ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 15 Φλεβάρη 2020 - Κυριακή 16 Φλεβάρη 2020
Σελ. /40
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Σχετικά με τη μετατροπή των μεγαλύτερων κρατικών μουσείων σε ΝΠΔΔ

Αλλος ένας κρίκος στη βαθύτερη επιχειρηματική λειτουργία των μουσείων και των χώρων της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι οι κυβερνητικές εξαγγελίες για μετατροπή των μεγαλύτερων κρατικών μουσείων της χώρας σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Λέγεται ότι η υπόθεση αυτή αφορά το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό Μουσείο, το Νομισματικό Μουσείο και το Επιγραφικό Μουσείο στην Αθήνα, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου και το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης στην Κέρκυρα.

Μία αρνητική εξέλιξη με σύνθετες και πολύπλευρες συνέπειες

- Η μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ διαφημίζεται ως μέτρο που θα συμβάλει στην «αυτοτέλεια» και την «αυτονομία» τους, στην απελευθέρωσή τους δηλαδή από τον κεντρικό κρατικό εναγκαλισμό, γεγονός που θα τους επιτρέψει να αναπτύξουν την πρωτοβουλία και την ελκυστικότητά τους. Στην πραγματικότητα πίσω από τις έννοιες «αυτοτέλεια» και «αυτονομία», των οποίων απαράβατη προϋπόθεση είναι και η «αυτοχρηματοδότηση», το καθήκον δηλαδή για διεύρυνση των ίδιων εσόδων των μουσείων, βρίσκεται η λειτουργία τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, η ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα μουσεία θα πρέπει να μάθουν να εφευρίσκουν τρόπους για να μεγιστοποιήσουν τα έσοδά τους αναπτύσσοντας κάθε είδους δραστηριότητες, προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερους «πελάτες». Να προσφέρουν δηλαδή τουριστικό θέαμα, σε βάρος της πραγματικής αποστολής τους που θα έπρεπε να είναι η συμβολή τους στην άνοδο του πολιτιστικού - μορφωτικού επιπέδου. Με «όχημα» τη θεαματικότητα, το πιθανότερο είναι ότι σημαντικά, αλλά όχι εντυπωσιακά, αντικείμενα θα παραμένουν στις αποθήκες, οι περιοδικές εκθέσεις θα επικεντρώνονται επιλεκτικά σε θέματα τραβηχτικά, αντί άλλων πιο ουσιαστικών, η παρουσίαση των εκθεμάτων θα υπεραπλουστεύεται, για να μη γίνεται κουραστική κ.λπ. Φυσικά, η μαζικοποίηση του κοινού δεν είναι υποχρεωτικό να προέρχεται αποκλειστικά από εκείνους που θα το επισκέπτονται για τα εκθέματά του. Χαρακτηριστικά, το πρώτο πράγμα που βλέπει κανείς όταν επισκέπτεται το site του Μουσείου της Ακρόπολης είναι το κάλεσμα προς το κοινό να απολαύσει το «ιδιαίτερο μενού για του Αγίου Βαλεντίνου» ή το αντίστοιχο της Τσικνοπέμπτης.

Ο ευρύτερος στόχος είναι να βελτιωθεί η θέση της Ελλάδας ως χώρας τουριστικού προορισμού, που στη σημερινή καπιταλιστική πραγματικότητα συνδέεται με την ενίσχυση της κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας των κλάδων της οικονομίας που σχετίζονται με την πολιτιστική κληρονομιά (τουρισμός, εμπόριο, αγορά ακινήτων, κατασκευές κ.λπ.).

