ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 16 Οχτώβρη 2008
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΚΚΕ
Για τη διασφάλιση των αποθεματικών των ταμείων και τη διεύρυνση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων

Κατατέθηκε χτες και υπογράφεται από σύσσωμη την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κόμματος

Κατάληψη της χρηματιστηριακής «Ακρόπολις» από το ΠΑΜΕ
Κατάληψη της χρηματιστηριακής «Ακρόπολις» από το ΠΑΜΕ
Πρόταση νόμου για τη «Διασφάλιση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων και διεύρυνση των ασφαλιστικών - συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων» κατέθεσε χτες στη Βουλή το ΚΚΕ. Η πρόταση νόμου υπογράφεται από σύσσωμη την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κόμματος και συγκεκριμένα από τους βουλευτές Αλέκα Παπαρήγα, Κώστα Αλυσανδράκη, Νίκο Γκατζή, Γιάννη Γκιόκα, Γιάννη Ζιώγα, Κώστα Καζάκο, Σοφία Καλαντίδου, Λιάνα Κανέλλη, Αχιλλέα Κανταρτζή, Νίκο Καραθανασόπουλο, Λίλα Καφαντάρη, Διαμάντω Μανωλάκου, Γιώργο Μαρίνο, Γιώργο Μαυρίκο, Εύα Μελά, Νίκο Μωραΐτη, Βέρα Νικολαΐδου, Γιάννη Πρωτούλη, Σταύρο Σκοπελίτη, Αντώνη Σκυλλάκο, Σπύρο Χαλβατζή, Χαράλαμπο Χαραλάμπους.

Η κατάθεση της Πρότασης Νόμου από το ΚΚΕ (η ίδια πρόταση είχε κατατεθεί και το Μάη του 2007) αποκτά ιδιαίτερη σημασία αφού γίνεται σε μια περίοδο που εξελίσσεται η οικονομική κρίση και πιο καθαρά παρά ποτέ διακρίνονται οι συνέπειες από το διαχρονικό τζογάρισμα των αποθεματικών των Ταμείων από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ προς όφελος του κεφαλαίου. Για τρίτη φορά την τελευταία δεκαετία και πέρα από τη διαχρονική μεταπολεμική εκμετάλλευση των αποθεματικών που έχουν τα ασφαλιστικά Ταμεία, οι εισφορές των εργαζομένων γίνονται βορά στο χρηματιστηριακό τζόγο. Υστερα από τη λεηλασία 3,5 και πλέον δισ. ευρώ την τριετία 1999-2001, το κόλπο γκρόσο με τα «δομημένα ομόλογα» 2006-2007, σήμερα και πάλι τα αποθεματικά των Ταμείων λεηλατούνται.

Αντιστοίχιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων με τις σύγχρονες ανάγκες τους διεκδικούν οι ταξικές δυνάμεις
Αντιστοίχιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων με τις σύγχρονες ανάγκες τους διεκδικούν οι ταξικές δυνάμεις
Ενώ στο τέλος του 2006 τα αποθεματικά που τζογάρονταν στο χρηματιστήριο σε μετοχές και αμοιβαία ξεπερνούσαν τα 6 δισ. ευρώ και η πλειοψηφία τους ήταν τοποθετημένα σε μετοχές, σήμερα οι μετοχές αυτές έχουν χάσει πάνω από το μισό της χρηματιστηριακής τους αξίας. Παρ' όλα αυτά η κυβέρνηση κρατά σιγήν ιχθύος, ενώ το υπουργείο Απασχόλησης δε δίνει στη δημοσιότητα τα στοιχεία για την περιουσία των Ταμείων. Ενδεικτικό της λεηλασίας που έχει γίνει είναι το γεγονός ότι μόνο το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων έχει χάσει το 65% από την αξία των μετοχών που κατείχε στις 31/12/2006.


Από απεργιακή κινητοποίηση στον Τύπο και στα ΜΜΕ για το Ασφαλιστικό
Από απεργιακή κινητοποίηση στον Τύπο και στα ΜΜΕ για το Ασφαλιστικό

1. Η Αιτιολογική έκθεση επί της αρχής

Στην Αιτιολογική έκθεση επί της αρχής σημειώνεται:

«Το ΚΚΕ καταθέτει πρόταση νόμου για την κάλυψη των απωλειών που είχαν τα ασφαλιστικά ταμεία από το 1950 μέχρι σήμερα.

