ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 14 Νοέμβρη 2019
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Οι ευθύνες για τις ελλείψεις βαραίνουν κυβερνήσεις και τοπικές αρχές

«Ο λαός του Ιλίου έχει βιώσει με δραματικό τρόπο την έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής προστασίας, την έλλειψη μέτρων για την προστασία της ζωής και της περιουσίας του», σημείωσε στην παρέμβασή του ο Ν. Σταματόπουλος, κάνοντας αναδρομή στις μεγάλες καταστροφές που έχει ζήσει ο λαός της περιοχής και σημειώνοντας πως «ο κατάλογος των καταστροφών δεν έχει τελειωμό μέχρι και σήμερα. Οπως και ο κατάλογος της κοροϊδίας», από υπουργούς, περιφερειάρχες και δημάρχους.

Σημείωσε πως «ο λαός της περιοχής αυτής, οι κάτοικοι από πολλές περιοχές του Ιλίου, μπορεί να ζουν όλα αυτά, όμως, ταυτόχρονα, έχουν μάθει να μην το βάζουν κάτω, να αγωνίζονται μαζί με τους κομμουνιστές για να καλυφθούν οι ανάγκες τους.

Ενας τέτοιος αγώνας, με την πρωτοπόρα συμβολή των κομμουνιστών, έγινε με αφορμή την πιο πρόσφατη μεγάλη πλημμύρα, στις 24 Οκτώβρη του 2014. Πλημμύρα που βούλιαξε κυριολεκτικά αρκετές περιοχές του Ιλίου, και ιδιαίτερα τη Ζ. Πηγή και το ρέμα της Φλέβας στον Αγ. Φανούρη, και προκάλεσε τεράστιες ζημιές σε σπίτια, μικρομάγαζα και αυτοκίνητα.

Η υπομονή του κόσμου τότε είχε πια εξαντληθεί. Οι κομμουνιστές, τα μέλη και οι φίλοι του ΚΚΕ, οι δημοτικοί σύμβουλοι της "Λαϊκής Συσπείρωσης" σταθήκαμε από την πρώτη στιγμή δίπλα και μαζί με τους κατοίκους, σε όλες τις γειτονιές του Ιλίου».

Αναφερόμενος βήμα βήμα στο πώς οργανώθηκε ο αγώνας αυτός, ο Ν. Σταματόπουλος σημείωσε: «Αποτέλεσμα αυτών των αγώνων ήταν το ότι, επιτέλους, πέρσι, ολοκληρώθηκε το αντιπλημμυρικό έργο στην οδό Θηβών, όπως επίσης ότι προχώρησαν και μια σειρά άλλες αντιπλημμυρικές παρεμβάσεις στη Ραδιοφωνία και στον Αγιο Φανούρη». Τόνισε πως «κανένας δεν έκανε "χάρη" στο λαό» και σημείωσε πως αποτελεί ένα πολύ ουσιαστικό πολιτικό συμπέρασμα πως για να «κουνηθούν» κυβερνήσεις και περιφερειακές αρχές, «έπρεπε να ξεσηκωθεί ο κόσμος. Την ίδια ώρα, βέβαια, έργα υποδομής για το κεφάλαιο προχωρούσαν στο άψε - σβήσε».

«Οπως πολύ ουσιαστικό», σημείωσε, «είναι και το εξής ζήτημα: Η πλήρης αντιπλημμυρική θωράκιση ενός δήμου δεν είναι θέμα μόνο ορισμένων, αποσπασματικών, τοπικών παρεμβάσεων που βεβαίως καλώς έγιναν και έχουμε παλέψει γι' αυτές. Απαιτείται συνολικός σχεδιασμός, για όλη την Αττική και χρηματοδότηση από το κράτος όλων των αναγκαίων μέτρων και έργων για την πρόληψη και αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. Σχεδιασμός και χρηματοδότηση, που δυστυχώς δεν υπάρχουν».

