ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Οχτώβρη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Εταιρεία πεπιεσμένου αέρος «Τα εφτά αδέλφια»

Στον Μάριο και την Ναταλία Ιορδάνου

Γρηγοριάδης Κώστας

Καμιά φορά βλέπω εταιρίες ή καταστήματα να φέρουν την επιγραφή: Αδελφοί Σάββα, Αδελφοί Παπακαμμένου, και λέω: Πώς τα καταφέρνουν τα αδέλφια αυτά και συν-βιώνουν, και συν-εργάζονται, συν-εταιρίζονται!

Πάλι ήρθε στο νου αυτή η σκέψη, εδώ στο αυθαίρετο ενός φίλου (που μου το παραχώρησε για λίγο), όπου ήρθαν να με επισκεφθούν δύο απ' τ' αδέρφια μου.

Εννοείται πως μέχρι να 'ρθουν, τους περάσαμε γενεές δεκατέσσερες με τη φίλη μου. Τους θάβαμε, τους ξεθάβαμε, λέγαμε γι' αυτούς αστεία, και η επωδός πάντα: «Είδες πώς "τακιμιάσανε" ο Δημήτρης με τον Στέφανο;», (Δημήτρης ήταν ο γαμπρός μας), κι αυτό μου έφερε στο νου πως πάντα στ' αδέρφια καταλήγουμε.

Ηρθανε λοιπόν: η αδερφή μου, κι ο Στέφανος, κι ο γαμπρός μας ο Δημήτρης. Και: «Τι ωραία είσαι εδώ, ρε μπαγάσα!». (Πέρα γυάλιζε το Αιγαίο). «Ναι, αλλά άμα δεν είναι δικό σου!». Και με τη φράση αυτή ο καθένας ένιωσε πόνο στη δική του πληγή.

Εγώ εξοχικό δεν μπόρεσα να πάρω. Ο Στέφανος, ούτε καν σπίτι δεν μπόρεσε ακόμα, παρόλο που τον έχει φάει η οικοδομή (υδραυλικός ο Στέφανος). Κι ο Δημήτρης - με δάνειο πήρανε το διαμέρισμα - ωραίο διαμέρισμα στην Αγία Κυριακή και διπλοδουλιά για τους τόκους και τα γραμμάτια. Και μια πιο βαθιά πληγή ο Δημήτρης, γιατί ο γέρος του έχει κάτι οικόπεδα που βλέπουνε θάλασσα, αλλά είναι χειρότερος, ή, άντε ίδιος, με τα δικόνε μας. Ο δικός μας κάτι χωραφάκια έχει στο χωριό κι ακόμα να ορίσει ποιο είναι του καθενός. «Ο,τι βρείτε στη διαθήκη», λέει. Φοβάται φαίνεται κι αυτός, γιατί στο χωριό του ένας γέρος, και μάλιστα απ' τους πιο πλούσιους, έδωσε στα παιδιά του ό,τι είχε, και τον πετάξανε σ' ένα καμαράκι.

Οι δικοί μας όμως τι να φοβούνται; Σπίτια έχουν, σύνταξη έχουν. Για χωραφάκια εμείς μιλάμε, κι ο Δημήτρης για κείνο το οικόπεδο στο Λαύριο. Κι επειδή όλα αυτά όπως είπαμε πονάνε, ο Στέφανος ανοίγει γρήγορα γρήγορα τις παυσίπονες μπίρες και τα τονωτικά ορμονούχα κοτόπουλα, κι «εβίβα ρε, όλα εδώ θα μείνουνε».

Και προχωράει η βραδιά. Ωραία, ευχάριστα κι αγαπημένα. Γιατί σπάνια συναντιόμαστε. Και κανονίζουμε - πρώτη φορά - κοινές διακοπές. Και πειραζόμαστε για τις άσπρες τρίχες μας που ξεφυτρώνουν - άλλος στο γενάκι, άλλος στους κροτάφους - κι όλο τον Δημήτρη πειράζουμε: «Ασπρισες, μωρέ Δημήτρη». Γιατί αυτός ήταν ξανθός και πιο γρήγορα άσπρισε.

