ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Νοέμβρη 2004
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣ
Το κεφάλαιο αξιώνει επιτάχυνση

Με ένα «πιασάρικο» σύνθημα, «να δράσουμε συγκεντρωμένοι στο στόχο, να δράσουμε μαζί, να δράσουμε τώρα», επιδιώκεται να δοθεί παραπέρα ώθηση στη στρατηγική της Λισαβόνας. Μια στρατηγική, της οποίας οι στόχοι έχουν βαλτώσει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ομάδας του Βιμ Κοκ που έχει αναλάβει να συντάσσει την ετήσια έκθεση για την πρόοδό της.

Η έκθεση εγκρίθηκε ομόφωνα από το συμβούλιο κορυφής που έγινε στις 4 και 5 του Νοέμβρη και βρίσκεται πλέον στα χέρια της Κομισιόν ως το βασικό κείμενο για την έκθεση που θα παρουσιάσει στο εαρινό συμβούλιο το Μάρτη του 2005, όπου και θα επανεξεταστεί η στρατηγική της Λισαβόνας.

Το αντίστοιχο περσινό σύνθημα ήταν «δουλιές, δουλιές, δουλιές». Μόνο που οι δουλιές δεν ήρθαν. Κι έτσι η φετινή έκθεση αφού διαπιστώνει ότι με τίποτα δεν πρόκειται να πιαστούν οι στόχοι της Λισαβόνας για το 2005, ούτε βέβαια για το 2010, επιχειρεί να τρομοκρατήσει.

Διαπιστώνει ότι αυτό που φταίει είναι ότι «η Λισαβόνα είναι για τα πάντα, άρα δεν είναι για τίποτα» και ότι «όλοι ασχολούνται με τα πάντα άρα με τίποτα», για να καταλήξει ότι από τους πάνω από 100 στόχους που έθετε η Λισαβόνα πρέπει να γίνει συγκεκριμένη μέτρηση σε μόνο 14 σημεία, ώστε «να γνωρίζει ο καθένας τι πρέπει να κάνει» ή, όπως πιο καθαρά διατυπώνουν την εντολή τους οι ίδιοι οι βιομήχανοι, «να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του». Στην ουσία επιχειρείται μια ενοχοποίηση της εργατικής τάξης, η οποία καλείται να υιοθετήσει ως δικό της στόχο το στόχο της ανταγωνιστικότητας.

Ολο το κείμενο της έκθεσης είναι μια κινδυνολογία για να τονιστεί ότι πρέπει να επιταχυνθεί η ένταξη περισσότερων γυναικών στην παραγωγή, κύρια με όρους μερικής απασχόλησης, να μείνουν πιο πολύ στην αγορά εργασίας όσοι πλησιάζουν στη σύνταξη και να προσανατολιστεί η εκπαίδευση περισσότερο στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Στόχος, να υπάρξει ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος ο μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων σε κατάσταση κινητικότητας, τέτοιας που να μπορεί να παρακολουθεί τις αλλαγές στο χώρο του κεφαλαίου.

Ως έγγραφο προπαγάνδας η έκθεση Κοκ προσπαθεί να παρουσιάσει την ΕΕ να καίγεται από αγωνία για την αντιμετώπιση της ανεργίας μέσα από την ανάπτυξη. Επί της ουσίας κρύβει λόγια. Δεν το κάνουν όμως οι ίδιοι οι βιομήχανοι. Ηδη από την ανακοίνωση της Κομισιόν με τίτλο «Υποστήριξη των διαρθρωτικών αλλαγών: Μια βιομηχανική πολιτική για τη διευρυμένη Ευρώπη» (COM 2004/274) ομολογείται ότι το όλο πρόβλημα έχει να κάνει με τις αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή.

«Οι εργασίες βιομηχανικής αναδιάρθρωσης, αναφέρουν, είναι δύσκολες στην εκτέλεσή τους, γεγονός που συνεπάγεται ανάλογες προκλήσεις όσον αφορά τον επαγγελματικό επαναπροσανατολισμό του ανθρώπινου δυναμικού. Ωστόσο οι εξελίξεις αυτές οφείλονται σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, γεγονός που αντανακλά μια αύξηση του πλούτου στην Ευρωπαϊκή Ενωση».

Δηλαδή, λένε ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο δύσκολα, αντίθετα ότι η όλη εξέλιξη φέρνει πλούτο. Τον ονομάζουν, βέβαια, πλούτο της Ευρώπης ενώ είναι μόνο στα σεντούκια τους. Αυτό που θέλουν να λύσουν είναι προβλήματα που σχετίζονται με τον ανταγωνισμό μεταξύ καπιταλιστών, ανταγωνισμός που σχετίζεται με παρατηρήσεις όπως «από το 1995 παρατηρείται σαφής κάμψη της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στον μεταποιητικό τομέα της ΕΕ», έναντι άλλων περιοχών του πλανήτη. `Η, με την εκτίμηση ότι οι δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία υστερούν σε σχέση με τις ΗΠΑ και ως ένας από τους βασικούς παράγοντες διαπιστώνεται η «ανεπαρκής συνεργασία μεταξύ των δημόσιων ερευνητικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων, και του ιδιωτικού τομέα».

