ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 15 Νοέμβρη 2018
Σελ. /28

Στο σημερινό 4σέλιδο «Εργαζόμενοι και Κοινωνική Συμμαχία» μπορείτε να διαβάσετε τα εξής:

-- Απεργία σε Δημόσιο - Κατασκευές - Δημόσια Υγεία: Αναλυτικό ρεπορτάζ από τη χτεσινή απεργία και τις απεργιακές συγκεντρώσεις

-- Συμβασιούχοι στο Δημόσιο: Με αφορμή απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ στήνεται νέο εμπόριο ελπίδας σε βάρος τους, ενώ διαιωνίζονται η «ευελιξία» και η ομηρία

-- Συνδικάτο Τύπου και Χάρτου: Διοργανώνει έκθεση γελοιογραφίας με τίτλο «Και στον ίδρο το δικό, γίνε συ το αφεντικό»


Στήνουν νέο εμπόριο ελπίδας σε βάρος των συμβασιούχων

Νέα επιχείρηση εγκλωβισμού σε αδιέξοδους λαβύρινθους, μακριά από τον αγώνα για μόνιμη και σταθερή δουλειά

Από την κινητοποίηση των εργαζομένων στους δήμους στις 8 Νοέμβρη στην Αθήνα
Από την κινητοποίηση των εργαζομένων στους δήμους στις 8 Νοέμβρη στην Αθήνα
Σε συνέχεια του εμπορίου ελπίδας που στήνεται από διάφορα επιτελεία και συμφέροντα σε βάρος των συνταξιούχων, των δημοσίων υπαλλήλων κ.ά., ότι τάχα θα δουν «άσπρη μέρα» και ανάκτηση απωλειών μέσα από δικαστικές αποφάσεις, ευρωενωσιακές Οδηγίες κ.ο.κ., μια νέα «βιομηχανία ψευδαισθήσεων» επιχειρούν να στήσουν δυνάμεις του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, μαζί με μεγάλα δικηγορικά γραφεία, επικαλούμενες πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ), που τάχα λέει ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου πρέπει να μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου.

Προσδίδοντας ένα δήθεν φιλεργατικό προσωπείο στα όργανα της ΕΕ, σπρώχνουν τους συμβασιούχους σε ατέρμονες και αναποτελεσματικές νομικές διαδικασίες (εξασφαλίζοντας μεταξύ άλλων πελατεία για δικηγορικά γραφεία). Πολύ περισσότερο, επιδιώκουν να τους απομακρύνουν από τη μοναδική διέξοδο, την οργάνωση μαζικού αγώνα μαζί με όλους τους εργαζόμενους για το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, ενάντια στην πολιτική που διαιωνίζει και επεκτείνει τις ελαστικές και προσωρινές μορφές απασχόλησης σε όφελος του κεφαλαίου.

Στην τρέχουσα περίοδο, τον ρόλο αυτόν έχει αναλάβει η παράταξη του ΜΕΤΑ (πρόσκειται στη ΛΑΕ), ισχυριζόμενη ότι η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ ορίζει πως οι χώρες πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για να μη γίνεται κατάχρηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, «ενώ στην περίπτωση που αυτό παραβιάζεται, να γίνεται αυτόματα η μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που η εθνική νομοθεσία το απαγορεύει». Πρόκειται βέβαια για ένα μεγάλο ψέμα, που έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί, για πολλά χρόνια, από τις συνδικαλιστικές πλειοψηφίες σε ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και άλλα συνδικάτα, από τον ΣΥΡΙΖΑ και πιο πριν τον Συνασπισμό, τους ηγέτες και τα στελέχη του, όπως οι Αλ. Τσίπρας και Δ. Παπαδημούλης.

Στην αντίπερα όχθη στέκονται οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ και προβάλλουν την επιτακτική ανάγκη οι εργαζόμενοι να βρεθούν στον δρόμο του αγώνα, για να διεκδικήσουν μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους. Με αιχμή ακριβώς την πάλη για πρόσληψη μόνιμου προσωπικού σε όλες τις υπηρεσίες των δήμων και για μετατροπή όλων των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου, τα κλαδικά Συνδικάτα Εργαζομένων ΟΤΑ Αττικής και νομού Θεσσαλονίκης μαζί με άλλα συνδικάτα εργαζομένων στους δήμους πραγματοποίησαν κινητοποιήσεις στις 8 Νοέμβρη και οργάνωσαν τη συμμετοχή των συμβασιούχων στη χτεσινή απεργία των εργαζομένων στο Δημόσιο.