- Μεγάλο πλήγμα θα δεχτεί και η ανάπτυξη της επιστήμης της Αρχαιολογίας και των άλλων επιστημονικών κλάδων που εμπλέκονται στην προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς η έρευνα και η μελέτη του αρχαιολογικού υλικού τους ή ο εμπλουτισμός του από τις ανασκαφές θα υποβαθμίζονται σε όφελος της εμπορικής τους δραστηριότητας. Στο επιχειρηματικό μουσείο οι επιστήμονές του θα κάνουν την επιστήμη τους πάρεργο για να επιδοθούν στο μάνατζμεντ και τις δημόσιες σχέσεις. Από τις επαφές και το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο θα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό η «ανταγωνιστικότητα», η φήμη και τα κέρδη του μουσείου.

- Στο όνομα της «αυτοχρηματοδότησης» δεν αποκλείεται παραπέρα μείωση στην κρατική χρηματοδότηση. Οι καταστροφικές συνέπειες της αποστασιοποίησης του κράτους από την ευθύνη του να καλύπτει ολοσχερώς τις ανάγκες λειτουργίας και συντήρησης των χώρων της πολιτιστικής κληρονομιάς εφαρμόζοντας τη λογική του κόστους - οφέλους εκδηλώθηκαν με τον πλέον τραγικό τρόπο στην περίπτωση της Παναγίας των Παρισίων. Ηδη μάλιστα συζητιέται η εκ νέου αύξηση των τιμών των εισιτηρίων για μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του «αυτόνομου» Μουσείου της Ακρόπολης, που για να μη χάσει έσοδα ούτε μιας μέρας, εξαιρεί τον εαυτό του από τη ρύθμιση για τα κρατικά μουσεία, η οποία προβλέπει ελεύθερη είσοδο την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα της χειμερινής περιόδου, έχοντας ελεύθερη είσοδο μόνο τέσσερις φορές το χρόνο.

- Η πολιτική της αυτοτέλειας - αυτοχρηματοδότησης οδηγεί σε ένα διαρκές κυνήγι ιδιωτικών χορηγιών από ιδρύματα, ΜΚΟ, επιχειρηματικούς ομίλους κ.λπ., κατάσταση που ανοίγει διάπλατα το δρόμο για την έμμεση ή άμεση εμπλοκή ιδιωτών στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς με κριτήρια τα επιχειρηματικά τους σχέδια. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της υπουργού Πολιτισμού, Λ. Μενδώνη, πριν από λίγες μέρες, στην Εθνική Πινακοθήκη, απευθυνόμενη σε στελέχη του ιδρύματος «Στ. Νιάρχος»: «Εσείς έχετε ανάγκη την επίσημη πολιτεία και η επίσημη πολιτεία δεν μπορεί πλέον να προχωρήσει χωρίς τον ιδιωτικό τομέα και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό και να σταματήσουν να ακούγονται φωνές εναντίον των ιδιωτών».

- Είναι φανερό ότι αυτή η «αποκέντρωση» των μουσείων συνεπάγεται τη δημιουργία μουσείων πολλών ταχυτήτων, την κατηγοριοποίησή τους δηλαδή ανάλογα με τα έσοδα που θα είναι σε θέση να εξασφαλίζουν. Τα μεγάλα κεντρικά μουσεία, που βρίσκονται σε χώρους αυξημένης τουριστικής κίνησης, θα ισχυροποιούνται απέναντι στα μικρότερα περιφερειακά που θα υποβαθμιστούν ακόμη περισσότερο προσπαθώντας να επιβιώσουν με τα ψίχουλα της κρατικής επιχορήγησης. Μέσα σ' αυτό το ανταγωνιστικό κλίμα το πιθανότερο είναι ότι κάθε μουσείο θα κρατά τα έσοδά του για τον εαυτό του και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ) θα σταματήσει να συλλέγει και να κατανέμει τα έσοδα ανά την επικράτεια.

- Η αποκοπή των μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν είναι απλώς ένα διοικητικό μέτρο, αλλά υποδηλώνει την αποκοπή των μουσείων από τον έλεγχο που ασκεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία έχει την ευθύνη της διάσωσης και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Βέβαια, η αυτονομία - αποκέντρωση των μουσείων κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι το κράτος θα πάψει να ελέγχει την υλοποίηση της πολιτικής του. Το αντίθετο. Σχεδόν βέβαιο είναι ότι η μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ θα συνοδευτεί με την επιβολή της «αξιολόγησης», ως μοχλού για την προώθηση των στόχων που θέτει η κυβέρνηση.

