ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 13 Ιούνη 2013
Σελ. /28
Καλή(ά) (μεσα)νύχτα... και... καλή τύχη

Πλούσια κι ενδιαφέρουσα η μυθοπλαστική εβδομάδα - κυρίως χάρη στις επανεκδόσεις στο ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ 2013 του «ΑΣΤΥ» και της NEWSTAR - αλλά πολύ πιο ενδιαφέρουσα η πραγματικότητα... και αυτή προηγείται απολύτως του σινεμά!


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΛΙΝΚΛΕΪΤΕΡ
Πριν τα μεσάνυχτα

Μήπως ευαγγελίζονται κάτι σαν το «ΠΡΙΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ», το sequel του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ που μετά βαΐων και κλάδων έχει πρεμιέρα αυτή τη βδομάδα, όταν αξιωματούχοι του κυβερνητικού Πολιτισμού καλούν τα ξένα κινηματογραφικά μονοπώλια να γυρίσουν ταινίες στην Ελλάδα με ελκυστικά κίνητρα, συνδέοντας τον κινηματογράφο με τον τουρισμό; Με το ελληνικό φως, τις ελληνικές θάλασσες, τους αρχαιολογικούς τόπους και το ηλιοβασίλεμα;

Γιατί ο Αμερικανός Τζέσι και η Γαλλίδα Σελίν που πρωτοσυναντήθηκαν πριν 18 χρόνια σε ένα τρένο προς τη Βιέννη («ΠΡΙΝ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ») κι ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον... Που ξανασυναντήθηκαν στο Παρίσι το 2004 («ΠΡΙΝ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ») όπου, ο ελάχιστος χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους αποδείχθηκε αρκετός για να ξαναβρεί ο ένας τον άλλον... Στο τρίτο sequel του ιδίου σκηνοθέτη, του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ με τίτλο «ΠΡΙΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ» (2013) κάνουν, σαν οικογένεια πια με τις δίδυμες κόρες τους, διακοπές στη Μάνη προσκεκλημένοι στο κτήμα ενός συγγραφέα και επαναπροσδιορίζουν μέσα από συγκρούσεις και έντονα συναισθήματα, ένα πιθανό κοινό τους μέλλον...

Σε αυτήν τη βαρετή τρίτη ταινία της σειράς, με αχανή, κουραστικά μονοπλάνα «όλα μιλιούνται και τίποτα δεν δείχνεται». Μπορεί η σκηνοθεσία σε γενικές γραμμές να πορεύτηκε στην επιτυχή πεπατημένη των δύο προηγούμενων, με την κάμερα να περιπλανιέται δίπλα στους δύο σταθερούς πρωταγωνιστές - τον Ιθαν Χοκ και την Ζιλί Ντελπί - που μιλούν, μιλούν αστείρευτα, ωστόσο, φευ! Τόσο οι αναμνήσεις όσο και οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται είναι τόσο αποσπασματικές, τόσο «στον αέρα», που και δεν ενδιαφέρουν κανέναν και δεν έχουν την παραμικρή σχέση ούτε με την ουσία ούτε με την τυπολογία των διαλόγων του Ερίκ Ρομέρ... Κατά δεύτερο, δυστυχώς η θεϊκή Καρδαμύλη δεν είναι ούτε Βιέννη, ούτε Παρίσι - με την αστείρευτη ποικιλία περιβαλλοντικών αποχρώσεων - ώστε το «ντεζαβαντάζ» της στατικότητας να αντέχει να καλυφθεί με ηλιοβασιλέματα, λιθόστρωτα σοκάκια και γραφικά ταβερνάκια.

