ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Οχτώβρη 2005
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΓΟΡΑ ΛΙΑΝΙΚΩΝ ΠΩΛΗΣΕΩΝ
Οι πολυεθνικές σε θέση επίθεσης!
  • Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ξένων επιχειρηματικών ομίλων, στη χώρα μας υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για την επέκταση των μονοπωλίων του κλάδου
  • Οι τρεις πρώτες μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ κατέχουν το 44% του συνολικού τζίρου των 82 αλυσίδων

Μανάβικο στην Αθήνα, το 2003. Με τα μεγαθήρια δίπλα του, είναι μάλλον απίθανο να υπάρχει σήμερα

ICON

Μανάβικο στην Αθήνα, το 2003. Με τα μεγαθήρια δίπλα του, είναι μάλλον απίθανο να υπάρχει σήμερα
Πεδίο τεράστιων επιχειρηματικών ανταγωνισμών και ανακατατάξεων θεωρείται η αγορά λιανικών πωλήσεων, και ειδικότερα η αγορά τροφίμων, στη χώρα, ακόμα και μετά τις σημαντικές αλλαγές της τελευταίας δεκαετίας. Παρά το γεγονός ότι και στην Ελλάδα λειτουργούν πάνω από μια δεκαετία μεγάλα πολυεθνικά συγκροτήματα και ήδη έχουν αρπάξει σημαντικά μερίδια αγοράς, οι αναλύσεις που γίνονται κύρια από τα επιτελεία ξένων επιχειρηματικών ομίλων εκτιμούν ότι υπάρχει αξιόλογο έδαφος για την άντληση υψηλών κερδών, αφού κρίνεται ότι η αγορά εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να είναι κατακερματισμένη. Επιπλέον, κρίνουν πως οι γενικότερες αναδιαρθρώσεις και η απελευθέρωση των αγορών «προσφέρουν» στο μεγάλο κεφάλαιο τη δυνατότητα δραστηριοποίησης με αυξημένα ποσοστά κέρδους, ποσοστά που είναι εμφανώς μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα που εξασφαλίζουν, οι μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες, σε άλλες χώρες της ΕΕ. Παράλληλα, για πολλές, η ελληνική αγορά αξιοποιείται ως ορμητήριο για την κατάκτηση και των γειτονικών αγορών. Ενδεικτική από αυτή την άποψη είναι και σχετική μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που δημοσιοποιήθηκε τη βδομάδα που μας πέρασε, στην οποία προαναγγέλλεται η επικείμενη είσοδος τριών νέων πολυεθνικών αλυσίδων στη χώρα, αφού - όπως τονίζεται - «προκύπτει ότι οι προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης του κλάδου είναι ιδιαίτερα θετικές».

Είναι χαρακτηριστικό ότι η αγορά τροφίμων, μαζί με τον τζίρο που γίνεται σε τομείς όπως η ένδυση-υπόδηση, τα έπιπλα και οι οικιακές συσκευές, αφορά πάνω από το ένα τρίτο της Συνολικής Εγχώριας Κατανάλωσης. Το σχετικό κομμάτι την προηγούμενη δεκαετία μπορεί ως ποσοστό να ήταν σαφώς μεγαλύτερο, αλλά και σήμερα κινείται σε επίπεδα υψηλότερα από τα αντίστοιχα σε άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ. Για την ιστορία ν' αναφέρουμε ότι η δαπάνη των νοικοκυριών για τους παραπάνω τομείς κινούνταν σε ποσοστά περί το 50% το 1990 και 48,2% το 1995.

Τεράστια περιθώρια

«Χρυσοφόρες», ξεζουμίζοντας και το μόχθο των εργαζομένων, οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ (Στιγμιότυποαπό διαμαρτυρία εμποροϋπαλλήλων για τα εξοντωτικά ωράρια λειτουργίας)
«Χρυσοφόρες», ξεζουμίζοντας και το μόχθο των εργαζομένων, οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ (Στιγμιότυποαπό διαμαρτυρία εμποροϋπαλλήλων για τα εξοντωτικά ωράρια λειτουργίας)
Στις μέρες μας - με βάση τα επίσημα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών για το 2001 - το σύνολο της Εγχώριας Κατανάλωσης είναι της τάξης των 97,7 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό ίσο με το 74,6% του ΑΕΠ της χώρας. Από το σύνολο της κατανάλωσης, ποσό 33,5 δισ. ευρώ, δηλαδή πάνω από το ένα τρίτο (34,4%), αφορά στην αγορά «τρόφιμα-ρούχα-παπούτσια-οικιακός εξοπλισμός». Μπορούμε ν' αναφέρουμε ότι η επιμέρους δαπάνη (και τα σχετικά ποσοστά), ως προς την κατανάλωση, μοιράζεται με τον εξής τρόπο:

  • Τρόφιμα - ποτά: 17,05 δισ. ευρώ (17,5%)
  • Ενδυση: 8,32 δισ. ευρώ (8,52%)
  • Υπόδηση: 2 δισ. ευρώ (2,05%)
  • Επιπλα - οικιακός εξοπλισμός: 6,09 δισ. ευρώ (6,24%)

Ο καθένας καταλαβαίνει ότι τα ποσά αυτά όχι μόνο δεν είναι στατικά, αλλά βαίνουν συνεχώς αυξανόμενα. Πολύ περισσότερο που: Πρώτον, οι περιοριστικές πολιτικές που εφαρμόζονται στα πλαίσια των αναδιαρθρώσεων και της Στρατηγικής της Λισαβόνας έχουν απομακρύνει, για τα λαϊκά στρώματα, την προοπτική της αποταμίευσης, με αποτέλεσμα να καταναλώνεται-ξοδεύεται όλο και μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος. Δεύτερον, οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ, που κύρια αναφέρονται στην αγορά τροφίμων, κατά το 2003 ήταν της τάξης των 7,4 δισ. ευρώ, ποσό που δείχνει τα περιθώρια επέκτασης που υπάρχουν για τις μεγάλες εταιρίες λιανικών πωλήσεων. Με αυτή την έννοια τα δεκάδες δισεκατομμύρια που «πέφτουν» κάθε χρόνο στην αγορά αποτελούν το ...μήλον της Εριδος για τις αρπαχτικές διαθέσεις του κεφαλαίου και γι' αυτό η αγορά λιανικών πωλήσεων αποτελεί στόχο πρώτης γραμμής για ξένες, αλλά και ντόπιες, πολυεθνικές εταιρίες.

Διαδικασία συγκέντρωσης

Βεβαίως, τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί σήμερα στην αγορά, ο βαθμός συγκέντρωσης και το μέγεθος της συγκεντροποίησης που έχει ήδη επιτευχθεί, δεν έγιναν από τη μία μέρα στην άλλη. Είναι όμως γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια εικόνα που δε μοιάζει σε τίποτα με τα όσα ίσχυαν πριν από μια δεκαπενταετία, στις αρχές της δεκαετίας του '90. Την εποχή, δηλαδή, που είχε σχεδόν ολοκληρωθεί μια πρώτη διαδικασία συγκέντρωσης και οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ όχι απλά είχαν κάνει την εμφάνισή τους αλλά είχαν καθιερωθεί στην αγορά και είχαν καταλάβει ένα σημαντικό μέρος της. Μια διαδικασία που «πέρασε» μέσα από το κλείσιμο αρκετών χιλιάδων παντοπωλείων, οπωροπωλείων, κρεοπωλείων, κ.ο.κ. Ωστόσο, ακόμα και σε εκείνες τις συνθήκες ο τζίρος της αγοράς στην πραγματικότητα αφορούσε εκτός από τις τότε μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και σε δεκάδες χιλιάδες μικρά εμπορικά καταστήματα, αλλά και σε αρκετές χιλιάδες μικρές προσωπικές βιοτεχνίες με έναν το πολύ δύο απασχολούμενους, σε οικογενειακές επιχειρήσεις με προσωπικό μέχρι 5-7 άτομα, σε δεκάδες κλωστοϋφαντουργικές μονάδες και εργοστάσια επίπλων. Η πολιτική της «απελευθέρωσης» στην κίνηση κεφαλαίων και η λεγόμενη ενιαία αγορά σηματοδότησαν, κύρια από την περίοδο 1990-'91, την απαρχή για μια νέα αλλαγή του χάρτη στον τομέα των λιανικών πωλήσεων. Κύριο χαρακτηριστικό των αλλαγών που διαμόρφωσαν τη νέα κατάσταση είναι η ραγδαία, μαζική και μεγάλων διαστάσεων εισβολή ξένων επιχειρηματικών ομίλων, οι εκτεταμένες εξαγορές και συγχωνεύσεις βιομηχανικών και εμπορικών εταιριών, η ενοποίηση ή και η κατάργηση εμπορικών σημάτων. Ετσι, ενώ μέχρι τότε εκείνο που συναντούσε κανείς ήταν η συνεργασία κάποιων μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων με αντίστοιχες του εξωτερικού, όπως, για παράδειγμα, της «Βερόπουλος» με τη «ΣΠΑΡ» (SPAR), τώρα οι πολυεθνικές εγκαθιστώνται χωρίς ...μεσάζοντες και επιχειρήσεις-βιτρίνα. Η δυνατότητα που αποκτά με τις αναδιαρθρώσεις το κεφάλαιο να αλωνίζει σε κάθε μήκος και πλάτος της ΕΕ, δίνει το πλεονέκτημα στις πολυεθνικές να αλλάξουν εντελώς το χάρτη. Ετσι, ενώ η εισβολή μέχρι τότε γινόταν με τις όλο και περισσότερες εισαγωγές προϊόντων και εμπορευμάτων μαζικής κατανάλωσης, τώρα οι εισαγωγές αφορούν σε ολόκληρες επιχειρηματικές ομάδες.

