ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Γενάρη 2012
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "Β.Ι.ΛΕΝΙΝ Γράμματα για την τακτική"
ΙΣΤΟΡΙΑ
Β. Ι. ΛΕΝΙΝ
Γράμματα για την τακτική

Ο Β' τόμος του Δοκιμίου της Ιστορίας του ΚΚΕ εκδόθηκε ήδη από τις αρχές Νοέμβρη και κυκλοφορεί. Στην παρουσίασή του στις 14 Δεκέμβρη η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα ανέφερε ότι «η Ιστορία του Κόμματος και του διεθνούς κινήματος δείχνει ότι αν δεν έχει κατακτήσει το Κόμμα επαναστατική στρατηγική, αν δεν έχει την ικανότητα να την εξειδικεύει σε κάθε φάση ή στροφή, τότε μπορεί να κάνει θεμελιακό λάθος και στο ίσιωμα ακόμα. Η ικανότητα ενός ΚΚ, η επάρκειά του κρίνεται κατά πόσο έγκαιρα διορθώνει τα λάθη του. Βεβαίως και δεν μπορεί να περιμένει την ιστορική επιστημονική μελέτη για να τα δει. Υπάρχουν λάθη και λάθη, μερικά, αν δεν διορθωθούν έγκαιρα, γίνονται καθοριστικά».

Οπως αναφέρεται και στον πρόλογο του Δοκιμίου, «ο Β' τόμος εκτιμά ότι στην περίοδο 1949-1956, παρότι η ηγεσία του Κόμματος επιχείρησε να βγάλει συμπεράσματα, δεν κατάφερε να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα που υπήρχαν σχετικά με τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης και της εξουσίας στη στρατηγική του Κόμματος και σχετικά με την αντικειμενική εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων κατά την εξέλιξη του απελευθερωτικού αγώνα (1941-1944). Δεν εντόπισε την αδυναμία της ηγεσίας του Κόμματος, το 1944, να κατευθύνει την πάλη στην κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, όταν διαμορφώθηκε επαναστατική κατάσταση και αντικειμενικά τέθηκε αυτό το ζήτημα. Τέτοιες συνθήκες διαμορφώθηκαν τις μέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (Οκτώβριος 1944). Τότε δεν υπήρχε ακόμα αστική κυβέρνηση στην Ελλάδα και γενικά ο κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος. Ο βρετανικός στρατός δεν είχε έρθει ακόμα στην Ελλάδα και οι αστικές πολιτικές ηγεσίες είχαν χάσει τη δυνατότητα να χειραγωγούν πλατιές λαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις ήταν στο έπακρο οξυμένες και το ΕΑΜ με τον ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν σχεδόν στο σύνολο της χώρας.

Αλλά και στη συνέχεια, όταν η ταξική πάλη πήρε τη μορφή της ένοπλης αναμέτρησης (ΔΣΕ), το ΚΚΕ υστέρησε στο σχεδιασμό και σε πρακτικά ζητήματα της διεξαγωγής της.(...)

Η Κεντρική Επιτροπή θεωρεί δικαιολογημένη, εξηγήσιμη από ερευνητική άποψη, την ύπαρξη διαφοροποιήσεων μεταξύ Α' και Β' τόμου του Δοκιμίου. Τέτοιες διαφοροποιήσεις για παράδειγμα συνιστούν η εκτίμηση για το χαρακτήρα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, για τη στρατηγική του ΚΚΕ στα χρόνια του ΕΑΜ, η εκτίμηση για το 7ο Συνέδριο, για την αποχή από τις εκλογές του 1946, η εκτίμηση για τη στρατηγική της 5ης Ολομέλειας 1949 σχετικά με το χαρακτήρα της πάλης του ΔΣΕ κ.ά.(...)

Η ΚΕ επισημαίνει ότι η εξομάλυνση των διαφοροποιήσεων μεταξύ των Α' και Β' τόμων του Δοκιμίου θα γίνει με την περαιτέρω έρευνα της ιστορικής περιόδου 1918-1949, με τη συμπλήρωση - διόρθωση του Α' τόμου. Στην περίοδο αυτή υπάρχουν σημαντικά θέματα ιστορικής μελέτης, όπως οι συνθήκες διαμόρφωσης της στρατηγικής του Κόμματος στην 6η Ολομέλεια του 1934 και κυρίως η ανάγκη να μελετηθεί η ιστορία του Κόμματος αυτή την περίοδο, σε σχέση με τη βαθύτερη ιστορική μελέτη της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Υπάρχει η ανάγκη ιστορικής έρευνας σχετικά με την επίδραση των πολιτικών επιλογών του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στις επιλογές του ΚΚΕ. Επίσης, υπάρχουν σημαντικά γεγονότα στην Ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπως αποφάσεις οργάνων της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), καθώς και η αυτοδιάλυσή της, η μελέτη των οποίων έχει δρομολογηθεί με απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ.

Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη επιβεβαίωσε ότι η επανεκτίμηση θέσεων και πολιτικών επιλογών, που προκύπτει από την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, δε συνιστά λαθολογία, δεν ανοίγει δρόμο στον αναθεωρητισμό και οπορτουνισμό. Οδηγεί σε επαναστατικού χαρακτήρα διόρθωση λαθών. Μηδενισμό και απογοήτευση παράγει η λαθολογία, δηλαδή η χρησιμοποίηση των λαθών για άρνηση της ηρωικής ιστορίας της ταξικής πάλης στην Ελλάδα με την καθοδήγηση του ΚΚΕ, για εγκατάλειψη ιδεολογικών αρχών, για αιτιολόγηση οπορτουνιστικών επιλογών.

Στην εισαγωγή του Δοκιμίου στο μέρος "Θεμελιακές θέσεις - συμπεράσματα για την επαναστατική στρατηγική", αναφέρονται επίσης τα εξής:

"Από την ιστορική έρευνα επιβεβαιώθηκαν θεμελιακές θέσεις και αναδείχθηκαν συμπεράσματα για τη στρατηγική ενός Κομμουνιστικού Κόμματος:

Α. Η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αφού ο καπιταλισμός έχει μπει στο αντιδραστικό στάδιό του εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Πέρασε δίχως επιστροφή η εποχή των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων, που έδιναν ώθηση στην κοινωνική πρόοδο ανατρέποντας την εξουσία των φεουδαρχών και καταργώντας τα υπολείμματα των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής.

Ιστορικό προοίμιο της εποχής μας αποτέλεσε η Παρισινή Κομμούνα (1871). Ο χαρακτήρας της εποχής, που ο καπιταλισμός μπήκε στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, τεκμηριώθηκε θεωρητικά από τον Β. Ι. Λένιν και επιβεβαιώθηκε στην πράξη με την πραγματοποίηση της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία (1917), καθώς και με την εκδήλωση σοσιαλιστικών επαναστάσεων στη συνέχεια, ανεξάρτητα από τη νικηφόρα ή όχι έκβασή τους. Η ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με την επικράτηση της αντεπανάστασης δεν αναιρεί αυτή την επαναστατική κοινωνική - πολιτική κίνηση ως αναγκαιότητα, επικαιρότητα και προοπτική.

Β. Ο χαρακτήρας της επανάστασης, ως το κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής ενός Κομμουνιστικού Κόμματος που δρα σε συνθήκες καπιταλιστικής εξουσίας, δεν προσδιορίζεται με κριτήριο τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, αλλά από την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό. Η τελευταία καθορίζει την αναγκαιότητα και την επικαιρότητά του. Ο ελάχιστος αναγκαίος βαθμός ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων υπάρχει και όταν η εργατική τάξη αποτελεί μειοψηφική δύναμη ως ποσοστό στον Οικονομικά Ενεργό Πληθυσμό, από τη στιγμή που αυτή αποκτά συνείδηση της ιστορικής της αποστολής με τη συγκρότηση του Κόμματός της. Η κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα και κάθε μορφή πολιτικής έκφρασής της πρέπει να εξυπηρετεί την προσέγγιση του στρατηγικού στόχου της εργατικής εξουσίας, που εκφράζει τα συμφέροντα της λαϊκής πλειοψηφίας.

Γ. Ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει και κάποιος ενδιάμεσος τύπος εξουσίας. Ο χαρακτήρας της εξουσίας θα είναι ή αστικός ή εργατικός (προλεταριακός). Η άποψη - θέση για τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης ενδιάμεσης εξουσίας δεν επιβεβαιώθηκε σε καμία χώρα.

Από τη μελέτη της περιόδου με την οποία ασχολείται ο παρών τόμος επιβεβαιώνεται ότι η εργατική τάξη με τους συμμάχους της μισοπρολετάριους, φτωχούς αγρότες και αυτοαπασχολούμενους των πόλεων, πρέπει να αγωνιστεί μέχρι την τελική λύση του προβλήματος της εξουσίας, την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας με την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν λάθος η υιοθέτηση, από το ΚΚΕ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, "ενδιάμεσου" στόχου εξουσίας, που χαρακτηριζόταν είτε ως "επαναστατική εξουσία αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα" ή "Λαϊκή Δημοκρατική Κυβέρνηση", είτε ως "αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή εξουσία" ή ως "αντιμονοπωλιακή διακυβέρνηση".

Η αναγνώριση του παραπάνω λάθους και η ανάλογη διόρθωση της στρατηγικής θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα, αλλά και στην ιδεολογική και πολιτική ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Είναι ζήτημα προς ιστορική μελέτη, σε ποιες συνθήκες και γιατί δεν κυριάρχησε σε όλη τη διάρκεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς η θετική πείρα της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, αλλά, αντίθετα, γενικεύτηκε προγενέστερη στρατηγική επεξεργασία του Κόμματος των Μπολσεβίκων και του Λένιν, που αφορούσε την περίοδο 1905 έως το Φλεβάρη του 1917, μέχρι τότε δηλαδή που υπήρχε ακόμα στη Ρωσία φεουδαρχική πολιτική εξουσία με τη μορφή της τσαρικής απολυταρχίας.

Σε αυτές τις συνθήκες ο Λένιν είχε προσδιορίσει έναν ενδιάμεσο στόχο ανάμεσα στη φεουδαρχική και την εργατική και όχι ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία. Εναν ενδιάμεσο στόχο με τη μορφή της "Επαναστατικής Δημοκρατικής Δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς" ή μιας "προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης", κυρίως των αγροτών - μικροαστών, στην οποία δεν απέκλειε, υπό όρους, τη συμμετοχή εκπροσώπων (πληρεξουσίων) του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Η επανάσταση του Φλεβάρη έφερε στην εξουσία μια αστική κυβέρνηση, ενώ διατηρούνταν η επαναστατική κατάσταση, με την εργατική τάξη και την αγροτιά ένοπλα οργανωμένες στα σοβιέτ".

