ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Ιούλη 2003
Σελ. /32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Νέες εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο της ποινικής καταστολής

Γρηγοριάδης Κώστας

Η υπογραφή από την ελληνική κυβέρνηση ως προεδρεύουσα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) των συμφωνιών, μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, «Σχετικά με την Εκδοση» και «Σχετικά με την Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή», πρόσθεσε νέα στοιχεία στο νομικό οπλοστάσιο της ΕΕ, άρα και των κρατών - μελών της, σε μια πορεία συνεχούς αντιδραστικοποίησης κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ. Αυτή την ολοένα και πιο αντιδραστική πορεία αναλύει στο σημερινό του θέμα ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ, Ιωάννης Μανωλεδάκης.

Μας αφορά όλους

Στην αντίληψη των περισσότερων ανθρώπων το ποινικό δίκαιο και γενικότερα η ποινική καταστολή αναφέρονται αποκλειστικά στο έγκλημα και στους εγκληματίες και, κατά συνέπεια, εφόσον κάποιος είναι ένας καλός πολίτης, που δεν τελεί αξιόποινες πράξεις, το δίκαιο αυτό και γενικά η κρατική πολιτική της ποινικής καταστολής δεν τον αφορούν. Τυπικά, μπορεί να είναι έτσι. Ουσιαστικά, όμως, η ποινική καταστολή, ως ασκούμενη κρατική πολιτική, μας αφορά όλους, γιατί συνάπτεται άμεσα με την έκταση των ελευθεριών μας και την ποιότητα της ζωής μας. Ειδικότερα:

α) Σε κάθε περίπτωση μπορεί οποιοσδήποτε πολίτης να εμπλακεί άδικα στο μηχανισμό της ποινικής καταστολής ως θύμα συκοφαντικής καταγγελίας ή ψευδούς καταμήνυσης. Στο μέτρο που όλοι οι άνθρωποι, για διάφορους λόγους, έχουν εχθρούς, το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί για κανέναν. Οσο πιο αυστηρή είναι μια ποινική καταστολή, με λιγότερες εγγυήσεις για τον κατηγορούμενο και με αστυνομική νοοτροπία των φορέων της δικαστικής εξουσίας, τόσο περισσότερο κινδυνεύει ο αθώος και άδικα κατηγορούμενος πολίτης να πέσει τελικά θύμα δικαστικής πλάνης ή αυθαιρεσίας και να υποστεί τις δυσμενείς συνέπειες μιας ποινικής καταδίκης.

β) Σε περιόδους έντασης των κοινωνικών αγώνων είναι επόμενο όσοι αγωνίζονται για καλύτερες συνθήκες ζωής - αλλά και οι άμεσα σχετιζόμενοι μ' αυτούς - να μπουν στο στόχαστρο των οργάνων της εξουσίας και είτε να εκλεγούν συμπτωματικά και να διωχτούν ποινικά («όρος παραδειγματισμού») είτε - κατά τη συνηθισμένη πρακτική των διωκτικών αρχών - να κατηγορηθούν καθ' υπερβολή σχετικά με αξιόποινες πράξεις που πράγματι τέλεσαν. Και σ' αυτές τις περιπτώσεις, η απόδοση ουσιαστικής δικαιοσύνης στους διωκόμενους πολίτες εξαρτάται από το σύστημα της ποινικής καταστολής που ισχύει. Ιστορικά, πάντως, είναι αναμφισβήτητο ότι η ποινική καταστολή υπήρξε πάντοτε στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας το ισχυρότερο όπλο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών αγώνων. Αρκεί να αναφέρουμε την ειδική ποινική νομοθεσία στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου στη χώρα μας (τον α.ν. 453/1945, το Γ΄ ψήφισμα του 1946, τον α.ν. 509/1947, τον α.ν. 942/1946), η οποία προέβλεπε ως εγκλήματα τη διάδοση ορισμένων ιδεών ή τη μετάδοση συνθημάτων στο κοινό «διά ζώσης φωνής» ή με τηλεβόα.