Και προχωράει η βραδιά. Και στοίβα τα κουτιά της μπίρας. Και το Αιγαίο προς τη δύση του με κάτι χρώματα κόκκινα και μαβιά - τρελή της φύσης ζωγραφιά. Και λέω στον Στέφανο να ξανάρθει την άλλη Κυριακή να μου φτιάξει κάτι υδραυλικά συστήματα που στάζουν. Ομως έχει να πάει σε κάτι συνεργάτες του κατασκευαστές, αδέρφια, στην Κερατέα. Μα, αμέσως, θυμάται ότι τους έχω γνωρίσει. Μια Κυριακή που φέρναμε γύρα κι εμείς στην Κερατέα να δούμε πού κυμαίνονται τα οικόπεδα. Και είδαμε ένα - πλάκα η θάλασσα κάτω - και φτηνό συγκριτικά. Και στην αρχή λογαριάζαμε πώς θα βρούμε την προκαταβολή και τις δόσεις. Ομως σε λίγο: «Εγώ δε "βγαίνω" για πολυτέλειες». Κι ο Στέφανος: «Οχι διαρροές», λέει, γιατί προτεραιότητα έχει το σπίτι.

Και πήγαμε στους κατασκευαστές. Και μας περίμεναν με «μπριτζόλες» και μπίρες.

Και φάε και πιες. Και: «τι ωραία είσαστε εδώ!», - πλάκα η θάλασσα κάτω.

Τρεις οικογένειες μαζί. Και γυναίκες, και νύφες, και παιδιά. Και στην αρχή πήρανε, είπαν, από ένα οικόπεδο δίπλα δίπλα. Ομως μετά φτιάξανε αυτή την «καλή κατάσταση», κι είναι όλοι μαζί. Κι αν είχε στόμα να μιλήσει η ψησταριά τους και τι δε θα 'λεγε.

«Και στη δουλιά όλοι μαζί είναι», λέει ο Στέφανος, κι είναι ήδη μισοζαλισμένος. Και σίγουρα έχει πικρία ο λόγος του. Γιατί εφτά αδέρφια είμαστε εμείς. Κι από μικροί λέγαμε να συνεταιριστούμε.

Στην αρχή της ζωής μας μια μοίρα μας έριξε, τα τρία απ' τα τέσσερα αρσενικά, στη θάλασσα. (Πολύ αργότερα έφυγε κι ο μικρός). Ο ένας ναύτης, ο άλλος μηχανικός κι εγώ ασυρματιστής. Και το πρώτο σχέδιο/όνειρο. Να πάρουμε ένα καραβάκι, κι ο ένας ναύτης, κι ο άλλος μηχανικός, κι εγώ καπετάνιος (γιατί τα μικρά καράβια, τα motorships όπως λέγονται, δε χρειάζονται ασυρματιστή). Και το όνειρο σκόρπισε γρήγορα μέσα στην ασυνεννοησία, αλλά και στους διαφορετικούς δρόμους που θέλησε να τραβήξει ο καθένας αργότερα. Κι από τότε, κάθε που βλέπω μοτορσιπάκια, ξυπνάει το πρώτο όνειρο, και φέρνει χαρά, και θλίψη, και νοσταλγία, γιατί ήταν ένα όνειρο που παραλίγο να τ' αγγίξουμε.

«Αφού είναι κοινή η δουλιά τους, ρε Στέφανε», του λέω και προς απάντησιν, αλλά και σαν απολογία, αφού ξέρω ότι ο λόγος του έχει και μομφή. Γιατί μετά το πρώτο όνειρο, μπήκαμε στην πραγματικότητα της ζωής. Κι ήταν ο Στέφανος που μας έπαιρνε κοντά του. Πρώτα τον πρώτο αδερφό. Συνεταιράκια. Υδραυλικές εγκαταστάσεις κλπ. Ομως, ασυνεννοησία χαρακτήρων, ρήξη, διάλυση. Και σε κάποια φάση, που κι εγώ ζητούσα ν' ακουμπήσω, συνέταιρος κι εγώ. Κι έμεινε στους σταθμούς της ζωής μου μια περίοδος περίεργη. Και μια σφραγίδα.

ΣΤΕΦ. κ' ΒΑΣ. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

Ηλιακοί Θερμοσίφωνες

Υδραυλικές Εγκαταστάσεις

Μισά ονόματα. Μισά πράγματα. Γιατί αυτοί οι συνεταιρισμοί που λέμε, πετυχαίνουν άμα έχεις κοινούς στόχους, κοινά οράματα, και κυρίως, άμα δεν επιθυμείς κάτι πολύ πολύ προσωπικό. `Η υπάρχουν γιατί ξεκίνησαν απ' τους πατεράδες, και συνεχίζονται από παιδιά που δε νοιάζονται και πολύ για κάποιον εντελώς δικό τους στόχο.

