Eurokinissi |
Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά τι προέβλεπε εκείνη η Συμφωνία.
Η απόφαση εκείνης της Συνόδου ότι για κάθε επιστροφή από την Ελλάδα στην Τουρκία ενός Σύρου πρόσφυγα, ένας άλλος θα επανεγκαθίσταται από την Τουρκία σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μέχρι να συμπληρωθεί το όριο των 72.000 προσφύγων, εξελίχθηκε σε ένα απαράδεκτο πινγκ πονγκ, που παίζεται στις πλάτες των προσφύγων.
Η υποχρεωτική κατάθεση των αιτήσεων ασύλου και η fast track εξέτασή τους στην Ελλάδα σήμαναν την επαναφορά σε ισχύ και αυστηρή εφαρμογή του απαράδεκτου Κανονισμού του Δουβλίνου. Ο Κανονισμός του Δουβλίνου καθορίζει ότι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, την έγκριση ή την απόρριψή τους, είναι το πρώτο κράτος - μέλος στο οποίο θα βρεθεί ο πρόσφυγας.
Eurokinissi |
Ομως, εκείνη η Συμφωνία, που ήταν το αποτέλεσμα του επικίνδυνου παζαριού, «άνοιξε» ένα ακόμα κεφάλαιο για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Στην πραγματικότητα, αποτελούσε επιβράβευση, με δεδομένη μάλιστα τη συνεχιζόμενη επιθετικότητα και προκλητικότητα της τουρκικής κυβέρνησης, τόσο απέναντι στο Κυπριακό όσο και στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο. Το ίδιο ισχύει και για την έναρξη εκταμίευσης των 3 δισ. ευρώ, καθώς και για την υπόσχεση καταβολής ακόμη 3 δισ. μέχρι το τέλος του 2018. Ετσι, με τη Συμφωνία, η άρχουσα τάξη της Τουρκίας πήρε από την ΕΕ αυτό που επιδίωκε πολύ καιρό, δηλαδή να «βάλει πόδι» στην περιοχή της Συρίας όπου βρίσκονται οι Κούρδοι, στο όνομα δήθεν του να δημιουργηθούν «ασφαλέστερες περιοχές» για τους πρόσφυγες «σε ορισμένες περιοχές κοντά στα τουρκικά σύνορα».
Με την απαράδεκτη Συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας, οι επαναπροωθήσεις στην Τουρκία γίνονται μόνο από τα ελληνικά νησιά όπου υπάρχουν hot spots, με εξαίρεση τους λεγόμενους ευάλωτους. Εξ ου και ο εγκλωβισμός τους εκεί. Με τον αντιδραστικό Κανονισμό του Δουβλίνου και το αντίστοιχο ευρωενωσιακό πλαίσιο Ασύλου (γιατί αυτά πάνε μαζί) οι χώρες πρώτης γραμμής (όπως η Ελλάδα) θεωρούνται αυτόματα υπεύθυνες για τους αιτούντες άσυλο, απαγορεύοντας τις λεγόμενες δευτερογενείς μετακινήσεις, δηλαδή να μεταβούν οι πρόσφυγες και μετανάστες στις χώρες του πραγματικού προορισμού τους. Η Συμφωνία υπηρετεί τη στρατηγική του κεφαλαίου για ελεγχόμενη ροή όσων προσφύγων έχει ανάγκη το κεφάλαιο ως εργατική δύναμη.
Η ΕΕ αντιλαμβάνεται το Προσφυγικό - Μεταναστευτικό ως ένα «πολυεργαλείο» πίεσης και μέσο διείσδυσης σε κρίσιμης γεωπολιτικής σημασίας περιοχές, όπως η Μ. Ανατολή και η Αφρική, όπου η επικράτηση στα πεδία των αγορών και των πολεμικών αναμετρήσεων θα παίξει σημαντικό ρόλο στην έκβαση της καπιταλιστικής ανάκαμψης, την οποία προσμένουν τα επιτελεία της ΕΕ. Με τον ίδιο στόχο η ΕΕ διαχωρίζει τις χώρες σε «ασφαλείς και μη», υιοθετώντας και σχετικό κατάλογο που ανανεώνεται με βάση τα γεωπολιτικά συμφέροντά της σε χώρες της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και τις συμφωνίες που επιδιώκουν εκεί οι επιχειρηματικοί της όμιλοι, προσδοκώντας να προλάβει τους παγκόσμιους ανταγωνιστές της (βασικά τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Ρωσία).