Πυξίδα τους η «ελαστικότερη οργάνωση της εργασίας»

Η περιβόητη απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, για την οποία σηκώνεται και πάλι κουρνιαχτός, στηρίζεται στην ευρωενωσιακή Οδηγία 1999/70/ΕΚ για τους συμβασιούχους, η οποία περιγράφει σε γενικές γραμμές κάποιους κανόνες για την ίση μεταχείριση των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου με τους συμβασιούχους αορίστου χρόνου και για την αποφυγή κατάχρησης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Πουθενά ωστόσο δεν απαγορεύει τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, όπως και πουθενά δεν επιβάλλει τη μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Αντιθέτως, όπως αναφέρεται σαφώς στην Οδηγία, οι αρχές που την πλαισιώνουν είναι «η αύξηση σε ένταση της απασχόλησης στα πλαίσια τηςανάπτυξης κυρίως μέσω ελαστικότερης οργάνωσης της εργασίας», με σκοπό «να γίνουν οι επιχειρήσεις παραγωγικές και ανταγωνιστικές».

Με άλλα λόγια, η Οδηγία της ΕΕ όχι μόνο δεν υποχρεώνει σε μονιμοποίηση των συμβασιούχων, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο της γενίκευσης και επέκτασης των «ευέλικτων» μορφών εργασίας (μερική και προσωρινή απασχόληση, ενοικίαση εργαζομένων κ.ά.), με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

Επιπλέον, επισημαίνεται πως «αποσκοπεί στην υλοποίηση της συμφωνίας πλαισίου» που έκαναν η Ενωση Βιομηχάνων και Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων (CEEP) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (CES). Υπάρχουν δηλαδή κάποιοι που προσπαθούν να πείσουν τους συμβασιούχους ότι οι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού κεφαλαίου κάθισαν και συζήτησαν για το καλό των εργαζομένων με τις συμβιβασμένες ευρωπαϊκές συνδικαλιστικές ηγεσίες, οι οποίες στηρίζουν κάθε αντεργατική πολιτική...

Καμιά υποχρέωση μετατροπής των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου

Οι αντεργατικές κατευθυντήριες γραμμές της Οδηγίας επιβεβαιώνονται ρητά σε αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ - και στην τωρινή - όπως και σε πολλές δηλώσεις των αρμόδιων επιτρόπων της ΕΕ.

Να σημειωθεί ότι η απόφαση του ΔΕΕ, όπως και προηγούμενες, δεν είναι δεσμευτική, αλλά έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Οπως αναφέρει, «παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που άπτονται του Δικαίου της Ενωσης και επιτρέπουν στο δικαστήριο αυτό να εκτιμήσει τη συμβατότητα κανόνων του εσωτερικού δικαίου προς τη νομοθεσία της Ενωσης».

Από εκεί και πέρα, η ίδια η απόφαση του ΔΕΕ ξεκαθαρίζει: «Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία πλαίσιο (σ.σ. εννοεί την Οδηγία 1999/70/ΕΚ) δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου».

Επίσης:

  • Το 2007 το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου, στο οποίο είχαν προσφύγει εργαζόμενοι σε ΟΤΑ της Κρήτης, ζητούσε από το Δικαστήριο της ΕΕ να κρίνει αν το Προεδρικό Διάταγμα Παυλόπουλου (164/2004) ήταν συμβατό με τη γνωστή Οδηγία 1999/70/ΕΚ. Το ΔΕΕ στο σκεπτικό της απόφασής του διαπίστωνε: «Η εν λόγω συμφωνία - πλαίσιο δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις στην περίπτωση που διαπιστώνονται καταχρήσεις και, ειδικότερα, δεν επιβάλλει καμία γενική υποχρέωση των κρατών - μελών να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όπως και δεν προβλέπει τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση των τελευταίων αυτών συμβάσεων». Στην ίδια την απόφαση ανέφερε πως η συμφωνία - πλαίσιο «δεν αποτελεί κώλυμα για την εφαρμογή ενός κανόνα της εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει απόλυτα, στον δημόσιο τομέα και μόνο, να μετατρέπεται σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μια σειρά διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες, δεδομένου ότι είχαν ως αντικείμενο την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη, πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές».
  • Το 2007 ο τότε αρμόδιος επίτροπος της ΕΕ, απαντώντας σε Ερώτηση, σημείωνε: «H Οδηγία 1999/70 σχετικά με συμβάσεις ορισμένου χρόνου απαιτεί τα κράτη - μέλη να λάβουν μέτρα τα οποία θα εμπόδιζαν την κατάχρηση των συγκεκριμένων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Τα κράτη - μέλη όμως δε χρειάζεται να αλλάξουν τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν άλλα θετικά μέτρα, τα οποία θα αποτρέψουν οποιαδήποτε κατάχρηση ή κατά περίπτωση θα έκαναν κυρώσεις σε τέτοιου είδους καταχρήσεις. Η Ελλάδα ενσωμάτωσε την προαναφερόμενη Οδηγία με το ΠΔ 164/2004 για τον δημόσιο τομέα. Η Επιτροπή έκανε εις βάθος ανάλυση και κατέληξε ότι συνάδει με τις απαιτήσεις της Οδηγίας».
  • Το 2008 επαναλάμβανε: «Η Οδηγία 1999/70/ΕΚ δεν περιέχει περιορισμούς, όσον αφορά τους σκοπούς για τους οποίους μπορούν να συνάπτονται συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ούτε προβλέπει ειδικά κριτήρια για τη διάρκεια μιας επιμέρους σύμβασης ορισμένου χρόνου ή για τους λόγους για τους οποίους έχει αυτή συναφθεί. Επιπλέον, η Οδηγία δεν προβλέπει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Η Οδηγία 1999/70/ΕΚ μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, με το Προεδρικό Διάταγμα 164/2004».
Απάντηση με ενίσχυση της πάλης για μόνιμη δουλειά, ζωή με αξιοπρέπεια

