ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Αυγούστου 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Βιογραφικό της Αγγελικής ΒΑΛΕΟΝΤΗ - ΔΕΜΕΡΤΖΗ

Η Αγγελική Βαλεοντή - Δεμερτζή γεννήθηκε στον Παγώνδα Σάμου το 1946. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του Παγώνδα και το εξατάξιο Γυμνάσιο Θηλέων της πόλεως Σάμου. Φοίτησε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρε το πτυχίο του Μαθηματικού. Δίδαξε 20 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση, από τα οποία τα 19 στη Σάμο. Ηταν για 16 χρόνια Διευθύντρια σε σχολικές μονάδες της τεχνικής εκπαίδευσης (Τ.Ε.Λ.) στη Σάμο.

Είναι παντρεμένη και έχει δύο γιους.

Εχει αναπτύξει πλούσια κοινωνική και πολιτική δράση. Υπήρξε υποψήφια βουλευτής, υποψήφια δήμαρχος και εκλεγμένη Κοινοτική και Δημοτική Σύμβουλος. Συμμετέχει ενεργά σε πολλούς πολιτιστικούς και κοινωνικούς φορείς, στο γυναικείο κίνημα και στο κίνημα ειρήνης. Είναι πρόεδρος της Προοδευτικής Κίνησης Γυναικών Σάμου, μέλος της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ) και πρόεδρος του Συλλόγου Κυριών και Δεσποινίδων Παγώνδα «Η ΟΜΟΝΟΙΑ».

Η αγάπη της για τη φύση αναδείχτηκε, με ελάχιστες παρεμβάσεις σε πέτρες και ξύλα σμιλεμένα από το νερό και τον αέρα. Με τις λίγες γνώσεις ζωγραφικής και γλυπτικής, αλλά με πολλή αγάπη και φαντασία, από το 1977 μέχρι σήμερα αποκρυπτογράφησε πλήθος ιστορίες αγάπης, θυμού, απρονοησίας, αγώνα και αισιοδοξίας. Εργα της έχουν παρουσιαστεί σε πέντε ατομικές και σε πέντε ομαδικές εκθέσεις στη Σάμο και την Ικαρία, καθώς και σε δύο πανελλήνιες του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» όπου, το 1996, το έργο της «Ζευγάρωμα» τιμήθηκε με έπαινο.

Με τον πεζό λόγο και την ποίηση ασχολείται από τα φοιτητικά της χρόνια. Κείμενα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε φοιτητικά έντυπα, στον σαμιακό Τύπο και σε συλλογές.

Ποιητική συλλογή της με τίτλο «Στιγμές» εκδόθηκε το 1980.


Τσουνάμι {διήγημα της Αγγελικής ΒΑΛΕΟΝΤΗ - ΔΕΜΕΡΤΖΗ}

Παπαγεωργίου Βασίλης

Είμαι ο Βασίλης, ένα παιδί δέκα χρόνων. Είμαι τυχερός, γιατί έχω μια αγαπημένη οικογένεια και ευκατάστατη. Τα πάντα τα έχω μπόλικα, ρούχα, παιχνίδια, βιβλία και ό,τι άλλο θα μπορούσε να επιθυμήσει ένα παιδί στην ηλικία μου. Είμαι ένας αρκετά καλός μαθητής, κι αυτό μου δίνει ακόμα μια ευκαιρία να με περιποιούνται και να με γεμίζουν δώρα. Η αδελφή μου η Ελένη τρία χρόνια μικρότερη στην πρώτη τάξη φέτος, αγωνίζεται να ψηλώσει, με όλη τη σημασία της λέξης, να φθάσει τον αδελφό της. Πάντα έτσι κάνουν τα μικρότερα αδέλφια!

