Σήμα κατατεθέν της Ναυπάκτου αποτελεί την «καρδιά» της πόλης. Τμήμα της οχύρωσης της μεσαιωνικής Ναυπάκτου, το λιμάνι σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς και συνάντησης για τους κατοίκους της καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας: Από πολύ πρωί, την ώρα που οι ψαράδες πουλούν τη φρέσκια πραμάτεια τους και οι μεγαλύτεροι πίνουν τον πρώτο καφέ της ημέρας κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια της πλατείας, μέχρι αργά το βράδυ όπου οι νεαρότεροι διασκεδάζουν στα καταστήματα. Οι πολύχρωμες βάρκες και τα ιστιοπλοϊκά δίνουν το δικό τους τόνο σε ένα απ' τα πλέον καλαίσθητα σημεία της Δυτικής Ελλάδας.
Χτισμένο στο λόφο πάνω από την πόλη, αποτελεί ένα απ' τα πλέον καλοδιατηρημένα δείγματα φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Τη σημερινή του μορφή την οφείλει στους Ενετούς που έχτισαν πάνω στην αρχαία οχύρωση, ενώ οι υπόλοιποι «ιδιοκτήτες» του (Ελληνες, Τούρκοι, Ενετοί, Αγγλοι, πειρατές κ.ά.) το χρησιμοποίησαν ως ορμητήριό τους, βάζοντας ο καθένας και τη δική του «σφραγίδα» στη σημερινή του εικόνα.
Δύο βραχίονες που ακολουθούν την κλίση του εδάφους, κατεβαίνουν από την κορυφή του λόφου - ο ένας ανατολικά κα ο άλλος δυτικά - και κοντά στη θάλασσα κάμπτονται και «κλείνουν» την είσοδο του λιμανιού. Τέσσερα εγκάρσια τείχη ενώνουν τους δύο αυτούς βραχίονες και σχηματίζουν πέντε διαζώματα. Η οχύρωση στο Κάστρο της Ναυπάκτου ενισχύεται με πύργους κυκλικούς και τετράγωνους. Η θέα από το κάστρο είναι επιβλητική. Ολη η είσοδος του Κορινθιακού κόλπου στο «πιάτο» μας.
Πάνω απ' την πλατεία του λιμανιού βρίσκονται τα «Μποτσαρέικα», μια συνοικία με πλακόστρωτα σοκάκια που πήρε το όνομά της απ' τον Πύργο του Μπότσαρη. Κατασκευασμένος απ' τους Βενετούς το 15ο αιώνα, χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία απ' τους διοικητές των εκάστοτε κατακτητών της πόλης. Μετά την απελευθέρωση απ' τους Τούρκους το οίκημα περιήλθε στον Σουλιώτη στρατηγό Νότη Μπότσαρη. Σήμερα ο Πύργος ανήκει στο ίδρυμα Δημητρίου και Αίγλης Μπότσαρη και στους χώρους του στεγάζεται μόνιμη έκθεση για τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου: Ισπανικές πανοπλίες, σημαίες και παντιέρες των χωρών που συμμετείχαν αλλά και αντίγραφα έργων που εκτίθενται σε μουσεία της Ευρώπης και έχουν ως θέμα τη Ναυμαχία.
Το Φετιχέ Τζαμί ήταν το πρώτο μουσουλμανικό τέμενος της πόλης και χτίστηκε απ' το σουλτάνο Βαγιαζήτ Βελή γιο του Μωάμεθ Β' (1446 - 1512) ως προσφορά στον Αλλάχ για την κατάληψη της Ναυπάκτου το 1499. Μετά την απελευθέρωση χρησιμοποιήθηκε από τους ντόπιους ως εμπορικό (πουλούσαν αλάτι) ενώ σήμερα, ανακαινισμένο από την 22η Εφορεία Αρχαιοτήτων που εδρεύει στην πόλη, είναι επισκέψιμο και χρησιμοποιείται για τη διεξαγωγή πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Η Παπαχαραλάμπειος Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου
λειτουργεί απ' το 1960 και αποτελεί την «κιβωτό» της γνώσης για την πόλη. Χτίστηκε με δαπάνη του ευεργέτη της πόλης Δημήτρη Παπαχαραλάμπους. Στο διώροφο νεοκλασικό κτήριο που τη φιλοξενεί, υπάρχουν πάνω από 50.000 τόμοι ταξινομημένοι σε ψηφιακή μορφή για ευκολότερη αναζήτηση, πλούσιο αρχείο τοπικού τύπου αλλά και ξεχωριστό τμήμα με βιβλία για τη Ναύπακτο και την ευρύτερη περιοχή. Επίσης, στο ισόγειο λειτουργεί δημόσιο κέντρο πληροφόρησης με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και δωρεάν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Ακόμη, σε μικρό οίκημα δίπλα στη Βιβλιοθήκη βρίσκεται συλλογή του Ναυπάκτιου λογοτέχνη και ιστορικού Γιάννη Βλαχογιάννη με αρκετά σπάνια εκθέματα.