Το οπτικοακουστικό αυτό επίτευγμα μοιάζει με κυβερνητική διαφημιστική παραγωγή του κύκλου «Ζήσε το μύθο σου...». Τι είδους σεναριογράφοι είναι αυτοί που έγραψαν την παρακάτω ατάκα του μπαμπά προς τον γιο, όντες στο αεροδρόμιο της Καλαμάτας: «I love this airport, don't you?» - άλλως «αγαπώ αυτό το αεροδρόμιο. Εσύ;»... Οι ίδιοι από την άλλη, δε λανθάνουν όταν βάζουν την παγκοσμιοποιημένης κοπής, Γαλλίδα, περνώντας δίπλα από την αρχαία Μεσσήνη, να λέει για τα «αρχαία»: «άμα δεις ένα, τα έχεις δει όλα»... Να προσέξετε, να έχετε ανοιχτά τα αυτιά σας γιατί ακούγονται εκπληκτικά αλλά κυρίως ενδεικτικά για το επίπεδο της «κουλτουριάρας» Γαλλίδας - της περήφανης (sic!) που κάποτε συνάντησε Βαλέσα, Γκορμπατσόφ, Χάβελ (Θεέ μου!) - αποφθέγματα του τύπου «αυτή η κυβέρνηση (η ελληνική) διαφέρει»... Για το ξενοδοχείο που καταλύουν, η Σελίν σχολιάζει με έκπληξη «καθαρό και με κλιματισμό»... Το «κλου» ωστόσο, που αποδίδει ουσιαστικά την αντίληψη της Σελίν για τα πράγματα, εστιάζει στον επικαιροποιημένο πολιτικό σχολιασμό. «Εγώ δεν ήθελα να έρθω στην Ελλάδα, γιατί μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει επανάσταση. Ο κόσμος εδώ τρώει φέτα και εκφράζει το θυμό του»... Οσο για τον Αμερικανό σύντροφό της, το συγγραφέα που ζει από τη συγγραφή... τι να πει κανείς... Για να διάβασε και τα δυο του βιβλία η αναγνώστρια από την άλλη άκρη του κόσμου, μάλλον είναι βιβλία που διακινούνται στα σούπερ μάρκετ... το πιο πιθανό...

Στο δεύτερο μέρος της ταινίας αρχίζει να διαγράφεται κάποιο ζύγιασμα στις ισορροπίες που προετοιμάζει την ανατροπή του επιλόγου. Είναι τότε που η ταινία αλλάζει χαρακτήρα, αποτινάζοντας πλήρως από πάνω της τον επαρχιώτικο κοσμοπολιτισμό της ελληνικής παρέας και τις αμπελοφιλοσοφίες και μεταμορφώνεται σε κάτι αυθεντικό, αληθινό και άξιο sequel των 2 προηγούμενων σε ύφος και ήθος.

Κρίνοντας από το «ΠΡΙΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ» μάλλον καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι το ξένο κεφάλαιο του οπτικοακουστικού δεν έχει αποδώσει τίποτα απολύτως στις κινηματογραφίες των χωρών όπου γυρίζουν τα φιλμ τους. Μόνο ερείπια αφήνουν πίσω τους και βάθεμα στην εμπορευματοποίηση του κινηματογράφου! Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να μην ομολογήσουμε ότι η συγκεκριμένη ταινία επιτελεί κοινωνικό έργο για το ελληνικό κοινό... Προς όλους εμάς που μας στέρησαν τις διακοπές στην ίδια μας τη χώρα και τώρα μπορούμε, σαν τον Καραγκιόζη έξω από τη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου, να βλέπουμε στο πανί τις ομορφιές του τόπου μας και να μας τρέχουνε τα σάλια... Λίγο το 'χετε αυτό;

Παίζουν: Ιθαν Χοκ, Ζιλί Ντελπί κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).