Η πρόταση νόμου του ΚΚΕ γίνεται ακόμα πιο αναγκαία και επίκαιρη γιατί στις σημερινές συνθήκες κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος υφίστανται νέες σημαντικές απώλειες τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων.

Η πρόταση του ΚΚΕ δεν περιορίζεται επιλεκτικά στις απώλειες κάποιων περιόδων, ούτε αποδέχεται τη λογική των συμψηφισμών και των παραγραφών, αλλά αντιμετωπίζει συνολικά το πρόβλημα.

Σε όλη αυτήν την ιστορική διαδρομή οι μορφές άλλαζαν, η αφαίμαξη όμως συνεχιζόταν και πάντα ίδιοι ήταν οι χαμένοι και ίδιοι οι κερδισμένοι. Οι μόνιμα χαμένοι ήταν τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων και συνεπώς οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, οι μόνιμα κερδισμένοι από αυτήν την πολιτική ήταν οι μεγάλες επιχειρήσεις και το μεγάλο κεφάλαιο.

Πιο συγκεκριμένα:

Τεράστιες ήταν οι απώλειες από τη δέσμευση των αποθεματικών στην Τράπεζα της Ελλάδας με βάση τον αναγκαστικό νόμο 1611/1950 και με επιτόκια που υπολείπονταν κατά πολύ και από τον επίσημο πληθωρισμό. Τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων χρησιμοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο ως κίνητρα για την ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων με πρόσχημα την ανάπτυξη. Και μόνο για την περίοδο 1951-1975 οι απώλειες υπολογίζονται σε 58 δισ. ευρώ.

Στη δεκαετία του 1990 αρχικά με το νόμο 2076/1992 επί κυβέρνησης ΝΔ δόθηκε η δυνατότητα να τοποθετούν τα ασφαλιστικά ταμεία μέχρι και το 20% των αποθεματικών τους στο χρηματιστήριο.

Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε με το Ν.2676/1999 του ΠΑΣΟΚ σε 23%, ενώ με μια σειρά άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις διευρύνθηκε το τζογάρισμα των αποθεματικών και διευκολύνθηκε η ανάμειξη των τραπεζών στη "διαχείριση" των αποθεματικών.

Πάνω από 3,5 δισ. ευρώ ήταν οι ζημιές των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματιστήριο την περίοδο 1999-2002.

Ταυτόχρονα, οι οφειλές του κράτους προς τα Ταμεία λόγω μη καταβολής της τριμερούς χρηματοδότησης έφθασαν, μέχρι το 2002 που άλλαξε το σύστημα, τα 2 δισ. ευρώ.

Βάση της πολιτικής απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία όλη αυτήν την περίοδο ήταν η προώθηση της λογικής του κεφαλαιοποιητικού συστήματος που ελαχιστοποιεί τη συμμετοχή του κράτους και της εργοδοσίας και μεταφέρει τα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων.

Ταυτόχρονα, προετοιμάζεται το έδαφος για την πιο αποφασιστική προώθηση της "Στρατηγικής της Λισαβόνας" που έχει αποφασιστεί στην ΕΕ με τη σύμφωνη γνώμη και των κυβερνήσεων της χώρας μας για παράταση του εργάσιμου βίου, προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης και μείωση των παροχών.

Ηδη σε συνέχεια των αντιασφαλιστικών νόμων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δρομολογούνται νέα μέτρα περιορισμού των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, με πρώτο στόχο τον δραστικό περιορισμό των επαγγελμάτων που εντάσσονται στα βαριά και ανθυγιεινά.

Για όλους τους παραπάνω λόγους το ΚΚΕ δε διαχωρίζει το πρόβλημα της διαχείρισης των αποθεματικών από τις γενικότερες αλλαγές που προωθούνται στην Κοινωνική Ασφάλιση.

