Πλούσια κι ενδιαφέρουσα η μυθοπλαστική εβδομάδα - κυρίως χάρη στις επανεκδόσεις στο ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ 2013 του «ΑΣΤΥ» και της NEWSTAR - αλλά πολύ πιο ενδιαφέρουσα η πραγματικότητα... και αυτή προηγείται απολύτως του σινεμά!
Σε αυτήν τη βαρετή τρίτη ταινία της σειράς, με αχανή, κουραστικά μονοπλάνα «όλα μιλιούνται και τίποτα δεν δείχνεται». Μπορεί η σκηνοθεσία σε γενικές γραμμές να πορεύτηκε στην επιτυχή πεπατημένη των δύο προηγούμενων, με την κάμερα να περιπλανιέται δίπλα στους δύο σταθερούς πρωταγωνιστές - τον Ιθαν Χοκ και την Ζιλί Ντελπί - που μιλούν, μιλούν αστείρευτα, ωστόσο, φευ! Τόσο οι αναμνήσεις όσο και οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται είναι τόσο αποσπασματικές, τόσο «στον αέρα», που και δεν ενδιαφέρουν κανέναν και δεν έχουν την παραμικρή σχέση ούτε με την ουσία ούτε με την τυπολογία των διαλόγων του Ερίκ Ρομέρ... Κατά δεύτερο, δυστυχώς η θεϊκή Καρδαμύλη δεν είναι ούτε Βιέννη, ούτε Παρίσι - με την αστείρευτη ποικιλία περιβαλλοντικών αποχρώσεων - ώστε το «ντεζαβαντάζ» της στατικότητας να αντέχει να καλυφθεί με ηλιοβασιλέματα, λιθόστρωτα σοκάκια και γραφικά ταβερνάκια.
Το οπτικοακουστικό αυτό επίτευγμα μοιάζει με κυβερνητική διαφημιστική παραγωγή του κύκλου «Ζήσε το μύθο σου...». Τι είδους σεναριογράφοι είναι αυτοί που έγραψαν την παρακάτω ατάκα του μπαμπά προς τον γιο, όντες στο αεροδρόμιο της Καλαμάτας: «I love this airport, don't you?» - άλλως «αγαπώ αυτό το αεροδρόμιο. Εσύ;»... Οι ίδιοι από την άλλη, δε λανθάνουν όταν βάζουν την παγκοσμιοποιημένης κοπής, Γαλλίδα, περνώντας δίπλα από την αρχαία Μεσσήνη, να λέει για τα «αρχαία»: «άμα δεις ένα, τα έχεις δει όλα»... Να προσέξετε, να έχετε ανοιχτά τα αυτιά σας γιατί ακούγονται εκπληκτικά αλλά κυρίως ενδεικτικά για το επίπεδο της «κουλτουριάρας» Γαλλίδας - της περήφανης (sic!) που κάποτε συνάντησε Βαλέσα, Γκορμπατσόφ, Χάβελ (Θεέ μου!) - αποφθέγματα του τύπου «αυτή η κυβέρνηση (η ελληνική) διαφέρει»... Για το ξενοδοχείο που καταλύουν, η Σελίν σχολιάζει με έκπληξη «καθαρό και με κλιματισμό»... Το «κλου» ωστόσο, που αποδίδει ουσιαστικά την αντίληψη της Σελίν για τα πράγματα, εστιάζει στον επικαιροποιημένο πολιτικό σχολιασμό. «Εγώ δεν ήθελα να έρθω στην Ελλάδα, γιατί μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει επανάσταση. Ο κόσμος εδώ τρώει φέτα και εκφράζει το θυμό του»... Οσο για τον Αμερικανό σύντροφό της, το συγγραφέα που ζει από τη συγγραφή... τι να πει κανείς... Για να διάβασε και τα δυο του βιβλία η αναγνώστρια από την άλλη άκρη του κόσμου, μάλλον είναι βιβλία που διακινούνται στα σούπερ μάρκετ... το πιο πιθανό...
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας αρχίζει να διαγράφεται κάποιο ζύγιασμα στις ισορροπίες που προετοιμάζει την ανατροπή του επιλόγου. Είναι τότε που η ταινία αλλάζει χαρακτήρα, αποτινάζοντας πλήρως από πάνω της τον επαρχιώτικο κοσμοπολιτισμό της ελληνικής παρέας και τις αμπελοφιλοσοφίες και μεταμορφώνεται σε κάτι αυθεντικό, αληθινό και άξιο sequel των 2 προηγούμενων σε ύφος και ήθος.