Αρχή των αναδιαρθρώσεων

Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1990, οι ίδιοι οι μεγαλομέτοχοι της «Α-Β Βασιλόπουλος» περιέγραφαν, και μάλιστα με ξεχωριστό δέος, την προοπτική αυτή.

- Σύντομα, έλεγαν, πρόκειται να ανοίξει στον Αλιμο, σε μια τεράστια έκταση, ένα κατάστημα της «Προμόντς» (Promodes), που θα φέρει τα πάνω κάτω στην αγορά. Δε θα πρόκειται για μια εταιρία που απλά θα φέρει κεφάλαια για να στήσει εδώ μια επιχείρηση. Θα τα φέρουν όλα από το εξωτερικό. Η μέθοδος που ακολουθούν είναι τέτοια που από τη στιγμή που θα εμφανιστούν, μέσα σε δύο μήνες θα έχουν στημένο το κατάστημα, έχοντας φέρει ΤΑ ΠΑΝΤΑ από το εξωτερικό. Κι όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε ακόμα και τα ράφια, ακόμα και τα καροτσάκια, ακόμα και τις ταμειακές μηχανές, ακόμα και τα ψυγεία και τα μηχανήματα φορτοεκφόρτωσης και τα περισσότερα προϊόντα θα είναι εισαγωγής και άγνωστα στο ελληνικό κοινό.

Ετσι και έγινε. Το 1991 εμφανίστηκε, από το πουθενά, στον Αλιμο το «Κόντινεντ», που αργότερα έγινε «Καρφούρ» και ήδη έχει «σαρώσει» την αγορά. Αλλά και οι μεγαλομέτοχοι της «Βασιλόπουλος» προχώρησαν στη δική τους «στρατηγική κίνηση», όπως εξηγούσαν οι ίδιοι. Το 1992, πούλησαν την εταιρία τους, που με τη μορφή του σούπερ μάρκετ εμφανίστηκε το 1969, στη βελγική πολυεθνική «Ντελχάιζε» (DELHAIZE). Σήμερα η βελγική εταιρία κατέχει το 50,7% των μετοχών, ενώ ποσοστό 5,32% ανήκει στη γνωστή ΤΣΕΪΣ ΜΑΝΧΑΤΑΝ ΜΠΑΝΚ.

Μαζί με την εισβολή των γιγαντιαίων μονάδων λιανικών πωλήσεων εμφανίστηκε και:

  • Ο ...νέος τύπος καταστημάτων, η λειτουργία, δηλαδή, τεραστίων διαστάσεων πολυκαταστημάτων με πωλήσεις όλων σχεδόν των κλάδων τροφίμων και ειδών λαϊκής κατανάλωσης
  • Η νέα γκάμα προϊόντων, με την εμφάνιση χιλιάδων νέων κωδικών, με είδη που είτε δεν κυκλοφορούσαν μέχρι τότε στην ελληνική αγορά, είτε αποτελούν εισαγόμενα είδη συσκευασμένα στο εξωτερικό ειδικά για την αγορά της Ελλάδας
  • Ο νέος τρόπος αγορών, με την εξάπλωση των πιστωτικών καρτών και των τραπεζικών δανείων
  • Τα νέα, πιο αυξημένα, ποσοστά κέρδους, σε επίπεδα αισθητά πιο αυξημένα από το 2-3% με το οποίο δούλευαν μέχρι τότε τα σούπερ μάρκετ
  • Οι νέες αντιδραστικές μορφές εργασιακών σχέσεων, με τη μαζική πλέον επιβολή καθεστώτων υποαπασχόλησης και την εμφάνιση συμβάσεων εργασίας, μέσω των οποίων οι επιχειρήσεις υποχρεώνουν τους υποψήφιους εργαζόμενους να υπογράψουν ότι σε κάθε περίπτωση θα επιδεικνύουν ετοιμότητα για οποιαδήποτε αλλαγή των συνθηκών εργασίας αξιώσει η επιχείρηση.

