ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 16 Οχτώβρη 2021 - Κυριακή 17 Οχτώβρη 2021
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
ΣΧΕΔΙΟ «ΓΑΛΛΙΑ 2030»
«Φιλόδοξο» πακέτο για τα κέρδη και τη «στρατηγική ανεξαρτησία» των γαλλικών μονοπωλίων

...με «προαπαιτούμενα» την κλιμάκωση της αντεργατικής επίθεσης και το «ανασκούμπωμα» στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς

Το σχέδιο «Γαλλία 2030» παρουσιάστηκε σε μια περίοδο που η γαλλική πλουτοκρατία «ανασκουμπώνεται» για την υπεράσπιση των συμφερόντων της εντός και εκτός συνόρων
Το σχέδιο «Γαλλία 2030» παρουσιάστηκε σε μια περίοδο που η γαλλική πλουτοκρατία «ανασκουμπώνεται» για την υπεράσπιση των συμφερόντων της εντός και εκτός συνόρων
Σε μια περίοδο που η γαλλική πλουτοκρατία «ανασκουμπώνεται» για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, με όλους τους τρόπους, εντός και εκτός συνόρων, ο Γάλλος Πρόεδρος Εμ. Μακρόν παρουσίασε στις αρχές της βδομάδας το επενδυτικό σχέδιο «Γαλλία 2030», ύψους 30 δισ. ευρώ.

Σε συνθήκες εντεινόμενων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ενίσχυσης των διεργασιών περί «στρατηγικής αυτονομίας» της ΕΕ, ο Γάλλος Πρόεδρος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι στόχος του σχεδίου είναι «ο δρόμος προς την ανεξαρτησία της Γαλλίας και της ΕΕ» και «να απαντήσει στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας».

Μια ματιά στους βασικούς άξονες του σχεδίου επιβεβαιώνει ότι αυτές οι «μεγάλες προκλήσεις» είναι όλα τα κρίσιμα πεδία που ιεραρχούν για την κερδοφορία τους τα γαλλικά μονοπώλια, γύρω από τα οποία μαίνεται ο διεθνής ανταγωνισμός: «Πράσινες» μπίζνες στην Ενέργεια και στις Μεταφορές, περαιτέρω ενίσχυση στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, επενδύσεις στην εκμετάλλευση των ωκεανών και του Διαστήματος, «ψηφιοποίηση» της γεωργίας, ανάπτυξη βιομηχανίας φαρμάκων νέας γενιάς, επενδύσεις στην πολιτιστική βιομηχανία κ.λπ.

Καθόλου τυχαία, η Ενωση των Γάλλων μεγαλοβιομηχάνων, MEDEF, έσπευσε να χαιρετίσει «τη φιλοδοξία και την προοπτική» του σχεδίου «Γαλλία 2030». Εκφράζοντας την ικανοποίησή της, έκανε λόγο για «έναν ενάρετο κύκλο: Καινοτομία, παραγωγή, εξαγωγή, ώστε να βρεθεί ο δρόμος της στρατηγικής ανεξαρτησίας της χώρας στους βιομηχανικούς κλάδους και τις δεξιότητες του μέλλοντος».

Οι παραπάνω «φιλόδοξοι» στόχοι του γαλλικού κεφαλαίου, βέβαια, περνούν μέσα από την κλιμάκωση της επίθεσης εναντίον των εργαζομένων και του λαού στη Γαλλία, την αύξηση της εκμετάλλευσης και του ξεζουμίσματος προκειμένου να εξασφαλίζονται τα νέα «πακέτα» δισεκατομμυρίων για τα μονοπώλια. Ταυτόχρονα, συνδέονται άρρηκτα με το «ανασκούμπωμα» της Γαλλίας σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και ανταγωνισμούς, όπως δείχνουν η προσπάθειά της να ενισχύσει παραπέρα τη θέση της στον Ινδο-Ειρηνικό, η έντονη αντίδραση για τον «αποκλεισμό» της από τη συγκρότηση της συμμαχίας AUKUS (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία) και για το συνακόλουθο «ναυάγιο» μιας από τις μεγαλύτερες επενδυτικές συμφωνίες των τελευταίων χρόνων για γαλλικό όμιλο (ακύρωση της συμφωνίας πώλησης γαλλικών υποβρυχίων στην Αυστραλία), καθώς και οι διεργασίες κλιμάκωσης ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Αφρική.