Με τις "Θέσεις του Απρίλη" (1917) ο Λένιν έθεσε άμεσα το στόχο της εργατικής εξουσίας, έτσι ώστε το Κόμμα των Μπολσεβίκων να προετοιμάσει και να πραγματοποιήσει με επιτυχία τη Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Ο Λένιν αξιοποίησε την άρνηση - αδυναμία της αστικής κυβέρνησης, από το Φλεβάρη 1917 και στη συνέχεια, να αντιμετωπίσει οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, όπως του πολέμου και της επιβίωσης εκατομμυρίων φτωχών αγροτών και εργατών. Η επαναστατική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου - και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία - έλυσε τα προβλήματα της ειρήνης, της γης στους αγρότες, της ισοτιμίας των γυναικών, των εθνοτήτων, γενικά τα λεγόμενα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης».

Πράγματι τον Απρίλη του 1917 ο Λένιν παρουσίασε στα μπολσεβίκικα στελέχη τις προγραμματικές θέσεις όπου διατύπωσε τη στρατηγική κατεύθυνση για τη μετεξέλιξη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική. Αυτές οι θέσεις του Λένιν πέρασαν στην Ιστορία σαν «Θέσεις του Απρίλη». Σ' αυτές ο Λένιν αναφέρει:

«Η ιστορική στιγμή που περνά η Ρωσία χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω βασικά γνωρίσματα:

1. Η παλιά τσαρική εξουσία που εκπροσωπούσε μόνο μια χούφτα φεουδάρχες - τσιφλικάδες, οι οποίοι διηύθυναν όλη την κρατική μηχανή (το στρατό, την αστυνομία, την υπαλληλία), συντρίφτηκε και παραμερίστηκε, μα δεν εξοντώθηκε...

2. Η κρατική εξουσία στη Ρωσία πέρασε στα χέρια μιας νέας τάξης, δηλαδή της αστικής τάξης και των αστοποιημένων τσιφλικάδων. Απ' αυτή την άποψη η αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία τελείωσε.

Η αστική τάξη που βρέθηκε στην εξουσία συνασπίστηκε (συμμάχησε) με τα απροκάλυπτα μοναρχικά στοιχεία που στην περίοδο του 1906-1914 διακρίθηκαν για την υποστήριξη με πρωτοφανή ζήλο του Νικολάου του Ματοβαμμένου και του Στολίπιν - Κρεμάλα (Γκουτσκόφ και άλλοι πολιτικοί που βρίσκονται δεξιότερα από τους καντέτους)... Την επαναστατική πρωτοβουλία της δράσης των μαζών και την κατάληψη της εξουσίας από το λαό, από τα κάτω - αυτή τη μοναδική εγγύηση πραγματικών επιτυχιών της επανάστασης - η νέα κυβέρνηση άρχισε ήδη να την εμποδίζει με κάθε τρόπο. Την ημερομηνία σύγκλησης της Συντακτικής Συνέλευσης η κυβέρνηση αυτή ούτε την όρισε ακόμη μέχρι σήμερα. Την τσιφλικάδικη ιδιοκτησία, την υλική αυτή βάση του φεουδαρχικού τσαρισμού, δεν τη θίγει. Η κυβέρνηση αυτή ούτε σκέπτεται καν να καταπιαστεί με την έρευνα της δράσης, τη δημοσίευση των πράξεων και τον έλεγχο των μονοπωλιακών οικονομικών οργανισμών, των μεγάλων τραπεζών, των καπιταλιστικών συνδικάτων, των καρτέλ των καπιταλιστών κτλ...

Στους καντέτους, στους όψιμους δημοκράτες, στους δημοκράτες με το στανιό, έχουν παραχωρηθεί δευτερεύουσες θέσεις που δεν έχουν άμεση σχέση με την άσκηση εξουσίας πάνω στο λαό και με το μηχανισμό της κρατικής εξουσίας. Ο Α. Κερένσκι, εκπρόσωπος των τρουντοβίκων και "σοσιαλιστής κι αυτός", δεν παίζει απολύτως κανένα άλλο ρόλο εκτός από το να αποκοιμίζει με ηχηρές φράσεις την επαγρύπνηση και την προσοχή του λαού.

Για όλους αυτούς τους λόγους ακόμη και στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής η νέα αστική κυβέρνηση δεν είναι άξια της παραμικρής εμπιστοσύνης του προλεταριάτου και κάθε υποστήριξή της από μέρους του είναι απαράδεκτη» (Λένιν, «Απαντα», τ. 31, σελ. 151-152).

Ελεγε ταυτόχρονα ότι «...Η ιδιομορφία της σημερινής στιγμής στη Ρωσία βρίσκεται στο πέρασμα από το πρώτο στάδιο της επανάστασης που έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη, εξαιτίας της ανεπαρκούς συνειδητότητας και οργάνωσης του προλεταριάτου, στο δεύτερο στάδιό της, που πρέπει να δώσει την εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου και των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς...»(Λένιν «Απαντα», τ. 31, σελ. 114).

Ο Λένιν απάντησε και στις θέσεις των Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ, Ρίκοφ, Καλίνιν κ.ά. (αυτούς ονόμαζε «παλιούς μπολσεβίκους»), επειδή επέμεναν ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν είχε ολοκληρωθεί, ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί μια σειρά αιτήματα και στόχοι που περιλαμβάνονταν στο «μίνιμουμ» πρόγραμμα, όπως, π.χ., η συντακτική συνέλευση, η αγροτική μεταρρύθμιση κλπ., με βάση το έργο του Λένιν «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση». Ο Λένιν απάντησε ότι το κύριο ζήτημα σε κάθε επανάσταση είναι το ζήτημα της εξουσίας. Και εκτίμησε ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε τελειώσει, αφού η αστική τάξη είχε πάρει την εξουσία. Σημείωνε χαρακτηριστικά: «Το βασικό ζήτημα κάθε επανάστασης είναι το ζήτημα της εξουσίας. Χωρίς το ξεκαθάρισμα αυτού του ζητήματος δεν μπορεί να γίνει ούτε λόγος για οποιαδήποτε συνειδητή συμμετοχή στην επανάσταση, για να μην πούμε πια για την καθοδήγησή της» (Λένιν, «Απαντα» τ. 31, σελ. 145).

Και επέμενε ότι: «Οποιος καθοδηγείται στη δράση του μόνο από τη διατύπωση: "η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει", είναι σαν να εγγυάται έτσι πως οι μικροαστοί είναι ασφαλώς ικανοί να τραβήξουν ανεξάρτητα από την αστική τάξη. Αυτός παραδίνεται έτσι ανίσχυρος τη στιγμή αυτή στο έλεος των μικροαστών (...)

Το λάθος του σ. Κάμενεφ είναι ότι αυτός και στα 1917 βλέπει μόνο το παρελθόν της επαναστατικής - δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Ενώ στην πράξη άρχισε ήδη γι' αυτή το μέλλον, γιατί τα συμφέροντα και η πολιτική του μισθωτού εργάτη και του νοικοκυράκου στην πράξη έχουν ήδη χωρίσει, και μάλιστα σ' ένα τόσο σπουδαιότατο ζήτημα, όπως ο "αμυνιτισμός", όπως η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο» (Β. Ι. Λένιν: «Γράμματα για την τακτική», «Απαντα», τ. 31, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 141).

Ο Λένιν έκανε επίσης κριτική στον Τρότσκι στον τελικό του λόγο στη Συνδιάσκεψη της οργάνωσης της Πετρούπολης του ΣΔΕΚΡ (μπολσεβίκοι), λέγοντας: «Ο τροτσκισμός λέει: "Δίχως τσάρο και κυβέρνηση εργατική. Αυτό είναι λαθεμένο. Οι μικροαστοί υπάρχουν, δεν μπορείς να μην τους υπολογίζεις. Αποτελούνται όμως από δύο τμήματα. Το φτωχό τμήμα τους πάει με την εργατική τάξη» (Λένιν, «Απαντα», τ. 31, σελ. 249).

Ταυτόχρονα αμέσως μετά τις θέσεις του Απρίλη ο Λένιν έγραψε το «Σχέδιο Προγράμματος του Κόμματος» με τον τίτλο: «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας», στο οποίο αναφέρεται αναλυτικά σε όσα διατύπωσε στις «Θέσεις του Απρίλη». Από το συγκεκριμένο κείμενο επιλέγουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα που συνδέουν την πάλη για τη μετεξέλιξη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του Φλεβάρη 1917 σε σοσιαλιστική.

Ο ΤΑΞΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ

2. Η ιδιομορφία της σημερινής στιγμής στη Ρωσία βρίσκεται στο πέρασμα από το πρώτο στάδιο της επανάστασης που έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη εξαιτίας της ανεπαρκούς συνειδητότητας και οργάνωσης του προλεταριάτου, στο δεύτερο στάδιό της που πρέπει να δώσει την εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου και των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς.

Το πέρασμα αυτό χαρακτηρίζεται, από το ένα μέρος, από ένα μέγιστο όριο νομιμότητας (από όλες τις εμπόλεμες χώρες η Ρωσία είναι σήμερα η πιο ελεύθερη χώρα στον κόσμο), από το άλλο μέρος, από την έλλειψη βίας πάνω στις μάζες και, τέλος, η ανεπίγνωστα καλόπιστη στάση των μαζών απέναντι στην κυβέρνηση των καπιταλιστών, των χειρότερων εχθρών της ειρήνης και του σοσιαλισμού.

Η ιδιομορφία αυτή απαιτεί από μας ικανότητα προσαρμογής στις ιδιαίτερες συνθήκες της κομματικής δουλειάς μέσα στις πρωτάκουστα πλατιές μάζες του προλεταριάτου, που μόλις τώρα ξύπνησαν στην πολιτική ζωή.(...)

Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ

7. Από την ιδιομορφία της πραγματικής κατάστασης που αναφέραμε παραπάνω απορρέει η υποχρεωτική για το μαρξιστή - που πρέπει να παίρνει υπόψη του τα αντικειμενικά γεγονότα, τις μάζες και τις τάξεις και όχι τα πρόσωπα κτλ. - ιδιομορφία της τακτικής στη σημερινή στιγμή.

Η ιδιομορφία αυτή βάζει στην πρώτη γραμμή την ανάγκη «να ρίξουμε ξύδι και χολή στο γλυκερό νεράκι της επαναστατικοδημοκρατικής φρασεολογίας» (όπως εκφράστηκε χτες - εξαιρετικά εύστοχα - ο σύντροφός μου της ΚΕ του Κόμματός μας Τεοντορόβιτς στη συνεδρίαση του Πανρωσικού Συνεδρίου των σιδηροδρομικών υπαλλήλων και εργατών στην Πετρούπολη)· απαιτεί δουλειά κριτικής, εξήγηση των λαθών των μικροαστικών κομμάτων των εσέρων και των σοσιαλδημοκρατών, προετοιμασία και συσπείρωση των στοιχείων του συνειδητά προλεταριακού, Κομμουνιστικού κόμματος, απαλλαγή του προλεταριάτου από τη «γενική» μικροαστική μέθη.