ΜΙΚΑΕΛ ΧΑΝΕΚΕ
Η δασκάλα του πιάνου

Με αυτή την ταινία ο Χάνεκε πραγματοποιεί μια στροφή στη φιλμογραφία του. Ενώ μέχρι τώρα χρησιμοποιούσε τους ήρωές του (που λειτουργούσαν σαν σύμβολα) ως όχημα των θέσεών του, στην ταινία αυτή, η αφήγηση είναι περιγραφική, με τις πράξεις των χαρακτήρων να τελούν στην υπηρεσία της αφηγηματικής περιγραφής. Στο επίκεντρο της ιστορίας ένας χαρακτήρας, ή καλύτερα, ένας «τύπος». Μια καθηγήτρια πιάνου, όχι πια νέα, τραυματικά απογοητευμένη και με νοσηρή σεξουαλικότητα που βρίσκει έκφραση στην ηδονοβλεπτική ηδονή, μετατρέπει τη δυστυχία της σε κυνικό σαδισμό για τους άλλους και μαζοχισμό για την ίδια.

Η Ερικα περιγράφεται με απόλυτους όρους και με τρόπο που να μην αφήνει τη διαστροφή της να εμπίπτει στην εμπάθεια του θεατή. Η απομονωμένη και υποταγμένη ζωή στην καταπιεστική μητέρα και η καταστολή κάθε σεξουαλικής επιθυμίας, συνιστά για τον Χάνεκε τη λοκομοτίβα της κακίας που διέπει την Ερικα, την παγερή σαραντάχρονη με τα πικρόχολα σχόλια που σφύζουν από σαδισμό για τους μαθητές της, μέχρι που ο απελπισμένος έρωτας του μαθητή της, την βγάζει παντελώς έξω από τα νερά της. Ο Χάνεκε επιτείνει το παγερό του στιλ ενώ το βλέμμα του εδώ, είναι πιο καυστικό από ό,τι συνήθως. Ο σαδισμός που η Ερικα κάνει χρήση είναι ο ίδιος με αυτόν που ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται και δεν του πρέπει κανένα έλεος, μόνο ένα προσεκτικό βλέμμα, αποστασιοποιημένο και χειρουργικό, με το οποίο παρατηρεί κανείς τις συνέπειες της αποκλίνουσας αυτής συμπεριφοράς. Η απόσταση που κρατά εκφράζεται μέσα από μοναδική σεμνότητα, ακόμα και σε σκηνές με πλήρη σαφήνεια, όπως αυτή του μπάνιου. Ο Χάνεκε αφήνει τους διαλόγους να εκφράσουν τη διαστροφή και ευθέως, δεν δείχνεται παρά το ελάχιστο... Με μαεστρία κατορθώνει ο Χάνεκε αυτό που δε «λέγεται» στην ταινία να είναι πιο ισχυρό από αυτό που «λέγεται».

Παίζουν: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Αννί Ζιραρντό, Μπενουά Μαζιμέλ κ.ά.

Παραγωγή: Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Πολωνία (2001).

ΖΑΝ ΠΙΕΡ ΚΑΙ ΛΙΚ ΝΤΑΡΝΤΕΝ
Η υπόσχεση (1996) - Ροζέτα (1999) και Η σιωπή της Λόρνα (2008)

Από την «Ροζέτα»
Από την «Ροζέτα»
Το ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ 2013 του «Αστυ» αφιερώνει ολόκληρη την αυριανή Παρασκευή, 14 Ιούνη, στο πολιτικό και ταξικό σινεμά των Βέλγων αδελφών Νταρντέν που με τον καιρό, όλο και γίνεται πιο «δυνατό», προβάλλοντας τρεις σημαντικές τους ταινίες. Οι Νταρντέν αφηγούνται τον κόσμο με την υπευθυνότητα και την ακρίβεια της οπτικής τους. Αντιμετωπίζουν χειρουργικά τα κοινωνικά θέματα και διαθέτουν την κινηματογραφική εξυπνάδα και τη λακωνική κομψότητα να αναδεικνύουν αυτό που θέλουν να πουν μέσα από μια μορφική αυστηρότητα που αρνείται την εύκολη γοητεία της εμπάθειας, ώστε το μήνυμά τους να περνάει ατόφιο, να φθάνει με αμεσότητα στο θεατή. Ο σύγχρονος κινηματογράφος στην καλύτερή του έκδοση.

