ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Μάρτη 2010
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Αχαρο πουλί

Διήγηση Ιωάννας

Παπαγεωργίου Βασίλης

«Κρυώνω τις νύχτες. Χειμώνα καλοκαίρι. Με ζέστη και με κρύο. Κυρίως στα πόδια. Ολα μου τα χρόνια υποφέρω. Από μικρό παιδί. Κι ας φοράω όλο τον καιρό χοντρές μάλλινες κάλτσες. Πλεγμένες με τα χέρια μου όπως ακριβώς μ' αρέσουν. Να σκεπάζουν και τα γόνατα. Και με τα πατίκια μου κοιμάμαι καμιά φορά. Στα μεγάλα κρύα. Μάλλινα κι αυτά. Πράσινα με μια ρίγα μπλε. Στο τελείωμα.

Αλισβερίσια δεν άνοιξα ποτέ με τα βαμπακερά. Σαν να ήμουν με γυμνά πόδια θα ένιωθα. Οταν ήμουν κορίτσι πάνω στα καλά μου η θεία, που με ανάστησε μετά το χαμό των γονιών μου, κάθε μέρα με έψελνε. "Να ήσαν και καμιά στραβοκάνα θα το καταλάβαινα. Αντε, μανάρι μου, σου έφερε ο μπάρμπας απ' το παζάρι όμορφες κάλτσες. Φόρα τες να χαρεί κι αυτός ο δόλιος". Αλλά κι όταν ήρθαν στη μόδα οι νάιλον ούτε κι από αυτές ποτέ φόρεσα. Γιορτές για σκόλες εγώ με τα μάλλινα. Οταν πάει στα κομμάτια πια η κατοχή και ο εμφύλιος, τα κορίτσια τα άλλα άρχισαν να ντύνονται και να στολίζονται. Εγώ με τα μάλλινα. Στο χωριό όσο ακόμα μας έβλεπαν αναγκεμένους το 'ριχναν στη μαύρη μας τη φτώχεια και δεν έκρεναν. Περνούσε ο καιρός, τα πράματα έστρωναν. Ομως εγώ συνήθειο δεν άλλαζα. Ημασταν στα δεκαοχτώ τότε, κοπέλες της παντρειάς. Οι άλλες άρχισαν σιγά σιγά να παραξενεύονται. Και ξεκίνησαν τα σούσουρα. Μαζί και τα χασκόγελα. Χαζή δεν ήμαν, γρήγορα πήρα χαμπάρι τι κουβεντιάζονταν πίσω από την πλάτη μου. Και τους τον έκοψα το βήχα. Μια κι έξω. Ετσι κι αλλιώς πικραγγουριά με ανέβαζαν πικραγγουριά με κατέβαζαν. Κι ας ήξεραν. Ολες ήξεραν. Δεν το διάλεξα εγώ να μην μπορεί τ΄ αχείλι μου να γελάσει. Μόνο του ήρθε και με βρήκε το πένθος, δεν το κάλεσα. Κάποιες μπορεί να λησμόνησαν. Αλλες πάλι, οι πιο λίγες είναι αλήθεια, δεν είχαν και λόγο. Τον γλίτωσαν τον πόνο από τύχη τους καλή. Κι όσο νάναι ο πόνος του γείτονα, όταν κλείσεις τη πόρτα σου το βράδυ, απέξω μένει. Ούτε γνώρισαν ορφάνια και τι πάει να πει πικρό ψωμί στα ξένα χέρια αυτές. Οσο καλά και να ήταν τα χέρια. Και ήταν. Εγώ και τότε και σήμερα το αναγνωρίζω. Ομως δεν ήταν τα χέρια του γονιού που μ' έφερε στον κόσμο αυτόν. Και μια Κυριακή, εκεί που βγαίναμε απ΄ την εκκλησία όλες μαζί, γυρνάει αυτή η ξινή η Ματίνα, τάχαμου στ' αστεία, και μου λέει: "Πω πω Ιωάννα, σ' έφυγε ένας πόντος". Και να τα χάχανα οι άλλες. Εγώ ζεματίστηκα. Από περηφάνια έκανα πως δεν άκουσα. Και δεν αποκρίθηκα καθόλου. Ομως ένας θυμός φονιάς φούντωσε μέσα μου για τα καλά και με κράτησε άγρυπνη όλη νύχτα. "Ε, όχι. Ετσι είστε;" είπα. "Μέχρι τώρα με ξέρετε απ' την καλή. Τώρα θα με δείτε κι απ' την ανάποδη". Οταν ξημέρωσε είχα το σχέδιο έτοιμο. Θα γέλαγα τελευταία. Την έπιασα στον ύπνο την Ματίνα. Πρωί αξημέρωτα, την ώρα που έβγαινε ξεκάλτσωτη να πάει προς νερού της την παραμόνεψα. Ορμησα και τη στρίμωξα στον τοίχο. Της σήκωσα τη φούστα ως απάνω και της έτριψα μια αγκαλιά τσουκνίδια στα ξασπρουλιάρικα γυμνοπόδαρά της. "Να, για να μάθεις να κοροϊδεύεις τσούχτρα. Είδες τι