Αυτό φαίνεται σαν να είναι «μονάχα» προπαγανδιστική δουλειά. Στην πραγματικότητα όμως είναι η πιο πρακτική επαναστατική δουλειά, γιατί αλλιώς δεν μπορούμε να κινήσουμε προς τα μπρος την επανάσταση που σταμάτησε, πνίγηκε στις φράσεις, κάνει «βήμα σημειωτόν», όχι γιατί υπάρχουν εξωτερικά εμπόδια, όχι γιατί εξασκεί βία η αστική τάξη (για την ώρα ο Γκουτσκόφ μονάχα απειλεί ότι θα χρησιμοποιήσει βία ενάντια στη μάζα των στρατιωτών), μα γιατί οι μάζες δείχνουν ανεπίγνωστη ευπιστία.

Μονάχα παλεύοντας ενάντια σ' αυτή την ανεπίγνωστη ευπιστία (και ενάντιά της μπορούμε και πρέπει να παλέψουμε αποκλειστικά ιδεολογικά, με τη συντροφική πειθώ, αναφερόμενοι στην πείρα της ζωής), μπορούμε να λυτρωθούμε από το ξεφάντωμα της επαναστατικής φρασεολογίας που βασιλεύει και να σπρώξουμε πραγματικά προς τα μπρος τόσο την προλεταριακή συνείδηση, όσο και τη συνείδηση των μαζών, καθώς και την τολμηρή αποφασιστική τοπική τους πρωτοβουλία, την αυτόβουλη πραγμάτωση, ανάπτυξη και στερέωση των ελευθεριών, της δημοκρατίας, της αρχής της παλλαϊκής κατοχής όλης της γης.

8. Η παγκόσμια πείρα των αστικών και τσιφλικάδικων κυβερνήσεων επεξεργάστηκε δυο μεθόδους για να κρατιέται ο λαός στην καταπίεση. Η πρώτη είναι η βία. Ο Νικόλαος Ρομάνοφ Α' - Νικόλαος ο Μαγκούρας και ο Νικόλαος Β' - ο Ματοβαμμένος έδειξαν στο ρωσικό λαό το ανώτατο όριο του τι μπορεί και δεν μπορεί να γίνει μ' αυτή τη μέθοδο του δημίου. Υπάρχει όμως και μια άλλη μέθοδος, που την επεξεργάστηκαν πιο καλά από όλους η αγγλική και η γαλλική αστική τάξη, «διδαγμένες» από μια σειρά μεγάλες επαναστάσεις και επαναστατικά κινήματα των μαζών. Είναι η μέθοδος της απάτης, της κολακείας, των φράσεων, των εκατομμυρίων υποσχέσεων, της μικροελεημοσύνης, της παραχώρησης του ασήμαντου και της διατήρησης του σημαντικού.

Η ιδιομορφία της στιγμής που ζει η Ρωσία είναι το ιλιγγιωδώς γρήγορο πέρασμα από την πρώτη μέθοδο στη δεύτερη, από τη βία πάνω στο λαό στην κολακεία του λαού, στην εξαπάτησή του με υποσχέσεις. Ο Γάτος - Βάσκα ακούει και τρώει. Ο Μιλιουκόφ και ο Γκουτσκόφ κρατούν την εξουσία, περιφρουρούν τα κέρδη του κεφαλαίου, διεξάγουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο για τα συμφέροντα του ρωσικού και του αγγλογαλλικού κεφαλαίου και περιορίζονται να απαντούν με υποσχέσεις, ρητορείες και εντυπωσιακές δηλώσεις στους λόγους «μαγείρων» σαν τους Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ, που απειλούν, επιπλήττουν, εξορκίζουν, εκλιπαρούν, απαιτούν, διακηρύσσουν... Ο Γάτος - Βάσκα ακούει και τρώει.

Και μέρα με τη μέρα η εύπιστη αποτύφλωση και η τυφλή ευπιστία θα εξαφανίζονται κυρίως στους προλεταρίους και τους φτωχούς αγρότες, που η ζωή (η κοινωνικοοικονομική τους θέση) τους διδάσκει να μην πιστεύουν στους καπιταλιστές.

Οι ηγέτες των μικροαστών «οφείλουν» να διδάσκουν στο λαό την εμπιστοσύνη στην αστική τάξη. Οι προλετάριοι πρέπει να τους διδάσκουν τη δυσπιστία.

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΜΥΝΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΤΑΞΙΚΗ ΤΟΥ ΣΗΜΑΣΙΑ

9. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο επαναστατικός αμυνιτισμός είναι η πιο μεγάλη, η πιο χτυπητή εκδήλωση του μικροαστικού κύματος που κατέκλυσε «σχεδόν τα πάντα». Αυτός ακριβώς είναι ο χειρότερος εχθρός της παραπέρα κίνησης και επιτυχίας της ρωσικής επανάστασης.

Οποιος στο σημείο αυτό υπέκυψε και δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί, αυτός χάθηκε για την επανάσταση. Οι μάζες όμως υποκύπτουν διαφορετικά από τους αρχηγούς και διαφορετικά απαλλάσσονται, με άλλη πορεία εξέλιξης, με άλλον τρόπο.

Ο επαναστατικός αμυνιτισμός είναι, από το ένα μέρος, καρπός της εξαπάτησης των μαζών από την αστική τάξη, καρπός της ανεπίγνωστης ευπιστίας των αγροτών και μιας μερίδας εργατών, και από το άλλο, έκφραση των συμφερόντων και της άποψης του μικρονοικοκύρη, που ως ένα βαθμό ενδιαφέρεται για τις προσαρτήσεις και τα κέρδη των τραπεζών και φυλάει «ευλαβικά» τις παραδόσεις του τσαρισμού, που διέφθειρε τους μεγαλορώσους, μετατρέποντάς τους σε δήμιους των άλλων λαών.

Η αστική τάξη εξαπατά το λαό, εκμεταλλευόμενη την ευγενική περηφάνια της επανάστασης και παριστάνοντας τα πράγματα, έτσι σαν τάχα ο κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας του πολέμου από την πλευρά της Ρωσίας να έχει αλλάξει από το στάδιο αυτό της επανάστασης, από την αντικατάσταση της τσαρικής μοναρχίας με τη σχεδόν δημοκρατία των Γκουτσκόφ - Μιλιουκόφ. Και ο λαός - για ένα διάστημα - το πίστεψε σε σημαντικό βαθμό, εξαιτίας των παμπάλαιων προλήψεων που τον κάνουν να θεωρεί τους άλλους λαούς της Ρωσίας, εκτός από το μεγαλορωσικό, κάτι σαν ιδιοκτησία ή τσιφλίκι των μεγαλορώσων. Η αισχρή διαφθορά του μεγαλορωσικού λαού από τον τσαρισμό, που τον μαθαίνει να βλέπει τους άλλους λαούς σαν κάτι κατώτερο, σαν κάτι που ανήκει «δικαιωματικά» στη Μεγαλορωσία, δεν μπορούσε να εξαφανιστεί μεμιάς.

Από μας απαιτείται ικανότητα να εξηγήσουμε στις μάζες ότι ο κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας του πολέμου δεν καθορίζεται από την «καλή θέληση» των ατόμων και των ομάδων, ακόμη και των λαών, αλλά από τη θέση της τάξης που διεξάγει τον πόλεμο, από την πολιτική αυτής της τάξης, πολιτική που ο πόλεμος είναι η συνέχισή της, από τις σχέσεις του κεφαλαίου σαν κυρίαρχης οικονομικής δύναμης της σύγχρονης κοινωνίας, από τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του διεθνούς κεφαλαίου, από την εξάρτηση - οικονομική, τραπεζική, διπλωματική - της Ρωσίας από την Αγγλία και τη Γαλλία κ.τ.λ. Δεν είναι εύκολο να το εξηγήσεις αυτό επιδέξια και κατανοητά στις μάζες, και κανένας μας δε θα μπορούσε να το κάνει μεμιάς χωρίς λάθη.

Η κατεύθυνση όμως ή, πιο σωστά, το περιεχόμενο της προπαγάνδας μας πρέπει να είναι αυτό και μόνο αυτό. Η παραμικρότερη παραχώρηση στον επαναστατικό αμυνιτισμό είναι προδοσία του σοσιαλισμού, πλήρης άρνηση του διεθνισμού, με οποιεσδήποτε ωραίες φράσεις, με οποιουσδήποτε «πρακτικούς» συλλογισμούς κι αν το δικαιολογούν αυτό.

Το σύνθημα «κάτω ο πόλεμος» είναι φυσικά σωστό, δεν παίρνεται όμως υπόψη η ιδιομορφία των καθηκόντων της στιγμής, η ανάγκη να πλησιάσουμε διαφορετικά την πλατιά μάζα. Κατά τη γνώμη μου, μοιάζει με το σύνθημα «κάτω ο τσάρος», που μ' αυτό ο αδέξιος προπαγανδιστής του «παλιού καλού καιρού» τραβούσε κατευθείαν στο χωριό και έτρωγε ξύλο. Οι μαζικοί εκπρόσωποι του επαναστατικού αμυνιτισμού είναι ευσυνείδητοι όχι με την προσωπική, μα με την ταξική έννοια, δηλαδή ανήκουν σε τέτοιες τάξεις (εργάτες και φτωχοί αγρότες), που πραγματικά δεν κερδίζουν από τις προσαρτήσεις και από το στραγγαλισμό ξένων λαών. Διαφορετικά είναι τα πράγματα με τους αστούς και τους κ.κ. «διανοουμένους» που ξέρουν θαυμάσια ότι δεν μπορείς να παραιτηθείς από τις προσαρτήσεις, αν δεν παραιτηθείς από την κυριαρχία του κεφαλαίου, και που εξαπατούν ξεδιάντροπα τις μάζες με ωραίες φράσεις, με ατέλειωτες υποσχέσεις, με αμέτρητα ταξίματα.

Ο μαζικός εκπρόσωπος του αμυνιτισμού βλέπει τα πράγματα απλά, μικροαστικά: «Εγώ δεν θέλω προσαρτήσεις, ο Γερμανός "ρίχνεται" πάνω μου, επομένως υπερασπίζω μια δίκαιη υπόθεση και δεν υπερασπίζω καθόλου οποιαδήποτε ιμπεριαλιστικά συμφέροντα». Σ' αυτό τον άνθρωπο πρέπει να εξηγούμε και να ξαναεξηγούμε πως δεν πρόκειται εδώ για τις προσωπικές του επιθυμίες, μα για τις μαζικές, ταξικές, πολιτικές σχέσεις και συνθήκες, για τη σύνδεση του πολέμου με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και το διεθνές δίχτυ των τραπεζών κ.τ.λ. Μονάχα ένας τέτοιος αγώνας ενάντια στον αμυνιτισμό είναι αγώνας σοβαρός και υπόσχεται επιτυχία - ίσως όχι πολύ γρήγορη, μα σίγουρη και σταθερή.