Συνολικότερα, η πολιτική της ΕΕ για το Προσφυγικό - Μεταναστευτικό έχει συναποφασιστεί, ομόφωνα, από τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Υπουργών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των χωρών του Βίσεγκραντ (Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία) και της Βαλτικής, οι οποίες συμφωνούν μεν με όλο το ευρωενωσιακό πλαίσιο καταστολής σε βάρος των προσφύγων, αλλά διαφωνούν στη συμμετοχή στον μηχανισμό καταμερισμού τους. Οι εντεινόμενοι ανταγωνισμοί μεταξύ τους δεν περιορίζονται στο Προσφυγικό. Στην ουσία αυτό περιλαμβάνεται σε μια σύνθετη διαπραγμάτευση. Η κίνηση της αστικής τάξης της Γερμανίας και της Γαλλίας για συγκρότηση μηχανισμού ελεγχόμενης αποδοχής προσφύγων που θα προέρχονται από την Ιταλία - και τη Μάλτα - παρακάμπτοντας σε αυτήν τη φάση τις χώρες του Βίσεγκραντ (η λεγόμενη «Συμφωνία της Μάλτας») αποτελεί συμβιβασμό με την Ιταλία μετά την αλλαγή κυβέρνησης, με στόχο να φέρει σε πλεονεκτική θέση στη γειτονική χώρα τα ευρωενωσιακά μονοπώλια, σε βάρος των ρωσικών.
Η Τουρκία, από την άλλη, έχοντας ανοίξει τη «στρόφιγγα» των προσφύγων και των μεταναστών, παζαρεύει και ζητά επί της ουσίας νέα συμφωνία με επικαιροποιημένα, ευρύτερα γεωπολιτικά ανταλλάγματα, που δεν περιορίζονται μόνο στην κατοχύρωση «ζώνης ασφαλείας» στο έδαφος της Συρίας ως δήθεν ασπίδας απέναντι στους Κούρδους, στις θεωρήσεις εισόδου για την ΕΕ ή τις νέες χρηματοδοτήσεις και τους όρους για μια αναβαθμισμένη τελωνειακή συμφωνία με την ΕΕ. Η αστική τάξη της Τουρκίας παρεμβαίνει συστηματικά για να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των βλέψεών της στο Κυπριακό, στο Αιγαίο, αποσπώντας μερίδιο στο μοίρασμα της πίτας της Ενέργειας.
Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε ένα μικρό ιστορικό που αφορά και τον Κανονισμό του Δουβλίνου για να αντιληφθούμε το μέγεθος των παζαριών, του «άνοιξε - κλείσε» τη στρόφιγγα και βέβαια των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Οι μεγαλύτεροι μονοπωλιακοί κολοσσοί της Γερμανίας («Siemens», «Porsche», «Bayer», BASF) καθώς και η ίδια η πρόεδρος των Γερμανών βιομηχάνων, στις αρχές Σεπτέμβρη του 2015, απηύθυναν ανοιχτή πρόσκληση για απασχόληση στη Γερμανία 500.000 προσφύγων, εκτιμώντας, όπως ανέφεραν τότε, τα προσόντα και τις δεξιότητες των Σύρων προσφύγων. Τα μεγάλα εμπορικά μονοπώλια της Γερμανίας, ακόμη και μετά την κατακόρυφη αύξηση των προσφύγων στη Γερμανία, το 2015, ζητούσαν από την Μέρκελ να μην υποχωρήσει στις πιέσεις και να κρατήσει τα σύνορα ανοιχτά, επισημαίνοντας τους κινδύνους από την αναστολή της Σένγκεν που δεν θα σταματήσουν, όπως λένε, στο ευρώ.
Μάλιστα, στα τέλη Αυγούστου του 2015, η γερμανική κυβέρνηση ανέστειλε επίσημα τον Κανονισμό του Δουβλίνου για τους Σύρους πρόσφυγες - διευκολύνοντας έτσι την άφιξή τους στη Γερμανία - με την Μέρκελ να δηλώνει ότι η Γερμανία μπορεί να υποδεχτεί 800.000 πρόσφυγες.