Ο μπαμπάς μου, ο κ. Κώστας, αρκετά όμορφος, για μένα βέβαια θεός, ψηλός, γεροδεμένος και δουλευταράς, όχι πολύ εκδηλωτικός στους ανθρώπους και πιο πολύ στα παιδιά. Ετσι νομίζεις, όταν σε αγγίζει, ότι φοβάται μήπως θα σπάσεις σαν γυαλί, αν το χάδι του γίνει πιο έντονο. Αυτοδημιούργητος, με δύσκολη παιδική ηλικία, έχει σήμερα το κατάστημά του και η ζωή του μοιράζεται σ' αυτό και στην οικογένειά του. Τα καθημερινά παγκόσμια γεγονότα, αλλά και τα τοπικά, δείχνει να μην τον αφορούν, αυτά καθ' αυτά, αλλά ούτε και οι αιτίες τους. Κουνάει πολλές φορές το κεφάλι, ακούγοντας τις ειδήσεις και μονολογεί:

Πως τη μοίρα του τη φτιάχνει ο καθένας μόνος του, παράδειγμα εκείνος! Πως οι τεμπέληδες δε βρίσκουν δουλιά και πως φταίνε οι ίδιοι όσοι πεινάνε!

Η μαμά πάλι γεμάτη φροντίδα κι αγάπη για όλους μας, ήταν η σύντροφός του από τα δύσκολα χρόνια της προσπάθειας να σταθεί στα πόδια του και να πετύχει. Προσπαθεί πάντα μέσα από τα βιβλία, που διαβάζει μαζί μας, αλλά και τα παραδείγματα, να μας φέρει σε επαφή με τον κόσμο, δίνοντάς μας με τον τρόπο της, τα απαραίτητα εφόδια για τη σημερινή ζωή, χωρίς να έρχεται σε ρήξη μαζί του.

Ηταν Χριστούγεννα, πριν δύο χρόνια, όταν έφθασε το πρώτο δώρο για την Πρωτοχρονιά ταχυδρομικά. Ηρθε από τη θεία μου και ήταν, όπως πάντα, πρωτότυπο, αφού ήταν κάτι που δε συνηθιζόταν για αγόρια όπως εγώ. Ηταν μια κούκλα, ένα αγοράκι, με ένα βλέμμα που με συνεπήρε αμέσως και έφθασε μέσα στην καρδιά μου κάνοντάς μας αδελφικούς φίλους.

Τον ξεχώρισα από τα δώρα της χρονιάς και τον έβαλα στην πιο καλή θέση στο δωμάτιό μου. Θέση στην οποία δεν έμεινε ποτέ, γιατί έγινε ο αχώριστος σύντροφός μου στο παιχνίδι συνήθως στο πάτωμα, να μιλάω με τις ώρες μαζί του, να είναι ο αντίπαλός μου στα επιτραπέζια παιχνίδια, ο συμβουλάτορας στα ηλεκτρονικά, ο συμπαραστάτης πάνω στο γραφείο, δίπλα στα βιβλία σαν διάβαζα τα μαθήματα. Ηταν δίπλα μου στο κρεβάτι και άκουγε εκείνα που ήθελα να πω στον πατέρα μου και δεν είχα το κουράγιο. Να του πω για τον καινούριο συμμαθητή που γνώρισα, με τον άλλο που μάλωσα με το πρόβλημα που δεν έλυσα και που ήξερα πως εκείνος θα με είχε βοηθήσει, αν είχα το θάρρος να του το ζητήσω. Να του πω για τα όσα ακούω στις ειδήσεις και με τρομάζουν. Για τα παιδιά που πεινάνε, που πεθαίνουν, που κακοποιούνται. Πολλές - πολλές ερωτήσεις, που έφταναν στο στόμα μου, αλλά τις σταματούσε αυτό το σοβαρό και ανεξιχνίαστο βλέμμα του, που δεν άφηνε ένα μονοπάτι επικοινωνίας μεταξύ μας.

Ο ... ήταν ό,τι δεν είχα, ό,τι ονειρευόμουνα, ό,τι φοβόμουνα. Ηταν, μ' άλλα λόγια, ο αγαπημένος μου! Ολοι με ρωτούσαν για το όνομα που του έδωσα, αλλά εγώ κρατούσα πεισματικά το μυστικό του «όνομα» μόνο για μένα και τις ιδιαίτερες συζητήσεις μας.

Ολοι στο σπίτι τον αγάπησαν για το θλιμμένο του βλέμμα, το σκανταλιάρικο χαμόγελο. Μόνο ο πατέρας μου, από την πρώτη στιγμή που τον κοίταξε το πρόσωπό του πήρε μια περίεργη έκφραση, που ξεκίνησε απ' το ξάφνιασμα, για ν' ακολουθήσει η θλίψη και να φθάσει στην αγριάδα. Κάθε φορά που με έβλεπε να τον κρατώ αγρίευε και μου φώναζε. Πάλι αυτός είναι στα χέρια σου; Τα αγόρια δεν ασχολούνται με κούκλες, ξέρεις! Ομως εγώ ένιωθα πως δεν ήταν αυτός ο λόγος, αλλά κάτι άλλο που δεν μπορούσα να καταλάβω.