Και προχωράει η βραδιά. Και τα χρώματα προς τη δύση ξεθωριάζουν. Το φεγγάρι τώρα παίρνει τη θέση του πάνω απ' το Αιγαίο. Και οι μπίρες φτάνουν προς το τέλος. Και μια γλυκιά χαύνωση έχει σκεπάσει τις ψυχούλες μας. Κι ο Στέφανος να επιμένει. Ισως γιατί θέλει να συντηρήσει το όνειρο. Αλλά μάλλον γιατί το έχει πραγματική ανάγκη και φοβάται τη ζωή μόνος του. Και τον αδίστακτο κόσμο των εμπόρων. Και των τραπεζών. Και των δανείων. Και - να μην πούμε δυστυχώς ή ευτυχώς - να πούμε απλά ότι γι' αυτόν είναι μονόδρομος. Πρέπει να βγει στο εμπόριο, αν θέλει να γλιτώσει απ' την οικοδομή. Γι' αυτό επιμένει: «Κι όμως υπάρχει ακόμα η δυνατότητα. Η Ελλη θα βάλει το κεφάλαιο (η αδελφή μας η Ελλη που είναι γιατρίνα), η Τούλα θ' αναλάβει τα λογιστικά (η ετέρα αδελφή, λογίστρια ήδη), εσύ τη Διεύθυνση (εγώ ο ξύπνιος τη Διεύθυνση) κι εγώ στην παραγωγή». «Και τι θα παράγουμε, ρε Στέφανε;». Και ήξερα ότι πάλι θα το φέρει γύρω απ' το παράγωγα της δουλιάς του - λάστιχα, σωλήνες και τέτοια. Και θυμήθηκα που την περίοδο του Στεφ. και Βασ., είχα κλείσει συμφωνία ν' αγοράσουμε μια βιοτεχνία παραγωγής μολυβδοσωλήνων. Ομως ο Στέφανος είπε: «Το μολύβι πεθαίνει, ζήτω το πλαστικό», και μηχανευτήκαμε μια πατέντα να πάρουμε πίσω την προκαταβολή. Πάλι εκεί θα το 'φερνε ο Στέφανος στο τι να παράγουμε. Ομως τον πρόλαβε ο Δημήτρης. «Αέρα κοπανιστό θα παράγουμε». Κι ήταν αυτό ό,τι χρειαζόταν για να 'ρθει η τελευταία της νύχτας αφύπνιση και ευθυμία. Και βάλαμε όλοι τα γέλια. Κι ο Στέφανος, σηκώνοντας το σχεδόν άδειο ποτήρι του: «Θα τον εμφιαλώνουμε κιόλας», είπε. Κι εγώ ο ξύπνιος: «Και θα τον συμπιέζουμε πριν την εμφιάλωση. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΠΙΕΣΜΕΝΟΥ ΑΕΡΟΣ, ΤΑ ΕΦΤΑ ΑΔΕΛΦΙΑ», συμπλήρωσα με στόμφο.

Τελευταίο γέλιο, τελευταία αναλαμπή κι ύστερα στη βαριά της νύχτας σιωπή. Αλλος γερμένος πάνω στο τραπέζι κι άλλος να κοιτάει του Αιγαίου πέρα τα βαθιά νερά.

Και φεύγουμε σιγά σιγά τ' αδέρφια. Και πάω κι εγώ για ύπνο. Και πάλι θ 'ρθει το όνειρο γι' αυτή ή για κάποια άλλη εταιρία, που πάντα θα έχει τον υπότιτλο: ΤΑ ΕΦΤΑ ΑΔΕΛΦΙΑ.


Βασίλης ΙΩΑΚΕΙΜ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΙΩΑΚΕΙΜ

Ο Βασίλης Ιωακείμ γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1953. Ταξίδεψε πολλά χρόνια ασυρματιστής σε ποντοπόρα πλοία. Το μονόπρακτό του ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ, παίχτηκε από το Β' Πρόγραμμα της ΕΡΑ το 1988. Το 1981 - '82 εξέδιδε το θαλασσινό πολιτικό περιοδικό ΚΑΝΑΛΙ 14. Βιβλία του: «ΠΟΤΑΜΟΥΛΑ», διηγήματα, ΓΝΩΣΗ 1989. «Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ», διηγήματα, ΤΑ ΤΡΑΜΑΚΙΑ 1995, «ΖΩΟΛΟΓΙΟΝ», διηγήματα, ΠΑΡΟΥΣΙΑ 1998. «ΑΜΗΧΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ», διηγήματα, ΝΕΦΕΛΗ 1999.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