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την τωρινή απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, αφορά σε εργαζόμενη στην Ιταλία, όπου η νομοθεσία προβλέπει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου αν η συνολική τους διάρκεια ξεπεράσει ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένα άλλο μέτρο που να «αποτρέπει» την κατάχρηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

Από την πρόβλεψη αυτή, δηλαδή της μετατροπής της σύμβασης σε αορίστου χρόνου, εξαιρείται ο κλάδος της εργαζόμενης η οποία προσέφυγε στα δικαστήρια, ζητώντας να εφαρμοστεί και στην περίπτωσή της, καθώς δούλευε με συμβάσεις ορισμένου χρόνου από το 2007 έως το 2011.

Παρ' όλα αυτά, η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ δεν προτείνει καν τη μετατροπή της σύμβασής της σε αορίστου χρόνου, παρά μόνο την αναφέρει ως παράδειγμα που θα μπορούσε να γίνει. Συγκεκριμένα, προτείνει στους εθνικούς δικαστές πως εφόσον δεν υπάρχει «άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την αποτροπή και την πάταξη των καταχρηστικών πρακτικών σε βάρος του προσωπικού του κλάδου των ιδρυμάτων λυρικής τέχνης και συμφωνικής μουσικής» (ο κλάδος που απασχολείται η εργαζόμενη), να τιμωρήσουν την κατάχρηση «επιβάλλοντας, παραδείγματος χάριν, την προβλεπόμενη από τους γενικούς κανόνες του εργατικού δικαίου αυτόματη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου».

Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αφού όπως ήδη αναφέρθηκε, έχουν ήδη θεσπιστεί... «άλλα αποτελεσματικά μέτρα» για την αντιμετώπιση της κατάχρησης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ξεκαθαρίσει ότι «η Ελλάδα ενσωμάτωσε την προαναφερόμενη Οδηγία με το ΠΔ 164/2004 για τον δημόσιο τομέα. Η Επιτροπή έκανε εις βάθος ανάλυση και κατέληξε ότι συνάδει με τις απαιτήσεις της Οδηγίας».

Συμπερασματικά, την ίδια ώρα που γενικεύονται η «ευελιξία» και η ομηρία των συμβασιούχων, διάφορα επιτελεία επιχειρούν να ξαναστήσουν μια χιλιοπαιγμένη φαρσοκωμωδία σε βάρος τους, ενάντια στην ανάγκη για αξιοπρεπή ζωή από την οποία πηγάζει το αναφαίρετο δικαίωμα μόνιμης και σταθερής δουλειάς για όλους, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, με πλήρη δικαιώματα.

Οι μεθοδεύσεις που στόχο έχουν να εγκλωβίσουν τους συμβασιούχους σε νομικίστικες διαδικασίες, μακριά από τον συλλογικό αγώνα, πρέπει να πάρουν αποφασιστική απάντηση. Οι συμβασιούχοι δεν πρέπει να τσιμπήσουν το δόλωμα και να γίνουν θύματα ενός ακόμα εμπορίου ελπίδων. Μόνος δρόμος είναι η οργάνωση της πάλης τους, η ανάπτυξη κοινών αγώνων με το σύνολο των εργαζομένων, σε σύγκρουση με την πολιτική που γενικεύει την «ευελιξία» για να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου.


Χ. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