γ) Το ποινικό δίκαιο, ορίζοντας άμεσα ποιες πράξεις αποτελούν εγκλήματα και επισύρουν ποινικές κυρώσεις, υποδείχνει έμμεσα και τα όρια της ελευθερίας μας: τι επιτρέπεται να κάνουμε ή να παραλείψουμε ασκώντας το δικαίωμα της προσωπικής μας ελευθερίας κίνησης και δράσης, χωρίς να κινδυνεύουμε να χαρακτηριστούμε εγκληματίες και να εμπλακούμε στον ποινικό κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους. Οσο πιο αυστηρό και πλούσιο σε αξιόποινους χαρακτηρισμούς είναι ένα ποινικό δίκαιο, τόσο περισσότερο συρρικνώνεται η ελευθερία των πολιτών.

δ) Σε καθεστώς αυστηρής ποινικής καταστολής δεν είναι μόνο οι απειλούμενες ποινές και η έκταση των προβλεπόμενων αξιόποινων πράξεων που συνιστούν κίνδυνο για τις ελευθερίες των πολιτών, αλλά και η ποινική διαδικασία εξακρίβωσης της τέλεσης του εγκλήματος και της επιβολής ποινής στο δράστη του έχει ανάλογη αυστηρότητα, επιδρώντας δυσμενώς στην ελεύθερη λειτουργία της κοινωνίας και στην ποιότητα της ζωής. Σε περιόδους σκλήρυνσης της ποινικής διαδικασίας η έννοια του «κατηγορουμένου» αντικαθίσταται στην πράξη από την έννοια του «υπόπτου». Το «τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου πολίτη» (μέχρι να αποδειχθεί δικαστικά η τύχη του) ανατρέπεται στην πράξη και υποκαθίσταται από το «τεκμήριο ενοχής» όχι μόνο εκείνου που κατηγορείται, αλλά και του κάθε «ύποπτου ατόμου». Οι «αμφιβολίες» δεν είναι υπέρ του κατηγορουμένου, αλλά σε βάρος του. Ο πολίτης οφείλει να προσέχει να μην εκτεθεί άδικα και να μην εμπλακεί αναίτια στον ποινικό μηχανισμό και όχι, αντίθετα, τα όργανα του κράτους να μη διώκουν, έστω από παραδρομή, αθώους πολίτες και να μην τους εμπλέκουν στα γρανάζια της μηχανής της ποινικής καταστολής. Οταν, τώρα, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, όλοι οι άνθρωποι είναι εκτεθειμένοι στο ενδεχόμενο ποινικής εμπλοκής τους, γίνεται φανερό πως σε περιόδους σκλήρυνσης της ποινικής πολιτικής του κράτους αυτό το ενδεχόμενο μπορεί να εξελιχθεί σε εφιάλτη.

Διεθνοποίηση της ποινικής καταστολής

Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις οδυνηρές εμπειρίες του, τα κράτη της Ευρώπης - έχοντας απαλλαγεί από το φασισμό - προσπάθησαν να κατοχυρώσουν τις βασικές ελευθερίες των λαών τους με διεθνή συμβατικά κείμενα. Κυριότερο τέτοιο κείμενο υπήρξε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υπογράφηκε στη Ρώμη το 1950, με τα πρόσθετα πρωτόκολλα που τη συνόδευσαν και με την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η ευρωπαϊκή αυτή σύμβαση και το δικαστήριο με τη νομολογία του καθιέρωσαν για τα κράτη της Ευρώπης (που την υπέγραψαν και την κύρωσαν ως εσωτερικό τους δίκαιο) μια ενιαία «ευρωπαϊκή δημόσια τάξη δικαιωμάτων του ανθρώπου». Πολλές διατάξεις της αναφέρονται στην ποινική καταστολή, η οποία περιορίζεται μ' αυτές σε ανθρώπινα πλαίσια: Σημειώνουμε την απαγόρευση των βασανιστηρίων, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το τεκμήριο αθωότητας κάθε κατηγορουμένου, την καθιέρωση της αρχής της νομιμότητας ως προς το χαρακτηρισμό των εγκλημάτων και την επιβολή ποινών, την απαγόρευση απέλασης από το κράτος των υπηκόων του, την κατάργηση της ποινής του θανάτου, το δικαίωμα για δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας στις ποινικές δίκες, το δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση δικαστικής πλάνης, την υποχρέωση των κρατών να διατηρούν την ποινική τους καταστολή στα «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» πλαίσια. Η τελευταία αυτή σημαντική αρχή προκύπτει από τη σταθερή νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αφορά και τη χώρα μας, η οποία καταδικάστηκε για παράβασή της.