Οι προτεραιότητες του σχεδίου και του κεφαλαίου...

Παρουσιάζοντας το σχέδιο «Γαλλία 2030», ο Μακρόν ανέφερε ότι «στόχος είναι να επιλυθεί το πρόβλημα που δημιουργεί το τριπλό γαλλικό έλλειμμα: Το έλλειμμα δυνητικής ανάπτυξης, το δημόσιο έλλειμμα και το έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου».

Σε αυτό το πλαίσιο, επεσήμανε ότι «πρέπει να βελτιώσουμε την αποδοτικότητα των κοινωνικών δαπανών» (ορολογία που εκτός των άλλων συνοδεύει συνήθως νέες περικοπές σε κρατικά κονδύλια για λαϊκές ανάγκες) και «να κάνουμε μεταρρυθμίσεις για να παράγουμε περισσότερα και να επανέλθουμε σε τροχιά με το ζεύγος "καινοτομία - παραγωγή"».

Και πρόσθεσε: «Δεν λέω ότι θα είμαστε ηγέτες σε όλους τους τομείς, γιατί βρισκόμαστε σε έναν ανοιχτό ανταγωνισμό. Αλλά πρέπει να εξετάσουμε τους τομείς στους οποίους μπορούμε να είμαστε ηγέτες». Μίλησε επίσης για τομείς στους οποίους «η Γαλλία έχει μείνει πίσω», γεγονός που αποτελεί «απειλή».

Σε ό,τι αφορά τις «προκλήσεις», μίλησε για «κλιματική πρόκληση», για την οποία ισχυρίστηκε ότι «αλλάζει τα μέσα παραγωγής και κατανάλωσης», επίσης για «δημογραφική πρόκληση», επισημαίνοντας ότι «οι κοινωνίες μας αντιμετωπίζουν δημογραφική γήρανση» και «την πίεση των μεγάλων μεταναστευτικών ροών», καθώς και για «πρόκληση των ανισοτήτων», την οποία επιτάχυνε η «διατάραξη της παγκόσμιας οικονομίας». Επεσήμανε δε ότι «η κρίση που μόλις βιώσαμε ενίσχυσε αυτές τις μεγάλες προκλήσεις».

Σε αυτό πλαίσιο, το σχέδιο «Γαλλία 2030» ξεχωρίζει τις επενδύσεις και την «καινοτομία» στην πυρηνική ενέργεια, αναφέροντας μεταξύ άλλων την ανάπτυξη «μικρών αντιδραστήρων» (Small modular reactors, SMR), την ηγεσία της Γαλλίας στο «πράσινο υδρογόνο» μέχρι το 2030, τη συντονισμένη «βιομηχανική στρατηγική» των μεγάλων γαλλικών εταιρειών για παραγωγή ηλεκτρικών και υβριδικών οχημάτων, την επιτάχυνση της ρομποτικοποίησης και της ψηφιοποίησης της γεωργίας, την ανάπτυξη βιοφαρμάκων κατά του καρκίνου και το «προβάδισμα στην καινοτόμο προληπτική ιατρική», τις επενδύσεις στην πολιτιστική βιομηχανία απέναντι σε αμερικανικά μονοπώλια όπως η «Amazon» και η «Netflix», την επένδυση στην «κατάκτηση του Διαστήματος» (π.χ. με ανάπτυξη επαναχρησιμοποιήσιμων μίνι εκτοξευτών ή μικροδορυφόρων), αλλά και την «επένδυση στους ωκεανούς».

Παράλληλα, το σχέδιο φιλοδοξεί να συμβάλει στην ευρωπαϊκή παραγωγή του πρώτου αεροσκάφους χαμηλών εκπομπών άνθρακα έως το 2030, όπως και στην επιτάχυνση της απαλλαγής της βιομηχανίας από εκπομπές άνθρακα, με κάλυψη του σχετικού κόστους για τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις με κρατικό χρήμα.

Ως βασικές προϋποθέσεις για τους παραπάνω στόχους ο Μακρόν ξεχώρισε μεταξύ άλλων τη διασφάλιση των πρώτων υλών, την εξασφάλιση του εφοδιασμού με ημιαγωγούς, την ασφάλεια του ψηφιακού περιβάλλοντος κ.ά.