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ ΤΕΡΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ;

10. Στον πόλεμο δεν μπορεί κανείς να βάλει τέρμα «κατά βούληση». Δεν μπορεί να τον τελειώσει με απόφαση της μιας πλευράς. Δεν μπορεί να τον τελειώσει «μπήγοντας τη λόγχη στη γη», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση ενός στρατιώτη - αμυνίτη.

Δεν μπορεί κανείς να βάλει τέρμα στον πόλεμο με μια «συμφωνία» ανάμεσα στους σοσιαλιστές των διάφορων χωρών, με μια «ενέργεια» των προλετάριων όλων των χωρών, με τη «θέληση» των λαών κ.τ.λ. Ολες οι φράσεις αυτού του είδους, που γεμίζουν τα άρθρα των αμυνίτικων και μισοαμυνίτικων, μισοδιεθνιστικών εφημερίδων, καθώς και τις αμέτρητες αποφάσεις, εκκλήσεις, διακηρύξεις, αποφάσεις του Σοβιέτ των στρατιωτών και εργατών βουλευτών, όλες αυτές oι φράσεις δεν είναι τίποτε άλλο, παρά κούφιοι, άδολοι, ευσεβείς πόθοι μικροαστών. Δεν υπάρχει τίποτε πιο επιζήμιο από αυτές τις φράσεις για «την εκδήλωση της θέλησης των λαών για ειρήνη», για τη σειρά των επαναστατικών εξορμήσεων του προλεταριάτου (ύστερα από το ρωσικό έρχεται η «σειρά» του γερμανικού) κ.τ.λ. Ολα αυτά είναι λουιμπλανισμός, όνειρα γλυκά, παιχνίδι με «πολιτικές καμπάνιες», είναι στην πράξη επανάληψη του μύθου του Γάτου - Βάσκα.

Τον πόλεμο δεν τον γέννησε η κακή θέληση των καπιταλιστών - ληστών, παρόλο που διεξάγεται, αναμφισβήτητα, μονάχα για τα συμφέροντά τους και πλουτίζει μονάχα αυτούς. Τον πόλεμο τον γέννησε η πενηντάχρονη ανάπτυξη του παγκόσμιου κεφαλαίου, τα δισεκατομμύρια νήματα και δεσμοί του. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν μπορούμε να πετύχουμε μια δημοκρατική ειρήνη - και όχι ειρήνη με τη βία - χωρίς την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, χωρίς το πέρασμα της κρατικής εξουσίας σε μιαν άλλη τάξη, στο προλεταριάτο.

Η ρωσική επανάσταση του Φλεβάρη - Μάρτη 1917 ήταν η αρχή της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο. Η επανάσταση αυτή έκανε το πρώτο βήμα για το σταμάτημα του πολέμου. Μονάχα το δεύτερο βήμα μπορεί να εξασφαλίσει το σταμάτημά του, δηλαδή το πέρασμα της κρατικής εξουσίας στο προλεταριάτο. Αυτό θα είναι η αρχή της παγκόσμιας «διάσπασης του μετώπου» - του μετώπου των συμφερόντων του κεφαλαίου, και μονάχα διασπώντας αυτό το μέτωπο μπορεί το προλεταριάτο να απαλλάξει την ανθρωπότητα από τα δεινά του πολέμου και να της χαρίσει τα αγαθά μιας σταθερής ειρήνης.

Και η ρωσική επανάσταση, δημιουργώντας τα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών, έφερε ήδη το προλεταριάτο της Ρωσίας πολύ κοντά σ' αυτή τη «διάσπαση του μετώπου» του κεφαλαίου.

Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΤΥΠΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΑΣ

11. Τα Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών, αγροτών κτλ. βουλευτών δεν κατανοήθηκαν όχι μόνο από την άποψη ότι για την πλειονότητα δεν είναι σαφής η ταξική τους σημασία και ο ρόλος τους στη ρωσική επανάσταση. Δεν κατανοήθηκαν ακόμη και από την άποψη ότι αποτελούν καινούρια μορφή, πιο σωστά, καινούριο τύπο κράτους.

Ο πιο τέλειος, ο πιο προοδευτικός τύπος αστικού κράτους είναι ο τύπος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η εξουσία ανήκει στο Κοινοβούλιο - η κρατική μηχανή, ο μηχανισμός και τα όργανα διοίκησης είναι τα συνηθισμένα: τακτικός στρατός, αστυνομία, υπαλληλία ουσιαστικά μη ανακλητή, προνομιούχα που στέκει πάνω από το λαό.

Από τα τέλη όμως του 19ου αιώνα οι επαναστατικές εποχές προωθούν έναν ανώτερο τύπο δημοκρατικού κράτους, τέτοιου κράτους που από ορισμένες απόψεις παύει ήδη, σύμφωνα με την έκφραση του Ενγκελς, να είναι κράτος, «δεν είναι κράτος στην κυριολεξία». Αυτό είναι το κράτος τύπου Κομμούνας του Παρισιού, που αντικαθιστά το χωρισμένο από το λαό στρατό και την αστυνομία με τον απευθείας και άμεσα εξοπλισμένο λαό. Σ' αυτό βρίσκεται η ουσία της Κομμούνας, που τη δυσφήμισαν και την κατασυκοφάντησαν οι αστοί συγγραφείς, οι όποιοι, ανάμεσα στα άλλα, της απέδωσαν λαθεμένα την πρόθεση να «εισαγάγει» αμέσως το σοσιαλισμό.

Ακριβώς ένα κράτος τέτοιου τύπου άρχισε να δημιουργεί η ρωσική επανάσταση το 1905 και το 1917. Η Δημοκρατία των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών, αγροτών κ.τ.λ. βουλευτών, ενωμένοι στην Πανρωσική Συντακτική Συνέλευση των λαϊκών αντιπροσώπων ή στο Πανρωσικό Σοβιέτ των Σοβιέτ κ.τ.λ. - να τι γίνεται κιόλας πραγματικότητα στη χώρα μας σήμερα, αυτή τη στιγμή, με την πρωτοβουλία των εκατομμυρίων του λαού, που αυτόβουλα και με τον τρόπο του δημιουργεί τη δημοκρατία, χωρίς να περιμένει ούτε πότε οι κ.κ. καντέτοι καθηγητές θα γράψουν τα νομοσχέδιά τους για μια κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία - ούτε πότε οι σχολαστικοί και οι ρουτινιέρηδες της μικροαστικής «σοσιαλδημοκρατίας», σαν τον κ. Πλεχάνοφ ή τον Κάουτσκι, θα παραιτηθούν από τη διαστρέβλωση από μέρους τους της διδασκαλίας του μαρξισμού για το ζήτημα του κράτους.

Ο μαρξισμός διαφέρει από τον αναρχισμό στο ότι παραδέχεται την αναγκαιότητα του κράτους και της κρατικής εξουσίας στην επαναστατική περίοδο γενικά, στην εποχή του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ειδικά.

Ο μαρξισμός διαφέρει από το μικροαστικό, οπορτουνιστικό «σοσιαλδημοκρατισμό» των κ.κ. Πλεχάνοφ, Κάουτσκι και Σίας στο ότι παραδέχεται για τις προαναφερμένες περιόδους την αναγκαιότητα ενός κράτους όχι σαν τη συνηθισμένη κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία, αλλά ενός κράτους σαν την Κομμούνα του Παρισιού.

Οι κύριες διαφορές αυτού του τελευταίου τύπου κράτους από τον παλιό είναι οι ακόλουθες:

Η επιστροφή από την κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία στη μοναρχία είναι (όπως ακριβώς το απόδειξε η ιστορία) πάρα πολύ εύκολη, γιατί παραμένει άθικτη όλη η μηχανή της καταπίεσης: ο στρατός, η αστυνομία, η υπαλληλία. Η Κομμούνα και τα Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών, αγροτών κ.τ.λ. βουλευτών τσακίζουν και παραμερίζουν αυτή τη μηχανή.

Η κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία στενεύει, πνίγει την ανεξάρτητη πολιτική ζωή των μαζών, την άμεση συμμετοχή τους στη δημοκρατική οικοδόμηση όλης της κρατικής ζωής, από τα κάτω ως τα πάνω. Τα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών κάνουν το αντίθετο.

Αυτά τα τελευταία αναπαράγουν εκείνο τον τύπο του κράτους, που επεξεργάστηκε η Κομμούνα του Παρισιού και που ο Μαρξ τον ονόμασε «πολιτική μορφή που ανακαλύφθηκε επιτέλους, και με την οποία μπορεί να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση των εργαζομένων».

Συνήθως αντιτείνουν: ο ρωσικός λαός δεν είναι ακόμη ώριμος για την «εισαγωγή» της Κομμούνας. Αυτό είναι σαν το επιχείρημα των φεουδαρχών που έλεγαν ότι οι αγρότες δεν είναι ώριμοι για την ελευθερία. Η Κομμούνα, δηλαδή τα Σοβιέτ των εργατών και αγροτών βουλευτών, δεν «εισάγει», δεν σκοπεύει «να εισαγάγει» και δεν πρέπει να εισαγάγει κανενός είδους μετασχηματισμούς που δεν έχουν ωριμάσει απόλυτα και στην οικονομική πραγματικότητα και στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού. Οσο πιο μεγάλη είναι η οικονομική κατάρρευση και η κρίση που γεννάει ο πόλεμος, τόσο επιτακτικότερη είναι η ανάγκη για μια όσο το δυνατό τελειότερη πολιτική μορφή, που να κάνει πιο εύκολη την επούλωση των φοβερών πληγών, τις οποίες προξένησε ο πόλεμος στην ανθρωπότητα. Οσο λιγότερη οργανωτική πείρα έχει ο ρωσικός λαός, τόσο αποφασιστικότερα πρέπει να καταπιαστούμε με την οργανωτική οικοδόμηση από τον ίδιο το λαό, και όχι μόνο από τους αστούς πολιτικάντηδες και υπαλλήλους με τις «προσοδοφόρες θεσούλες».

Οσο πιο γρήγορα πετάξουμε από πάνω μας τις παλιές προλήψεις του διαστρεβλωμένου από τους κ.κ. Πλεχάνοφ, Κάουτσκι και Σία ψευδομαρξισμού, με όσο πιο μεγάλο ζήλο καταπιαστούμε να βοηθήσουμε το λαό να δημιουργήσει αμέσως και παντού Σοβιέτ των εργατών και αγροτών βουλευτών, που να πάρουν στα χέρια τους όλη τη ζωή, όσο περισσότερο θα παρελκύουν οι κ.κ. Λβοφ και Σία τη σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης, τόσο πιο εύκολα θα είναι για το λαό να κάνει (μέσω της Συντακτικής Συνέλευσης ή χωρίς αυτή, αν ο Λβοφ αργήσει πολύ να τη συγκαλέσει) την εκλογή του υπέρ της Δημοκρατίας των Σοβιέτ των εργατών και αγροτών βουλευτών. Λάθη στη νέα οργανωτική οικοδόμηση, που γίνεται από τον ίδιο το λαό, είναι στην αρχή αναπόφευκτα, καλύτερα όμως να κάνεις λάθη και να τραβάς μπροστά, παρά να περιμένεις πότε θα γράψουν οι νομομαθείς καθηγητές, που συγκάλεσε ο Λβοφ, τους νόμους για τη σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης και για τη διαιώνιση της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας, για το στραγγαλισμό των Σοβιέτ των εργατών και αγροτών βουλευτών.

