ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 15 Φλεβάρη 2020 - Κυριακή 16 Φλεβάρη 2020
Σελ. /40
ΚΥΡ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ - ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ
Αντεργατική «ομοφωνία» κάτω από τον κουρνιαχτό

Eurokinissi

Ευκαιρία για να «πλειοδοτήσουν» σε μέτρα στήριξης της ανάπτυξης για λογαριασμό του κεφαλαίου, την οποία και παρουσίασαν ως όρο για να δουν οι εργαζόμενοι άσπρη μέρα, βρήκαν στη συζήτηση στη Βουλή η κυβέρνηση της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, που παράλληλα έστησαν πάνω σε αυτό το κοινό έδαφος και άλλη μια κακοστημένη παράσταση για το ποιος σακάτεψε περισσότερο και ποιος λιγότερο τα εργασιακά δικαιώματα.

Ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, αξιοποιώντας το βολικό «πινγκ πονγκ» με τον ΣΥΡΙΖΑ, παρουσίασε μια «μαγική εικόνα» για τους εργαζόμενους παρουσιάζοντας επιλεκτικά επιμέρους στοιχεία, που ωστόσο δεν κρύβουν στο παραμικρό τη μεγάλη εικόνα του εργασιακού μεσαίωνα που βιώνουν οι εργαζόμενοι.

Παρουσιάζοντας τα μέτρα υπέρ των επιχειρηματικών ομίλων ως προϋπόθεση τάχα για την ανάκτηση των απωλειών των εργαζομένων, υποστήριξε ότι η πολιτική του είναι «ταυτόχρονα φιλοεπενδυτική και φιλολαϊκή», ότι υπηρετεί το προεκλογικό τους σύνθημα «ανάπτυξη για όλους», απαριθμώντας τα μέτρα για τη θωράκιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου («μειώνουμε τους φόρους, απλοποιούμε το αδειοδοτικό περιβάλλον, διευκολύνουμε τις επιχειρήσεις στο μέτωπο της ρευστότητας» κοκ) και τάζοντας στο λαό κάποια υποτιθέμενα οφέλη που θα δει κάποια στιγμή στο ...μέλλον κι αφού πάνω στο έδαφος της αντιλαϊκής επίθεσης προχωρήσουν οι πολύφερνες «επενδύσεις», τάζοντας ότι «σε βάθος τετραετίας τα θετικά αποτελέσματα από αυτές τις μεγάλες επενδύσεις θα είναι απολύτως ορατά στην ελληνική κοινωνία».

Στο ίδιο πνεύμα, εστίασε στα εύσημα που λαμβάνει από το εξωτερικό για την πορεία της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας, τονίζοντας ξανά ότι στη ΝΔ ήρθαν «ως κυβέρνηση αποφασισμένη να υλοποιήσουμε τολμηρές μεταρρυθμίσεις», κόντρα στον «φόβο απέναντι σε οποιαδήποτε αλλαγή» π.χ. τα μέτρα ενάντια στην «υπερφορολόγηση της εργασίας».

Σε ό,τι αφορά το παραπέρα χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων, που αποτελεί και το «αγκωνάρι» της ανάπτυξης για λογαριασμό του κεφαλαίου, ο πρωθυπουργός υπερασπίστηκε τη διάταξη για την εξαίρεση από τις ΣΣΕ, λέγοντας ότι «καλώς προβλέπεται αυτή η εξαίρεση σε περιπτώσεις που μία επιχείρηση, με τη σύμφωνη γνώμη εργαζομένων και εργοδοσίας, (σ.σ. θέλει) να αποφύγει το φάσμα της χρεοκοπίας», κρύβοντας βέβαια ότι πρόκειται για κερκόπορτα κατάργησης των ΣΣΕ, όπως δείχνει και η περίπτωση του Επισιτισμού.

Για, δε, τη λεγόμενη επεκτασιμότητα των κλαδικών Συμβάσεων Εργασίας, παρέπεμψε στην ισχύουσα «διαδικασία», που προβλέπει ότι μια τέτοια κλαδική «πρέπει να απηχεί τις απόψεις της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων», το 50% + 1, για να επεκταθεί και περαιτέρω, «διαδικασία» που παραπέμπει κι αυτήν ακόμα τη μίζερη - με βάση τις ανάγκες - πρόβλεψη της επεκτασιμότητας στις ελληνικές καλένδες.