- Εύλογα γεννιέται η ανησυχία ότι οι αλλαγές αυτές δεν θα περιοριστούν στα κεντρικά μουσεία, αλλά σε μια πορεία θα αγκαλιάσουν το σύνολο των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων. Ηδη από τις προγραμματικές δηλώσεις της υπουργού διαφαίνεται ότι η κυβέρνηση απεργάζεται σχέδιο και για μεγάλους αρχαιολογικούς χώρους. «Να εκπονηθούν και να εφαρμοστούν πολιτικές για την ολοκληρωμένη βιώσιμη ανάπτυξη περιοχών με μείζονα μνημεία: Κνωσός, Μεσσήνη, Ρόδος, Δωδώνη, Δήλος, Φίλιπποι, Αμφίπολη, Βεργίνα, Ακαδημία Πλάτωνος», ανέφερε χαρακτηριστικά η Λ. Μενδώνη.

- Σίγουρο είναι ότι οι συνθήκες εργασίας θα χειροτερεύσουν. Σε έναν χώρο που έτσι κι αλλιώς οι εργαζόμενοι χρόνια τώρα γίνονται μάρτυρες και θύματα της πολιτικής που υποστελεχώνει τις εφορείες αρχαιοτήτων, τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους. Οι «ελαστικές» σχέσεις εργασίας και η απληρωσιά είναι η επωδός που συνοδεύει τους νέους εργαζόμενους στους χώρους. Χιλιάδες συμβασιούχοι, καθυστερήσεις πληρωμών, συνθήκες εργασίας χωρίς μέτρα ασφαλείας, ελλείψεις υλικοτεχνικών μέσων, προβλήματα στις μετακινήσεις και πολλά άλλα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συνολικές ελλείψεις σε προσωπικό του υπουργείου Πολιτισμού φτάνουν ή ξεπερνούν τους 2.500.

Διαχρονικές οι ευθύνες των κυβερνήσεων

Η παραπάνω εξέλιξη δεν είναι άσχετη με την πολιτική που ασκούν διαδοχικά όλες οι κυβερνήσεις στον τομέα του Πολιτισμού και δη της πολιτιστικής κληρονομιάς, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις της ΕΕ, που έχουν συναποφασίσει.

Σε κείμενό της η Κομισιόν με τίτλο «Προς μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς» (2014) προτάσσει ως το καλύτερο μοντέλο για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς στη σύγχρονη Ευρώπη, όπου οι δημόσιοι προϋπολογισμοί μειώνονται, τη μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και της «κοινωνίας των πολιτών». Δηλαδή, η διάσωση και η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς επαφίενται στην ελεημοσύνη των ιδιωτών χορηγών, που μέσω των ΜΚΟ και άλλων οργανώσεων προσκαλούνται να αναλάβουν με το αζημίωτο τη σωτηρία της.

Ετσι, όλες οι κυβερνήσεις, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, αντιμετωπίζουν την πολιτιστική κληρονομιά αγοραία, ως «βιτρίνα» που προσδίδει ισχυρή προστιθέμενη αξία. Αλλωστε, κοινή συνισταμένη τους είναι να προχωρήσουν τα επενδυτικά σχέδια που αφορούν την κερδοφορία του κεφαλαίου, και σ' αυτήν την κατεύθυνση αξιοποιείται και ο Πολιτισμός.