Αν οργανωθούμε και κάνουμε επιδέξια την προπαγάνδα μας, όχι μόνο οι προλετάριοι, μα και τα εννιά δέκατα της αγροτιάς θα ταχθούν ενάντια στην ανασύσταση της αστυνομίας, ενάντια στη μόνιμη και προνομιούχα υπαλληλία, ενάντια στο χωρισμένο από το λαό στρατό. Και μόνο σ' αυτό συνίσταται ακριβώς ο νέος τύπος κράτους.

***

Ο «Ριζοσπάστης» σήμερα στο έθετο «Ιστορία» δημοσιεύει το πρώτο από τα «Γράμματα για την τακτική». Πρόκειται για ένα από τα προγραμματικά ντοκουμέντα που γράφτηκαν τον Απρίλη του 1917 και που εξόπλισαν το Κόμμα των Μπολσεβίκων, την εργατική τάξη της Ρωσίας με ένα επιστημονικά θεμελιωμένο σχέδιο περάσματος από την αστικοδημοκρατική επανάσταση στη σοσιαλιστική επανάσταση. Ηδη, από το Φλεβάρη του 1917, οι εργάτες και οι αγρότες ανέτρεψαν την τσαρική απολυταρχία και έτσι δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για μια πετυχημένη πάλη της εργατικής τάξης με σκοπό την ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Τις πρώτες μέρες της επανάστασης σε όλη τη χώρα δημιουργήθηκαν τα Σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών βουλευτών. Τα κατά τόπους Σοβιέτ πραγματοποιούσαν μόνα τους τους δημοκρατικούς σχηματισμούς, καθιέρωναν την οχτάωρη εργάσιμη μέρα, τον εργατικό έλεγχο πάνω στην παραγωγή, τον έλεγχο του επισιτιστικού, καταργούσαν τις τσαρικές αρχές και τα τσαρικά δικαστήρια, απελευθέρωναν από τις φυλακές τους πολιτικούς κρατούμενους.

Ωστόσο, το Σοβιέτ της Πετρούπολης, που αποτελούσε ουσιαστικά το πανρωσικό κέντρο, βρέθηκε στα χέρια των ηγετών των μενσεβίκων (δεξιοί οπορτουνιστές) και εσέρων (μικροαστοί επαναστάτες). Η Εκτελεστική Επιτροπή εθελοντικά παραχώρησε την εξουσία στην αστική Προσωρινή κυβέρνηση, υποσχόμενη σ' αυτήν την πλήρη υποστήριξή της, και έτσι έδινε στην προσωρινή κυβέρνηση τη δυνατότητα να συνεχίσει την αντιλαϊκή, ιμπεριαλιστική πολιτική του τσαρισμού.

Ορισμένες μπολσεβίκικες επιτροπές, επίσης και μια σειρά καθοδηγητικά στελέχη του Κόμματος καλούσαν να «κάνουν οι μάζες έλεγχο» στη δράση της Προσωρινής κυβέρνησης, μη βάζοντας ζήτημα για το πέρασμα όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ. Ο Λένιν, εκπληρώνοντας απόφαση της ΚΕ για να γίνει ανοιχτή συζήτηση, έγραψε την μπροσούρα «Γράμματα για την τακτική», στην οποία έδειξε το λάθος του Λ. Μπ. Κάμενεφ και των ολιγάριθμων ομοϊδεατών του, που τάχθηκαν κατά της λενινιστικής γραμμής για σοσιαλιστική επανάσταση. Ο Λένιν απέκρουσε ολοκληρωτικά τους ισχυρισμούς τους, που ήθελαν να αποδείξουν ότι δήθεν η επανάσταση του Φλεβάρη δεν οδήγησε ακόμη στην επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. Ο Λένιν αποκάλυψε ότι ήταν αβάσιμη και λαθεμένη η δογματική αντιμετώπιση της εκτίμησης της δεύτερης ρωσικής επανάστασης με βάση τα παλιά σχήματα. Η πραγματικότητα αποδείχτηκε «πιο πρωτότυπη, πιο ιδιόμορφη, πιο ποικιλόμορφη», όπως επισήμανε ο μεγάλος θεωρητικός της Επανάστασης.

Αναδημοσιεύεται από τα «Απαντα» του Β.Ι. Λένιν, Τόμος 31, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

ΓΡΑΜΜΑ Ι
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ

Ο μαρξισμός απαιτεί από μας τον πιο ακριβή, αντικειμενικά επαληθεύσιμο υπολογισμό του συσχετισμού των τάξεων και των συγκεκριμένων ιδιομορφιών της κάθε ιστορικής στιγμής. Εμείς, οι μπολσεβίκοι, προσπαθούσαμε να είμαστε πάντοτε πιστοί σ' αυτή την απαίτηση, που είναι απόλυτα υποχρεωτική από την άποψη κάθε επιστημονικής θεμελίωσης της πολιτικής.

«Η διδασκαλία μας δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση», έτσι έλεγαν πάντα ο Μαρξ και ο Ενγκελς, που δίκαια ειρωνεύονταν την αποστήθιση και την απλή επανάληψη «διατυπώσεων», ικανών στην καλύτερη περίπτωση μόνο να προδιαγράφουν τα γενικά καθήκοντα, που τροποποιούνται αναπόφευκτα από τη συγκεκριμένη οικονομική και πολιτική κατάσταση της κάθε ιδιαίτερης περιόδου του ιστορικού προτσές.

Από ποια, λοιπόν, αντικειμενικά γεγονότα, με ακρίβεια διαπιστωμένα, πρέπει να καθοδηγείται σήμερα το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου για τον καθορισμό των καθηκόντων και των μορφών της δράσης του;

Και στο πρώτο μου «Γράμμα από μακριά» («Το πρώτο στάδιο της πρώτης επανάστασης»), που δημοσιεύτηκε στην «Πράβντα», αρ. φύλ. 14 και 15, της 21 και 22 του Μάρτη 1917, και στις θέσεις μου καθορίζω την «ιδιομορφία της τρέχουσας στιγμής στη Ρωσία», σαν περιόδου περάσματος από το πρώτο στάδιο της επανάστασης στο δεύτερο. Και γι' αυτό βασικό σύνθημα, «καθήκον της ημέρας» γι' αυτή τη στιγμή θεωρούσα: «Εργάτες, δείξατε θαύματα προλεταριακού, λαϊκού ηρωισμού στον εμφύλιο πόλεμο ενάντια στον τσαρισμό, πρέπει να δείξετε θαύματα προλεταριακής και παλλαϊκής οργάνωσης, για να προετοιμάσετε τη νίκη σας στο δεύτερο στάδιο της επανάστασης» («Πράβντα», αρ. φύλ. 15).

Σε τι συνίσταται, λοιπόν, το πρώτο στάδιο;

Στο πέρασμα της κρατικής εξουσίας στην αστική τάξη.

Ως την επανάσταση του Φλεβάρη - Μάρτη 1917, η κρατική εξουσία στη Ρωσία βρισκόταν στα χέρια μιας παλιάς τάξης, δηλαδή της τάξης των φεουδαρχών - ευγενών - τσιφλικάδων, με επικεφαλής τον Νικόλαο Ρομάνοφ.

Υστερα από αυτή την επανάσταση, η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας άλλης, νέας τάξης, δηλαδή της αστικής τάξης.

Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης, τόσο με την αυστηρά επιστημονική, όσο και με την πρακτικά - πολιτική σημασία αυτής της έννοιας.

Μ' αυτή την έννοια, η αστική ή αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία τελείωσε.

Στο σημείο αυτό ακούμε το θόρυβο των διαφωνούντων, που πρόθυμα αυτοαποκαλούνται «παλιοί μπολσεβίκοι»: Δε λέγαμε, λοιπόν, πάντα πως η αστικοδημοκρατική επανάσταση τελειώνει μόνο με την «επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς»; Μήπως η αγροτική επανάσταση, που είναι επίσης αστικοδημοκρατική, τελείωσε; Μήπως, απεναντίας, δεν είναι γεγονός πως η επανάσταση αυτή ούτε άρχισε καν;

Απαντώ: Γενικά, τα μπολσεβίκικα συνθήματα και ιδέες έχουν επιβεβαιωθεί πλήρως από την ιστορία, συγκεκριμένα όμως τα πράγματα διαμορφώθηκαν διαφορετικά απ' ό,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς (οποιοσδήποτε και αν ήταν), πιο πρωτότυπα, πιο ιδιόμορφα, πιο ποικιλόμορφα.

Το να αγνοείς, το να ξεχνάς αυτό το γεγονός θα σήμαινε να εξομοιώνεσαι με εκείνους τους «παλιούς μπολσεβίκους», που πολλές ήδη φορές έπαιξαν θλιβερό ρόλο στην ιστορία του Κόμματός μας, επαναλαβαίνοντας αβασάνιστα μια αποστηθισμένη διατύπωση, αντί να μελετήσουν την ιδιομορφία της νέας, της ζωντανής πραγματικότητας.

Η «επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» έχει ήδη πραγματοποιηθεί1 στη ρωσική επανάσταση, γιατί η «διατύπωση» αυτή προβλέπει μόνο το συσχετισμό των τάξεων και όχι το συγκεκριμένο πολιτικό θεσμό, που πραγματώνει αυτό το συσχετισμό, αυτή τη συνεργασία. Το «Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών» - να η πραγματοποιημένη ήδη από τη ζωή «επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς».

Η διατύπωση αυτή πάλιωσε πια. Η ζωή την έβγαλε από το βασίλειο των διατυπώσεων και την έμπασε στο βασίλειο της πραγματικότητας, της έδωσε σάρκα και οστά, τη συγκεκριμενοποίησε και έτσι την τροποποίησε.

Στην ημερήσια διάταξη μπήκε ήδη ένα διαφορετικό, ένα νέο καθήκον: Η διάσπαση στο εσωτερικό αυτής της δικτατορίας ανάμεσα στα προλεταριακά στοιχεία (αντιαμυνίτικα, διεθνιστικά, «κομμουνιστικά», που είναι υπέρ του περάσματος στην κομμούνα) και στα μικρονοικοκυρίστικα ή μικροαστικά (Τσχεΐτζε, Τσερετέλι, Στεκλόφ, σοσιαλεπαναστάτες κτλ. κτλ., επαναστάτες αμυνίτες, αντίπαλοι του κινήματος που ακολουθεί το δρόμο προς την κομμούνα, οπαδοί της «υποστήριξης» της αστικής τάξης και της αστικής κυβέρνησης).