Αναφερόμενος στον πρόσφατο σεισμό, ο Ν. Σταματόπουλος σημείωσε: «Η "Λαϊκή Συσπείρωση" Ιλίου, από το Σεπτέμβρη μέχρι σήμερα, έχει θέσει δύο φορές στο Δημοτικό Συμβούλιο το ζήτημα της ολοκληρωμένης αντισεισμικής θωράκισης των σχολείων απαιτώντας από τη δημοτική αρχή να κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να προχωρήσει ο ουσιαστικός αντισεισμικός έλεγχος και να γίνουν οι αναγκαίες παρεμβάσεις στα σχολεία του δήμου. Εδώ, βέβαια, παίζεται το κλασικό παιχνίδι με το μπαλάκι των ευθυνών από τον έναν στον άλλον. Η ΚΤΥΠ (Κτιριακές Υποδομές ΑΕ) λέει - και όντως έτσι είναι - πως οι δευτεροβάθμιοι έλεγχοι και οι επισκευές είναι ευθύνη του δήμου, ενώ η δημοτική αρχή λέει πως η ΚΤΥΠ δεν δίνει ή δεν βρίσκει τα τεχνικά σχέδια των σχολείων.

Το πολιτικό συμπέρασμα και εδώ είναι καθαρό: Οι ευθύνες των διαδοχικών κυβερνήσεων αλλά και της διοίκησης του δήμου, που συμπλέει με την κυβερνητική πολιτική, είναι τεράστιες. Οχι μόνο επειδή ο νόμος ορίζει ότι υπεύθυνος για τη συντήρηση και την προστασία των σχολικών μονάδων είναι ο δήμος, αλλά πρώτα και κύρια γιατί αποδέχεται και στηρίζει την πολιτική της ανταποδοτικότητας, που δεν χωράει την ουσιαστική κρατική μέριμνα για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας και της καταλληλότητας των σχολικών μονάδων με σύγχρονους όρους».

ΕΥΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ
Τα κενά στην πολιτική προστασία σχετίζονται με τη φύση του αστικού κράτους

«Ο αστικός σχεδιασμός για τις φυσικές και τεχνολογικές καταστροφές δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ολοκληρωμένα το πρόβλημα της πολιτικής προστασίας, γιατί εστιάζει αποσπασματικά σε πλευρές και όχι στην αλληλεπίδραση το σύνολο των παραμέτρων που σχετίζονται με αυτήν» σημείωσε στην παρέμβαση της η Ευη Γεωργιάδου και τόνισε πως «Πολύ σοβαρό είναι το ζήτημα της πιθανότητας πρόκλησης ενός τεχνολογικού ατυχήματος μεγάλης έκτασης με αφορμή μια φυσική καταστροφή. O κίνδυνος από μια πλημμύρα δεν περιορίζεται στην παράσυρση των ανθρώπων από τα ορμητικά νερά και την καταστροφή υποδομών. O κίνδυνος από έναν σεισμό δεν περιορίζεται στην κατάρρευση των κατασκευών και τον τραυματισμό των ανθρώπων.

Στη διεθνή επιστημονική κοινότητα έχει υιοθετηθεί ο όρος NATECH για να χαρακτηρίσει αυτού του είδους τους κινδύνους (Natural Hazards Triggering Technological Accidents), δηλαδή τεχνολογικά ατυχήματα που προκαλούνται από φυσικές καταστροφές. Δυο χαρακτηριστικά NATECH ατυχήματα ήταν οι φωτιές και εκρήξεις σε διυλιστήριο στην πόλη Kocaeli της Τουρκίας στο σεισμό του 1999 και η διαρροή ραδιενέργειας στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας το 2011, μετά το τσουνάμι που ακολούθησε το σεισμό και έπληξε το πυρηνικό εργοστάσιο. Τέτοιου είδους ατυχήματα μπορεί να προκληθούν και από μια δασική πυρκαγιά που λαμβάνει χώρα σε περιοχή κοντά σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