Το πάρκο Θερβάντες αποτελεί ένα ακόμα στολίδι της πόλης. Ισως αναρωτηθούμε τι γυρεύει ο μεγάλος Ισπανός λογοτέχνης, ποιητής και συγγραφέας Μιγκέλ ντε Θερβάντες, στη Ναύπακτο; Ιδού η απάντηση: Το Σεπτέμβρη του 1571 υπηρέτησε ως υπαξιωματικός του στόλου που πολέμησε νικηφόρα στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου στις 7 Οκτώβρη, εναντίον του οθωμανικού στόλου, αμφισβητώντας για πρώτη φορά την κυριαρχία του στη Μεσόγειο. Η στάση του Θερβάντες υπήρξε γενναία, αρνούμενος να περιοριστεί στα «μετόπισθεν» παρά το γεγονός ότι ήταν άρρωστος. Κατά τη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε δύο φορές στο στέρνο, ενώ ένας τρίτος τραυματισμός του προκάλεσε μόνιμη βλάβη, αχρηστεύοντας το αριστερό του χέρι. Ευτυχώς για την λογοτεχνία ήταν δεξιόχειρας, χαρίζοντάς μας - ανάμεσα σε τόσα άλλα - και τον Δον Κιχώτη.
Για τη νέα γενιά όμως, τόσο αυτό το βιβλίο, όσο και άλλα που περιέχουν προσωπικές μαρτυρίες αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, αποτελούν κάτι πολύ περισσότερο από τη θεμιτή ανάγκη των βετεράνων μας να αποτίσουν φόρο τιμής στους συντρόφους τους και στην πραγματική, νεότερη Ιστορία του λαού μας. Οχι μόνο γιατί η ανάγκη «μετάγγισης» αυτής της Ιστορίας στις νέες γενιές είναι διαχρονική ως προς τη χρησιμότητά της για το λαϊκό κίνημα, αλλά και γιατί, ειδικά στην εποχή μας, η απόπειρα διαστρέβλωσης και κατασυκοφάντησής της από τους αστούς, έχει λάβει χαρακτηριστικά αντικομμουνιστικής «λαίλαπας» σε όλα τα επίπεδα.
Το αφήγημα αποτελεί τη συνέχεια του πρώτου βιβλίου της με τίτλο «Μυρτιά του Βουνού», στο οποίο αποτυπώθηκαν οι αναμνήσεις από τη συμμετοχή της στην εποποιία του ΔΣΕ, μέσα από τα τμήματα του Αρχηγείου Παρνασσίδας με αρχηγό τον θρυλικό Διαμαντή. Η «κλωστή» πιάνεται από την αποφυλάκιση, λόγω ηλικίας, της αγωνίστριας από τις φυλακές Αβέρωφ και την «έξοδο» ενός κοριτσόπουλου από τα χωριά της Ρούμελης, στην Αθήνα του 1949. Αυτό είναι και το στοιχείο, που καθιστά το αφήγημα αντικείμενο ευρύτερου ενδιαφέροντος για το σημερινό αναγνώστη. Γιατί, μέσα από τις σελίδες του, «μεταφερόμαστε» στην προσφυγομάνα και πόλη - ήρωα, την Κοκκινιά, όπου βρίσκει απάγκιο, αλληλεγγύη και προστασία, φτάνοντας «μ' ένα αποφυλακιστήριο στην τσέπη και με σφιγμένη από φόβο την καρδιά...». Και όπου, πολύ σύντομα, καταλαβαίνει «πως η Κοκκινιά ήταν η "κλώσα" των κατατρεγμένων και των αγωνιστών (...) που άπλωσε τα φτερά της και σκέπασε κάθε κατατρεγμένο και ξεριζωμένο (...)».
«Βλέπουμε» τον αγώνα στην παρανομία, τον αγώνα για την επιβίωση, με όλο τον κατασταλτικό μηχανισμό του μετεμφυλιακού καθεστώτος να έχει πέσει πάνω στους αγωνιστές. Μια «καθημερινότητα» που τελικά λαμβάνει χαρακτηριστικά μιας ακόμη «εποποιίας», από την οποία ουσιαστικά ξεπήδησαν οι μεγαλειώδεις στιγμές του λαϊκού κινήματος των δεκαετιών που ακολούθησαν.
Βιβλία όπως αυτό δεν συνιστούν ιστορία με τα τυπικά κριτήρια. Σίγουρα, όμως, ο επιστήμονας ιστορικός που ετεροκαθορίζεται από τις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, τα χρειάζεται. Οπως σίγουρα τα χρειάζονται οι νέες γενιές αγωνιστών.
Ελεν Κέλερ, συγγραφέας