καλά που τσούζει τώρα;". Την κατακοκκίνισα. Πέταξε κάτι φουσκάλες να. Την άφησα εκεί να ουρλιάζει και να πηδάει σα κατσίκι. Κι έφυγα γελώντας. Οπωσδήποτε θα τόμαθαν κι οι άλλες. Αν κατάλαβαν και τι κατάλαβαν, δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι με φοβήθηκε το μάτι τους. Κι έκοψαν λάσπη. Δεν με πείραξε που με απέφευγαν αυτές. "Καλά να πάθουν", σκέφτηκα. "Καλύτερα να με φοβούνται παρά να με λυπούνται". Ετσι κι αλλιώς εγώ μόνη κι έρημη ήμουνα από παιδί. Ερειπωμένη. Από κείνη τη μέρα τη κακιά. Ετσι απέμεινα μονάχα με την Ελισάβετ, πρωτοξαδέρφη μου αυτή, τα σπίτια μας μια αυλή. Το κακόμοιρο δεν ξεμύταγε απ' το δικό της ποτέ, γιατί ήταν και λίγο σαλεμένο στο μυαλό. Από τότε το 'παθε. Τ' αποκαΐδια κάπνιζαν ακόμα μέσα στο μυαλό της. Ερχονταν φορές που νόμιζε πως θα πνιγεί. Την έπιανε τότε ένας βήχας, γούρλωνε τα μάτια, προσπαθούσε να ζητήσει βοήθεια, αλλά της έβγαινε μονάχα μια φωνούλα παιδική. "Τη μάνα, πάρτε την, για θα την κάψουν ζωντανή". Κι ύστερα ξέσπαγε σε κλάμα γοερό και σπασμοί τρομεροί τράνταζαν το κορμάκι της. Αδύνατον να την κάνεις καλά. Χτυπιόταν και χτυπιόταν μέχρι να αποκάμει και να σταματήσει μόνη της. Γιατί εκείνο το καταραμένο απόγευμα η Ελισάβετ, είδε πρώτη τη φάλαγγα στο έμπα του χωριού. Τους είδε παγωμένη να μπαίνουν στο σπίτι τους. Το ξεγύμνωσαν απ' ό,τι χρήσιμο είχε μέσα, έδωσαν διαταγή στον πατέρα της να μάσει την οικογένειά του και να πάνε στην πλατεία κι έβαλαν φωτιά. Την μάνα της, την εκτέλεσαν επί τόπου, εκεί στο κρεβάτι, άρρωστη, γιατί δεν μπόρεσε να υπακούσει στις διαταγές. Αυτό ήταν η αρχή. Σε λίγο όλο το χωριό μας καιγότανε. Εμείς έτυχε να είμαστε όλοι μαζεμένοι σπίτι. Είχε φέρει εκείνη τη μέρα ο πατέρας καλούδια απ' το Κεφαλοχώρι. Εφερε και σε μένα, ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια. Λουστρίνια. Με φιογκάκια. Στα πέντε μου. Τα πρώτα μου παπούτσια. Το μεσημέρι μ' έστειλε η μάνα για ύπνο και τα πήρα μαζί στο κρεβάτι μου. Από κει ήρθε ξαναμμένος ο πατέρας να με πάρει σαν άρχισε το μεγάλο κακό. "Σήκω, Ιωάννα, σήκω". "Τα παπούτσια μου", φώναξα εγώ, "θέλω τα καλά μου τα παπούτσια". Εκανε έτσι και τα έχωσε στη μεγάλη τσέπη του σακακιού του, με άρπαξε, και πεταχτήκαμε όλοι στο δρόμο. Στην πλατεία βρήκαμε μαζεμένο όλο το χωριό και στρατό πολύ, με τα όπλα να μας σημαδεύουν. "Οι άντρες χώρια", φώναξε ένας κι άρχισαν οι στρατιώτες να μας σπρώχνουν άγρια με τα κοντάκια και να μας μαζεύουν στο κέντρο της πλατείας. Κουρνιασμένο στην αγκαλιά του πατέρα είδα τη μάνα να τρέχει προς το μέρος μας και να φωνάζει. "Το παιδί, δώσε σε μένα το παιδί". Βρέθηκα στην αγκαλιά της να κλαίω δυνατά και να φωνάζω. "Τα παπούτσια μου μπαμπά, τα καινούρια μου παπούτσια". Εκανε εκείνος να γυρίσει πίσω, αλλά του έδωσε ο ξένος φαντάρος μια με το κοντάκιο στην πλάτη. Λύγισε προς στιγμή, ξανασηκώθηκε και πήγε με βήμα συρτό εκεί, που είχαν όλους τους άλλους άντρες μαζεμένους. Εγώ χτυπιόμουνα και φώναζα. "Τα παπούτσια μπαμπά, δώσε μου τα παπούτσια μου". Κι αυτός να με κοιτάει με ένα βλέμμα τόσο λυπημένο, αχ αυτό το βλέμμα θα με κυνηγάει σε όλη μου τη ζωή.