Ετσι όταν έμπαινε στο σπίτι ο μπαμπάς, ο ... εξαφανιζόταν στο δωμάτιό μου, αλλά κι εκεί, δεν ξέρω πώς γινόταν και έπεφτε μπροστά στο μπαμπά, που ξαφνικά έβαζε τις φωνές και ο ... βρισκόταν πεταμένος στη γωνία!

Οσο η απέχθεια του μπαμπά μεγάλωνε τόσο και η δική μου αγάπη για τον κούκλο γιγάντωνε. Κρυμμένος στην ντουλάπα μου, στο συρτάρι μου, στα σκεπάσματά μου χριζόταν «ήρωας της ζωής μου».

Μια μέρα, γυρνώντας από το σχολείο, μάταια αναζήτησα τον κούκλο μου στην κρυψώνα του. Εκλαψα πολύ στα κρυφά, σ' όλες τις γωνιές του σπιτιού μας, που είχα ζήσει μαζί του. Δεν πίστεψα όσα μου είπαν, πως τάχα, κάπου τον είχα ξεχάσει και χάθηκε. Ηξερα ποιος τον είχε πάρει μα δεν καταλάβαινα το γιατί. Ούτε είχα το κουράγιο να ρωτήσω.

Πέρασαν δύο χρόνια μεγάλωσα, πηγαίνω τώρα στην Τετάρτη τάξη, καταλαβαίνω περισσότερα, αλλά δεν ξέχασα τον κούκλο μου, ούτε έδωσα απάντηση στα ερωτήματά μου.

Τις τελευταίες όμως μέρες, συμβαίνει κάτι παράξενο. Ο μπαμπάς, που τ' αρέσει να παρκάρει το αυτοκίνητό μας πάντα κοντά στο σπίτι μας, κι έχει μάλιστα έναν αγαπημένο χώρο, φέρεται περίεργα. Κάθε φορά που φτάνουμε στο σπίτι, παρ' όλο που ο χώρος αυτός είναι άδειος, εκείνος φεύγει και πηγαίνει μακριά, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά. Κι ο δικός μου νους δεν ξέρω γιατί, αυτές τις μέρες, τρέχει στον κούκλο μου και διαβάζω και ξαναδιαβάζω το ημερολόγιό μου.

Ισως να είναι κι ο μεγάλος σεισμός στη Νοτιοανατολική Ασία, το φοβερό κύμα «ΤΣΟΥΝΑΜΙ», που εξαφάνισε νησιά, πόλεις, χωριά και έπνιξε πολλούς ντόπιους και τουρίστες. Ενας κατάλογος πεθαμένων με αριθμό πάνω από 150.000, που μεγαλώνει κάθε μέρα. Η τηλεόραση είναι γεμάτη από εικόνες καταστροφής και θανάτου, δείγμα της αδυναμίας του «ανθρώπου» μπροστά στα μεγάλα φαινόμενα της φύσης!

Μέσα σ' αυτή τη «βιβλική», όπως λένε, καταστροφή, χιλιάδες παιδιά βρήκαν το θάνατο πριν καλά καλά γνωρίσουν τη ζωή!

Κάποιες στιγμές νόμισα πως ο κούκλος μου ήταν ένα από τα παιδιά, που βρέθηκαν χαμένα στα άγρια νερά ή σώθηκαν σκαρφαλωμένα στα δένδρα, αναζητώντας βοήθεια.

Ο μπαμπάς κάθε μέρα γίνεται πιο νευρικός και σκυθρωπός. Ολοι μας στο σπίτι δεν ξέρουμε τι να υποθέσουμε. Ούτε και η μαμά, που πάντα είχε τη δυνατότητα να τον αποκρυπτογραφεί, δεν κατορθώνει τίποτα!