Οι Νταρντέν δεν κάνουν καμιά παραχώρηση ή έκπτωση στην αντίληψή τους για την αποσύνθεση που πνίγει τη δυτική καπιταλιστική κοινωνία, φιλμάρουν χωρίς φιοριτούρες και φραμπαλάδες, ωμά, αυστηρά αλλά όχι νατουραλιστικά, ακολουθώντας κατά πόδας την οργή, συχνά, με την κάμερα στον ώμο... Το σινεμά τους δραματοποιεί τις μεταφορές, ερευνά την ίδια τη «βιολογική» βία και εμπλέκει το είναι του θεατή στη διαδικασία της ταινίας...

Αναμφισβήτητα η 3η μεγάλου μήκους ταινία τους «Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ» (1996) - ώρα προβολής 22.00 - χωρίς να είναι το πιο δυνατό τους φιλμ, συνιστά το θεμέλιο λίθο και τη μαγιά του μετέπειτα έργου τους. Στην ταινία αυτή που οι Νταρντέν αναζητούν ακόμα το στιλ τους, εγκαθίσταται ήδη το σύνολο των χαρακτηριστικών σταθερών του κοινωνικού τους κινηματογράφου. Μπορεί η σκηνοθεσία να υποφέρει από κάποιες αγκυλώσεις και η ψυχολογική επεξεργασία των χαρακτήρων να χωλαίνει κατά τι. Πίσω όμως από την κοινωνική ιστορία της σχέσης του πατέρα Ροζέ, που εκμεταλλεύεται και κερδοσκοπεί από τους παράνομους μετανάστες, και του δεκαπεντάχρονου γιου του Ιγκορ, επαναστατημένου αφενός έφηβου αλλά και υποταγμένου αφετέρου στην «εξουσία», κρύβεται ένα καθαρό και σκληρό δράμα κινηματογραφημένο με έναν καταθλιπτικό ρεαλισμό στην ατμόσφαιρα, από τα πιο αυθεντικά, που αφηγούνται την τύχη των παράνομων μεταναστών στο Βέλγιο αλλά και αυτών που τους εκμεταλλεύονται.

Μετά την άγρια ψυχανάλυση του νεαρού Ιγκορ, που αναγκάζεται να «σκοτώσει» τον πατέρα του για να ανδρωθεί, η «ΡΟΖΕΤΑ» (1999) - με ώρα προβολής 18.00 - είναι μια νέα βουτιά στο ασυνείδητο ενός άλλου παιδιού που ζει σε τροχόσπιτο με την αλκοολική μητέρα της και πολύ γρήγορα έρχεται αντιμέτωπη με την απόλυση, την ανεργία και τη φτώχεια, δομικά στοιχεία του σάπιου κόσμου που ζει. Ενα μεγάλο, σιωπηλό φιλμ που σωστά επιλέγει τη σιωπή από την ακατάσχετη φλυαρία που κατακλύζει το σινεμά. Η ταινία είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης δουλειάς που δεν αφήνει κανένα χώρο στον αυτοσχεδιασμό. Το παράδοξο είναι η ομορφιά που κρύβεται στην αίσθηση της αλήθειας παρότι όλα είναι σχεδιασμένα, γραμμένα, και με πρόβες πριν. Η «ΡΟΖΕΤΑ» εντυπωσιάζει με την ασυνήθιστη ταχύτητα στο πλαίσιο ενός ρεαλιστικού φιλμ, που ανησυχεί περισσότερο να στήσει ένα «σύμπαν», από το να δώσει λεπτομερή ζωή σε αυτό το σύμπαν. Το ταλέντο των Νταρντέν συνίσταται στο ότι γνωρίζουν πώς να προσεγγίζουν ένα χαρακτήρα από πολύ κοντά και, μέσα από αυτόν, μια εύθραυστη κοινωνική κατάσταση, χωρίς να καταφεύγουν σε ηδονοβλεπτικές πρακτικές, σε μεροληψία ή στείρο διδακτισμό.