Αρκεί να σκεφτούμε ότι η χώρα μας έχει χαρακτηριστεί 1η σεισμογόνος χώρα στην Ευρώπη και 6η παγκόσμια, να σκεφτούμε τους κινδύνους από πλημμύρες και δασικές πυρκαγιές και τις ανεπάρκειες στην πολιτική προστασία, που τα γεγονότα σε Πελοπόννησο, Μάτι και Μάνδρα υπογραμμίζουν, για να αναλογιστούμε τον κίνδυνο από συνδυασμό ενός τέτοιου φαινομένου με τεχνολογικό ατύχημα μεγάλης έκτασης σε βιομηχανική περιοχή.

Ενας ολοκληρωμένος σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης πρέπει να περιλαμβάνει εκείνες τις ενέργειες που σχετίζονται με την πρόληψη, την προετοιμασία, τις δράσεις αντιμετώπισης και την αποκατάσταση, για κάθε έκτακτη κατάσταση (π.χ. φυσική ή τεχνολογική καταστροφή, συνδυασμό αυτών). Πρέπει να εξετάζονται τα διαφορετικά σενάρια εναρκτήριων γεγονότων και εξέλιξης των φαινομένων, να εξετάζονται ενδεχόμενες αλληλεπιδράσεις διαφόρων παραμέτρων. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανθρώπων και δραστηριοτήτων σε μια περιοχή, πρέπει να εκτιμώνται οι πιθανές συνέπειες ώστε να ιεραρχηθούν και τα μέτρα πρόληψης για μείωση της επικινδυνότητας (ή «τρωτότητας»).

Με βάση όλα αυτά, καταλαβαίνουμε ότι ακόμα και όταν υπάρχουν κάποια σχέδια σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις.

Οσο για την ενημέρωση και εκπαίδευση του πληθυσμού, αυτό αποτελεί το πιο σύντομο ανέκδοτο. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να έχουν δοθεί κάποια φυλλάδια σε κάποιες περιοχές στον πληθυσμό ή να υπάρχουν διαφημίσεις και ενημερώσεις για τις οδηγίες αυτοπροστασίας στο διαδίκτυο. Ουσιαστική ενημέρωση, ουσιαστική εκπαίδευση, ασκήσεις ετοιμότητας του πληθυσμού δεν έχουν γίνει.

Το προσωπικό, τα μέσα και οι υποδομές για μεταφορά, επικοινωνία, πυρόσβεση, παροχή πρώτων βοηθειών, περίθαλψη και αποκατάσταση της υγείας του πληθυσμού, χώρους καταφυγής σε περίπτωση σεισμού κ.λπ. δεν επαρκούν.

Η οργάνωση των υπηρεσιών πολιτικής προστασίας μέσω των δήμων και Περιφερειών στο σημερινό πλαίσιο λειτουργίας τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια οδηγεί στη σημερινή εκρηκτική κατάσταση. Οι σχετικές υπηρεσίες είναι υποστελεχωμένες, χωρίς την αναγκαία εκπαίδευση. Από το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο μπαίνει σαν κατεύθυνση π.χ. ότι οι δήμοι και οι Περιφέρειες μπορούν να καταρτίζουν μνημόνια συνεργασίας με ιδιωτικούς φορείς για εξασφάλιση επιπλέον πόρων για την ενίσχυση του έργου τους για διαχείριση εκτάκτων αναγκών!