Οποιος μιλάει σήμερα μόνο για «επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», αυτός έμεινε πίσω από τη ζωή και για το λόγο αυτό πέρασε στην πράξη με το μέρος των μικροαστών ενάντια στην προλεταριακή ταξική πάλη, αυτόν πρέπει να τον παραδώσουμε στο αρχείο των «μπολσεβίκικων» προεπαναστατικών σπάνιων αντικειμένων (μπορούμε να το ονομάσουμε: αρχείο «παλιών μπολσεβίκων»).

Η επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς πραγματοποιήθηκε ήδη, αλλά εξαιρετικά πρωτότυπα, με μια σειρά εξαιρετικά σπουδαίες τροποποιήσεις. Γι' αυτές θα μιλήσω ιδιαίτερα σε ένα από τα κατοπινά γράμματά μου. Τώρα είναι απαραίτητο να κάνουμε κτήμα μας τούτη την αναντίρρητη αλήθεια, ότι ο μαρξιστής πρέπει να παίρνει υπόψη του τη ζωντανή πραγματικότητα, τα ακριβή γεγονότα της πραγματικότητας και όχι να εξακολουθεί να αγκιστρώνεται από τη θεωρία του χθες, που, όπως και κάθε θεωρία, στην καλύτερη περίπτωση προδιαγράφει απλώς το βασικό, το γενικό, πλησιάζει απλώς στη σύλληψη της πολυπλοκότητας της ζωής.

«Γκρίζα η κάθε θεωρία, φίλε μου ακριβέ, το χρυσοδέντρι της ζωής πράσινο θάλλει».

Οποιος βάζει με τον παλιό τρόπο το ζήτημα του «αποτελειωμού» της αστικής επανάστασης, αυτός θυσιάζει το ζωντανό μαρξισμό στο νεκρό γράμμα.

Κατά την παλιά αντίληψη προκύπτει πως: Υστερα από την κυριαρχία της αστικής τάξης, μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει η κυριαρχία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, η δικτατορία τους.

Στη ζωντανή όμως πραγματικότητα, τα πράγματα ήρθαν ήδη διαφορετικά: Προέκυψε μια εξαιρετικά πρωτότυπη, νέα, πρωτοείδωτη σύμπλεξη του ενός με το άλλο. Υπάρχουν δίπλα, μαζί, ταυτόχρονα και η κυριαρχία της αστικής τάξης (η κυβέρνηση Λβοφ και Γκουτσκόφ) και η επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, που παραδίνει θεληματικά την εξουσία στην αστική τάξη, που μετατρέπεται θεληματικά σε εξάρτημά της.

Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ουσιαστικά στην Πετρούπολη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εργατών και των στρατιωτών, ότι η νέα κυβέρνηση δεν ασκεί και ούτε μπορεί ν' ασκήσει πάνω τους βία, επειδή δεν υπάρχει ούτε αστυνομία, ούτε χωρισμένος από το λαό στρατός, ούτε πανίσχυρη υπαλληλία που να στέκεται πάνω από το λαό. Αυτό είναι γεγονός. Πρόκειται ακριβώς για ένα γεγονός, που είναι χαρακτηριστικό για ένα κράτος τύπου Κομμούνας του Παρισιού. Το γεγονός αυτό δε χωράει στα παλιά σχήματα. Πρέπει να ξέρει κανείς να προσαρμόζει τα σχήματα στη ζωή και όχι να επαναλαμβάνει λέξεις για «δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» γενικά, λέξεις που έχασαν κάθε νόημα.

Για να φωτίσουμε καλύτερα το ζήτημα, ας το εξετάσουμε από μιαν άλλη πλευρά.

Ο μαρξιστής δεν πρέπει να ξεφεύγει από την ακριβή βάση της ανάλυσης των ταξικών σχέσεων. Στην εξουσία βρίσκεται η αστική τάξη. Αλλά μήπως και η μάζα των αγροτών δεν αποτελεί επίσης αστική τάξη διαφορετικού στρώματος, διαφορετικού είδους, διαφορετικού χαρακτήρα; Από πού βγαίνει ότι αυτό το στρώμα δεν μπορεί να έρθει στην εξουσία, «αποτελειώνοντας» την αστικοδημοκρατική επανάσταση; Για ποιο λόγο αυτό είναι αδύνατο;

Ετσι σκέπτονται συχνά οι παλιοί μπολσεβίκοι.

Απαντώ: Αυτό είναι πολύ πιθανό. Ο μαρξιστής όμως στην εκτίμηση της στιγμής δεν πρέπει να ξεκινά από το πιθανό, αλλά από το πραγματικό.

Και η πραγματικότητα μας παρουσιάζει το γεγονός ότι οι ελεύθερα εκλεγμένοι στρατιώτες και αγρότες βουλευτές συμμετέχουν ελεύθερα στη δεύτερη, την παράπλευρη κυβέρνηση, και ελεύθερα τη συμπληρώνουν, την αναπτύσσουν, την ολοκληρώνουν. Και άλλο τόσο ελεύθερα παραδίνουν την εξουσία στην αστική τάξη - φαινόμενο που δεν «παραβιάζει» καθόλου τη θεωρία του μαρξισμού, γιατί εμείς ξέραμε πάντα και πολλές φορές το τονίσαμε ότι η αστική τάξη κρατιέται όχι μόνο με τη βία, αλλά και με την έλλειψη συνειδητότητας, τη ρουτίνα, την αποβλάκωση και την ανοργανωσιά των μαζών.

Και μπροστά στη σημερινή πραγματικότητα, είναι στ' αληθινά γελοίο να αγνοείς το γεγονός και να μιλάς για «πιθανότητες».

Είναι πιθανό η αγροτιά να πάρει όλη τη γη και όλη την εξουσία. Εγώ όχι μόνο δεν παραβλέπω αυτή τη δυνατότητα, δεν περιορίζω τον ορίζοντά μου μόνο στο σήμερα, αλλά διατυπώνω καθαρά και με ακρίβεια το αγροτικό πρόγραμμα, παίρνοντας υπόψη το καινούριο φαινόμενο: Την πιο βαθιά διάσπαση των εργατών γης και των φτωχών αγροτών με τους αγρότες - νοικοκυραίους.

Είναι όμως πιθανό και το άλλο: Είναι πιθανό οι αγρότες να ακούσουν τις συμβουλές του μικροαστικού κόμματος των σοσιαλεπαναστατών, που υπέκυψε στην επιρροή των αστών, πέρασε στον αμυνιτισμό και συνιστά την αναμονή ως τη Συντακτική Συνέλευση, αν και ως τώρα δεν έχει ακόμη οριστεί ούτε η ημερομηνία της σύγκλησής της!2

Είναι πιθανό οι αγρότες να διατηρήσουν, να συνεχίσουν τη συμφωνία τους με την αστική τάξη, συμφωνία που την έκλεισαν τώρα μέσω των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών όχι μόνο τυπικά, μα και ουσιαστικά.

Πολλά τα πιθανά. Θα ήταν σοβαρότατο λάθος να ξεχνάμε το αγροτικό κίνημα και το αγροτικό πρόγραμμα, θα ήταν όμως εξίσου λάθος να ξεχνάμε την πραγματικότητα που μας παρουσιάζει το γεγονός της συμφωνίας - ή, για να χρησιμοποιήσω μια πιο ακριβή, λιγότερο νομική και περισσότερο οικονομικοταξική έκφραση - το γεγονός της ταξικής συνεργασίας της αστικής τάξης και της αγροτιάς.

Οταν το γεγονός αυτό πάψει να είναι γεγονός, όταν η αγροτιά ξεκόψει από την αστική τάξη, όταν πάρει τη γη παρά τη θέληση της αστικής τάξης, όταν πάρει την εξουσία ενάντια στην αστική τάξη - τότε αυτό θα είναι ένα νέο στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, και γι' αυτό θα γίνει λόγος ιδιαίτερα.

Ο μαρξιστής, που, εξαιτίας της δυνατότητας ενός τέτοιου μελλοντικού σταδίου, θα ξεχνούσε τις υποχρεώσεις του σήμερα, τώρα που η αγροτιά συμφωνεί με την αστική τάξη, θα μεταβαλλόταν σε μικροαστό. Επειδή στην πράξη θα καλλιεργούσε στο προλεταριάτο την εμπιστοσύνη προς τους μικροαστούς («οι μικροαστοί αυτοί, η αγροτιά αυτή πρέπει να αποσπαστεί από την αστική τάξη ακόμη μέσα στα πλαίσια της αστικοδημοκρατικής επανάστασης»). Ο μαρξιστής αυτός, εξαιτίας της «δυνατότητας» ενός ευχάριστου και ωραίου μέλλοντος, τότε που η αγροτιά δε θα είναι ουρά της αστικής τάξης, και οι εσέροι, οι Τσχεΐτζε, οι Τσερετέλι και οι Στεκλόφ δε θα είναι εξάρτημα της αστικής κυβέρνησης, εξαιτίας της «δυνατότητας» ενός ευχάριστου μέλλοντος, θα ξεχνούσε το δυσάρεστο παρόν, τώρα που η αγροτιά παραμένει ακόμη ουρά της αστικής τάξης και οι σοσιαλεπαναστάτες και οι σοσιαλδημοκράτες δεν παραιτούνται ακόμη από το ρόλο του εξαρτήματος της αστικής κυβέρνησης, από το ρόλο αντιπολίτευσης της «αυτού μεγαλειότητας» του Λβοφ.

Ο άνθρωπος που υποθετικά πήραμε θα έμοιαζε με έναν γλυκανάλατο Λουί Μπλαν, με έναν γλυκερό καουτσκιστή, αλλά σε καμιά περίπτωση με επαναστάτη μαρξιστή.

Δε μας απειλεί τάχα ο κίνδυνος να πέσουμε στον υποκειμενισμό, να θέλουμε να «υπερπηδήσουμε» μια μη ολοκληρωμένη επανάσταση αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα, που δεν έχει ξεπεράσει ακόμη το αγροτικό κίνημα - για να φτάσουμε στη σοσιαλιστική επανάσταση;

Αν έλεγα: «Δίχως τσάρο, και κυβέρνηση εργατική» - ο κίνδυνος αυτός θα με απειλούσε. Εγώ όμως δεν είπα αυτό, εγώ είπα άλλο. Είπα πως στη Ρωσία δεν μπορεί να υπάρχει άλλη κυβέρνηση (εξαιρώντας την αστική), εκτός από τα Σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης, των στρατιωτών και των αγροτών βουλευτών. Είπα ότι τώρα η εξουσία στη Ρωσία μπορεί να περάσει από τον Γκουτσκόφ και τον Λβοφ μόνο σ' αυτά τα Σοβιέτ, και σ' αυτά επικρατεί ακριβώς η αγροτιά, επικρατούν οι στρατιώτες, επικρατούν οι μικροαστοί, για να εκφραστούμε με επιστημονικό, μαρξιστικό όρο, χρησιμοποιώντας όχι το συνηθισμένο, όχι το μικροαστικό, όχι τον επαγγελματικό, μα τον ταξικό χαρακτηρισμό.

