ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Αυγούστου 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
«Ελαστικός» εργάσιμος χρόνος και εκμετάλλευση

«Οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορεύματος έχουν σημασία για την αγορά. Η κεφαλαιοκρατική όμως κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή του εμπορεύματός τους - της εργατικής δύναμης - όταν αντικρίζει τους εργάτες σαν πουλητές».(Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ.2ος σελ. 315)

Οι γνωστές αποφάσεις της Κυβερνητικής Επιτροπής για γενίκευση της πλήρους ελαστικοποίησης του εργάσιμου χρόνου, (διευθέτησή του ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων, γενίκευση της μερικής απασχόλησης, ωρομίσθιο κλπ.), την απελευθέρωση του ορίου απολύσεων, τη μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, τη χρηματοδότηση των επιχειρηματιών για αύξηση των θέσεων εργασίας, δημιουργούν συνθήκες έντασης της εκμετάλλευσης. «... στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι η μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, η αύξηση των κερδών της πλουτοκρατίας, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της αντιμετώπισης της ανεργίας»! (Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Ριζοσπάστης», 14/7/2000).

Βασικό ζήτημα στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο είναι η διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, το πρώτο από τα μέτρα της Κυβερνητικής Επιτροπής. Η κατάργηση της κανονικότητας στον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, αυτό που οι καπιταλιστές και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι ονομάζουν «ευελιξία», ή «ευλυγισία» στην αγορά εργασίας, εντείνει στο έπακρο την εκμετάλλευση, αφού αφαιρεί από τους εργάτες τη δυνατότητα να δουλεύουν για ένα κανονικό μεροκάματο, τέτοιο που να αναπληρώνει την ανάγκη αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης.

Βεβαίως τέτοιες επιλογές δεν είναι καινούριες, δεν είναι και τόσο... σύγχρονες. Είναι τόσο παλιές όσο και ο καπιταλισμός σαν κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός - έχουν την ηλικία του.

Οι αποφάσεις της κυβέρνησης για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, παραπέμπουν σ' αυτό που ο Μαρξ, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», αναφέρει: «καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία». Ετσι λοιπόν ο Μαρξ από το 1859 (χρόνος που εκδόθηκε ο πρώτος τόμος του «Κεφαλαίου»), με τη μνημειώδη μελέτη και ανάλυσή του μάς έδωσε το θεωρητικό εργαλείο και για την ερμηνεία και της σύγχρονης καπιταλιστικής πραγματικότητας και τη δυνατότητα να αποκαλύπτουμε τις μεθόδους έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.

Ο καπιταλιστής επιδιώκει να «φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη» με βάση τη σχέση αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και του χρόνου υπερεργασίας, αυξάνοντας σχετικά ή απόλυτα τον απλήρωτο εργάσιμο χρόνο στη διάρκεια μιας σταθερής εργάσιμης μέρας*******χρόνου, στη διάρκεια εργάσιμης μέρας****, γιατί έτσι αυξάνει την υπεραξία που αποσπά, είτε την απόλυτη, είτε τη σχετική. Με τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, την καθιέρωση μερικής απασχόλησης, που σημαίνει κατάργηση της κανονικής εργάσιμης μέρας, δημιουργούνται οι συνθήκες πτώσης της τιμής της εργατικής δύναμης, άρα φτήνεμα του εργάτη και υπερεκμετάλλευσή του. Ουσιαστικά οι εργάτες δουλεύουν ωρομίσθιο και πληρώνονται με βάση το ωρομίσθιο.

Ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» επεξεργάστηκε το συγκεκριμένο ζήτημα, αναλύοντας το «χρονομίσθιο», δηλαδή το μισθό ανάλογα με τον εργάσιμο χρόνο.

«Η μονάδα μέτρου του χρονομίσθιου, δηλαδή η τιμή της μιας ώρας εργασίας, είναι το πηλίκον που προκύπτει, όταν η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης διαιρεθεί με τον αριθμό των ωρών της συνηθισμένης εργάσιμης μέρας. Ας υποθέσουμε ότι η εργάσιμη ημέρα είναι 12ωρη και η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης ίση με 3 σελήνια, δηλ. με τη νέα αξία που παράγεται μέσα σε 6 ώρες εργασίας. Κάτω απ' αυτούς τους όρους, η τιμή της μιας ώρας εργασίας είναι 3 πένες, ενώ η αξία που παράγει είναι 6 πένες. Αν τώρα ο εργάτης απασχολείται λιγότερο από 12 ώρες την ημέρα, λ.χ. μονάχα 6 ή 8 ώρες, τότε μ' αυτή την τιμή της εργασίας παίρνει μονάχα 2 ή 1/2 σελίνι μεροκάματο.