Κρίνοντας από το «ΠΡΙΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ» μάλλον καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι το ξένο κεφάλαιο του οπτικοακουστικού δεν έχει αποδώσει τίποτα απολύτως στις κινηματογραφίες των χωρών όπου γυρίζουν τα φιλμ τους. Μόνο ερείπια αφήνουν πίσω τους και βάθεμα στην εμπορευματοποίηση του κινηματογράφου! Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να μην ομολογήσουμε ότι η συγκεκριμένη ταινία επιτελεί κοινωνικό έργο για το ελληνικό κοινό... Προς όλους εμάς που μας στέρησαν τις διακοπές στην ίδια μας τη χώρα και τώρα μπορούμε, σαν τον Καραγκιόζη έξω από τη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου, να βλέπουμε στο πανί τις ομορφιές του τόπου μας και να μας τρέχουνε τα σάλια... Λίγο το 'χετε αυτό;
Παίζουν: Ιθαν Χοκ, Ζιλί Ντελπί κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).
Με αυτή την ταινία ο Χάνεκε πραγματοποιεί μια στροφή στη φιλμογραφία του. Ενώ μέχρι τώρα χρησιμοποιούσε τους ήρωές του (που λειτουργούσαν σαν σύμβολα) ως όχημα των θέσεών του, στην ταινία αυτή, η αφήγηση είναι περιγραφική, με τις πράξεις των χαρακτήρων να τελούν στην υπηρεσία της αφηγηματικής περιγραφής. Στο επίκεντρο της ιστορίας ένας χαρακτήρας, ή καλύτερα, ένας «τύπος». Μια καθηγήτρια πιάνου, όχι πια νέα, τραυματικά απογοητευμένη και με νοσηρή σεξουαλικότητα που βρίσκει έκφραση στην ηδονοβλεπτική ηδονή, μετατρέπει τη δυστυχία της σε κυνικό σαδισμό για τους άλλους και μαζοχισμό για την ίδια.
Παίζουν: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Αννί Ζιραρντό, Μπενουά Μαζιμέλ κ.ά.
Παραγωγή: Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία (2001).
Οι Νταρντέν δεν κάνουν καμιά παραχώρηση ή έκπτωση στην αντίληψή τους για την αποσύνθεση που πνίγει τη δυτική καπιταλιστική κοινωνία, φιλμάρουν χωρίς φιοριτούρες και φραμπαλάδες, ωμά, αυστηρά αλλά όχι νατουραλιστικά, ακολουθώντας κατά πόδας την οργή, συχνά, με την κάμερα στον ώμο... Το σινεμά τους δραματοποιεί τις μεταφορές, ερευνά την ίδια τη «βιολογική» βία και εμπλέκει το είναι του θεατή στη διαδικασία της ταινίας...
Μετά την άγρια ψυχανάλυση του νεαρού Ιγκορ, που αναγκάζεται να «σκοτώσει» τον πατέρα του για να ανδρωθεί, η «ΡΟΖΕΤΑ» (1999) - με ώρα προβολής 18.00 - είναι μια νέα βουτιά στο ασυνείδητο ενός άλλου παιδιού που ζει σε τροχόσπιτο με την αλκοολική μητέρα της και πολύ γρήγορα έρχεται αντιμέτωπη με την απόλυση, την ανεργία και τη φτώχεια, δομικά στοιχεία του σάπιου κόσμου που ζει. Ενα μεγάλο, σιωπηλό φιλμ που σωστά επιλέγει τη σιωπή από την ακατάσχετη φλυαρία που κατακλύζει το σινεμά. Η ταινία είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης δουλειάς που δεν αφήνει κανένα χώρο στον αυτοσχεδιασμό. Το παράδοξο είναι η ομορφιά που κρύβεται στην αίσθηση της αλήθειας παρότι όλα είναι σχεδιασμένα, γραμμένα, και με πρόβες πριν. Η «ΡΟΖΕΤΑ» εντυπωσιάζει με την ασυνήθιστη ταχύτητα στο πλαίσιο ενός ρεαλιστικού φιλμ, που ανησυχεί περισσότερο να στήσει ένα «σύμπαν», από το να δώσει λεπτομερή ζωή σε αυτό το σύμπαν. Το ταλέντο των Νταρντέν συνίσταται στο ότι γνωρίζουν πώς να προσεγγίζουν ένα χαρακτήρα από πολύ κοντά και, μέσα από αυτόν, μια εύθραυστη κοινωνική κατάσταση, χωρίς να καταφεύγουν σε ηδονοβλεπτικές πρακτικές, σε μεροληψία ή στείρο διδακτισμό.
