ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Απρίλη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΚΩΝ/ΤΙΝΟΣ ΜΠΑΣΛΗΣ

Γεννήθηκε στο Αηδονοχώρι Σερρών το 1922. Σήμερα 79 χρονών. Από 10 χρονών μαθαίνει Βυζ. μουσική, μαντολίνο, βιολί, λαούτο. Συνέχισε τα θεωρητικά στο παράρτημα του Εθν. Ωδείου Σερρών με δ/ντή τον Μανώλη Καλομοίρη.Συγκρότησε κατά καιρούς χορωδίες και μικρές ορχήστρες σε Σέρρες, Σιδ/στρο (και φιλαρμονική στο δήμο).Στη Θεσ/νίκη διηύθυνε επί 32 χρόνια τη μεγάλη χορωδία «ΟΡΦΕΑΣ», την παιδική «Νικ. Μάντζαρος» στην Πολίχνη, του «Φιλοπρόοδου» Κοζάνης. Εγραψε μικρό συμφωνικό έργο για πιάνο και μεικτή χορωδία (σε στίχους του), το «ΕΙΡΗΝΗ» κ.ά. και διασκεύασε πλήθος διαφόρων τραγουδιών. Εγραψε επίσης πάνω από 50 λαογραφικά διηγήματα με ντόπιο γλωσσάρι του Ν. Σερρών και άλλα προσωπικά του βιώματα και αναμνήσεις. Εζησε όπως και εκατομμύρια άλλοι Ελληνες τις συνέπειες της κατοχής, των διώξεων και του εμφυλίου πολέμου, καθώς και τα αιματηρά γεγονότα της Μακρονήσου στις 29/2 και 1/3 του 1948 τα οποία και περιέγραψε σε άλλη του αφήγηση.


Ο πανέξυπνος Αγκόπ
Αναμνήσεις και τύψεις

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο Αγκόπ της παρακάτω ιστορίας δεν είναι ο γνωστός σε πολλούς ο Αγκόπ του κινηματογράφου και του θεάτρου, που βλέπαμε ή ακούγαμε στις θεατρικές επιθεωρήσεις, στην τηλεόραση κλπ., με τις γκάφες του, τις εξυπνάδες του και τις πονηριές του. Ο Αγκόπ της ιστορίας ήταν υπαρκτό πρόσωπο.

Ενας Αρμένης πανέξυπνος και προοδευτικός από τους πολλούς που υπήρχαν, και υπάρχουν και σήμερα σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας. Για την πατρίδα τους, την ιστορία τους, τη διασπορά τους και τις δραματικές περιπέτειες της φυλής τους, γνωρίζω όσα γνωρίζουν οι πολλοί.

Πριν αρκετά χρόνια παρακολούθησα μια εκπομπή στην τηλεόραση που αναφερόταν στην επέτειο της γενοκτονίας τους από τους Τούρκους το 1915. Συγκινήθηκα πάρα πολύ εκείνη τη βραδιά. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να πάω στην κοινότητά τους, να τους γνωρίσω από κοντά, να τους σφίξω το χέρι, αλλά δεν πήγα και αισθάνομαι ακόμη τύψεις. Υστερα όμως από πέντε χρόνια, βρέθηκα σε μια γιορτή και εκδήλωσή τους, δίπλα στην εκκλησία τους και άκουσα την ωραία τους χορωδία και τα όμορφα τραγούδια τους, καλεσμένος από το γνωστό μου (τότε) μαέστρο τους. Στο χωριό μου, που ζούσα εκεί μέχρι το 1946, υπήρχαν δύο οικογένειες. Ολοι οι κάτοικοι τους εκτιμούσαν και τους αγαπούσαν για την τιμιότητα και την ειλικρίνειά τους.

Η μια οικογένεια κατοικούσε στο ίδιο σπίτι της θείας μου Ασημίνας Τσίτρα, που ήταν κοντά στο σχολειό και λίγο πιο πέρα η εκκλησία. Πήγαινα τακτικά στο σπίτι της θείας μου Ασημίνας, που με έστελνε η μάνα μου, στα διαλείμματα. Η θεία μου Ασημίνα και η κυρά Μαρία η Αρμένισσα, όταν μ' έβλεπαν με υποδέχονταν σαν δικό τους παιδί και «μο θαμένουνταν» τι να με φιλοδωρίσουν.