Υποσημείωση: Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ανώμαλης υποαπασχόλησης είναι τελείως διαφορετικό από το αποτέλεσμα μιας γενικής αναγκαστικής ελάττωσης της εργάσιμης μέρας με νόμο. Το πρώτο δεν έχει καμιά σχέση με το απόλυτο μέγεθος της εργάσιμης μέρας και μπορεί εξίσου να παρουσιαστεί και με 15ωρη και με 6ωρη εργάσιμη μέρα. Η κανονική τιμή της εργασίας στην πρώτη περίπτωση υπολογίζεται με βάση το γεγονός ότι ο εργάτης κατά μέσο όρο εργάζεται 15 ώρες τη μέρα, στη δεύτερη υπολογίζεται με βάση το γεγονός ότι εργάζεται 6 ώρες. Γι' αυτό το λόγο το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο, αν στην πρώτη περίπτωση εργαζόταν μόνο 7 1/2 ώρες και στη δεύτερη μόνο 3.

Επειδή, σύμφωνα με την προϋπόθεσή μας, ο ίδιος εργάτης είναι υποχρεωμένος να εργάζεται κατά μέσο όρο 6 ώρες τη μέρα για να παράγει απλώς ένα μεροκάματο, που ν' ανταποκρίνεται στην αξία της εργατικής του δύναμης, επειδή, σύμφωνα με την ίδια προϋπόθεση, από κάθε ώρα μόνο τη μισή εργάζεται για τον εαυτό του ενώ την άλλη μισή ώρα εργάζεται για τον κεφαλαιοκράτη, είναι φανερό πως δεν μπορεί να βγάλει τη νέα αξία των 6 ωρών, όταν απασχολείται λιγότερο από 12 ώρες (...) τώρα ανακαλύπτουμε τις πηγές των βασάνων του εργάτη που προκύπτουν από την υποαπασχόλησή του». (σελ. 562-563).

Σ' αυτή την κατάσταση οδηγεί η καθιέρωση της μερικής απασχόλησης. Οι καπιταλιστές όμως απαιτούν και τη λεγόμενη ευελιξία, δηλαδή χρήση της εργατικής δύναμης, όσες ώρες έχει ανάγκη η επιχείρηση, άρα και ακανόνιστες, πότε 15 και πότε 3 ώρες. Ο Μαρξ σχετικά μ' αυτό αναφέρει:

«Αν το ωρομίσθιο καθοριστεί έτσι που ο κεφαλαιοκράτης να υποχρεώνεται να πληρώνει όχι ένα ημερήσιο ή βδομαδιάτικο μισθό, αλλά μόνο τις ώρες εργασίας που στη διάρκειά τους ευαρεστείται ν' απασχολεί τον εργάτη, τότε μπορεί να τον απασχολεί λιγότερο από το χρόνο που βρίσκεται αρχικά στη βάση του υπολογισμού του ωρομισθίου ή της μονάδας μέτρου για την τιμή της εργασίας. Επειδή αυτή η μονάδα μέτρου καθορίζεται από την αναλογία:

ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

εργάσιμη μέρα δοσμένου αριθμού ωρών

χάνει φυσικά κάθε έννοια, μόλις η εργάσιμη μέρα παύσει να 'χει έναν καθορισμένο αριθμό ωρών. Καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία. Με το πρόσχημα ότι πληρώνει την "κανονική τιμή της εργασίας", μπορεί να παρατείνει αφύσικα την εργάσιμη μέρα, χωρίς καμιά αντίστοιχη ισοστάθμιση για τον εργάτη. Σ' αυτό οφείλεται η πέρα για πέρα λογική εξέγερση (1860) των εργατών οικοδόμων του Λονδίνου ενάντια στην απόπειρα των κεφαλαιοκρατών να επιβάλουν αυτό το ωρομίσθιο. Ο περιορισμός με νόμο της εργάσιμης μέρας βάζει τέρμα σ' αυτή την ασχημία αν και δε βάζει φυσικά τέρμα στην υποαπασχόληση που πηγάζει από το συναγωνισμό των μηχανών, από την αλλαγή στην ποιότητα των χρησιμοποιουμένων εργατών, καθώς και από τις μερικές και γενικές κρίσεις». («Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, σελ. 563).


Σ.Κ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