Τέλος, στις 20.00, προβάλλεται η τρίτη και πιο πρόσφατη ταινία των Νταρντέν «Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΛΟΡΝΑ» (2008). Με μια πολυχρωμία που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ωμότητα των καταστάσεων. Με απόλυτη υφολογική ακρίβεια (ένα πλάνο των Νταρντέν αναγνωρίζεται μέσα σε 2 δευτερόλεπτα για την ένταση και τη δυναμική του) οι κινηματογραφιστές δεν σκηνοθετούν ποτέ για να ικανοποιήσουν το δικό τους «εγώ». Η ταινία είναι μια διακριτικά οδυνηρή τραγωδία της άθλιας καπιταλιστικής καθημερινότητας, μια εμβληματική ταινία του ανθρωπιστικού, αλλά χωρίς πάθος σινεμά των προοδευτικών Βέλγων κινηματογραφιστών για τη νεαρή Αλβανή Λόρνα που ζει στο Βέλγιο, που είναι ερωτευμένη με τον Σόκολ και που ονειρεύεται να κάνει μια δική της δουλειά, ένα σνακ μπαρ. Η Λόρνα για να βρει το κεφάλαιο που χρειάζεται, υποκύπτει και μπλέκεται ανεπανόρθωτα στις βρωμοδουλειές και τα εγκλήματα του μαφιόζου Φάμπιο. Ενα αιχμηρό φιλμ που φθάνει στην καρδιά της πραγματικής ζωής.
Ακόμη κι αν η αιμομικτική θεματική στο «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΓΙΟΡΤΗ» δεν είναι τόσο απρόσμενη, η προσέγγιση αυτή καθαυτή, που κείται κάπου ανάμεσα σε ομορφιά που κόβει την ανάσα και σε κατηγορία γροθιάς στο στομάχι, είναι μετά από τόσα χρόνια το ίδιο «εύφλεκτη» και απολύτως ζωτικής σημασίας...
Παίζουν: Ούλριχ Τόμσεν, Πάπρικα Στέεν, Χένινγκ Μόριτσεν, Τόμας Μπου Λάρσεν, κ.ά.
Παραγωγή: Δανία, Σουηδία (1998).
Το στιλ της ταινίας, παρά την πολύ κοινότοπη ιδέα της «διείσδυσης» σε καρτέλ ναρκωτικών, δεν είναι σίγουρα αυτό του Ντουέιν Τζόνσον, του σήματος κατατεθέντος των κλισέ ταινιών δράσης. Ο Τζόνσον εδώ, σε ρόλο «πατέρα κουράγιο», δεν είναι υποχρεωμένος να τριγυρνά με γυμνό το μυώδες στέρνο του. Μπορεί ο ρόλος του να τον κάνει να κοιτάζει τον εαυτό του αυτάρεσκα, αλλά ακόμα κι αν έχει υποκριτικές δυνατότητες, δεν είναι ακόμα ηθοποιός ... Οταν μιλά στο τηλέφωνο, είναι προφανές ότι στην άλλη άκρη του σύρματος δεν υπάρχει κανένας...
Η ταινία του Βο τραβά σε μάκρος χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ιδιαίτερα όταν δε στέκεται στη δυναμική και το βάθος που αναπτύσσεται σε σημεία του (ακρωτηριασμένου οικογενειακού δράματος) σεναρίου, αλλά στρατεύεται στο μέτωπο της κοινωνικής κριτικής που αρθρώνεται σε πληθώρα επιπέδων με σημαντικότερο εκείνο της καταγγελίας των ναρκωτικών ουσιών, όπως επίσης και της αμερικάνικης νομοθεσίας που προβλέπει βαριές ποινές για όσους συλλαμβάνονται για κατοχή ναρκωτικών. Κανένας στην ταινία δε θέλει τα ναρκωτικά εκτός από τους εμπόρους των καρτέλ που θησαυρίζουν απ' αυτά.
Παίζουν: Ντουέιν Τζόνσον, Ναντίν Βελάσκεζ, Σούζαν Σάραντον, Μελίνα Κανακαρίντις, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).
Στην ταινία του Ματέ με δράση που κλιμακώνεται συνεχώς δραματικά και από τις προδιαγραφές του φιλμ νουάρ περιγράφεται ένας δηλητηριασμένος άνθρωπος που κυνηγά με φρενήρη ρυθμό το δολοφόνο του μια που του απομένουν μόνο 24 ώρες ζωής. Ο ήρωας ονομάζεται Φρανκ Μπίγκελοου, είναι μικροασφαλιστής με δικό του γραφείο και ανακαλύπτει ότι τον έχουν ήδη δηλητηριάσει ρίχνοντας κάποια τοξική ουσία στο ποτό του σε ένα τζαζ κλαμπ. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο Φρανκ πρέπει να ανακαλύψει το δολοφόνο του, την αιτία της πράξης του αλλά και το αντίδοτο για να σώσει τη ζωή του...
Παίζουν: Εντμοντ Ο' Μπράιαν, Πάμελα Μπρίτον, Λούθερ Αντλερ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1950).