Αυτή η διεθνοποίηση της ποινικής καταστολής σε ευρωπαϊκό επίπεδο κινούνταν, όπως είναι φανερό, σε θετικά υπέρ της ελευθερίας πλαίσια, περιορίζοντας τις εθνικές πολιτικές ποινικής καταστολής των επιμέρους κρατών. Η διεθνής συγκυρία υπήρξε τότε ευνοϊκή για τον ανθρωπιστικό προσανατολισμό αυτής της διεθνοποίησης στο τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα. Η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων προσέδιδε το χαρακτήρα μιας «πολυφωνικής», ας πούμε, δημοκρατίας στη διεθνή κοινότητα. Το αντίπαλο δέος υποχρέωνε τα καπιταλιστικά κράτη σε κοινωνικές παροχές. Η εκμετάλλευση των αδυνάτων σε παγκόσμιο επίπεδο συναντούσε κι αυτή κάποιους φραγμούς εξαιτίας της ισορροπίας των δυνάμεων σ' αυτό το επίπεδο. Υπ' αυτές τις συνθήκες, όπως είναι φυσικό, η ποινική καταστολή είναι αμβλυμένη, αφού αμβλυμένη εμφανίζεται και η κοινωνική αδικία, ο βασικός αυτός παράγοντας εγκληματογένεσης.

Σκλήρυνση και ενδυνάμωση

Δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί χρονικά ο εικοστός αιώνας και το ανθρωπιστικό κλίμα στο χώρο της ποινικής καταστολής άρχισε να αλλοιώνεται. Στην παγκόσμια σκηνή η ισορροπία δυνάμεων ανατρέπεται και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής επιβάλλονται ως η μόνη υπερδύναμη, μετατρέποντας το πολίτευμα του κόσμου από «πολυφωνική δημοκρατία» σε «μονοφωνική δικτατορία», σε δεσποτεία. Παράλληλα, γίνεται λόγος για την εποχή της «παγκοσμιοποίησης», με κύρια σημάδια την κυριαρχία του κεφαλαίου, αλλά και τη διάχυση της επικοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μια νέα εποχή διεθνοποίησης του ποινικού δικαίου και της ποινικής γενικά καταστολής αρχίζει, σε αντίθετη όμως ιδεολογική κατεύθυνση με την προηγούμενη. Η πολιτική της ποινικής καταστολής εξακολουθεί, βέβαια, όπως και προηγουμένως, να παραμένει στα χέρια του κράτους, η επίδραση ωστόσο πάνω της και η ποδηγέτησή της μέσω της νέας διεθνοποίησης δε γίνεται προς την ανθρωπιστική και την περιοριστική της κατεύθυνση, αλλά αντίθετα αποβλέπει στη σκλήρυνση και την ενδυνάμωσή της. Η πάση θυσία επιβολή του «νόμου και της τάξης» και η «μηδενική ανοχή» στην παράβαση και την προσβολή τους, αντικαθιστά το πρότυπο της «καταστολής με ανθρώπινο πρόσωπο», που επέβαλλε η «ευρωπαϊκή έννομη τάξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου». Οι συνθήκες στο διεθνή χώρο είναι πιο ευνοϊκές για την πλήρη επιβολή του αμερικανικού μοντέλου ποινικής καταστολής.

Τυπικά, το μοντέλο αυτό επιβάλλεται στην εσωτερική έννομη τάξη μέσω του νομικού μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και με απευθείας πίεση, από τα όργανα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, όταν ο ευρωπαϊκός μηχανισμός βραδυπορεί ή εμφανίζεται διστακτικός. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως εξάλλου και το Ισραήλ, μετέχουν με εκπροσώπους τους σε όλες τις διασκέψεις των ευρωπαϊκών επιτροπών για τη λήψη αποφάσεων σε θέματα ποινικής καταστολής και την εναρμόνιση των επιμέρους ποινικών νομοθεσιών των κρατών - μελών της Ενωσης, οι οποίοι έχουν μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο στις διασκέψεις αυτές και όχι θέση απλού παρατηρητή.