Το ΚΚΕ απορρίπτει αυτήν τη λογική και με την πρόταση νόμου που καταθέτει προτείνει:

  • Την επιστροφή όλων των απωλειών των ασφαλιστικών ταμείων από το 1950 μέχρι σήμερα.
  • Την κατάργηση κάθε διάταξης που επιτρέπει το τζογάρισμα των αποθεματικών σε μετοχές και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα.
  • Την αξιοποίηση των αποθεματικών των Ταμείων με την τοποθέτησή τους μόνο σε τίτλους του δημοσίου, με εγγυημένη απόδοση που θα υπερκαλύπτει τον πληθωρισμό και με επιτόκιο το ύψος του ανώτατου επιτοκίου δανεισμού του δημοσίου, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων.
  • Τη μείωση των ορίων συνταξιοδότησης στα 60 για τους άνδρες και στα 55 για τις γυναίκες και για όσους εργάζονται στα βαριά και ανθυγιεινά στα 55 και στα 50 αντίστοιχα. Πλήρη σύνταξη ανεξαρτήτως ηλικίας με τη συμπλήρωση 30 χρόνων εργασίας ή 9.000 ένσημα. Θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με 4.050 μέρες ασφάλισης.
  • Σύνταξη στο 80% των συνολικών αποδοχών του τελευταίου μήνα πριν τη συνταξιοδότηση. Θεωρούμε ως κατώτερο βασικό μισθό που μπορεί να καλύψει τις ανάγκες τα 1.400 ευρώ που διεκδικεί το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα και ως κατώτερη σύνταξη τα 1.120 ευρώ.
  • Να μην επιβληθεί καμιά πρόσθετη επιβάρυνση στους ασφαλισμένους, να ικανοποιηθεί το δίκαιο αίτημα της μείωσης του ποσοστού της συμμετοχής των εργαζομένων στην προοπτική της απαλλαγής τους από τις ασφαλιστικές εισφορές.
  • Απαλλαγή των εργαζομένων από την εισφορά για τον κλάδο της Υγείας και Πρόνοιας. Οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να είναι αποκλειστικά δημόσιες με κατάργηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και να παρέχονται δωρεάν σε όλους τους πολίτες.

Το κόστος από τα μέτρα αυτά, γενικότερα η ενίσχυση της χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης να βαρύνει το κράτος και την εργοδοσία, ιδιαίτερα το μεγάλο κεφάλαιο σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων και την κατάργηση των φορολογικών και άλλων προνομίων.

Το μεγάλο κεφάλαιο κερδίζει χρόνια από την εισφοροδιαφυγή, κέρδισε σε τελική ανάλυση από την αφαίμαξη των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και αυτό πρέπει να πληρώσει.

Ο ισχυρισμός ότι η οικονομία δεν αντέχει καταρρίπτεται από τη διευρυνόμενη και προκλητική αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων καθώς και από τα κίνητρα που έχουν δοθεί όλα αυτά τα χρόνια τόσο από τη σημερινή όσο και τις προηγούμενες κυβερνήσεις».


2. Η Αιτιολογική Εκθεση επί των άρθρων

Στην Αιτιολογική Εκθεση επί των άρθρων σημειώνεται:

«Με το άρθρο 1 προβλέπεται η υποχρέωση του Δημοσίου μέσα σε τρία χρόνια να αποζημιώσει πλήρως τα ασφαλιστικά ταμεία για τις απώλειες που έχουν υποστεί από το 1951 με τη δέσμευση των διαθέσιμων κεφαλαίων τους (δηλαδή των αποθεματικών) σε καταθέσεις με πολύ χαμηλό επιτόκιο.

Η απώλεια αυτή θα υπολογίζεται κατ' έτος με βάση το ανώτατο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου ή των καταθέσεων στις τράπεζες.

Με το άρθρο 2 προβλέπεται το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει εντός εξαμήνου στα ασφαλιστικά ταμεία τα ποσά που διέθεσαν για την αγορά των "δομημένων" ομολόγων και να καλύψει κάθε άλλη ζημιά τους.

Με το άρθρο 3 καταργείται κάθε διάταξη που επιτρέπει την τοποθέτηση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων σε μετοχές ή άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα.

Με το ίδιο άρθρο ορίζεται ότι τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων θα τοποθετούνται μόνον σε μη διαπραγματεύσιμους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου με εγγυημένη απόδοση που θα υπερκαλύπτει το ύψος του πληθωρισμού και με επιτόκιο ίσο με το ανώτατο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου, χωρίς τη μεσολάβηση οποιουδήποτε τρίτου.

