ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Ιούνη 2014
Σελ. /40
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ
«Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση»

Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

Στις πρόσφατες εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής», περιλαμβάνεται το έργο της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση». Η «Σύγχρονη Εποχή», επανεκδίδοντας το «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» αναδεικνύει την επαναστατική αιχμή του συγγραφικού έργου της Ρόζας Λούξεμπουργκ, όχι ως απλή ιστορική υπενθύμιση, αλλά ως μια εργασία που διατηρεί τη ζωντάνια της και την επικαιρότητά της στο σήμερα. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει ο καθένας διαβάζοντας το συγκεκριμένο έργο. Στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης του «Ριζοσπάστη», θα γίνει αναφορά σε βασικές πλευρές που δείχνουν τη συμβολή της Ρόζας Λούξεμπουργκ στον επαναστατικό μαρξισμό - στην επαναστατική πολιτική ανάλυση.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε το 1871 στην Πολωνία, μέρος τότε της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και από νεαρή ηλικία πήρε μέρος στο επαναστατικό κίνημα σε Πολωνία, Ρωσία και Γερμανία. Η ζωή και η δράση της έληξαν στις 15 Γενάρη 1919, όταν, μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ πιάστηκαν και δολοφονήθηκαν άγρια από αστικά στρατιωτικά σώματα που λειτουργούσαν υπό την εποπτεία της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης με υπουργό στρατιωτικών τον σοσιαλδημοκράτη ηγέτη Γ. Νόσκε.

Την επόμενη μέρα της άγριας δολοφονίας, στις 16 Γενάρη, η εφημερίδα του SPD η «Vorwarts», έγραφε ψευδώς ότι η Λούξεμπουργκ λιντσαρίστηκε από το πλήθος και ότι ο Λίμπκνεχτ σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να αποδράσει. Η αρχική προσπάθεια να συγκαλυφτεί πλήρως το έγκλημα απέτυχε καθώς κατάφερε να το ξεσκεπάσει ο Λέο Γιόγκιχες, ηγέτης για λίγες μέρες του νεοσύστατου ΚΚ Γερμανίας, που δολοφονήθηκε και αυτός λίγο αργότερα. Εγινε μια παρωδία δίκης μετά από εντολή του Νόσκε, όπου οι ίδιοι οι δολοφόνοι, σε δικό τους στρατιωτικό δικαστήριο, δίκασαν τον εαυτό τους και τον αθώωσαν. Οι δολοφόνοι επί σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης έκαναν λαμπρή καριέρα στον κρατικό μηχανισμό και φυσικά διέπρεψαν και στο ναζιστικό καθεστώς.

Σήμερα, η παλιά ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και η νέα του ΚΕΑ, καθώς και ο οπορτουνισμός χρησιμοποιούν την Ρόζα Λούξεμπουργκ ως ένα αβλαβές εικόνισμα, όπως έχει συμβεί και με άλλους κομμουνιστές επαναστάτες. Ετσι, λειτουργούν ιδρύματα με το όνομά της, γίνονται εκδηλώσεις στο όνομά της, που καμιά σχέση δεν έχουν με την επαναστατική αιχμή του έργου της - αντίθετα το διαστρεβλώνουν κατάφωρα.

Ο Λένιν για την Ρόζα Λούξεμπουργκ

Εκτεταμένη παρουσίαση της δράσης και του έργου της Ρόζας Λούξεμπουργκ θα βρει ο αναγνώστης στην εισαγωγή του Gunter Radczun στην έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής», ωστόσο έχει ξεχωριστή σημασία η περιεκτική αποτίμηση του έργου και της δράσης της Ρόζας Λούξεμπουργκ και της θεωρητικής της κληρονομιάς όπως τη διατυπώνει ο Β. Ι. Λένιν το 1922. «... οι αετοί μπορεί καμιά φορά να πετάξουν και χαμηλότερα από τις κότες, μα οι κότες δεν μπορούν να πετάξουν ποτέ στα ύψη που πετάν οι αετοί. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έπεσε έξω στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Πολωνίας, έπεσε έξω το 1903 στην εκτίμηση του μενσεβικισμού, έπεσε έξω στη θεωρία της συσσώρευσης του κεφαλαίου, έπεσε έξω όταν τον Ιούλη 1914, μαζί με τους Πλεχάνοφ, Βαντερβέλνε Κάουτσκι κ.ά. υπεράσπιζε την ένωση των μπολσεβίκων με τους μενσεβίκους, έπεσε έξω σ' αυτά που έγραψε στη φυλακή το 1918 (η ίδια μάλιστα, όταν βγήκε από τη φυλακή στα τέλη του 1918 και στις αρχές του 1919, διόρθωσε ένα μεγάλο μέρος των λαθών της). Μα, παρά τα λάθη της αυτά ήταν και παραμένει ένα αετός και όχι μόνο η μνήμη της θα είναι πάντα ιερή για τους κομμουνιστές όλου του κόσμου, μα και η βιογραφία της και η πλήρης συλλογή των έργων της (τα οποία πολύ τα καθυστερούν οι Γερμανοί κομμουνιστές και που ως ένα βαθμό δικαιολογούνται από τον αφάνταστο αριθμό των θυμάτων που έχουν και από το σκληρό αγώνα που κάνουν) θα είναι ένα διδακτικότατο μάθημα, που θα διαπαιδαγωγεί πολλές γενιές κομμουνιστών σε όλο τον κόσμο. "Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, ύστερα από τις 4 Αυγούστου 1914, είναι ένα πτώμα που βρωμά" - μ' αυτό το απόφθεγμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ θα συνδεθεί το όνομά της στην Ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Και στο σκουπιδαριό του εργατικού κινήματος, ανάμεσα σε σωρούς κοπριάς, οι κότες σαν τον Παούλ Λεβί, τον Σάιντενμαν, τον Κάουτσκι και όλη αυτή την παρέα, θα εκδηλώσουν φυσικά το μεγάλο θαυμασμό τους στα λάθη της μεγάλης κομμουνίστριας. Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί».1

Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;

Το ερώτημα στον τίτλο του βιβλίου «κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση» δεν τέθηκε πρώτη φορά το 1899 ούτε ήταν φυσικά και η τελευταία. Στις θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο, διαπιστώνεται: «Με διάφορες μορφές και τρόπους σε όλες τις εξελίξεις της περιόδου 2009 - 2012 η ιδεολογική διαπάλη, εκεί που έφτανε η φωνή του Κόμματος, κινήθηκε γύρω από το ερώτημα: Διαχείριση της κρίσης ή διέξοδος υπέρ του λαού; Με άλλα λόγια: Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;».

Το «Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1899 και τα κείμενα που το απαρτίζουν γράφτηκαν στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης της Ρόζας Λούξεμπουργκ με τον Εντουαρντ Μπερνστάιν και γενικότερα με την πρακτική του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD).

Από πολύ νωρίς, η Ρ. Λούξεμπουργκ αντιτάχθηκε στον οπορτουνισμό και το ρεφορμισμό των κομμάτων της Β΄ Διεθνούς, ιδιαίτερα ενάντια στη γραμμή του SPD, στο οποίο ήταν στέλεχος. Αντέταξε μια σθεναρή και συνεπή γραμμή υπεράσπισης του επαναστατικού μαρξισμού ενάντια στον αναθεωρητισμό του Μπερνστάιν και τη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις - τον κυβερνητισμό - που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στις γραμμές των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων της Β΄ Διεθνούς. Η αντιπαράθεση πυροδοτήθηκε από την υπουργοποίηση του Αλεξάντρ Μιλεράν στη Γαλλία τον Ιούνη 1899. Αρκετοί σοσιαλδημοκράτες της εποχής άσκησαν κριτική στο φαινόμενο Μιλεράν (για δευτερεύοντα και επιμέρους ζητήματα, π.χ. γιατί έγινε υπουργός δίχως να συνεννοηθεί με το κόμμα του), ενώ ο Μπερνστάιν υπερασπίστηκε εφ' όλης της ύλης τον Μιλεράν. Ο Μπερνστάιν πλέον πρόβαλε σε επίπεδο θεωρίας τη συνολική αναθεώρηση του μαρξισμού.

Ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ άνοιξαν συνολικό μέτωπο όχι μόνο ενάντια στους Μπερνστάιν και Μιλεράν, αλλά συνολικά ενάντια στην πρακτική των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Ο Λένιν στο έργο του «Τι να κάνουμε» αναδεικνύει πως ο Μπερνστάιν, αναθεωρώντας τον Μαρξ, διακήρυξε σε επίπεδο θεωρίας αυτό που ήδη είχε συντελεστεί στην πράξη στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας - την αποδοχή του καπιταλιστικού συστήματος, του αστικού κοινοβουλευτισμού, τη συναίνεση στη διαχείρισή του. Εγραφε: «Ο Μιλεράν πρόσφερε ένα θαυμάσιο δείγμα αυτού του πραχτικού μπερνσταϊνισμού - δικαιολογημένα λοιπόν και ο Μπερνστάιν και ο Φόλμαρ έσπευσαν με τόσο ζήλο να υπερασπίσουν και να εξυμνήσουν τον Μιλεράν!». Ο Λένιν επισημαίνει τη διαφθορά των εργατικών συνειδήσεων στην οποία οδηγεί ο κυβερνητισμός: «... η αμοιβή για την έσχατη αυτή ταπείνωση και αυτοεξευτελισμό του σοσιαλισμού μπροστά σ' όλο τον κόσμο, για τη διαφθορά της σοσιαλιστικής συνείδησης των εργατικών μαζών - της μοναδικής αυτής βάσης που μπορεί να μας εξασφαλίσει τη νίκη - η αμοιβή για όλα αυτά είναι τα πομπώδη σχέδια για κάτι τιποτένιες μεταρρυθμίσεις, τόσο τιποτένιες ώστε ακόμα και αστικές κυβερνήσεις να έχουν κατορθώσει να αποσπάσουν περισσότερα πράγματα!» (Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε»).2