Η εξαγωγή της αμερικανικής πολιτικής ποινικής καταστολής στο εξωτερικό δεν είναι, βέβαια, καινούριο φαινόμενο, ούτε αποτελεί σύμπτωμα της παγκοσμιοποίησης. Απλώς, μετά την επικράτηση των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο και την ανάδειξή τους σε μοναδική υπερδύναμη, η εξαγωγή αυτής της πολιτικής δεν έχει πια την εύνοια της επίδρασης στις ξένες ποινικές νομοθεσίες, αλλά της επιβολής της στο διεθνή χώρο. Ειδικότερα, στην Ευρωπαϊκή Ενωση η αμερικανική ποινική πολιτική καταφέρνει να επιβάλλεται και ως μοντέλο και σε επιμέρους ρυθμίσεις, ενώ το ανθρωπιστικό ποινικό δίκαιο του τελευταίου μισού του εικοστού αιώνα, που αποτέλεσε σημαντικό τμήμα της «ευρωπαϊκής έννομης τάξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου», βαθμιαία υποχωρεί μπροστά στη νέα πολιτική, η οποία εμφανίζεται ιδεολογικά ως «η παγκοσμιοποίηση στο χώρο της ποινικής καταστολής».

«Εξαγωγή» της πολιτικής ποινικής καταστολής από τις ΗΠΑ

Ας δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά: Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η ποινική καταστολή υπήρξε ανέκαθεν σημαντικότατη πλευρά της κυβερνητικής πολιτικής, ως μέσο αποφασιστικού ελέγχου του εθνικά και θρησκευτικά ανομοιογενούς πληθυσμού της χώρας και επιβολής του άκρατου κεφαλαιοκρατικού και φιλελεύθερου οικονομικού της συστήματος. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό φυλακισμένων από όλες τις χώρες του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Στο μέτρο, τώρα, που η εξουσιαστική πολιτική τους επεκτείνεται στο εξωτερικό και σε παγκόσμια κλίμακα, η «εξαγωγή» και της πολιτικής τους στον τομέα της ποινικής καταστολής αποτελεί αναπόδραστη συνέπεια.

Η κατάσταση αυτή εμφανίζεται βασικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ΗΠΑ αναδεικνύονται σε υπερδύναμη, αλλά απαιτούν ιδεολογικά και το φωτοστέφανο του προστάτη της δημοκρατίας και της ελευθερίας των λαών, έπειτα από τη νικηφόρα συμμετοχή τους στη μάχη κατά του φασισμού. Μαζί με την επέκταση της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής επιρροής τους στον παγκόσμιο χώρο, αρχίζει σταδιακά και μεθοδικά και η «εξαγωγή» της ποινικής τους πολιτικής, που, όπως είδαμε, αναγκαία συνοδεύει κάθε επιβολή εξουσίας. Παράλληλα, στον ευρωπαϊκό χώρο αναπτύσσεται η «ευρωπαϊκή έννομη τάξη δικαιωμάτων του ανθρώπου» με το ανθρωπιστικό πρόσωπο της ποινικής καταστολής, που διαφοροποιείται σημαντικά από το αμερικανικό ποινικό μοντέλο του «νόμου και της τάξης» και της «μηδενικής ανοχής» στην παραβίασή τους. Ωστόσο, στην περίοδο αυτή οι ΗΠΑ δεν αποτελούν τη μοναδική υπερδύναμη κι έτσι η προσπάθεια «εξαγωγής» του ποινικού τους μοντέλου δεν έχει την ένταση της επιβολής του όπως συμβαίνει κατά την τελευταία δεκαετία.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μάλιστα κατά τη δεκαετία του 1970 παρατηρείται μια σημαντική εξάπλωση της ποινικής κατασταλτικής πολιτικής των ΗΠΑ στον τομέα των ναρκωτικών, με την «κήρυξη του πολέμου» εναντίον τους από τον τότε Πρόεδρο Νίξον. Με το «δόγμα Νίξον» καλούνται οι ξένες χώρες να διεθνοποιήσουν τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» και να στηρίξουν τις αμερικανικές δυνάμεις καταστολής, που μπορούν να αναλάβουν και στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, προκειμένου να επιβάλουν την κατασταλτική πολιτική στον τομέα αυτόν, ενώ πλήθος πρακτόρων εγκαθίστανται διά της διπλωματικής οδού σε πολλές χώρες του κόσμου για να καθοδηγήσουν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο αυτόν. Η επιχείρηση συντονίζεται από την υπηρεσία δίωξης των ναρκωτικών, την DEA (Drug Enforement Administration), στην οποία συγκεντρώνονται από το 1973 οι αρμοδιότητες των επιμέρους σχετικών υπηρεσιών. Είναι η εποχή που στην Ελλάδα σκληραίνει η ποινική καταστολή της χρήσης και διακίνησης ναρκωτικών, οι οποίες αντιμετωπίζονται για πρώτη φορά ως «μάστιγα της κοινωνίας» με το ν.δ. 743/1970 και όχι απλώς ως παραβίαση του κρατικού μονοπωλίου των ναρκωτικών (δηλαδή ως λαθρεμπορία), όπως κατά το μέχρι τότε νομοθετικό καθεστώς.