Ποιο συμπέρασμα βγαίνει από όσα προαναφέρθηκαν; Στα χαρτιά μπορεί να υπάρχουν κάποια μνημόνια ενεργειών (που και αυτά όχι πάντα). Στην πράξη όμως τα σχέδια είναι ανεπαρκή:

  • Δεν περιλαμβάνουν το σύνολο των κινδύνων (αλληλεπίδραση, εξέλιξη, σύνολο παραγόντων), δεν ενσωματώνουν τα αναγκαία δεδομένα πραγματικού χρόνου (δηλαδή δεδομένων με βάση την τρέχουσα κατάσταση).
  • Δεν επαρκούν τα μέσα, οι υποδομές και το προσωπικό για να εφαρμοστούν, δεν υπάρχει συντονισμός των εμπλεκόμενων φορέων πέρα από τα χαρτιά.
  • Καμία ουσιαστική ενημέρωση και εκπαίδευση του πληθυσμού.

Ολες αυτές οι πλευρές δεν αποτελούν τυχαία κενά και ελλείμματα. Σχετίζονται με την ίδια τη φύση του αστικού κράτους και την οικονομική πολιτική όλων των κυβερνήσεων που έχουν ως αποστολή τη διασφάλιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Γι' αυτό και δεν λαμβάνονται μέτρα πρόληψης και εγγενούς ασφάλειας, γι' αυτό και δεν υπάρχουν κριτήρια για το σχεδιασμό χρήσεων γης που να εξασφαλίζουν τις αναγκαίες αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ δραστηριοτήτων για την ασφάλεια του πληθυσμού και την προστασία του περιβάλλοντος.»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΤΖΗΣ
Η εμπορευματοποίηση της γης και των κατασκευών εμπόδιο στην αντισεισμική θωράκιση

Στις τεράστιες ευθύνες των αστικών κυβερνήσεων διαχρονικά, που «αρνούνται στην πράξη να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα προσεισμικού ελέγχου και ενίσχυσης των κατασκευών αυτών όπου απαιτείται», αναφέρθηκε στην ομιλία του ο Δ. Κουτζής, φέρνοντας μεταξύ άλλων ως παράδειγμα τα όσα εξαγγέλθηκαν μετά από το σεισμό του 1999, από τα οποία «αυτό που μέχρι σήμερα έχει υλοποιηθεί είναι ένας πρώτος γρήγορος επιφανειακός και στατιστικός έλεγχος (με βάση ερωτηματολόγιο που βαθμολογείται) σε ένα μικρό ποσοστό δημόσιων κτιρίων της χώρας (κυρίως σχολεία), χωρίς να γίνει κανένας ενδελεχής και ουσιαστικός έλεγχος», τονίζοντας πως «σοβαρές ευθύνες για τη μη εφαρμογή ουσιαστικών μέτρων αντισεισμικής θωράκισης έχουν και οι φορείς της Τοπικής Διοίκησης».

Αναφέρθηκε ακόμη στο πώς «η ηγεσία του ΤΕΕ σε πλήρη ευθυγράμμιση με την κυβέρνηση σχεδιάζουν και προαναγγέλλουν οι λαϊκές και εργατικές οικογένειες να κληθούν να πληρώσουν το κόστος για τον προσεισμικό έλεγχο δομικής τρωτότητας των κατοικιών τους», έλεγχος που θα συμπεριληφθεί στο νόμο για την «ταυτότητα» κτιρίου, υπογραμμίζοντας πως οι σκέψεις για «κίνητρα φοροαπαλλαγών» για τη στατική αναβάθμιση των πολυκατοικιών «δεν αφορούν τη μεγάλη πλειοψηφία χαμηλόμισθων, ανέργων και χαμηλοσυνταξιούχων και τις οικογένειές τους», που δεν μπορούν να διαθέσουν χρήματα για επισκευές και ενισχύσεις.