...και οι νέες αντιλαϊκές ανατροπές

Τα νέα πακέτα δισεκατομμυρίων για το γαλλικό κεφάλαιο και τη στήριξη των στόχων του θα συνοδευτούν, ασφαλώς, από νέες αντεργατικές ανατροπές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των γαλλικών μονοπωλίων.

Καθόλου τυχαία, ο Μακρόν έσπευσε να παρατηρήσει ότι «εργαζόμαστε λιγότερο από τις άλλες χώρες αθροιστικά» και να πει ότι σκοπεύει να πάρει μέτρα προκειμένου η Γαλλία «να δαπανά λιγότερα χρήματα για την ασφάλιση της ανεργίας».

Φυσικά, η έγνοια του κεφαλαίου και της γαλλικής κυβέρνησης δεν είναι η αντιμετώπιση της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της τεράστιας «ευελιξίας» στην εργασία, αλλά η αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και το νέο τσεκούρωμα στα κρατικά κονδύλια για τους ανέργους.

Χαρακτηριστικά, μεγαλοεργοδότες παρατηρούν εδώ και μήνες ότι καθώς αναμένονται αρκετές προσλήψεις σε μια σειρά κλάδους, στο πλαίσιο της «ανάκαμψης», ζητούμενο είναι η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας. O πρόεδρος της MEDEF, Ζοφρί Ρου ντε Μπεζιέ, εκτίμησε πρόσφατα ότι «η οικονομία συνολικά δεν θα μπορέσει να αντέξει τη γενίκευση μισθολογικών αυξήσεων», ενώ αναφερόμενος στον κλάδο του Τουρισμού και της Εστίασης είπε ότι η εργοδοτική ένωση πρότεινε μια «επαναξιολόγηση της μισθολογικής κλίμακας».

Ο δε αντιπρόεδρος της MEDEF, Π. Μαρτέν, εστίασε στο «θεμελιώδες ζήτημα του επαγγελματικού προσανατολισμού και της κατάρτισης», η «αναβάθμιση» των οποίων περιλαμβάνεται και στο «Γαλλία 2030», καθώς τα προγράμματα κατάρτισης αξιοποιούνται για την παροχή φτηνού εργατικού δυναμικού στη μεγαλοεργοδοσία, συχνά ανακυκλούμενου, με βάση τις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου, και χωρίς κεκτημένα δικαιώματα.

Παράλληλα ενισχύεται ξανά η συζήτηση για την «επιμήκυνση του εργάσιμου βίου», ενώ επανέρχονται επισημάνσεις για τα «οφέλη» που θα είχε η κατάργηση μέτρων προστασίας των ανέργων, ώστε να «παροτρύνονται» να δέχονται οποιαδήποτε θέση εργασίας τούς προσφέρεται, με οποιαδήποτε δικαιώματα «αντέχει» ο εργοδότης.

Η εργοδοσία είναι επίσης έτοιμη να αξιοποιήσει τις αντεργατικές αλλαγές που «έτρεξαν» ακόμα πιο γρήγορα στις συνθήκες της πανδημίας. Πρόσφατη δημοσκόπηση που οργάνωσαν οι IPSOS και «Sopra Steria» έδειξε ότι τον περασμένο Σεπτέμβρη το ποσοστό των μισθωτών που δούλεψαν σε καθεστώς τηλεργασίας ήταν 29%, έναντι 17% πριν από την πανδημία. Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στον Μάρτη του 2020 και τον Σεπτέμβρη του 2021, το ποσοστό των εργαζομένων που δούλεψαν με τηλεργασία έστω 2 μέρες τη βδομάδα υπερδιπλασιάστηκε, από το 4% στο 11%! Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, 1 στους 4 που εργάστηκαν με τηλεργασία περιέγραψαν σοβαρές δυσκολίες που αντιμετώπισαν, όπως η έλλειψη «ανθρώπινης επαφής με τους συναδέλφους μου».

Την εντατικοποίηση της εργασίας βεβαιώνουν και τα εργατικά ατυχήματα στη χώρα, τα οποία - όπως υπενθύμιζαν πρόσφατα δημοσιεύματα - φτάνουν τα 900.000 τον χρόνο! Από αυτά τα 700 είναι θανατηφόρα, ή αλλιώς κάθε βδομάδα πεθαίνουν περίπου 14 εργαζόμενοι...


Α. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