Στις θέσεις μου ασφάλισα απόλυτα τον εαυτό μου από κάθε υπερπήδηση του αγροτικού ή, γενικά, του μικροαστικού κινήματος, που δεν έχει φτάσει στο τέρμα του, από κάθε παιχνίδι «κατάληψης της εξουσίας» από εργατική κυβέρνηση, από κάθε μπλανκιστικό τυχοδιωκτισμό, επειδή αναφέρθηκα απευθείας στην πείρα της Κομμούνας του Παρισιού. Και η πείρα αυτή, όπως είναι γνωστό και όπως το έδειξε λεπτομερειακά ο Μαρξ το 1871 και ο Ενγκελς το 1891, απέκλεισε εντελώς τον μπλανκισμό και εξασφάλισε απόλυτα την απευθείας, άμεση και απεριόριστη κυριαρχία της πλειοψηφίας και τη δραστηριότητα των μαζών μόνο στο βαθμό της συνειδητής δράσης της ίδιας της πλειοψηφίας.

Στις θέσεις συνόψισα εντελώς συγκεκριμένα όλο το ζήτημα στην πάλη για την απόκτηση επιρροής μέσα στα Σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης, των αγροτών και των στρατιωτών βουλευτών. Για να μην αφήσω ούτε ίχνος αμφιβολίας πάνω σ' αυτό, δυο φορές υπογράμμισα στις θέσεις την ανάγκη της υπομονετικής, επίμονης, της «προσαρμοζόμενης στις πρακτικές ανάγκες των μαζών» «διαφωτιστικής» δουλειάς.

Οι αμαθείς, είτε οι αποστάτες του μαρξισμού, σαν τον κ. Πλεχάνοφ κτλ., μπορούν να φωνάζουν για αναρχισμό, μπλανκισμό κτλ. Οποιος θέλει να σκέπτεται και να μαθαίνει, αυτός δεν μπορεί παρά να καταλάβει ότι ο μπλανκισμός είναι κατάληψη της εξουσίας από μια μειοψηφία, ενώ τα Σοβιέτ των εργατών κτλ. βουλευτών είναι αναμφισβήτητα μια απευθείας και άμεση οργάνωση της πλειοψηφίας του λαού. Η δουλειά που έχει αναχθεί στην πάλη για την απόκτηση επιρροής μέσα σ' αυτά τα Σοβιέτ δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, δεν μπορεί να κατρακυλήσει στο βάλτο του μπλανκισμού. Και δεν μπορεί να κατρακυλήσει στο βάλτο του αναρχισμού, γιατί ο αναρχισμός είναι άρνηση της αναγκαιότητας του κράτους και της κρατικής εξουσίας για την εποχή του περάσματος από την κυριαρχία της αστικής τάξης στην κυριαρχία του προλεταριάτου. Εγώ, όμως, με σαφήνεια, που αποκλείει κάθε δυνατότητα παρεξηγήσεων, υποστηρίζω την αναγκαιότητα του κράτους γι' αυτή την εποχή, αλλά, σύμφωνα με τον Μαρξ και την πείρα της Κομμούνας του Παρισιού, όχι του συνηθισμένου κοινοβουλευτικού - αστικού κράτους, παρά ενός κράτους δίχως τακτικό στρατό, δίχως αστυνομία αντίθετη στο λαό, δίχως τοποθετημένη πάνω από το λαό υπαλληλοκρατία.

Αν ο κ. Πλεχάνοφ στη «Γεντίνστβο» του φωνάζει με όλη του τη δύναμη για αναρχισμό, μ' αυτό αποδείχνει απλώς για μια ακόμη φορά ότι ξέκοψε από το μαρξισμό. Στην πρόκληση που του έκανα από την «Πράβντα» (αρ. φύλ. 26) να μας πει, τι δίδασκαν για το κράτος ο Μαρξ και ο Ενγκελς το 1871, το 1872, το 1875, ο κ. Πλεχάνοφ είναι και θα είναι αναγκασμένος να απαντήσει με σιωπή πάνω στην ουσία του ζητήματος και με κραυγές, σαν αυτές που συνηθίζει η μανιασμένη αστική τάξη.

Ο πρώην μαρξιστής κ. Πλεχάνοφ δεν κατάλαβε καθόλου τη μαρξιστική διδασκαλία για το κράτος. Εξάλλου τα σπέρματα αυτής της μη κατανόησης τα βλέπει κανείς και στη γερμανική μπροσούρα του για τον αναρχισμό.

***

Ας δούμε τώρα πώς διατυπώνει ο σ. Γ. Κάμενεφ στο σχόλιό του στην «Πράβντα», αρ. φύλ. 27, τις «διαφωνίες» του με τις θέσεις μου και με τις απόψεις που ανέπτυξα παραπάνω. Αυτό θα μας βοηθήσει να τις ξεκαθαρίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια.

«Οσο για το γενικό σχήμα του σ. Λένιν - γράφει ο σ. Κάμενεφ - μας φαίνεται απαράδεκτο, εφόσον ξεκινά από το ότι θεωρεί την αστικοδημοκρατική επανάσταση τελειωμένη και υπολογίζει στην άμεση μετεξέλιξή της σε σοσιαλιστική...».

Εδώ υπάρχουν δύο μεγάλα λάθη.

Πρώτο: Το ζήτημα του «αποτελειωμού» της αστικοδημοκρατικής επανάστασης τοποθετήθηκε λαθεμένα. Στο ζήτημα αυτό δόθηκε μια αφηρημένη, απλή, μονόχρωμη, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, τοποθέτηση, που δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα. Οποιος βάζει το ζήτημα έτσι, όποιος ρωτάει σήμερα: «Τέλειωσε, άραγε, η αστικοδημοκρατική επανάσταση;» και σταματά εδώ - αυτός στερεί από τον εαυτό του τη δυνατότητα να καταλάβει την εξαιρετικά πολύπλοκη, τουλάχιστο «δίχρωμη», πραγματικότητα. Αυτό στη θεωρία. Και στην πράξη παραδίνεται ανίσχυρος στη μικροαστική επαναστατικότητα.

Και στ' αλήθεια. Η πραγματικότητα μας δείχνει και πέρασμα της εξουσίας στην αστική τάξη («τελειωμένη» αστικοδημοκρατική επανάσταση συνηθισμένου τύπου) και ύπαρξη, πλάι στην πραγματική κυβέρνηση, μιας άλλης παράπλευρης κυβέρνησης, που αποτελεί «επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Αυτή η τελευταία «παρακυβέρνηση» παραχώρησε μόνη της την εξουσία στην αστική τάξη, μόνη της προσδέθηκε στην αστική κυβέρνηση.

Αγκαλιάζει, άραγε, αυτήν την πραγματικότητα η παλαιομπολσεβίκικη διατύπωση του σ. Κάμενεφ: «η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει»;

Οχι. Η διατύπωση έχει παλιώσει. Είναι εντελώς άχρηστη. Νεκρή. Οι προσπάθειες να την αναστήσουν θα είναι μάταιες.

Δεύτερο. Ζήτημα πρακτικό. Είναι άγνωστο, αν μπορεί τώρα να υπάρξει ακόμη στη Ρωσία μια ιδιαίτερη «επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» ξεκομμένη από την αστική κυβέρνηση. Και δεν επιτρέπεται να βασίζουμε τη μαρξιστική τακτική στο άγνωστο.

Αν όμως αυτό μπορεί ακόμη να συμβεί, τότε ο δρόμος που οδηγεί σ' αυτό είναι ένας και μόνο ένας: Αμεσος, αποφασιστικός, αμετάκλητος διαχωρισμός των προλεταριακών, κομμουνιστικών στοιχείων του κινήματος από τα μικροαστικά.

Γιατί;

Επειδή όλη η μικροαστική μάζα στράφηκε, όχι τυχαία, μα αναγκαστικά προς το σοβινισμό (= αμυνιτισμό), προς την «υποστήριξη» της αστικής τάξης, προς την εξάρτηση από αυτή, προς το φόβο να μείνει χωρίς αυτή κ.τ.λ., κ.τ.λ.

Πώς μπορεί κανείς να «σπρώξει» τους μικροαστούς στην εξουσία, όταν οι μικροαστοί αυτοί μπορούν τώρα κιόλας να την πάρουν, μα δε θέλουν;

Μόνο με το διαχωρισμό του προλεταριακού, κομμουνιστικού κόμματος, με την απαλλαγμένη από την ατολμία αυτών των μικροαστών προλεταριακή ταξική πάλη. Μόνο η συσπείρωση των προλετάριων, απαλλαγμένων στην πράξη και όχι στα λόγια από την επιρροή των μικροαστών, είναι ικανή να κάνει τόσο «πυρακτωμένο» το έδαφος κάτω από τα πόδια των μικροαστών, που να αναγκαστούν, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, να πάρουν την εξουσία, δεν αποκλείεται μάλιστα, οι Γκουτσκόφ και Μιλιουκόφ - και πάλι κάτω από ορισμένες περιστάσεις - να ταχθούν υπέρ της παντοκρατορίας του Τσχεΐτζε, του Τσερετέλι, των σοσιαλεπαναστατών, του Στεκλόφ, γιατί, όπως και να είναι, «αμυνίτες» είναι!

Εκείνος που ξεχωρίζει τώρα κιόλας, αμέσως και αμετάκλητα, τα προλεταριακά στοιχεία των Σοβιέτ (δηλ. το προλεταριακό, κομμουνιστικό, κόμμα) από τα μικροαστικά, αυτός εκφράζει σωστά τα συμφέροντα του κινήματος και για τις δυο πιθανές περιπτώσεις: Και για την περίπτωση που η Ρωσία θα ζήσει ακόμη μια ιδιαίτερη, ανεξάρτητη, όχι υποταγμένη στην αστική τάξη «δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», και για την περίπτωση που οι μικροαστοί δε θα μπορέσουν να αποσπαστούν από την αστική τάξη και θα ταλαντεύονται αιώνια (δηλ. ως το σοσιαλισμό) ανάμεσα σ' αυτή και σε μας.

Οποιος καθοδηγείται στη δράση του μόνο από τη διατύπωση: «Η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει», είναι σαν να εγγυάται έτσι πως οι μικροαστοί είναι ασφαλώς ικανοί να τραβήξουν ανεξάρτητα από την αστική τάξη. Αυτός παραδίνεται έτσι ανίσχυρος τη στιγμή αυτή στο έλεος των μικροαστών.