Προχτές, όμως, με περιέργεια τον είδα να χώνεται στο μπάνιο με μια νάιλον τσάντα συνωμοτικά και να κλειδώνεται για πολλή ώρα σ' αυτό. Ανησυχήσαμε και ρωτήσαμε, αν χρειάζεται κάτι, αλλά μας καθησύχασε και συνέχισε κλειδωμένος!

Σαν βγήκε κάτι είχε αλλάξει επάνω του, αλλά δεν είπε τίποτα. Κάθισε στον καναπέ, όπως πάντα στην τηλεόραση και παρακολουθούσε τις ειδήσεις. Τα μάτια του ήταν φωτεινά, ξαστερωμένα και το πρόσωπό του φωτιζόταν από ένα χαμόγελο μυστηρίου, αλλά και ευχαρίστησης. Εγώ απ' την άκρη του καναπέ τον παρατηρούσα και δεν έβλεπα την ώρα να βρεθώ στο μπάνιο να ανακαλύψω την αιτία αυτής της αλλαγής. Εκείνος μ' έβλεπε με την άκρη του ματιού του και έπαιζε με την αγωνία μου. Κάποια στιγμή ξέφυγα από το βλέμμα του ή με άφησε να ξεφύγω και βρέθηκα στο μπάνιο. Μέσα στη μεγάλη λεκάνη ένα μωράκι με το πρόσωπο στο νερό επέπλεε κατάμαυρο απ' τις βρωμιές. Στην αρχή φοβήθηκα, ύστερα κάτω απ' τη βρωμιά αναγνώρισα τον κούκλο μου και έβαλα τις φωνές. Η αδελφή μου και η μαμά έτρεξαν ξαφνιασμένες και με βρήκαν ν' αγκαλιάζω και να φιλώ το βρώμικο μωράκι, τον αγαπημένο μου κούκλο!

Τα πώς και τα γιατί θα τα μάθαινα αργότερα. Τώρα έπρεπε να καθαρίσω κάθε λάσπη και μουτζούρα απ' το κορμάκι του. Τα χέρια και τα πόδια, τα αυτάκια του, ακόμη και τα μάτια του ήταν βουτηγμένα στη μαυρίλα. Ο μπαμπάς είχε φαίνεται καθαρίσει αρκετά, αλλά έμεναν και τόσα άλλα! Η αδελφή μου προσφέρθηκε να βοηθήσει και η μαμά υποσχέθηκε να φτιάξει κάτι πρόχειρο για να τον ντύσω να μην κρυώσει.

Οσο τον έπλενα, τόσο μου μιλούσε για την περιπέτειά του. Τη μέρα που ο μπαμπάς τον έχωσε στη σακούλα των σκουπιδιών. Οταν παρά τρίχα γλίτωσε την πολτοποίηση στο απορριμματοφόρο. Οταν βρέθηκε κάτω από τις ρόδες της μπουλντόζας στην ταφή των σκουπιδιών. Πόσο κρύωνε πεταμένος για ένα χρόνο στην άκρη της χωματερής. Πώς έπεσε από την τρύπα της σακούλας ενός ρακοσυλλέκτη και βρέθηκε έξω από το σπίτι μας στο χώρο που παρκάριζε ο μπαμπάς γυμνός και βρώμικος στη γωνιά του τοίχου. Αχ, πόσο φοβήθηκε σαν ξανάδε τον μπαμπά και πίστεψε πως ήρθε το τέλος του κάτω απ' το αυτοκίνητο, αλλά και όταν βρέθηκε μέσα στη σακούλα και πίστεψε πως θα κατέληγε στις δαγκάνες του απορριμματοφόρου. Δε σταματούσε να λέει κι εγώ να διώχνω κάθε μουντζούρα, κάθε σκουπιδάκι από το σωματάκι του, μέχρις ότου πεντακάθαρος με κοίταζε πια με όλη την αγάπη του σ' εκείνο το γνώριμο βλέμμα. Ολη αυτή την ώρα εγώ ήμουνα στο μπάνιο, ο μπαμπάς στον καναπέ αμίλητος και η μαμά «καλάθιαζε» στα γρήγορα χαρούμενη ένα παντελονάκι και ένα μπλουζάκι για τον κούκλο μου.

