρεαλιστική στη φαντασία της.


Π. Α.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