Οπωσδήποτε πάντως, πρόκειται για μια περίοδο προσπάθειας επιρροής της κατασταλτικής πολιτικής των κρατών της Ευρώπης, που ωστόσο κινούνται στα πλαίσια της «ευρωπαϊκής - έννομης τάξης της πολιτικής». Εξάλλου, αλληλεπιδράσεις στην άσκηση της ποινικής κατασταλτικής πολιτικής συναντούμε και μέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου λ.χ. το γερμανικό μοντέλο δίωξης του οργανωμένου εγκλήματος προβάλλεται ως πρότυπο και παίζει σημαντικό ρόλο στις ευρωπαϊκές διακρατικές αστυνομικές επιχειρήσεις στον τομέα αυτόν.

Και στο χώρο της Ευρώπης

Ηδη, όμως, κατά την τελευταία δεκαετία, η «εξαγόμενη» αμερικανική πολιτική ποινικής καταστολής και στον ευρωπαϊκό χώρο δεν αποτελεί απλώς ένα συμβουλευτικό υπόδειγμα για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, όπως μέχρι τότε, αλλά, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, ένα μοντέλο που επιδιώκει την επιβολή του.

Τρεις είναι βασικά οι τομείς οργανωμένου εγκλήματος, όπου η προσπάθεια αυτή της επιβολής εκδηλώνεται εντονότερα και σαφέστερα: α) Τα ναρκωτικά, όπου ήδη υπάρχει το προηγούμενο της δεκαετίας του '70 και δεν εμφανίζεται ιδιαίτερη νομοθετική εξέλιξη, αφού τα όρια ποινικής καταστολής έχουν μάλλον εξαντληθεί. β) Η τρομοκρατία, η αντιμετώπιση της οποίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 έχει ιδεολογικά προσλάβει τη μορφή πολέμου. γ) Η εμπορία ανθρώπων και η πορνεία, όπου πρόσφατα εκδηλώθηκε έντονο το αμερικανικό ενδιαφέρον και η Ελλάδα οδηγήθηκε στη θέσπιση ενός αυστηρότατου νόμου, του ν. 3064/2002.

Και στις τρεις περιπτώσεις η ποινική καταστολή όταν διευρύνεται (και μάλιστα ανεξέλεγκτα κατά το αμερικανικό πρότυπο) θέτει υπό έλεγχο μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, κυρίως νέους, αντιπάλους της «νέας τάξης πραγμάτων» και αλλοδαπούς. Ας σημειωθεί ότι με τον πρόσφατο νόμο για την πορνεία, αξιόποινος δεν είναι μόνο ο σωματέμπορας, αλλά και ο πελάτης του παράνομα εκδιδόμενου προσώπου.

Τα βασικά σημεία της μεταβολής που συντελέστηκε ήδη κατά το αμερικανικό πρότυπο ποινικής καταστολής είναι:

α) Η γενίκευση της αστυνομικής διείσδυσης, ως τρόπου παγίδευσης των υπόπτων, με την πρόσκλησή τους σε τέλεση αξιόποινης πράξης και στη συνέχεια σύλληψής τους. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία αντιστάθηκε στη γενίκευση του ανακριτικού αυτού ανορθόδοξου μέτρου, καθώς η δράση προβοκάτορα θεωρείται αξιόποινη πράξη, έστω κι αν πρόκειται για αστυνομικό. Στην Ελλάδα η αστυνομική διείσδυση προβλεπόταν ως μέθοδος σύλληψης υπόπτων μόνο στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπου καθιερώθηκε με το ν. 2161/1993, με τον οποίον προστέθηκε σχετικό άρθρο στο ν. 1729/1987 («για την καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών») και αργότερα στη νομοθεσία για την εξυγίανση της αστυνομίας (ν. 2713/1999 για την «Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας κλπ.»), ενώ γενικεύτηκε ως μέθοδος για όλες τις περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος με το νόμο 2928/2001 (γνωστό στο ευρύ κοινό ως «τρομονόμο»).