Παίρνοντας η κυβέρνηση της ΝΔ τη σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ σαρώνει σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους και αρχαιότητες, όπως στο Ελληνικό και το μετρό της Θεσσαλονίκης, για χάρη των επιχειρηματικών συμφερόντων και των επενδυτών. Παράλληλα, εκατοντάδες χώροι, όπως το Νομισματικό Μουσείο, το Ιτζεδίν, το Μπούρτζι, τα 36 ακίνητα στην Πλάκα κ.ά., παραμένοντας και επί ΣΥΡΙΖΑ στη λίστα της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ, περιμένουν τη σειρά τους για να «αξιοποιηθούν» από κάθε είδους «στρατηγικούς συμμάχους», όπως αποκαλούνται οι διάφοροι επιχειρηματίες επενδυτές. Τη μετατροπή μάλιστα των μουσείων σε ΝΠΔΔ την είχε σε ανύποπτο χρόνο προαναγγείλει ο πρώτος υπουργός Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, Ν. Ξυδάκης, ανακοινώνοντας ότι μελετάται η αλλαγή στο νομοθετικό πλαίσιο των μεγάλων μουσείων της χώρας, ώστε να λειτουργήσουν κατά το πρότυπο του Μουσείου Ακρόπολης.

Η πάλη πρέπει να ενταθεί

Η υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των εφορειών αρχαιοτήτων, των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων είναι το έδαφος στο οποίο πατά η κυβερνητική προπαγάνδα για δήθεν εκσυγχρονισμό και ανανέωση, που θα ανοίξει τα μουσεία στη σύγχρονη ζωή.

Η αλήθεια όμως είναι ότι η αποκαρδιωτική εικόνα που παρουσιάζουν τα περισσότερα αρχαιολογικά μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι, το αναμφισβήτητο γεγονός ότι πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν πως το περιεχόμενό τους αφορά λίγους και πως το να τα επισκεφτούν είναι κάτι περιττό ή κουραστικό, αποτελούν σοβαρά προβλήματα, που δεν σχετίζονται με το νομικό πλαίσιο λειτουργίας τους. Εχουν την αφετηρία τους σε μια πολιτική που δεν την απασχολεί η πνευματική ανάπτυξη του συνόλου του λαού, παρά μόνο στο βαθμό που αυτή εξυπηρετεί την υλική ανάπτυξη των λίγων. Στον ίδιο κανόνα υπακούει άλλωστε και η πολιτική για την Παιδεία, από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον των νέων ανθρώπων για πολύπλευρη καλλιέργεια και ευρύτερη μόρφωση, της οποίας θεμελιακή προϋπόθεση είναι η γνώση του παρελθόντος, η κατανόηση των προγενέστερων πολιτισμών ως υπόβαθρο για την ερμηνεία του παρόντος και την προετοιμασία του μέλλοντος.

Επομένως, η πάλη πρέπει να ενταθεί για:

- Να μην περάσουν τα σχέδια μετατροπής των κρατικών μουσείων σε ΝΠΔΔ.

- Γενναία χρηματοδότησή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό ώστε να καλύπτεται το σύνολο των αναγκών τους.

- Εξασφάλιση του απαιτούμενου επιστημονικού και βοηθητικού προσωπικού με σταθερή εργασία και δικαιώματα.

- Αναβάθμιση της λειτουργίας και της ελκυστικότητάς τους με την αξιοποίηση της προόδου και των σύγχρονων ευρημάτων της αρχαιολογικής επιστήμης καθώς και των επιτευγμάτων της τεχνολογίας.

Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η πάλη πρέπει να συνδεθεί με τον αγώνα για μια πολιτική που ως μέτρο της προόδου της δεν θα έχει την κερδοφορία των λίγων αλλά την καθολική υλική και πνευματική ανάπτυξη. Μια πολιτική που θα αναγνωρίζει την αρχαία κληρονομιά ως μια πολύτιμη πηγή κατανόησης των νόμων εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, ως συλλογική δημιουργία και συλλογική ιδιοκτησία στην οποία θα έχει ανεμπόδιστη πρόσβαση από οικονομικούς και μορφωτικούς φραγμούς κάθε μέλος της κοινωνίας.


Α. Ε.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