Για την κατάργηση του «βάσιμου λόγου απόλυσης», που αφαιρεί και το τελευταίο τυπικό φύλλο συκής ώστε η εργοδοσία «να μη δίνει λογαριασμό» για τις απολύσεις, επιστράτευσε πάλι την αστειότητα ότι πρόκειται για κίνηση τάχα κόντρα στο «ηλεκτρονικό φακέλωμα», ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης που νομοθέτησε το φακέλωμα σωματείων και συνδικάτων και των μελών τους.

Για τον κατώτατο μισθό, επιβεβαιώνοντας ότι η κάθε κυβέρνηση «χτίζει» πάνω στα «έργα και τις ημέρες» της προηγούμενης, θύμισε ότι το 2013 ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θέσπισαν το κατώτατο όριο αμοιβής των εργαζομένων, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το διατήρησε και τόνισε ότι ο κατάπτυστος νόμος Βρούτση - Αχτσιόγλου θα εφαρμοστεί, «ακριβώς όπως προβλέπεται» με «μία συγκεκριμένη διαδικασία ανάλογα με την πορεία της οικονομίας», συνιστώντας «υπομονή μέχρι το τέλος Ιουνίου, όταν θα έχουμε στη διάθεσή μας όλα τα στοιχεία και θα μπορούμε να νομοθετήσουμε με ευθύνη και ρεαλισμό», επιβεβαιώνοντας δηλαδή ότι σε συνεννόηση με ΣΕΒ, μεγαλοεργοδοσία, εργοδοτικό συνδικαλισμό και με Υπουργική Απόφαση, θα αποφασίσουν σε ...λελογισμένα όρια, ανάλογα με τις ανάγκες και «αντοχές» της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αλλωστε, και αργότερα, προϊδεάζοντας για τα όποια ψίχουλα ίσως φέρει το καλοκαίρι, επιχειρηματολόγησε γιατί δεν θα καταφύγει σε σχετική «πλειοδοσία κατώτερου μισθού» αυξήσεων, ως ένδειξη «υπευθυνότητας». Εως τότε, απευθυνόμενος προς τον ΣΥΡΙΖΑ και «κρούοντας ανοιχτές θύρες», τον κάλεσε «αν ενδιαφέρεστε τόσο πολύ για την αύξηση του κατώτατου μισθού, τότε βοηθήστε και εσείς να τονωθεί η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας που θα την επιτρέψει»...

Ενώ, στο ίδιο πνεύμα, επιτέθηκε προσωπικά στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, που ως πρωθυπουργός πρωτοστάτησε στη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος, ανοίγοντας με κάθε τρόπο το δρόμο για τους μαζικούς πλειστηριασμούς, ότι δεν ενδιαφέρεται για τις τράπεζες.

Αντίστοιχα, και σε ένα θέμα πρώτης γραμμής στην επικαιρότητα, επιχειρηματολογώντας ότι «το κράτος δεν μπορεί να κάνει τον επιχειρηματία», ανέφερε ως παράδειγμα τη ΛΑΡΚΟ, για την οποία υποστήριξε ότι τάχα η κυβέρνηση ...αγωνίζεται «για να πάψει να είναι μια "μαύρη τρύπα"», αποσιωπώντας ότι η πολιτική όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων απαξίωσε συνειδητά την επιχείρηση για να πάρει το δρόμο της ιδιωτικοποίησης.

Με τα γνωστά παραμύθια της «δίκαιης» καπιταλιστικής ανάπτυξης

Ευκαιρία να αναπαράγει τις γνωστές αυταπάτες για τη δυνατότητα μιας φιλολαϊκής διαχείρισης του εκμεταλλευτικού συστήματος και μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης που τάχα θα είναι επωφελής για όλους, βρήκε ο τέως πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, απευθύνοντας στην κυβέρνηση κατηγορίες για ...αντιαναπτυξιακή πολιτική, προσπερνώντας ότι η κυβέρνηση χτίζει πάνω στην αντεργατική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και κρύβοντας ότι συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι η ένταση της εκμετάλλευσης.