β) Η καθιέρωση των «ελεγχόμενων μεταφορών» (που ίσχυε από το 1993 (ν. 2145) ως μέθοδος παρακολούθησης και εξακρίβωσης εγκλημάτων μόνο για τη διακίνηση ναρκωτικών) σε όλες πια τις περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος. Η γενίκευση έγινε πάλι με το ν. 2928/2001.

γ) Η ηλεκτρονική παρακολούθηση υπόπτων, που ίσχυε μόνο για την αντιμετώπιση της διαφθοράς αστυνομικού (ν. 2713/1999) και γενικεύτηκε ήδη ως μέθοδος σε όλες τις περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος (πάλι με το ν. 2928/2001).

δ) Η διεύρυνση της έννοιας του «υπόπτου» (ο οποίος δεν έχει βέβαια τις εγγυήσεις του κατηγορούμενου, που προβλέπονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Εξάλλου, ο μεν κατηγορούμενος υπάγεται στην αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών, ενώ ο ύποπτος υπάγεται στην αρμοδιότητα των αστυνομικών αρχών. Η τάση γενικά εξομοίωσης αστυνομικών με δικαστικές αρχές (κατά το αμερικανικό και αγγλοσαξονικό μοντέλο) διαφαίνεται ήδη καθαρά στην ευρωπαϊκή νομοθεσία για την καθιέρωση του θεσμού του «Ευρωδικαστή» (Εurojust).

ε) Παρά τις αντιδράσεις, υιοθετήθηκε στην ευρωπαϊκή νομοθεσία η δυνατότητα έκδοσης ημεδαπού σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (με την ίδια νομοθεσία για τον «Ευρωδικαστή» σε αντίθεση με το άρθρο 3 παρ. 1 του τέταρτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που την απαγορεύει).

Βλέπουμε, λοιπόν, πως σταδιακά από το 1992 αρχίζει η ανατροπή του ευρωπαϊκού προτύπου ποινικής καταστολής, που διαπνεόταν από τις ανθρωπιστικές αρχές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και η επιβολή του αμερικανικού μοντέλου καταστολής που υποκύπτει στην αρχή του «νόμου και της τάξης» και της «μηδενικής ανοχής». Μ' αυτό το μοντέλο ο μηχανισμός της ποινικής καταστολής θα επεκταθεί σταδιακά σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, για να καταλάβει τελικά κάθε μορφή αντίδρασης στη «νέα τάξη πραγμάτων» και, ίσως, αργότερα κάθε μορφή διαφωνίας. Κι αυτή θα είναι, βέβαια, μια εφιαλτική κατάληξη, που θα μας οδηγήσει κατευθείαν στην οργουελιανή σύλληψη του «Μεγάλου Αδελφού».

Στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης μπορεί να γίνει πια λόγος για «διεθνοποίηση - προσαρμογή - αμερικανοποίηση» της ποινικής καταστολής. Οι προοπτικές κάθε άλλο παρά αισιόδοξες είναι. Αν κρίνει κανείς από τη νομοθεσία για τα ναρκωτικά, που πρώτη δέχτηκε την αμερικανική επίδραση εδώ και τριάντα χρόνια, η σκλήρυνση της ποινικής πολιτικής δε μειώνει την εγκληματικότητα. Αντίθετα, η εγκληματικότητα στον τομέα αυτόν αυξήθηκε και θα αυξάνεται σε όλους τους τομείς, όσο το κράτος δικαίου και το κράτος κοινωνικής πρόνοιας υποχωρούν και η κοινωνική αδικία επιβάλλεται με τα μέσα της ποινικής καταστολής.


Του
Ιωάννη ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