Ζαχαράτα και άλλα καλούδια. Με έβαζαν να καθίσω στα ολοκάθαρα μεντέρια και μου έλεγαν πως λέω πολύ καλά τον Απόστολο και άλλα τροπάρια στην εκκλησία. Εγώ ντρεπόμουν και άλλαζα την κουβέντα, λέγοντας εκείνα που με παρήγγειλε η μάνα μου και έφευγα με ένα ευχαριστώ και αντίο, να μην χτυπήσει το κουδούνι.

Το ζεύγος των Αρμενίων είχαν ένα παλικάρι που έπαιζε ούτιε και βιολί στους γάμους και στα γλέντια. Εβλεπα το ούτι κρεμασμένο στον τοίχο και λαχταρούσα να το πάρω και να το γρατσουνίσω λίγο αλλά ντρεπόμουν. Είχα αρχίσει να μαθαίνω μαντολίνο κι όταν έβλεπα έγχορδο όργανο ήθελα να το δοκιμάσω. Εβλεπα και θαύμαζα τα ωραία αντικείμενα και τις πολλές φωτογραφίες που στόλιζαν το δωμάτιο το οποίο έλαμπε από παστράδα και μοσχομύριζε ασβέστη.

Πάντα μου έλεγαν να πω στη μάνα μου και τη θεία μου (που καθόταν μαζί μας) την Κυριακή μετά την εκκλησία να περάσουν να πιουν καφέ και να τα πουν. Η άλλη οικογένεια (ανδρόγυνο με δυο παιδιά) κάθονταν κοντά στο σπίτι μας. Το αγόρι, ο Ιορδάνης, ήταν μικρότερός μου και δεν είχαμε σχέσεις και φιλία. Η Σουζάνα, όμως, ήταν στην ηλικία με μένα και πηγαίναμε στην ίδια τάξη. Από την Α' μέχρι τη Στ'. Για τη Σουζάνα είναι δύσκολο να περιγράψω τα χαρίσματα της ψυχής και της μορφής αυτής τής, τότε, κοπελίτσας.

Τα κάλλη της ομορφιάς του προσώπου και του χαρακτήρα της η φύση τής τα έδωσε με απλοχεριά. Την αγαπούσαμε όλοι (αγόρια και κορίτσια). Είχε πάντα μαζί της όλα τα σχολικά είδη. Ξύστρα, σβηστήρι, χάρακα κ.ά. και όποιος της τα ζητούσε τα έδινε με μεγάλη προθυμία και χαρά. Εφυγαν από το χωριό μας (Αηδονοχώρι Νιγρίτας) προ του 1940 και πήγαν στην Αμφίπολη κοντά σε αρκετούς άλλους συγγενείς και δικούς τους και αποκαταστάθηκαν εκεί, παίρνοντας γεωργικό κλήρο στη βάλτα του Στρυμόνα, που ήδη είχαν αποξηρανθεί η λίμνη Αχινού και όλοι οι νεροβαλτότοποι που ήταν κοντά στην Αμφίπολη.

Θυμάμαι μόνον πολύ καλά, όταν έφυγαν, το εντυπωσιακό και συγκινητικό ξεπροβόδισμα αγάπης και συμπαράστασης από την κοινότητα και τους συγχωριανούς μου που τους έγινε.

Μια αληθινή ιστορία

Να έρθω, όμως, στην ιστορία του Αγκόπ που την άκουσα από ένα φίλο μου το 1982, καταγόμενο από το ιστορικό χωριό Εμμανουήλ Παπά Σερρών και κάτοικο Θεσσαλονίκης.

Αρκετοί νέοι και νέες από το παραπάνω χωριό και κάτοικοι Θεσσαλονίκης συγκρότησαν στο σύλλογό τους «Εμμανουήλ Παππά» μεικτή χορωδία υπό τη διεύθυνσή μου, που μέλος ήταν και ο φίλος μου Κυριάκος Ευάγγελος, ο οποίος είχε το χάρισμα να διηγείται διάφορες ιστορίες και ανέκδοτα. Ο Αγκόπ προερχόταν από τας Σέρρας, όπου ήταν καπνεργάτης, αλλά δεν τα έβγαζε πέρα, ίσως για λόγους ιδεολογικούς, και βρέθηκε με την οικογένειά του μόνιμος κάτοικος του Εμμ. Παπά καλλιεργώντας καπνά. Ηταν τύπος (κατά το φίλο μου) ευχάριστος, ετυμόλογος και εντυπωσίαζε με τον τρόπο που διηγούνταν ιστορίες, ή απαντούσε αμέσως με έξυπνο τρόπο για ό,τι τον ρωτούσαν. Αλίμονο σε εκείνον που ήθελε να τον πειράξει ή να τον κοροϊδέψει. Επαιρνε την απάντηση σαν εκείνον που πετούσε πέτρα, για να χτυπήσει κάποιον αλλά η πέτρα γυρνούσε πίσω στο κεφάλι του.