Αυτή η δεύτερη διαπίστωση γίνεται κυρίαρχη καθώς εκτιμούν ότι «οι ΗΠΑ εξακολουθούν να προσελκύουν τους ερευνητές και γενικότερα το εργατικό δυναμικό με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης» και στο πρακτικό μέρος αυτής της διαδικασίας αναφέρουν το παράδειγμα ότι «από το 1998 ως το 2002 κυκλοφόρησαν στην ΕΕ 44 νέα φάρμακα ενώ στις ΗΠΑ 85». Η κατάσταση αυτή θεωρείται ότι είναι σε φαύλο κύκλο καθώς οι επιχειρήσεις επενδύουν στις ΗΠΑ παίρνοντας μαζί τους επιστήμονες που τελικά λείπουν από την παραγωγή στην Ευρώπη.

Στον αντίποδα αυτής της εξέλιξης σαν θετικό παράδειγμα χρησιμοποιείται η Ινδία, όπου δίνεται έμφαση στη δημιουργία «ομαδοποιημένων επιχειρήσεων» (clusters), αποτελούμενων από τοπικές επιχειρήσεις και αμερικανικές και ευρωπαϊκές πολυεθνικές. Αυτό το μοντέλο αντιγράφεται ως πρόταση για τις περιφέρειες της ΕΕ που πλήττονται από τις αναδιαρθρώσεις στη βιομηχανία.

Διαπιστώνουν ότι υπάρχουν σίγουρα τομείς ή περιφέρειες που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από τις μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων και δηλώνουν ότι «απαιτείται τοπική και τομεακή προσέγγιση για την κατανόηση του φαινομένου καθώς και των αιτιών» (όπου ως τέτοια αναφέρεται «η βούληση απελευθέρωσης από ένα κανονιστικό πλαίσιο που κρίνεται ακατάλληλο» (σ.σ. φράση που παραπέμπει ευθέως σε αξιώσεις σε βάρος εργατικών κατακτήσεων).

Παρά την κινδυνολογία περί Κίνας οι ίδιοι διαπιστώνουν ότι το άνοιγμα της αγοράς της Κίνας «μπορεί να αποτελέσει πηγή ευκαιριών». Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι περισσότερο από το 60% των πωλήσεων αυτοκινήτων που πραγματοποιούνται στην κινεζική αγορά προέρχεται από τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, ενώ ανάλογες επιτυχίες καταγράφονται και στην παραγωγή κινητών τηλεφώνων.

Οι βιομήχανοι εκτιμούν ότι «δεν υφίσταται πραγματική αποβιομηχάνιση στην ΕΕ», αλλά κυρίως «παγίωση των αποτελεσμάτων της μόνιμης, συχνά επώδυνης, αλλά γενικώς επωφελούς, διαδικασίας προσαρμογής μέσω της οποίας οι πόροι ανακατανέμονται συνεχώς σε τομείς όπου υπάρχουν συγκριτικά αποτελέσματα».

Και εστιάζουν στα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας: «Η ανταγωνιστικότητα αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την επίλυση των προβλημάτων της βιομηχανίας. Η επιλογή να την προωθήσουμε έγινε ήδη στη Λισαβόνα». Το ενδιαφέρον τους τώρα συγκεντρώνεται στις νέες χώρες της ΕΕ, που «εμφανίζουν προς στιγμή μοναδιαίο κόστος εργασίας σαφώς χαμηλότερο από αυτό των παραγωγών της ΕΕ (μεταξύ 16-53% του κόστους των τελευταίων). Το πλεονέκτημα αυτό είναι μεταβατικό», αλλά αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα αξιοποιείται από επιχειρήσεις που πηγαίνουν εκεί και «με τον τρόπο αυτό αξιοποιούνται το υψηλό επίπεδο προσόντων του πληθυσμού, η ευελιξία των αγορών εργασίας».

Είναι χαρακτηριστική η διατύπωση που χρησιμοποιεί η Κομισιόν στο κείμενο για τη βιομηχανία: «Η πτώση του σιδηρού παραπετάσματος και το συνακόλουθο άνοιγμα των αγορών άνοιξε το δρόμο στην ανακατανομή των παραγωγικών ικανοτήτων σε παγκόσμια κλίμακα»!

Ως ένα από τα βασικά ζητήματα για την προώθηση της στρατηγικής της Λισαβόνας θεωρείται η προώθηση της καινοτομίας στη βιομηχανία. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής δίνεται το παράδειγμα της αυτοκινητοβιομηχανίας, που αφορά σε 6,5 εκατομμύρια άμεσες και έμμεσες θέσεις απασχόλησης και συμβάλλει κατά 5% στο κοινοτικό ΑΕΠ. «Συμβάλλει, έτσι, αναφέρει, στην επίτευξη της Λισαβόνας με την απασχόληση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού». Αποτέλεσμα: «Η μέση κατανάλωση των ευρωπαϊκών αυτοκινήτων είναι σημαντικά μικρότερη από την κατανάλωση της αμερικάνικης παραγωγής», γεγονός που αυξάνει τις πωλήσεις.