Με το άρθρο 4 ορίζεται ότι οι μετοχές και τα άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα που κατέχουν τα ασφαλιστικά ταμεία μεταβιβάζονται με πώληση στην τρέχουσα τιμή στο Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς καμία επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων.

Με το ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα ασφαλιστικά ταμεία πλήρη αποζημίωση για τις ζημιές που έχουν υποστεί από την αγορά μετοχών ή άλλων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Η αποζημίωση αυτή θα υπολογισθεί με βάση τη διαφορά τιμής αγοράς και τιμής πώλησης και θα καταβληθεί εντός τριετίας σε τρεις ισόποσες ετήσιες δόσεις.

Με το άρθρο 5 ορίζεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει εντός τριετίας έντοκα και σε ετήσιες ισόποσες δόσεις την οφειλόμενη αλλά μη καταβληθείσα εισφορά του στα ασφαλιστικά ταμεία με βάση την τριμερή χρηματοδότηση που προβλέφθηκε στο νόμο 2084/1992 για τους προσλαμβανόμενους από την 1.1.1993 και μετά.

Με το άρθρο 6 ορίζεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται μέσα σε ένα εξάμηνο από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου να καταβάλει τις εργοδοτικές εισφορές που οφείλει ως εργοδότης στα ασφαλιστικά ταμεία καθώς επίσης και τους θεσμοθετημένους πόρους που, ενώ τους έχει εισπράξει και θα έπρεπε να τους αποδώσει στα ασφαλιστικά ταμεία, τους παρακρατεί παράνομα και αυθαίρετα.

Με το ίδιο άρθρο ορίζεται η υποχρέωση των αρμόδιων υπουργείων να παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την άμεση και ολοσχερή καταβολή όλων των εισφορών που οφείλουν οι ιδιώτες εργοδότες τόσο κατά το μέρος που βαρύνουν αυτούς όσο και τις εισφορές των εργαζομένων που τις παρακρατούν αυθαίρετα.

Με το άρθρο 7 ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δικαιούνται πλήρη σύνταξη:

1. Με τη συμπλήρωση του 60ού έτους οι άνδρες και του 55ου οι γυναίκες ενώ εκείνοι που εργάζονται στα βαριά και ανθυγιεινά στα 55 και 50 αντίστοιχα.

2. Ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας με τη συμπλήρωση 30 χρόνων ασφάλισης ή με 9.000 ένσημα.

Με το ίδιο άρθρο ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι κατοχυρώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εφόσον συμπληρώσουν 4.050 ημέρες ασφάλισης.

Με το ίδιο άρθρο επιπλέον ορίζεται ότι τυχόν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους ασφαλισμένους εξακολουθούν να ισχύουν.

Με το άρθρο 8 ορίζεται ότι η σύνταξη καθορίζεται στο 80% των τελευταίων πριν τη συνταξιοδότηση συνολικών μηνιαίων αποδοχών.

Με το άρθρο 9 ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι απαλλάσσονται από τις εισφορές τους για τον κλάδο υγείας - πρόνοιας και απολαμβάνουν δωρεάν τις παροχές του κλάδου αυτού από το δημόσιο σύστημα υγείας.

Με το άρθρο 10 ορίζεται ότι κάθε διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου καταργείται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επιμέρους διατάξεις του.

Με το άρθρο 11 ορίζεται ότι η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επιμέρους διατάξεις του».


Τα άρθρα της Πρότασης Νόμου

Αρθρο 1ο

1. Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται εντός τριετίας από τη δημοσίευση του παρόντος και σε ετήσιες ισόποσες δόσεις, να καταβάλει στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, πλήρη αποζημίωση για τις απώλειες που υπέστησαν από τη δέσμευση των διαθεσίμων κεφαλαίων τους κατ' εφαρμογή του α.ν. 1611/1950, από το έτος 1951 μέχρι σήμερα.

2. Ως μέτρο για τον προσδιορισμό της πιο πάνω απώλειας των ασφαλιστικών οργανισμών λαμβάνεται υπ' όψη η διαφορά που προκύπτει από το επιτόκιο καταθέσεων των διαθεσίμων των ασφαλιστικών οργανισμών και το ανώτατο επιτόκιο δανεισμού του δημοσίου ή καταθέσεων των τραπεζών.