Με την ευκαιρία. Σχετικά με τον «τύπο» δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, δε θα πείραζε πάντως να θυμηθούμε ότι στις «Δυο τακτικές» (Ιούλης 1905) υπογράμμιζα ειδικά (σελ. 435 στο «Μέσα σε 12 χρόνια»):

«Η επαναστατική - δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς έχει, όπως καθετί στον κόσμο, παρελθόν και μέλλον. Το παρελθόν της είναι η απολυταρχία, η δουλοπαροικία, η μοναρχία, τα προνόμια... Το μέλλον της είναι ο αγώνας ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία, ο αγώνας του μισθωτού εργάτη ενάντια στο αφεντικό, ο αγώνας για το σοσιαλισμό...»3.

Το λάθος του σ. Κάμενεφ είναι ότι αυτός και στα 1917 βλέπει μόνο το παρελθόν της επαναστατικής - δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Ενώ στην πράξη άρχισε, ήδη, γι' αυτή το μέλλον, γιατί τα συμφέροντα και η πολιτική του μισθωτού εργάτη και του νοικοκυράκου στην πράξη έχουν ήδη χωρίσει, και μάλιστα σ' ένα τόσο σπουδαιότατο ζήτημα, όπως ο «αμυνιτισμός», όπως η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Και δω έφτασα στο δεύτερο λάθος του συλλογισμού του σ. Κάμενεφ, που ανέφερα. Με κατηγορεί ότι το σχήμα μου είναι «υπολογισμένο» στην «άμεση μετεξέλιξη αυτής της (αστικοδημοκρατικής) επανάστασης σε σοσιαλιστική».

Αυτό δεν είναι σωστό. Εγώ όχι μόνο δεν «υπολογίζω» στην «άμεση μετεξέλιξη» της επανάστασής μας σε σοσιαλιστική, αλλά και εφιστώ άμεσα την προσοχή ενάντια σ' αυτό, δηλώνω ανοιχτά στη θέση αρ. 8: «...Οχι "εφαρμογή" του σοσιαλισμού, σαν άμεσο καθήκον μας...».

Δεν είναι, λοιπόν, φανερό ότι ένας άνθρωπος που υπολογίζει στην άμεση μετεξέλιξη της επανάστασής μας σε σοσιαλιστική, δε θα μπορούσε να ταχθεί ενάντια στην εισαγωγή του σοσιαλισμού σαν άμεσο καθήκον;

Και όχι μόνο αυτό. Στη Ρωσία δεν είναι δυνατό να εισαγάγουμε «αμέσως» ακόμη και ένα «κράτος - κομμούνα» (δηλ. κράτος οργανωμένο σύμφωνα με τον τύπο της Κομμούνας του Παρισιού), επειδή γι' αυτό είναι απαραίτητο η πλειοψηφία των βουλευτών σε όλα (ή στα περισσότερα) Σοβιέτ να καταλάβει καλά πόσο λαθεμένη και πόσο επιζήμια είναι η τακτική και η πολιτική των εσέρων, των Τσχεΐτζε, Στεκλόφ κτλ. Κι εγώ δήλωσα εντελώς συγκεκριμένα ότι στον τομέα αυτό «υπολογίζω» μόνο στην «υπομονετική» εξήγηση (χρειάζεται άραγε να είναι κανείς υπομονετικός, για να πετύχει μια αλλαγή, που μπορεί να την πραγματοποιήσει «αμέσως»;)!

Ο σ. Κάμενεφ επιτέθηκε λιγάκι «ανυπόμονα» και επανέλαβε τη μικροαστική πρόληψη σχετικά με την Κομμούνα του Παρισιού, ότι τάχα ήθελε να εισαγάγει «αμέσως» το σοσιαλισμό. Αυτό δεν είναι σωστό. Η Κομμούνα, δυστυχώς, αργοπόρησε πολύ στην εφαρμογή του σοσιαλισμού. Η πραγματική ουσία της Κομμούνας δε βρίσκεται εκεί που την αναζητούν συνήθως οι αστοί, αλλά στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου τύπου κράτους. Και ένα τέτοιο κράτος έχει ήδη γεννηθεί στη Ρωσία, είναι τα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών!

Ο σ. Κάμενεφ δε βάθυνε στο γεγονός, στη σημασία των Σοβιέτ που υπάρχουν, στο ότι, σύμφωνα με τον τύπο τους, σύμφωνα με τον κοινωνικοπολιτικό τους χαρακτήρα, είναι ταυτόσημα με το κράτος της Κομμούνας, και αντί να μελετήσει το γεγονός, άρχισε να μιλάει για ένα ζήτημα, που εγώ το «θεωρώ» τάχα σαν ζήτημα του άμεσου μέλλοντος. Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, ήταν να επαναληφθεί η μέθοδος πολλών αστών: Αποσπούν την προσοχή από το ζήτημα τι είναι τα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, αν είναι ανώτερος τύπος από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, χρησιμότερα για το λαό, δημοκρατικότερα, καταλληλότερα για την αντιμετώπιση, λ.χ., της έλλειψης ψωμιού κ.τ.λ., αποσπούν την προσοχή απ' αυτό το φλέγον, το ουσιαστικό ζήτημα, που το έβαλε στην ημερήσια διάταξη η ζωή, και τη στρέφουν στο κούφιο, δήθεν επιστημονικό, μα στην πραγματικότητα χωρίς περιεχόμενο και δασκαλίστικα - νεκρό ζήτημα του «υπολογισμού μιας άμεσης μετεξέλιξης».

Κούφιο, λαθεμένα τοποθετημένο ζήτημα. Εγώ «υπολογίζω» μόνο στο ότι, αποκλειστικά στο ότι οι εργάτες, οι στρατιώτες και οι αγρότες θα τα βγάλουν πέρα με τα δύσκολα πρακτικά ζητήματα της αύξησης της παραγωγής σιτηρών, της καλύτερης διανομής τους, του καλύτερου εφοδιασμού των στρατιωτών κτλ. κτλ. καλύτερα από τους δημοσίους υπαλλήλους, καλύτερα από τους αστυνομικούς.

Πιστεύω ακράδαντα ότι τα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών θα εξασφαλίσουν γρηγορότερα και καλύτερα την αυτοτέλεια της μάζας του λαού απ' ό,τι η κοινοβουλευτική δημοκρατία (για τη σύγκριση των δύο τύπων κράτους θα γίνει λόγος λεπτομερέστερα σε άλλο γράμμα). Τα Σοβιέτ θα κρίνουν καλύτερα, πρακτικότερα, σωστότερα, πώς μπορούν να γίνουν, και ποια ακριβώς βήματα μπορούν να γίνουν προς το σοσιαλισμό. Ο έλεγχος των τραπεζών, η συγχώνευση όλων των τραπεζών σε μία, δεν είναι ακόμη σοσιαλισμός, αλλά βήμα προς το σοσιαλισμό. Τέτοια βήματα κάνουν σήμερα ο γιούνκερ και ο αστός στη Γερμανία ενάντια στο λαό. Αύριο το Σοβιέτ των στρατιωτών και εργατών βουλευτών θα μπορέσει να τα κάνει πολύ καλύτερα για όφελος του λαού, αν θα έχει στα χέρια του όλη την κρατική εξουσία.

Και τι είναι εκείνο που επιβάλλει αυτά τα βήματα;

Η πείνα. Η εξάρθρωση της οικονομίας. Η απειλή της χρεοκοπίας. Οι φρίκες του πολέμου. Οι φοβερές πληγές που προξενεί ο πόλεμος στην ανθρωπότητα.

Ο σ. Κάμενεφ τελειώνει το σχόλιό του με τη δήλωση ότι «ελπίζει σε πλατιά συζήτηση να υπερασπιστεί την άποψή του σαν τη μοναδικά δυνατή για την επαναστατική σοσιαλδημοκρατία, εφόσον αυτή θέλει και πρέπει να παραμείνει ως το τέλος κόμμα των επαναστατικών μαζών του προλεταριάτου και δε θέλει να μετατραπεί σε ομάδα προπαγανδιστών - κομμουνιστών». Μου φαίνεται πως στα λόγια αυτά διαφαίνεται μια πολύ λαθεμένη εκτίμηση της στιγμής. Ο σ. Κάμενεφ αντιπαραθέτει το «κόμμα των μαζών» στην «ομάδα των προπαγανδιστών». Μα, οι «μάζες» είναι ακριβώς που παρασύρθηκαν τώρα από τη μέθη του «επαναστατικού» αμυνιτισμού. Δε θα ήταν, άραγε, πολύ καλύτερα και για τους διεθνιστές να ξέρουν σε μια τέτοια στιγμή να αντιστέκονται στη «μαζική» μέθη, παρά να «θέλουν να μείνουν» με τις μάζες, δηλαδή να παρασυρθούν από το γενικό ρεύμα; Δεν είδαμε, μήπως, πως οι σοβινιστές σε όλες τις εμπόλεμες ευρωπαϊκές χώρες δικαιολογούσαν τον εαυτό τους με την επιθυμία «να μείνουν με τις μάζες»; Δεν είναι, μήπως, υποχρεωτικό να ξέρει κανείς για ένα χρονικό διάστημα να είναι μειοψηφία απέναντι στη «μαζική» μέθη; Δεν είναι, μήπως, η δουλειά ακριβώς των προπαγανδιστών, αυτή ακριβώς τη στιγμή, το κεντρικό σημείο για την απαλλαγή της προλεταριακής γραμμής από τη «μαζική» αμυνίτικη και μικροαστική μέθη; Η συγχώνευση ακριβώς των μαζών, και των προλεταριακών και των μη προλεταριακών, χωρίς διάκριση των ταξικών διαφορών μέσα στις μάζες, αποτέλεσε έναν από τους όρους της αμυνίτικης επιδημίας. Το να μιλάει κανείς περιφρονητικά για «ομάδα προπαγανδιστών» της προλεταριακής γραμμής δεν είναι ίσως και πολύ τιμητικό.

Γράφτηκε ανάμεσα στις 8 και 13 (21 και 26) του Απρίλη 1917.

Δημοσιεύτηκε τον Απρίλη του 1917 στην Πετρούπολη, σε ξεχωριστή μπροσούρα, από το εκδοτικό «Πριμπόι».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. Με μια ορισμένη μορφή και ως ένα ορισμένο βαθμό.

2. Για να μην παρερμηνεύσουν τα λόγια μου, θα προτρέξω και θα πω ευθύς αμέσως: Είμαι αναντίρρητα υπέρ της άποψης να πάρουν τα Σοβιέτ των εργατών γης και των αγροτών αμέσως τώρα όλη τη γη, αλλά να τηρούν αυστηρότατα τα ίδια την τάξη και την πειθαρχία, να μην επιτρέπουν την παραμικρή φθορά των μηχανών, των κτιρίων και των ζώων, να μην αποδιοργανώνουν σε καμιά περίπτωση τα νοικοκυριά και την παραγωγή σιτηρών, αλλά να την ενισχύουν, γιατί οι στρατιώτες χρειάζονται διπλάσιο ψωμί, και ο λαός δεν πρέπει να πεινάει.

3. Βλ. «Απαντα», 5η έκδ., τόμ. 11ος, σελ. 74.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