Σε μια τέτοια κατεύθυνση οι βιομήχανοι ζητούν ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του. Το ίδιο διακηρύσσει και η έκθεση του Βιμ Κοκ: «Η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας αποτελεί υπόθεση όλων».

Για να μεγιστοποιηθεί ο αντίκτυπος των διαφόρων πολιτικών στην ανταγωνιστικότητα αναλαμβάνονται συγκεκριμένες δράσεις. Μια από αυτές είναι η ανάλυση της αλληλεπίδρασης ανάπτυξης και απασχόλησης.

Είναι χαρακτηριστική η διατύπωση: «Η αύξηση της απασχόλησης πιο μακροπρόθεσμα καθορίζεται από τις επιδόσεις των αγορών εργασίας και τους παράγοντες που επηρεάζουν την προσφορά απασχόλησης. Τα τελευταία έτη στη γενική ανάπτυξη συνέβαλε μάλλον περισσότερο η αύξηση της απασχόλησης παρά της παραγωγικότητας. Η αυξημένη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, η βελτίωση των προσόντων και η μεγαλύτερη ευελιξία συνέτειναν στην επίτευξη ανάπτυξης με περισσότερες θέσεις εργασίας».

Για να αυξηθεί κι άλλο η παραγωγικότητα και η απασχόληση «απαιτούνται ειδικές μεταρρυθμίσεις που έχουν σκοπό την προσαρμοστικότητα των εργαζομένων, την ενθάρρυνση του επιχειρηματικού πνεύματος», κ.ά.

Το κυνήγι της ανταγωνιστικότητας δεν αφήνει τομέα απείραχτο. Κεντρικό στοιχείο η έρευνα, όπου ζητείται αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης στο επίπεδο των κρατών και ενίσχυση των δεσμών μεταξύ δημόσιας έρευνας και βιομηχανίας, αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού στις θετικές επιστήμες και στην τεχνολογία. Μεταξύ των πρωτοβουλιών που προωθούνται είναι κι αυτές που αφορούν στις ονομαζόμενες τεχνολογικές πλατφόρμες οι οποίες καλούνται να συμβάλουν στην ανταγωνιστικότητα. Για παράδειγμα, η εντολή σε μία τέτοια πλατφόρμα να βρει νέα υλικά και νέες διαδικασίες παραγωγής στο ύφασμα-ένδυση, όπου εκτιμάται ότι υπάρχει πρόβλημα.

Στο όλο πλαίσιο εντάσσονται και οι ΟΤΑ. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Για το θέμα αυτό τα κράτη-μέλη και οι ΟΤΑ αναμένεται να παίξουν έναν ενεργό ρόλο ενθαρρύνοντας ιδίως τις πρωτοβουλίες γύρω από τις ομαδοποιήσεις επιχειρήσεων (clusters)».

Στόχος όλων: «Ενα εργατικό δυναμικό καλά εκπαιδευμένο, καταρτισμένο και ικανό να προσαρμόζεται αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και της αύξησης της απασχόλησης».

Σ' αυτή την κατεύθυνση το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο καλείται να παίξει ρόλο στον «εκσυγχρονισμό του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης», δηλαδή να καθορίσει περιεχόμενο σπουδών έξω από τα δεδομένα της γενικής παιδείας, προσαρμοσμένο στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Ηδη τα κοινοτικά προγράμματα κατάρτισης κινούνται στην κατεύθυνση να προλαβαίνουν τις ανάγκες της βιομηχανίας σε ειδικότητες.

Για να υποστηριχτεί αυτή η κατεύθυνση προβάλλεται ως παράδειγμα το επιχείρημα ότι «δεσμούς μεταξύ της βιομηχανίας και της ακαδημαϊκής κοινότητας δημιούργησαν οι ανταγωνιστικότερες χώρες».

Αν όλα αυτά μοιάζουν σκόρπια η έκθεση για τη βιομηχανία δεν κρύβει λόγια:

«Η βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση και στη γνώση θα επιτρέψει την προώθηση του επιχειρηματικού πνεύματος. Αυτό θα γίνει με τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων προερχόμενες από τα πανεπιστήμια (spin-offs), με τη βελτίωση της διασύνδεσης μεταξύ της βιομηχανίας και των ερευνητικών κέντρων ή με την προώθηση της ανάπτυξης φυτωρίων επιχειρήσεων. Μέσω των στοιχείων αυτών η πολιτική της συνοχής θα χρησιμοποιήσει το δυναμικό των βιομηχανικών ομαδοποιήσεων ως μέσο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των περιφερειών».


Θ. Λ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