«Κατά την εκτίμησή μας δεν μπορούμε να έχουμε διατηρήσιμη ανάπτυξη, αν δεν έχουμε δίκαιη ανάπτυξη και αν οι εργαζόμενοι, η εργατική τους δύναμη και τα δικαιώματά τους δεν τηρούνται και δεν υπάρχει προοπτική ενίσχυσης του εισοδήματός τους», ισχυρίστηκε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης της πλήρους απελευθέρωσης των απολύσεων, του αντιασφαλιστικού νόμου Κατρούγκαλου, του απεργοκτόνου νόμου, της υλοποίησης του νόμου της κυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ για τη μόνιμη καθήλωση του κατώτατου μισθού κ.ά., που θωρακίζουν τη «βιωσιμότητα» της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα για την ασφυκτική για τους εργαζόμενους πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στους χώρους δουλειάς, ο Αλ. Τσίπρας ισχυρίστηκε ότι η δική του κυβέρνηση υπεράσπισε τους εργαζόμενους, μεταξύ άλλων και ενδυναμώνοντας το ΣΕΠΕ, όταν στην πραγματικότητα, διατηρώντας και ενισχύοντας όλο το αντεργατικό πλαίσιο που παρέλαβε από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, έθρεψε την εργοδοτική ασυδοσία και αυθαιρεσία, με τον ΣΕΠΕ να καταλήγει να γίνεται «φύλλο συκής» μιας ανύπαρκτης «φιλεργατικής νομιμότητας» και «κοινωνικός συμφιλιωτής» σε μια αγορά εργασίας όπου ξεσαλώνει «και με τον νόμο» η εργοδοσία.

Με το βλέμμα άλλωστε σταθερά στραμμένο στην καπιταλιστική κερδοφορία - όπως ορίζει άλλωστε και ο δικός τους κατάπτυστος νόμος Βρούτση-Αχτσιόγλου - ο Αλ. Τσίπρας ζήτησε αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς για «να πέσει στην αγορά ζεστό χρήμα», παρουσιάζοντας ως υπαίτιες της κρίσης τις «νεοφιλελεύθερες συνταγές», για να ισχυριστεί πως με μια άλλη διαχείριση «εντός των τειχών» του συστήματος αυτή μπορεί να αποφευχθεί.

Παράλληλα, δείχνοντας το ρόλο «χειροκροτητή» των αντιλαϊκών κυβερνήσεων, στον οποίο θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ το εργατικό κίνημα, αλλά και προκαλώντας ανοιχτά τα δεκάδες Συνδικάτα, Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα, την πρόταση των οποίων για επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων απέρριψε ως κυβέρνηση, έφτασε να πει ότι η κυβέρνησή του ήταν... σε μια διαρκή μάχη για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά δεν είχε τη στήριξη «από την αντιπολίτευση τότε, αλλά ούτε και από τα συνδικάτα».

ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ
Κοινή συνισταμένη η ανάπτυξη για λογαριασμό του κεφαλαίου

Με τις αντιδραστικές τους προτάσεις για τα Εργασιακά, που φέρουν ατόφια τη σφραγίδα των αξιώσεων του κεφαλαίου προσήλθαν στη συζήτηση και οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί των αστικών κομμάτων.

Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, Φώφη Γεννηματά, παρουσίασε τις «εναλλακτικές», προτάσεις του κόμματός της ισχυριζόμενη ότι οδηγούν σε «μία ανάπτυξη πραγματικά για όλους». Προτάσεις απευθείας από τα συρτάρια του κεφαλαίου όπως, για παράδειγμα, η «παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα», τέτοια που «για κάθε 100 ευρώ φορολογία, μία εταιρεία να απαλλάσσεται κατά 150 ευρώ», «κατοχύρωση των δικαιωμάτων της νέας γενιάς με κίνητρα προς τους εργοδότες», και άλλα παρόμοια. Παράλληλα, παραπονέθηκε γιατί «ο κοινωνικός διάλογος έχει μπει στην κατάψυξη», υπερασπιζόμενη τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και του εργοδοτικού συνδικαλισμού στην παγίδευση των εργαζομένων.