Αρθρο 2ο

Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει να καταβάλει έντοκα εντός εξαμήνου στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης τα ποσά που διέθεσαν για την αγορά των «δομημένων ομολόγων», καθώς και να καλύψει κάθε άλλη ζημιά που έχουν υποστεί.

Αρθρο 3ο

  • Τα διαθέσιμα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης τοποθετούνται μόνον σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, μη διαπραγματεύσιμους, με εγγυημένη απόδοση, η οποία θα υπερκαλύπτει το ύψος του πληθωρισμού, και με επιτόκιο που θα είναι τουλάχιστον ίσο με το ανώτατο επιτόκιο δανεισμού του δημοσίου, χωρίς τη μεσολάβηση οποιουδήποτε τρίτου.
  • Κάθε αντίθετη διάταξη που επιτρέπει την τοποθέτηση των διαθέσιμων κεφαλαίων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης σε μετοχές ή άλλου είδους χρηματοοικονομικά προϊόντα ή τίτλους καταργείται.

Αρθρο 4ο

  • Με τη δημοσίευση του παρόντος οι μετοχές καθώς και τα άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα που κατέχουν οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης μεταβιβάζονται με πώληση στην τρέχουσα τιμή στο Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς καμία επιβάρυνση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από φόρους, τέλη, δικαιώματα τρίτων κλπ.
  • Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται εντός τριετίας και σε ετήσιες ισόποσες δόσεις να καταβάλει στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης πλήρη αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστησαν από την αγορά μετοχών ή οποιουδήποτε άλλου είδους χρηματοοικονομικών προϊόντων, σε σχέση με την τιμή αγοράς και την τρέχουσα τιμή του.

Αρθρο 5ο

Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται εντός τριετίας από τη δημοσίευση του παρόντος και σε ετήσιες ισόποσες δόσεις να καταβάλει έντοκα και στο σύνολό της στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, την οφειλόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 2084/1992, αλλά μη καταβληθείσα συμμετοχή του Κράτους στα πλαίσια της τριμερούς χρηματοδότησης, των εισφορών των ασφαλισμένων από 1.1.1993.

Αρθρο 6ο

  • Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος κάθε οφειλή του από μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών που οφείλει ως εργοδότης, καθώς και από την παρακράτηση προβλεπομένων από τη νομοθεσία πόρων αλλά μη αποδοθέντων.
  • Τα αρμόδια υπουργεία οφείλουν να πάρουν όλα τα μέτρα για την άμεση και ολοσχερή καταβολή των οφειλών των ιδιωτών εργοδοτών τόσο για τις εισφορές που βαρύνουν τους ίδιους όσο και τις εισφορές των εργαζομένων που έχουν παρακρατήσει αλλά δεν έχουν αποδώσει, στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.

Αρθρο 7ο

  • Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, τον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτοί ορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, δικαιούνται πλήρη σύνταξη γήρατος από τα ασφαλιστικά ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης στα οποία υπάγονται:

Α) με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους οι άνδρες και του 55ου έτους της ηλικίας τους οι γυναίκες. Για τους εργαζόμενους που εργάζονται στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα το όριο αυτό είναι 55 και 50 χρόνια, αντίστοιχα.

Β) Ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας με τη συμπλήρωση 30 χρόνων ασφάλισης ή 9.000 ημερών ασφάλισης.

  • Οι εργαζόμενοι κατοχυρώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εφόσον συμπληρώνουν χρόνο ασφάλισης 4.050 ημερών.
  • Τυχόν ισχύουσες ευνοϊκότερες ειδικές διατάξεις για τους ασφαλισμένους εξακολουθούν να εφαρμόζονται.

Αρθρο 8ο

Το ύψος της πλήρους σύνταξης καθορίζεται στο 80% των τελευταίων, πριν τη συνταξιοδότηση, συνολικών μηνιαίων αποδοχών.

Αρθρο 9ο

Οι εργαζόμενοι απαλλάσσονται από την καταβολή εισφορών για τον κλάδο Υγείας - Πρόνοιας και απολαμβάνουν δωρεάν τις παροχές αυτού του κλάδου από το δημόσιο σύστημα Υγείας.

Αρθρο 10ο

Κάθε διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος καταργείται εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επιμέρους διατάξεις του.

Αρθρο 11ο

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επιμέρους διατάξεις του.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