«Με τους σχεδιασμούς τους είναι ξεκάθαρο ότι η λαϊκή οικογένεια θα αναγκαστεί, άλλη μία φορά, να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να μπορέσει να ζει σε ασφαλή κατοικία», σημείωσε ο Δ. Κουτζής και πρόσθεσε πως «σοβαρό ζήτημα αποτελεί και το με ποια κριτήρια θα γίνεται ο προσεισμικός έλεγχος δομικής τρωτότητας», αν θα είναι «ουσιαστικός και ενδελεχής έλεγχος με υπολογισμούς για τη φέρουσα ικανότητα του στατικού φορέα της κατασκευής σύμφωνα με τους σύγχρονους κανονισμούς, λαμβάνοντας υπόψη τα επικαιροποιημένα σεισμολογικά δεδομένα για τον ελλαδικό χώρο. `Η αντίθετα, όπως φαίνεται, ο έλεγχος θα περιορίζεται σε συμπλήρωση στατιστικών δελτίων».

Τόνισε ακόμη πως οι θέσεις του ΤΕΕ «αντιμετωπίζουν την αντισεισμική προστασία ως εμπόρευμα που υπόκειται στους νόμους της αγοράς. Δεν αντιμετωπίζουν την αντισεισμική επάρκεια των υποδομών και των κατασκευών (δημόσιων και ιδιωτικών) ως κρατική ευθύνη. Δηλαδή να υπάρχει η απαραίτητη κρατική δομή και οι αντίστοιχοι μηχανισμοί της που θα έχουν τον έλεγχο του συνόλου της διαδικασίας» και καθιστούν «αδύνατη την αντισεισμική θωράκιση των κατοικιών των λαϊκών οικογενειών. Τις απαξιώνει και οδηγεί νομοτελειακά στη συγκέντρωση της γης και αξιοποίησή της από το μεγάλο κεφάλαιο».

Κλείνοντας, ο ομιλητής σημείωσε πως «στη σημερινή δυσμενή πραγματικότητα για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα παλεύουμε και διεκδικούμε το κράτος να έχει την ευθύνη υλοποίησης της αντισεισμικής θωράκισης και προστασίας του συνόλου των λαϊκών κατοικιών μέσω κρατικής δομής με το απαραίτητο και εξειδικευμένο προσωπικό και την αναγκαία χρηματοδότηση.

Ομως δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες.

Η εμπορευματοποίηση της γης και των κατασκευών, οι χρήσεις γης με κριτήριο το κέρδος οδηγούν σε φτηνές κατασκευές που δεν καλύπτουν τις ανάγκες, σε άναρχη δόμηση, μεγάλες οικιστικές πυκνότητες, εντατική χρήση της γης, στην έλλειψη προγραμμάτων λαϊκής στέγης.

Το αστικό κράτος συστηματικά υποστελεχώνει και υποχρηματοδοτεί δομές προστασίας και διαχείρισης κινδύνων για να χρηματοδοτεί την καπιταλιστική ανάπτυξη, τα κέρδη των μονοπωλιακών ομίλων.

Η αντισεισμική προστασία και θωράκιση απαιτεί έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό, που να προωθεί ισόρροπα, αφενός δομικού χαρακτήρα μακροπρόθεσμα μέτρα για την πρόληψη των σεισμικών επιπτώσεων και προστασία των κατασκευών απ' αυτά και αφετέρου μέτρα άμεσης απόδοσης για την καλύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης μετά από έναν καταστροφικό σεισμό.

Τον σχεδιασμό αυτό μπορεί να υλοποιήσει μόνο η κοινωνική κρατική ιδιοκτησία του συνόλου των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, που θα κατανέμει σχεδιασμένα την κρατική χρηματοδότηση και το εργατικό δυναμικό, θα προγραμματίζει την υλοποίηση των έργων σύμφωνα με τις επείγουσες ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων (π.χ. αντισεισμική θωράκιση, αντιπλημμυρική και αντιπυρική προστασία), θα καλύπτει το σύνολο των φάσεων των δημόσιων έργων, στο πλαίσιο του κεντρικού σχεδιασμού της λαϊκής οικονομίας και θα εξασφαλίζει τις συνδυασμένες λαϊκές ανάγκες για κατοικία».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