Ο Μπερνστάιν διακήρυττε πλέον πως «ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, το κίνημα είναι το παν», παραδεχόταν αποκλειστικά τη συνδικαλιστική και πολιτική προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού και το στόχο για τη βελτίωσή του.

Η Λούξεμπουργκ αναδείκνυε τον εξ αντικειμένου περιορισμένο χαρακτήρα της οικονομικής πάλης και αναδείκνυε την ανάγκη πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας - την ένταξη της δράσης κάτω από αυτό το σκοπό: «...ο πρακτικός καθημερινός αγώνας της σοσιαλδημοκρατίας χάνει σε τελική ανάλυση και την οποιαδήποτε σχέση με το σοσιαλισμό. Η μεγάλη σοσιαλιστική σημασία του συνδικαλιστικού και πολιτικού αγώνα βρίσκεται στο ότι κοινωνικοποιούν τη γνώση, τη συνείδηση της εργατικής τάξης. Οταν κατανοούνται σαν μέσα για την άμεσα κοινωνικοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας, όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται σ' αυτή την επίδραση που τους προσάπτεται, αλλά χάνουν ταυτόχρονα και την άλλη [μόνη κοινωνικά δυνατή] σημασία τους: Παύουν να είναι μέσα διαπαιδαγώγησης της εργατικής τάξης για την προλεταριακή επανάσταση» (σελ. 99 - 100).

Από την ανάποδη, η λογική του Μπερνστάιν (και όχι μόνο) καλλιεργούσε την ταξική ειρήνη, έφτανε στο σημείο να απορρίπτει ακόμα και την κατώτερη μορφή της ταξικής πάλης, να τη θεωρεί αναίτια, παραβλέποντας τους αντικειμενικούς οικονομικούς όρους που τη γεννούν. Και την αιτιολογούσε τελικά περίπου ως μια αντίδραση της εργατικής τάξης απέναντι σε μια περίσταση ακραίας πολιτικής καταπίεσης. Οπως χαρακτηριστικά και ειρωνικά γράφει η Ρ. Λ. την έβλεπε «... όχι σαν νόμιμο παιδί της καπιταλιστικής κοινωνίας αλλά σαν νόθο παιδί της αντίδρασης». Μέσα από το έργο που παρουσιάζουμε, αναδεικνύεται πως δίχως την πάλη που έχει στο επίκεντρό της την αλλαγή τάξης στην εξουσία ούτε πάλη για οικονομικές διεκδικήσεις μπορεί να διεξάγεται με συνέπεια.

Διαβάζοντας την παρούσα έκδοση, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς πόσο παλιά είναι μια σειρά από φληναφήματα (π.χ. δίκτυα συνεταιρισμών, κοινωνική οικονομία κ.λπ.), μια σειρά από κοινωνικά γιατροσόφια που ο ρεφορμισμός και ο οπορτουνισμός τα παρουσιάζουν και σήμερα ως καινοτόμα και κινηματική σκέψη.

Αξίζει να κλείσουμε με την εξής φράση της Ρ. Λ.: «Οποιος εκφράζεται υπέρ του μεταρρυθμιστικού δρόμου μέσω των νόμων, αντί και σε αντίθεση με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και με την ανατροπή της κοινωνίας, αυτός δεν επιλέγει στην πραγματικότητα έναν άλλο πιο ήσυχο, ασφαλή, αργό δρόμο για τον ίδιο στόχο, αλλά έναν άλλο στόχο, δηλαδή αντί για την πραγματοποίηση ενός νέου κοινωνικού καθεστώτος θέλει να επιφέρει μόνο ασήμαντες αλλαγές στο παλιό».

Παραπομπές:

1. Β. Ι. Λένιν: «Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου», «Απαντα» τόμ. 44 σελ. 421 - 422.

2. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τόμος 6, σελ. 8


Βιβλιοπαρουσίαση στη Θεσσαλονίκη

Το βιβλίο του Μάκη Μαΐλη «Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967» παρουσιάζεται από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», το Σάββατο 21 Ιούνη, στις 7 το απόγευμα, στη νέα παραλία Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του 33ου Φεστιβάλ Βιβλίου. Τη βιβλιοπαρουσίαση θα κάνει ο Κώστας Σκολαρίκος, ιστορικός.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