Αυτές, ενδεχόμενα, ήταν και οι πρώτες πρακτικές εφαρμογές των αναδιαρθρώσεων που σηματοδότησε η Συνθήκη του Μάαστριχτ (Δεκέμβρης 1991), κάπως έτσι άρχισε να στήνεται και η νέα ...διάρθρωση της λαϊκής κατανάλωσης, που βεβαίως δε θα μπορούσε να «φτουρήσει» αν δε συνοδευόταν από την «απελευθέρωση» του τραπεζικού συστήματος και το συνεχώς αυξανόμενο δανεισμό των νοικοκυριών, χάρη στον οποίο οι μεγάλες εμπορικές φίρμες κατορθώνουν να αυξάνουν τις πωλήσεις τους.

Απίθανα ποσοστά

Οι διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της αγοράς που συντελέστηκαν μέσα σε μια δεκαπενταετία, από τότε που εμφανίστηκε το «Κόντινεντ» (σήμερα «Καρφούρ») και η «Ντελχάιζε», ...μιλούν από μόνες τους για τις στοχεύσεις που είχαν οι πολιτικές για την απελευθέρωση της αγοράς και οι φλυαρίες των εκπροσώπων των μονοπωλίων ότι γέμισαν τον τόπο με τα καταστήματά τους, προκειμένου, άκουσον άκουσον να εξυπηρετήσουν, λέει, τις ανάγκες των καταναλωτών. Το κυνηγητό όλο και μεγαλύτερων κερδών έχει αποτέλεσμα το συνεχή ανταγωνισμό των δύο πολυεθνικών που εκφράζεται με εξαγορές άλλων σούπερ μάρκετ, με τη διαρκή διεύρυνση του δικτύου πωλήσεων, με τη δημιουργία νέων τύπων καταστημάτων και κέντρων πωλήσεων. Ετσι, το 2004 η «Καρφούρ», που κατέχει μακράν δεσπόζουσα θέση στην αγορά, διέθετε ήδη 597 καταστήματα με τζίρο 2,04 δισεκατομμύρια ευρώ!!! Η «Α-Β Βασιλόπουλος», όπως προκύπτει από τα στοιχεία της εταιρίας, διαθέτει 135 καταστήματα και πέρσι είχε τζίρο 935 εκατ. ευρώ!!! Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στην τελευταία έκδοση «Πανόραμα των ελληνικών Σούπερ Μάρκετ» και τις σχετικές επεξεργασίες του «Ρ», το 2003 σε σύνολο 82 αλυσίδων σούπερ μάρκετ, οι δύο πολυεθνικές, μαζί με την αλυσίδα των «ΑΤΛΑΝΤΙΚ», που έχει παραπλήσια αποτελέσματα με την «Α-Β», κατείχαν το 44,1% του συνολικού τζίρου των καταστημάτων σούπερ μάρκετ, που έφτασε τα 7,4 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά, τέλος, στην κερδοφορία των τριών αυτών αλυσίδων, την ίδια χρονιά έφτασε τα 698 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που αποτελεί το 48% των συνολικών κερδών του κλάδου!