Τέλος, στις 20.00, προβάλλεται η τρίτη και πιο πρόσφατη ταινία των Νταρντέν «Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΛΟΡΝΑ» (2008). Με μια πολυχρωμία που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ωμότητα των καταστάσεων. Με απόλυτη υφολογική ακρίβεια (ένα πλάνο των Νταρντέν αναγνωρίζεται μέσα σε 2 δευτερόλεπτα για την ένταση και τη δυναμική του) οι κινηματογραφιστές δεν σκηνοθετούν ποτέ για να ικανοποιήσουν το δικό τους «εγώ». Η ταινία είναι μια διακριτικά οδυνηρή τραγωδία της άθλιας καπιταλιστικής καθημερινότητας, μια εμβληματική ταινία του ανθρωπιστικού, αλλά χωρίς πάθος σινεμά των προοδευτικών Βέλγων κινηματογραφιστών για τη νεαρή Αλβανή Λόρνα που ζει στο Βέλγιο, που είναι ερωτευμένη με τον Σόκολ και που ονειρεύεται να κάνει μια δική της δουλειά, ένα σνακ μπαρ. Η Λόρνα για να βρει το κεφάλαιο που χρειάζεται, υποκύπτει και μπλέκεται ανεπανόρθωτα στις βρωμοδουλειές και τα εγκλήματα του μαφιόζου Φάμπιο. Ενα αιχμηρό φιλμ που φθάνει στην καρδιά της πραγματικής ζωής.

ΤΟΜΑΣ ΒΙΝΤΕΡΜΠΕΡΓΚ
Οικογενειακή γιορτή

Ακόμη κι αν η αιμομικτική θεματική στο «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΓΙΟΡΤΗ» δεν είναι τόσο απρόσμενη, η προσέγγιση αυτή καθαυτή, που κείται κάπου ανάμεσα σε ομορφιά που κόβει την ανάσα και σε κατηγορία γροθιάς στο στομάχι, είναι μετά από τόσα χρόνια το ίδιο «εύφλεκτη» και απολύτως ζωτικής σημασίας...

Υπάρχουν δύο θέματα που είναι ιδιαιτέρως αβανταδόρικα στο να ασχοληθεί κανείς κινηματογραφικά μαζί τους. Αυτά είναι οι αρρώστιες και η αιμομιξία. Οι έννοιες του καρκίνου και της αιμομιξίας είναι τόσο φορτισμένες που ελάχιστοι σκηνοθέτες θα μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτές. Παρ' όλα ταύτα, το μελόδραμα «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΓΙΟΡΤΗ» θεωρείται ως η καλύτερη από τις ταινίες του Δόγματος. Το Δόγμα πάλι, ως γνωστόν, δεν συνιστά κάτι το ολοκαίνουριο αλλά μια περισσότερο παιδαριώδη εκδοχή του γαλλικού «νέου κύματος». Οι κανονιστικοί περιορισμοί στον τρόπο έκφρασης αποτελεί ένα «τρικ» που γνώρισε το απόγειο της δόξας του κατά τον 17ο αιώνα όταν ακριβώς συντάχθηκαν οι νόρμες του γαλλικού κλασικιστικού δράματος, οι αποκαλούμενες τρεις ενότητες. Η θεματική ενότητα που σήμαινε ότι το δράμα έπρεπε να έχει μια σαφή ίντριγκα χωρίς παράπλευρες ή παράλληλες δράσεις. Η ενότητα του χώρου που σήμαινε ότι η τραγωδία ή η κωμωδία έπρεπε να διαδραματίζεται σε ένα χώρο, ενώ η ενότητα του χρόνου σήμαινε ότι η δράση του δράματος δεν έπρεπε να υπερβαίνει το εικοσιτετράωρο. Εχοντας υπόψη τα παραπάνω, διαπιστώνει κανείς ότι το Δόγμα 95 μάλλον δεν είναι και τόσο καινοτόμο, αλλά μοιάζει περισσότερο με ταξίδι που πάσχει από ναυτία σε χώρα χαμηλού προϋπολογισμού. Σχολιάζοντας με τρόπο λακωνικό το μανιφέστο του Δόγματος, ο Φινλανδός Ακι Καουρισμάκι, δήλωσε ότι «η επόμενη ταινία του θα είναι εξ ολοκλήρου χωρίς εικόνα». Η ταινία προβάλλεται αποκλειστικά και μόνο τη Δευτέρα 17 Ιουνίου, στις 18.00, στο «Αστυ».