Με τον άντρα μου παντρευτήκαμε από προξενιό. Φτωχός, ξενομερίτης αυτός, φτωχιά και παθούσα εγώ, θα μ' έπαιρνε στον τόπο του να φάμε μαζί γλυκό ψωμί. Μέσα μου έλπιζα πως ίσως δυο πόνοι φτιάξουνε μισή χαρά. Το βράδυ που κλείσαμε τον πήρε ο μπάρμπας μου παράμερα. Τι είπαν εκεί στο μικρό καμαράκι οι δυο άντρες, ποτέ δεν έμαθα. Οταν βγήκαν έξω γύρισε και μου είπε ψιθυριστά. "Από μένα δεν έχεις να σκιαχτείς τίποτα Ιωάννα. Θα είμαι για σένα και άντρας και πατέρας κι αδερφός". Στην εκκλησία πήγα με τις μάλλινες. Αρνήθηκα στον πρωτοξάδερφό μου να μου φορέσει τα άσπρα τα παπούτσια τα νυφιάτικα. "Να με συγχωράς Νώντα, αλλά εγώ θα πάω στην εκκλησία ξεπαπούτσωτη. Το έχω τάμα". Φώναζε η θεια μου. "Παλάβωσες ντιπ Ιωάννα; Πώς θα περπατάς με τα πόδια γυμνά μες στα μαυρολιθάρια; Θα ματώσεις και θα σακατευτείς κακόμοιρο. Κι ύστερα τι θα πει μωρέ ο κόσμος; Και πώς θα σταθείς όρθια τόσες ώρες στο χορό;". Διάτες και παρακάλια, αλλά εγώ ήμαν αποφασισμένη. Και το χορό έσυρα πρώτη και όλους τους κράτησα να χορέψουν με τη σειρά τους εκείνη τη μέρα. Εφτασα το βράδυ νύφη στο δικό τους το χωριό. Αφού προσκύνησα πεθερό και πεθερά, πήγα στο δωμάτιο που είχαν το εικόνισμα κι απόθεσα τα παπουτσάκια μου εκεί μπροστά στην Παναγία. Κι ύστερα βγήκα στην αυλή όπου οι καινούριοι μου συγγενείς έστησαν το δικό τους γλέντι. Χαράματα πια πήγαμε με τον άντρα μου να ησυχάσουμε. Αυτός, σαν με είδε να γδύνομαι μοναχή μου τσίτσιδη, αλλά τις μάλλινες κάλτσες να μη τις βγάζω, άνοιξε να κάτι μάτια. "Τι 'ναι τούτα Ιωάννα...", πήγε να πει. Ποιος ξέρει όμως τι βλέμμα φαρμακερό του έριξα και μαζεύτηκε αμέσως. Κι ούτε μιλιά από κει και πέρα. Εκείνη τη νύχτα ήρθε στον ύπνο ο πατέρας μου. Πρώτη και τελευταία φορά. Ανοιξε την πόρτα και μπήκε στις μύτες των ποδιών, σα για να μην ξυπνήσει τον άντρα μου. Εγώ τον ένιωσα κι έκαμα έτσι κι ανασηκώθηκα αλαφιασμένη. Εβαλε το δάκτυλο στα χείλη και μου έγνεψε "σουτ". Πήγε κι έκατσε στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Εστρεψε το βλέμμα προς τον κάμπο, αγνάντεψε για ώρα πολλή, γύρισε και μου είπε: "Ευλογημένος τόπος φαίνεται τούτος εδώ". Κι ύστερα τον είδα να βάζει τα χέρια του στις τσέπες. "Να, το δώρο μου για το γάμο σου". Απλωσε τα χέρια και κρατούσε τα δυο μικρά παπουτσάκια που είχε στην τσέπη του τη μέρα που τον εκτέλεσαν οι Ιταλοί. "Τα βρήκαμε τα παπούτσια μου, πατέρα, να εκεί στο εικόνισμα της Παναγίας τα έχω, τα βρήκαμε τη μέρα που σας ξέχωσαν". Δεν απόσωσα το λόγο μου κι εκείνος σηκώθηκε και τράβηξε κατά την πόρτα να φύγει. Κι όπως γύρισε, είδα πίσω την πλάτη του καταματωμένη. Εβαλα τα κλάματα κι άρχισα να φωνάζω: "Πατερούλη μου, μη φεύγεις πάλι". Ξαναγύρισε να με αντικρίσει, αλλά δεν ήταν ο πατέρας μου αυτός. Ηταν o άντρας μου, που είχε ξυπνήσει απ΄ την κραυγή. "Μην κλαις άλλο Ιωάννα, βασανίζεσαι κι εσύ και τον πατέρα σου δεν ελευθερώνεις να αναπαυθεί εν ειρήνη", μου είπε κι εγώ μες τους ολολυγμούς μου κραύγασα. "Για ποια ειρήνη μου μιλάς; Δεν υπάρχει ειρήνη ούτε για τους νεκρούς ούτε για τους ζωντανούς όσο οι δικές μου νύχτες είναι παγωνιά κι έρημος". Αχαρο πουλί. Ετσι με έλεγε ο άντρας μου από κει και στο πέρα».