Οι διεργασίες που γίνονται στα πλαίσια του ανελέητου ανταγωνισμού ανάμεσα στα μεγαθήρια στον τομέα των λιανικών πωλήσεων, εξακολουθούν να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Αυτή την περίοδο οι μεγάλες πολυεθνικές συνεχίζουν την εξάπλωσή τους με διάφορους τρόπους. Παράλληλα με την επέκταση του δικτύου των υπερκαταστημάτων τους, δημιουργούν εκατοντάδες μικρά συνοικιακά εμπορικά καταστήματα, καταστήματα χονδρικών πωλήσεων (κας και κέρι - cash & carry), ενώ ταυτόχρονα προωθούν σχήματα δικαιοχρησίας (φρανσάιζ -franchise) και χρήσης καταστημάτων με διαφορετική επωνυμία. Ενας και μοναδικός στόχος το υπερκέρδος. Ενα υπερκέρδος που στηρίζεται στην ισχύ των κεφαλαίων και στη δύναμη που διαθέτουν οι μητρικές εταιρίες, οι οποίες μπορούν και εξασφαλίζουν προϊόντα και εμπορεύματα που πουλάνε στη χώρα μας σύμφωνα με τις εδώ συνθήκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου, σε χώρες υπερεκμετάλλευσης των εργαζομένων και εξευτελιστικού κόστους παραγωγής. Αυτοί που, μαζί με τους ντόπιους μεγαλοεπιχειρηματίες, πιέζουν για συνεχή επιτάχυνση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, είναι οι κερδισμένοι των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων που χρόνια προωθούνταν από το ΠΑΣΟΚ και σήμερα συνεχίζει η ΝΔ. Ολοι οι άλλοι, οι δεκάδες χιλιάδες εμποροϋπάλληλοι, των οποίων χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο οι συνθήκες απασχόλησης, οι χιλιάδες μικροεπαγγελματίες που κουτσά-στραβά συνεχίζουν να δίνουν τη μάχη της επιβίωσης, αλλά ζουν υπό το φάσμα της οικονομικής καταστροφής και τα εκατομμύρια των εργαζομένων που «καταθέτουν» τα πενιχρά τους εισοδήματα στα πανάκριβα μεγαλοκαταστήματά τους, κινούνται στην άλλη πλευρά της όχθης. Είναι τα θύματα που πληρώνουν με επώδυνες συνέπειες τις επιλογές που θέλουν την οικονομική πολιτική να είναι υποταγμένη στα συμφέροντα της κάθε, ντόπιας και ξένης, πολυεθνικής.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


ΑΓΟΡΑ
Η κερδοσκοπία έχει πολλά ... ποδάρια

Με την απροκάλυπτη ομολογία ότι «δεν έχουμε δυνατότητα παρέμβασης στην τιμή», η κυβέρνηση χωρίς ενδοιασμό ξεκαθάρισε για ακόμα μια φορά τις προηγούμενες μέρες και με τον πλέον επίσημο τρόπο διά του, αρμόδιου για τα της αγοράς πράγματα, υφυπουργού Ανάπτυξης Γ. Παπαθανασίου ότι δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να αγγίξει τα ιερά και τα όσια της «ελεύθερης αγοράς». Της πλήρους ασυδοσίας δηλαδή που έχει εκχωρήσει στους επιχειρηματίες να επιβάλλουν αδιάλειπτα ανατιμήσεις καταληστεύοντας τα λαϊκά εισοδήματα προκειμένου να αυξάνουν τα δικά τους κέρδη.

Ξεκαθάρισε, δηλαδή, ότι οι εργαζόμενοι, όπως και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις έτσι και από τη σημερινή, δεν έχουν να περιμένουν το παραμικρό από πολιτικές και μέτρα για την προστασία των εισοδημάτων τους από τη λαίλαπα της κερδοσκοπίας και της αισχροκέρδειας. Και είναι ολοφάνερο ότι δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού αυτά τα δύο πάνε «πακέτο» με την «ελεύθερη αγορά», στην οποία οι κυβερνώντες διατυμπανίζουν με κάθε τρόπο την απόλυτη αφοσίωσή τους.

Ταυτόχρονα με τη δήλωση αυτή, ο κύριος υφυπουργός απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι οι κατά καιρούς κορόνες κυβερνητικών στελεχών περί δήθεν «αμείλικτης» στάσης απέναντι στους κερδοσκόπους, περί...«ελεύθερης αγοράς με κανόνες» και άλλα παρόμοια, είναι ένα ωμό ψέμα που επαναλαμβάνεται με στόχο την παραπλάνηση των εργαζομένων. Αποκρύπτουν συστηματικά ότι στην ελεύθερη αγορά ο μόνος κανόνας που ισχύει είναι αυτός της ισχύος του μεγάλου κεφαλαίου.