Παίζουν: Ούλριχ Τόμσεν, Πάπρικα Στέεν, Χένινγκ Μόριτσεν, Τόμας Μπου Λάρσεν, κ.ά.

Παραγωγή: Δανία, Σουηδία (1998).

ΡΙΚ ΡΟΜΑΝ ΒΟ
Το καρφί

Ταινία που διαφέρει κατά πολύ από τα παγιωμένα στερεότυπα μιας ταινίας δράσης. Βέβαια, όποιος πλήρωσε για να δει «δράση» δε θα απογοητευθεί, αλλά θα πρέπει να περιμένει τουλάχιστον μια ώρα που στο σκοτεινό αυτό θρίλερ η φειδωλή δράση επικεντρώνεται στο τμήμα του επιλόγου. Αντίθετα, ο διάλογος ρέει πλούσιος, η αγριότητα προχωρά με μετριοπάθεια, ενώ οι τόνοι, καθώς και τα ντεσιμπέλ ηχορρύπανσης (πιστολίδι, μπουνίδι και κυνηγητά αυτοκινήτων) είναι χαμηλά, σε σχέση πάντα με τις παραγωγές του είδους. Στην ταινία, είναι κυρίαρχες οι νότες ανθρωπιάς, αλληλεγγύης αλλά κυρίως αηδίας για ένα σύστημα που έχει εγκλωβίσει τους πάντες... επίσης πολλά τα κοντινά πλάνα που καδράρουν τα εσωτερικά αδιέξοδα. Εξυπακούεται ότι το οργισμένο αυτό θρίλερ δεν αποτελεί «επανάσταση» στο είδος, αλλά, σε επίπεδο προθέσεων και προσπάθειας, αξίζει μια κάποια προσοχή...

Το σενάριο εμπνευσμένο από αληθινό γεγονός. Ενας (αθώος) 19χρονος νεαρός συλλαμβάνεται επ' αυτοφόρω για κατοχή ναρκωτικών και κινδυνεύει με 10 χρόνια φυλάκισης. Ο πατέρας του, που τώρα πια ζει με την καινούργια του οικογένεια, είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να αποδείξει την αθωότητα του παιδιού του. Ερχεται σε συμφωνία με τις υπηρεσίες δίωξης ναρκωτικών που τον βάζουν μπροστά στο δίλημμα: Μου δίνεις σου δίνω, αλίμονο. Για «σκόντο» στην ποινή του γιου, η υπηρεσία ζητά σαν αντάλλαγμα τη συνεργασία του πατέρα. Του ζητούν να διεισδύσει στις τάξεις του εχθρού, ενός ισχυρού μεξικάνικου καρτέλ ναρκωτικών, ώστε να γίνει κατορθωτή η σύλληψη του μεγάλου αφεντικού.

Το στιλ της ταινίας, παρά την πολύ κοινότοπη ιδέα της «διείσδυσης» σε καρτέλ ναρκωτικών, δεν είναι σίγουρα αυτό του Ντουέιν Τζόνσον, του σήματος κατατεθέντος των κλισέ ταινιών δράσης. Ο Τζόνσον εδώ, σε ρόλο «πατέρα κουράγιο», δεν είναι υποχρεωμένος να τριγυρνά με γυμνό το μυώδες στέρνο του. Μπορεί ο ρόλος του να τον κάνει να κοιτάζει τον εαυτό του αυτάρεσκα, αλλά ακόμα κι αν έχει υποκριτικές δυνατότητες, δεν είναι ακόμα ηθοποιός ... Οταν μιλά στο τηλέφωνο, είναι προφανές ότι στην άλλη άκρη του σύρματος δεν υπάρχει κανένας...