Σαν πήγα στο καθιστικό, ήμουνα μούσκεμα, έλαμπα όμως ολόκληρος από χαρά. Ο κούκλος μου απέκτησε ένα όμορφο κουστούμι, κούρνιασε στην αγκαλιά μου, κι εγώ περίμενα απαντήσεις στις τόσες απορίες μου.

Τότε ο μπαμπάς με κοίταξε σοβαρά και με κάλεσε να μιλήσουμε στο δωμάτιό μου. Πρώτη φορά θα γινόταν αυτό και με φόβιζε κάπως. Κρατώντας όμως τον κούκλο μου σφιχτά στην αγκαλιά μου πήγα μαζί του.

Βασίλη, μού είπε. Πρώτα πρώτα πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη που πέταξα τον κούκλο σου πριν δύο χρόνια και σε έκανα να πονέσεις. Πρέπει όμως σήμερα να σου πω και το λόγο. Κάθε φορά, παιδί μου, που αντίκριζα το πρόσωπό του και το βλέμμα του, διέκρινα μια επίπληξη για τη συμπεριφορά μου και την αδιαφορία μου, για τα παιδιά όλου του κόσμου. Τα παιδιά που πεινάνε, που πεθαίνουν από τις αρρώστιες, χωρίς φάρμακα και νερό, που σκοτώνονται στους πολέμους. Αυτά που τα εκμεταλλεύονται στη δουλιά, τα κακοποιούν, τα οδηγούν στην πορνεία!

Μέσα στα θλιμμένα του μάτια ένιωθα να χάνομαι μόνος αποκομμένος από την κοινωνία μακριά από τα προβλήματα των άλλων. Με άλλα λόγια, ο κούκλος σου γκρέμιζε τον κόσμο που είχα χτίσει με κόπο γύρω μου. Ετσι θέλησα να τον εξαφανίσω, πιστεύοντας πως θα ξαναβρώ την ησυχία μου. Ομως, γιε μου, πέρα από τον πόνο που σου έδωσα, ούτε κι εγώ όλο αυτόν τον καιρό ένιωθα καλά.

Κι έτσι πριν λίγες μέρες, όταν πήγα να παρκάρω και βρέθηκα μπροστά στον κούκλο σου πίστεψα πως ήταν μια τιμωρία, ένα μήνυμα! Το βλέμμα του μου έλεγε ότι με συγχώρεσε, αλλά εγώ πολεμούσα τον ίδιο μου το εαυτό. Προσπάθησα να τον αποφύγω. Μάταια όμως, με ακολουθούσε παντού. Κι ήρθε ο σεισμός, το καταστροφικό «Τσουνάμι», με τα χιλιάδες θύματα στην Ασία, την Αφρική. Τα χιλιάδες παιδιά που χάθηκαν πριν την ώρα τους. Αυτά που έχασαν γονείς και φίλους. Ολους αυτούς που περιμένουν τη βοήθειά μας. Τότε κατάλαβα το κάλεσμα του κούκλου σου. Δεν είμαστε μόνοι, γιε μου. Πρέπει να νοιαζόμαστε για τους διπλανούς μας, ν' αγωνιζόμαστε μαζί τους για το καλό όλου του κόσμου. Εσκυψα τότε τον μάζεψα του ζήτησα συγνώμη και τον έφερα στο σπίτι μας να πάρει τη θέση του κοντά μας. Τον ευχαρίστησα που μου έδειξε το δρόμο της προσφοράς και του αγώνα.

Ακουγα τον μπαμπά να μιλάει κι έσφιγγα τον κούκλο στην αγκαλιά μου. Ημουνα χαρούμενος που μπορούσαμε τώρα να μιλάμε. Τότε του φανέρωσα το μυστικό όνομα του φίλου μου. Τον έλεγα «Κώστα», το δικό του όνομα, γιατί τον ήθελα κοντά μου, να του λέω τους φόβους, τα μυστικά μου, τα όνειρά μου. Ο μπαμπάς έκρυψε ένα δάκρυ, κι εγώ με χαρά του ανακοίνωσα, πως τώρα το όνομά του θα είναι «ΤΣΟΥΝΑΜΙ», για να θυμίζει τη φοβερή καταστροφή, την ανάγκη αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων και των λαών, και για μένα ιδιαίτερα την αλλαγή του μπαμπά μου!


Αγγελική ΒΑΛΕΟΝΤΗ-ΔΕΜΕΡΤΖΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