Δε μιλούσε πολύ καλά τα ελληνικά. Το (δ) το (θ) και άλλα γράμματα και άρθρα τα μιλούσε με δικό του τρόπο και προφορά που η ιδιαιτερότητά του αυτή δημιουργούσε το ενδιαφέρον στους συνομιλητές του, που τον άκουγαν με προσοχή και ευχαρίστηση. Το είχε καύχημα και πάντα το έλεγε πως «το ελληνικό γκλώσσα κι γκράμματα *έματι μόνους μου». Διάβαζε πράγματι με ευχέρεια όλες τις εφημερίδες και ιδιαίτερα το «Ριζοσπάστη».

Το ενδιαφέρον του ήταν η πολιτική. Το 1945-46 τον καιρό που η Δημοκρατία, όπως έλεγε, ήταν «πλαστικό πράμα». Ηταν πάντα ενημερωμένος για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση όχι μόνον την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια. Οταν έλεγε κάτι και συναντούσε αντιρρήσεις το τεκμηρίωνε, επικαλούμενος τις εφημερίδες. Ελεγε π.χ. «Αμπέ ιγκώ λέου; η φιμιρίντα του λέει». Ποια εφημερίδα Αγκόπ; «Αυτήν του Ρίζου» απαντούσε. Μια φορά, από τις πολλές, τον κάλεσε ο επικεφαλής του αστ. σταθμού και τον έκαμε δριμύτατες παρατηρήσεις για την εν γένει αριστερή συμπεριφορά του και γιατί διαβάζει το «Ριζοσπάστη». Για να ξεφύγει τη δυσάρεστη γι' αυτόν εξέλιξη της συζήτησης, έλαβε το θάρρος να αντεπιτεθεί και με προσποιητή αφέλεια με σκοπό να τον φέρει σε δύσκολη θέση, απάντησε στον αστυνόμο. «Γιατί κυρ Αστυνόμε; Ελληνικό γκράμμα είνι κι αυτό φιμιρίντα. Ι μένα αρέσει διαβάζου ελληνικό γκράμματα. Ολα ελληνικό γκράμματα εγκώ διαβάζει. Ρίζου άμα ήταν παράνουμου κι κακό, δεν ήταν κριμασμένου πιρίπτιρου. Σύμφουνα μι νόμου πάει κι αυτό φιμιρίντα» και χαμογέλασε κάπως για να αλλάξει την ατμόσφαιρα που έβλεπε να... αλλάζει και τον αστυνόμο να «χορεύει» και να τρέμει από το θυμό του. Εγινε έξω φρενών.

Ακούγονταν από κάτω αστραπές και βροντές. Σε λίγα λεπτά έβλεπε ο κόσμος τον Αγκόπ να βγαίνει σαν τον Χριστό με το ακάνθινο στέφανο καταματωμένος και βαμμένος σε όλο το πρόσωπό του από κόκκινο χρώμα, που τόσο πολύ αγαπούσε, από τις γροθιές και κλοτσιές του «κυρ-αστυνόμο». Ετσι ο καημένος Αγκόπ παρ' όλη τη διπλωματία, την καπατσοσύνη και ετυμολογία που διέθετε αλλά και την αγάπη που έχαιρε απ' όλους τους κατοίκους του χωριού, δεν κατάφερε να πείσει τον κυρ αστυνόμο ότι ο «Ριζοσπάστης» είναι «ελληνικό γκράμμα». Πότε, πότε του έσιαζε τη γραβάτα με ένα σουλτάν μερεμέτ' στο αστ. τμήμα. Ομως, όσο ήταν νόμιμος ο «Ριζοσπάστης» δεν έλειπε από την τσέπη του. Ανακοινώθηκε αργότερα πως όλοι οι Αρμένιοι, αφού το επιθυμούν, να τακτοποιήσουν τα σχετικά δικαιολογητικά που να αποδείχνουν την εθνότητα και καταγωγή, θα φύγουν με ένα ρουμανικό καράβι για την πατρίδα τους τη Σοβιετική Αρμενία. Ισως από τους πρώτους, ο Αγκόπ συγκέντρωσε τα απαραίτητα δικαιολογητικά και έτοιμος να αναχωρήσει για την πατρίδα του που ήταν μάλιστα τώρα και σοσιαλιστική, αποχαιρέτησε τον φίλο του (και φίλο μου) Κυριάκο και του υποσχέθηκε πως όταν φτάσει εκεί και είναι όλα καλά, «γκράψου μιλάνι. Αν ντεν είνι καλά γκράψου μουλίβι».