Ολα αυτά αποτέλεσαν παρελθόν, το Μάρτη του 2016, μετά τη Συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας. Η πολιτική αυτή άλλαξε, ο Κανονισμός του Δουβλίνου ενεργοποιήθηκε ξανά και επικράτησε η πολιτική της επιλεκτικής αποδοχής συγκεκριμένου μικρού αριθμού προσφύγων, πολιτική που αποτυπώθηκε και στις αποφάσεις της ΕΕ. Ο εγκλωβισμός στα νησιά του Αιγαίου ήταν αναπόφευκτος και αποτέλεσμα των γεωπολιτικών παζαριών και των στρατηγικών κατευθύνσεων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Βασικό κριτήριο με βάση το οποίο τα καπιταλιστικά κράτη ανοιγοκλείνουν τα σύνορά τους είναι η εξασφάλιση φθηνής και «ευέλικτης» εργατικής δύναμης. Η ίδια η ΕΕ άλλωστε αποτελεί διακρατική συμμαχία των καπιταλιστικών κρατών με στόχο την εξασφάλιση καλύτερων όρων επιδίωξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Ωστόσο, υπάρχει και άλλο ένα πολύ σημαντικό κριτήριο που παίζει ρόλο στον τρόπο διαχείρισης του ζητήματος. Αυτό δεν είναι άλλο από την αξιοποίηση του ζητήματος στο τραπέζι των μελλοντικών διαπραγματεύσεων που θα κρίνουν τους όρους της ιμπεριαλιστικής ειρήνης, στο βαθμό που αυτή επέλθει στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Από το 2016 μέχρι σήμερα, αναπτύσσονται στο έδαφος του ζητήματος της διαχείρισης των προσφυγικών ροών οξύτατοι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις αστικές τάξεις (ή τμήματα των αστικών τάξεων) των κρατών - μελών της ΕΕ. Αυτοί οι ανταγωνισμοί αποτυπώνονται σε διαφωνίες για βασικές επιλογές και αποφάσεις της ΕΕ, όπως το μέλλον της Σένγκεν, η τροποποίηση του Κανονισμού του Δουβλίνου και το σύστημα μετεγκατάστασης προσφύγων από τις χώρες εισόδου σε άλλες χώρες της ΕΕ, η Συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας.
Οι αντιθέσεις αυτές είναι αποτέλεσμα της ανισόμετρης ανάπτυξης των καπιταλιστικών κρατών - μελών της ΕΕ, της διαφορετικής θέσης τους στην ιμπεριαλιστική κατάταξη και κατ' επέκταση των διαφορετικών συμφερόντων, δυνατοτήτων και αναγκών και στο ζήτημα της εκμετάλλευσης του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού. Αλλά, ακόμη και μέσα στην ίδια χώρα, τα συμφέροντα του κεφαλαίου δεν είναι ομοιογενή, ενώ και οι δυνατότητες ενσωμάτωσης αλλοδαπού εργατικού δυναμικού από τα διάφορα τμήματα του κεφαλαίου δεν είναι ίδιες. Ετσι εξηγούνται οι αντιθέσεις ακόμη και μεταξύ σύμμαχων αστικών πολιτικών δυνάμεων μέσα στην ίδια χώρα, με αφορμή το Προσφυγικό - Μεταναστευτικό ή τα «μπρος - πίσω» σε σχέση με συνθήκες, συμφωνίες και κανονισμούς.
Ανεξάρτητα πάντως από τις υπαρκτές αντιθέσεις και παρ' όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και προσαρμογές, η πολιτική της ΕΕ στο προσφυγικό - μεταναστευτικό πρόβλημα, όπως εκφράζεται μέσα από τα πολιτικά της όργανα (Κομισιόν, Συμβούλια, Ευρωκοινοβούλιο) εξακολουθεί να κινείται πάνω στο βασικό άξονα που έχει χαραχτεί εδώ και χρόνια για το λεγόμενο Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, από τις Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Αμστερνταμ, το πρόγραμμα του Τάμπερε και προωθείται μέσα από μια σειρά από Οδηγίες, Κανονισμούς, αποφάσεις Συμβουλίων.
Αυτός ο τρόπος διαχείρισης του προβλήματος βασίζεται στους εξής πυλώνες: α) Επιλεκτική παροχή ασύλου ή αδειών παραμονής ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου (διαλογή) και τις δυνατότητες διαχείρισης του προβλήματος από το αστικό πολιτικό σύστημα, β) συγκράτηση στις χώρες καταγωγής ή σε τρίτες χώρες όσων κρίνονται μη επιλέξιμοι για την καπιταλιστική οικονομία με κλιμάκωση των μέσων και των μηχανισμών καταστολής στα σύνορα, με τη δημιουργία και αναβάθμιση κατασταλτικών σωμάτων όπως ο Οργανισμός για τη Διαχείριση των Εξωτερικών Συνόρων (Frontex) ή η σχεδιαζόμενη ευρωενωσιακή συνοριοφυλακή - ακτοφυλακή, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Επιτήρησης των Συνόρων (Eurosur), τα «έξυπνα» σύνορα κ.λπ., γ) επαναπροωθήσεις - απελάσεις - «επιστροφές» όσων καταφέρουν να φτάσουν σε κάποιο κράτος - μέλος της ΕΕ και κριθούν αχρείαστοι για το σύστημα, βαφτίζοντάς τους «παράτυπους μετανάστες». Οι Αφγανοί πρόσφυγες είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση, αφού παρ' όλη τη συνεχιζόμενη κατοχή της χώρας που ακολούθησε την ιμπεριαλιστική επέμβαση, παρόλο που 1,5 εκατ. Αφγανοί είναι πρόσφυγες στο Πακιστάν, η ΕΕ τους θεωρεί, στην πλειοψηφία τους, «παράτυπους» οικονομικούς μετανάστες...