Βιογραφικό της Γεωργίας ΚΑΛΑΜΠΟΚΑ

Γεννήθηκα στη Λαμία το 1960.

Η μάνα μου, μου χάρισε απλόχερα ό,τι πλούτο είχε καταφέρει να συνάξει... Τα τραγούδια και τα παραμύθια του τόπου μας καθώς και τις ιστορίες της απ' τον εμφύλιο... Ο πατέρας μου τα στιχάκια του... Σκωπτικά τις περισσότερες φορές, άλλοτε πάλι γεμάτα παράπονο. Σε κείνον τον ξηρό κάμπο, σε κείνη την άνυδρη εποχή, κάπου στα σύνορα της Θεσσαλίας με τη Ρούμελη, έσμιξαν μέσα μου οι θρύλοι, οι μύθοι και οι αλήθειες.

Σπούδασα τα μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Παντρεύτηκα τον Παύλο Βαλαή κι έχω δύο παιδιά, την Αλεξάνδρα και τον Τίμο.

Είμαι καθηγήτρια μαθηματικών κι εργάζομαι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Το «Εμένα μου το 'παν τα πουλιά» - απ' όπου το «Αχαρο πουλί» - είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα (δεν έχει εκδοθεί ακόμη).

Γεννήθηκε σαν ανάγκη και χρέος.

Στους γεννήτορες και στα παιδιά μου...

Και σ' όσους έφυγαν νωρίς...



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