Υστερα από διάστημα 2 μηνών ο φίλος μου έλαβε γράμμα του με μελάνι. Του έγραφε πάρα πολλά και προσπαθούσε ο καημένος Αγκόπ με τον τρόπο του να παρουσιάσει μια εικόνα με πολλά τα υπέρ, αλλά και τις δυσκολίες για τα μεγάλα προβλήματα που δημιούργησε ο μεγαλύτερος πόλεμος σε όλη την ανθρώπινη ιστορία και που το μεγαλύτερο βάρος σε ανθρώπινες θυσίες και υλικές καταστροφές σήκωσε (η μόλις προ εικοσαετίας επικράτηση πάνω σε ερείπια το νέο σοσιαλιστικό κράτος) η Σοβιετική Ενωση.

Είκοσι εκατομμύρια νεκροί, πολλά εκατομμύρια ανάπηροι, που απαιτούσαν γρήγορη νοσηλεία με πολλά και σύγχρονα νοσοκομεία, γιατρούς, φάρμακα κτλ. πολλά εκατομμύρια ορφανά που έπρεπε να συγκεντρωθούν αμέσως σε ορφανοτροφεία - σχολεία, με τεράστια έξοδα και φροντίδες για να επουλωθούν οι πληγές. Χιλιάδες χιλιόμετρα κατεστραμμένοι δρόμοι, γεφύρια, εργοστάσια, σχολεία, πανεπιστήμια κ.ά. Η μισή Σοβιετική Ενωση ερείπια. Επί ποδός πολέμου ανασυγκρότησης, όλοι οι Σοβιετικοί πολίτες, για ν' αναστήσουν τη μεγάλη τους πατρίδα σε όλους τους τομείς.

ΕΙΡΗΝΗ - ΔΟΥΛΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ κυριαρχούσαν παντού. Ο Αγκόπ έφτασε στη Σοβ. Αρμενία στο τέλος Αυγούστου 1946. Ακουσε και είδε τι έγινε στα τέσσερα χρόνια του πολέμου. Επιασε δουλιά με πίστη ότι γρήγορα η πατρίδα του θα αναστηθεί από τις στάχτες των ερειπίων και δεν έπεσε έξω. Εγραφε κατά διαστήματα στο φίλο του και σε άλλους για την καλλιέργεια και ανάπτυξη σε όλους τους τομείς. Την πρώτη κιόλας δεκαετία έγινε υπερδύναμη και εξασφάλιζε σε όλους τα απαραίτητα αγαθά της ζωής. Εργασία, υγεία, μόρφωση, ειρήνη, ανέγερση πανεπιστημίων, σχολών πολιτισμού και τεχνολογίας. Κατέκτησε πρώτη το διάστημα με τον Γ. Γκαγκάριν και βοηθούσε ακόμη έθνη και λαούς χωρίς τίμημα την εθνική τους ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, αλλά με αμοιβαίο όφελος αμφότερων των χωρών.

Ανέβασε, επίσης, σε μεγάλο ύψος τα γράμματα και τον πολιτισμό γενικά, και παρουσίασε σε όλο τον κόσμο την υψηλή τέχνη, την ομορφιά και τη σεμνότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Αναφέρθηκε πιο πάνω ότι ο Αγκόπ έφυγε τέλος Αυγούστου το 1946 και όπως με πληροφόρησε ο φίλος μου, όταν έφυγε ήταν γύρω στα 55 χρονών, καθώς επίσης και ότι λίγο προ του 1980 έπαψε να αλληλογραφεί με το φίλο μου και με άλλους.

Εύκολα μπορεί να κάνει κανείς τη σκέψη που διαμορφώνεται από τα δεδομένα παραπάνω στοιχεία ότι δε ζούσε ο Αγκόπ εκείνη τη μέρα που δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη Γη πικράθηκαν, πόνεσαν και δάκρυσαν όταν είδαν να πέφτει το κόκκινο και φωτεινό αστέρι που φώτιζε και θέρμαινε όλους τους ταπεινούς και καταφρονεμένους λαούς, που είχαν ελπίδα και εγγύηση για την παγκόσμια ειρήνη και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ας αφήσουμε τον Αγκόπ να αναπαύεται στη γη που αγάπησε, στα χώματα της πρώην Σοβιετικής γης, με το ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ.


Κώστας ΜΠΑΣΛΗΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