Δεν είναι, μάλιστα, τυχαίο το γεγονός ότι το εκ νέου ξεκαθάρισμα έκανε ο κύριος υφυπουργός την ημέρα που ανακοίνωνε ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης αποφάσισε να καταργήσει την υποχρεωτική υποβολή από την πλευρά των επιχειρηματικών και κοστολογικών στοιχείων μαζί με τους τιμοκαταλόγους που υποβάλλουν στην αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου. Παραδεχόμενος, μάλιστα, χωρίς συστολή, ότι ουδέποτε μέχρι σήμερα χρησιμοποιήθηκαν αυτά τα στοιχεία, τόσο από τη σημερινή όσο και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και πως ούτε υπάρχει η πρόθεση να γίνει κάτι τέτοιο, «βρήκε» ότι είναι ...άχρηστα, οπότε και καταργείται η σχετική υποχρέωση. Ετσι κι αλλιώς, πρόσθεσε, «δυνατότητα παρέμβασης στην τιμή δεν έχουμε». Στην ουσία ο Γ. Παπαθανασίου ομολόγησε ότι ούτε υπήρχε ούτε υπάρχει η παραμικρή πρόθεση να χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση τα στοιχεία κόστους των επιχειρήσεων ως υποτυπώδες ανάχωμα στην κερδοσκοπία. Αντί, λοιπόν, όχι μόνο να διατηρήσει, αλλά να αξιοποιήσει η κυβέρνηση προς όφελος των εργαζομένων τη διάταξη, την καταργεί και τυπικά δίνοντας κι άλλο «αέρα στα πανιά» των επιχειρηματιών να συνεχίζουν και να εντείνουν τις ανεξέλεγκτες αυξήσεις τιμών.

Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, που η κυβέρνηση δεν κρύβει ότι είναι διατεθειμένη να εξυπηρετήσει και να ενισχύσει με κάθε τρόπο, οι επιχειρηματίες εφαρμόζουν μια σειρά ακόμα και από μεθόδους ωμής εξαπάτησης των καταναλωτών. Τα όσα κατά καιρούς για συγκεκριμένους λόγους, άλλοτε τα υπουργικά επιτελεία και άλλοτε οι νομαρχίες, επιλέγουν να δημοσιοποιήσουν σχετικά με τέτοιες πρακτικές, μπορεί να είναι - και είναι - ενδεικτικά, αλλά αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Στην πραγματικότητα οι κερδοσκόποι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αξιοποιούν το συγκεκριμένο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς.

Παραπλανητικές τιμές στο ράφι, ψεύτικες προσφορές, ληγμένα ή αλλοιωμένα τρόφιμα, παραπλανητικές ενδείξεις ως προς τις πρώτες ύλες και την προέλευση του προϊόντος, επισφαλής μεταφορά και συντήρηση ευαίσθητων προϊόντων, είναι μερικές από τις πιο συνήθεις πρακτικές που λίγο - πολύ ο καθένας έχει εντοπίσει στις καθημερινές αγορές. Μόνο τον τελευταίο καιρό διαπιστώθηκαν διάφορες παρόμοιες περιπτώσεις: Μεγάλα σούπερ μάρκετ, από αυτά που αυτοδιαφημίζονται ότι το όνομά τους και το μέγεθός τους αποτελεί... εγγύηση για τα συμφέροντα των καταναλωτών, είχαν σε δεκάδες προϊόντα άλλη τιμή στο ράφι και άλλη στο ταμείο, με διαφορές που έφταναν μέχρι και 26,5% υψηλότερα στο ταμείο! Μάλιστα, οι ίδιοι έλεγχοι «έπιασαν» τρόφιμα που βρίσκονταν στο ράφι για διάθεση στην κατανάλωση των οποίων είχε παρέλθει η ημερομηνία ανάλωσης. Οσο για τις ενδείξεις που υποτίθεται ότι ενημερώνουν τους καταναλωτές για την προέλευση των προϊόντων, τι πιο χαρακτηριστικό από την πρόσφατη περίπτωση με τη δήθεν μακεδονική γραβιέρα της «Κολιός» που τελικώς αποδείχτηκε ότι προερχόταν εξ ολοκλήρου από την Αυστρία.

Με παρόμοιες περιπτώσεις αρέσκονται να ασχολούνται αποκλειστικά πλέον οι αρμόδιοι, οι οποίοι όμως αποφεύγουν επιμελώς να πουν το παραμικρό για τη γενικευμένη ακρίβεια και τις συνεχείς ανατιμήσεις που χρόνια τώρα διαπιστώνουν οι καταναλωτές στην πράξη κάνοντας τις καθημερινές τους αγορές. Οπως επίσης δε λένε κουβέντα πως για την ασύδοτη δράση των μεγαλοεπιχειρηματιών η ευθύνη ανήκει μόνο στην κυβέρνηση και στις πολιτικές που εφαρμόζει.


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