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης, Κυρ. Βελόπουλος, στο ίδιο φόντο, διαμαρτυρήθηκε για «την υψηλή φορολόγηση των Ελλήνων επιχειρηματιών», οι οποίοι φεύγουν και έτσι τάχα δεν δημιουργούνται θέσεις εργασίας, ανέφερε ότι «οι πρόεδροι των κρατών είναι οι ντίλερ των εταιρειών» και έτσι θα πρέπει να λειτουργεί και η σημερινή κυβέρνηση αν θέλει να προσελκύσει επενδύσεις, χαρακτήρισε τους ελέγχους του ΣΕΠΕ στους χώρους δουλειάς «αστυνομοκρατία», ενώ δεν παρέλειψε να επιδοθεί στις γνωστές εθνικιστικές και ρατσιστικές αναφορές του.

Ο επικεφαλής του ΜέΡΑ25, Γ. Βαρουφάκης, δήλωσε πως το κόμμα του «είναι διατεθειμένο να αγωνιστεί για πραγματικές λύσεις», όπως βάφτισε μια σειρά από διαχειριστικά μέτρα και επανέλαβε την πρότασή του «να καθίσουν γύρω από ένα τραπέζι» τα κόμματα να συζητήσουν για τα Εργασιακά και για το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων, για να βρουν λύσεις που τάχα θα συμβιβάζουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και εκείνα του λαού.

Αχθοφόροι

Χαρτοπόλεμο με ...στικάκια πυροδότησε η κίνηση του προέδρου του ΜέΡΑ25, Γ. Βαρουφάκη, να καταθέσει στη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή μέσα σε φάκελο «συσκευή με τις ηχογραφημένες συνεδριάσεις» του Γιούρογκρουπ της περιόδου του πρώτου 6μηνου του 2015, προκειμένου, όπως ισχυρίστηκε, να σταματήσει η ψευδολογία για εκείνη την περίοδο. Πρόσθεσε ακόμα ότι την περίοδο που ο ίδιος ήταν υπουργός Οικονομικών, ο Αλ. Τσίπρας του είχε «προτείνει να δώσουν τα πλεονάσματα στην τρόικα για να πάρουν τα Εργασιακά». Ακαριαία αντέδρασε ο πρόεδρος της Βουλής, λέγοντας πως το Κοινοβούλιο δεν θα γίνει «αχθοφόρος» απομαγνητοφωνήσεων. Είναι φανερό ότι η κίνηση αυτή του Βαρουφάκη, πέρα από τη δημιουργία εντυπώσεων και το «ξέπλυμα» της δικής του ευθύνης (ως πρώην υπουργού) για την κοροϊδία του λαού, στόχο έχει να παρέμβει και στις διεργασίες μέσα κι έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά και τη δημοσιοποίηση του «απολογισμού» για την κυβερνητική θητεία του. Οπως και να 'χει, τα όσα κατά καιρούς ακούγονται, είτε από τους «απολογισμούς» του ΣΥΡΙΖΑ είτε από τις «αποκαλύψεις» πρωταγωνιστών της εποχής, φανερώνουν το ανελέητο παζάρι που έστησαν στην πλάτη του λαού για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, με κατάληξη το 3ο κατά σειρά μνημόνιο. Οσο για την «ψευδολογία» που επικαλείται ο Βαρουφάκης, αυτή δεν είναι άλλη από το ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη μπορεί να είναι «δίκαιη», να χωράει και τα κέρδη και τα «πλεονάσματα» του κεφαλαίου και τα δικαιώματα και τις ανάγκες των εργαζομένων. Σε αυτήν την ψευδολογία, που ακούστηκε κατά κόρον την Παρασκευή από όλους τους «αχθοφόρους» του κεφαλαίου, από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ έως το ΜέΡΑ25, χρειάζεται να κάνει «delete» ο λαός και να περάσει στην αντεπίθεση για τις δικές του ανάγκες.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