Η ταινία του Βο τραβά σε μάκρος χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ιδιαίτερα όταν δε στέκεται στη δυναμική και το βάθος που αναπτύσσεται σε σημεία του (ακρωτηριασμένου οικογενειακού δράματος) σεναρίου, αλλά στρατεύεται στο μέτωπο της κοινωνικής κριτικής που αρθρώνεται σε πληθώρα επιπέδων με σημαντικότερο εκείνο της καταγγελίας των ναρκωτικών ουσιών, όπως επίσης και της αμερικάνικης νομοθεσίας που προβλέπει βαριές ποινές για όσους συλλαμβάνονται για κατοχή ναρκωτικών. Κανένας στην ταινία δε θέλει τα ναρκωτικά εκτός από τους εμπόρους των καρτέλ που θησαυρίζουν απ' αυτά.

Παίζουν: Ντουέιν Τζόνσον, Ναντίν Βελάσκεζ, Σούζαν Σάραντον, Μελίνα Κανακαρίντις, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).

ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΜΑΤΕ
D.O.A. Κυνηγώντας το δολοφόνο μου

-- Θέλω να καταγγείλω μια δολοφονία... λέει αποκαμωμένος ο άνδρας που κατάφερε με κόπο να φθάσει στο γραφείο του αστυνομικού επιθεωρητή. -- Ποιος δολοφονήθηκε; ρωτά ο καθισμένος πίσω από το γραφείο αστυνομικός. -- Εγώ... απαντά ο άνδρας, δίνοντας το έναυσμα στη γραμμική «φλας μπακ» διήγηση της ιστορίας του από την αρχή... Κλασική ταινία του είδους φιλμ νουάρ, ή μάλλον, πιο συγκεκριμένα, μιας θεματικής συνιστώσας - από τις πολλές που συγκροτούν το είδος. Εκείνης του «νουάρ - εφιάλτη». Η εν λόγω ενότητα περιλαμβάνει συνήθως ιστορίες στις οποίες ολόκληρη η ζωή του κεντρικού ήρωα αποσυντίθεται μπροστά στα μάτια του και αυτός, σαν ψάρι έξω από το νερό, κοιτά αβοήθητος το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Ο «εφιάλτης» πολύ συχνά συνδυάζεται και με αγώνα κατά του χρόνου, ώστε να προληφθεί το κακό προτού προφθάσει να τελεσθεί αμετάκλητα...

Συναρπαστικά διαφορετική ταινία, όσο και ο τίτλος του πρωτότυπου... «D.O.A.» ήτοι «Dead on Arrival», δηλαδή «Νεκρός κατά την άφιξη»! Το 3ο φιλμ του πολωνικής καταγωγής εξαίρετου διευθυντή φωτογραφίας Ρούντολφ Ματέ θεωρείται από τα πλέον καινοτόμα και ανατρεπτικά «νουάρ». Είδος που άνθισε κατά τις δεκαετίες 1940 - '50, με το φόνο - απαραίτητο δομικό στοιχείο του παιχνιδιού... Οι σκοτεινές θρίλερ ιστορίες ξετυλίγονται σε αστικά κέντρα φανταχτερών μεγαλουπόλεων, όπως της Ν. Υόρκης ή του Λος Αντζελες - πόλη που μετατράπηκε σε φανταστική νουάρ «περσόνα» - σε περιβάλλον με απειλητικές σκιές, με τον κίνδυνο και τον κυνισμό να παραμονεύουν πίσω από κάθε γωνιά. Σκληροτράχηλοι οι γοητευτικοί ντετέκτιβ, χωρίς αναστολές, έτοιμοι να παρακάμψουν κάθε νόμιμο και ηθικό όριο αρκεί να πετύχουν τη δουλειά τους και μοιραίες οι γυναίκες που διαθέτουν τη δύναμη να εξωθούν, με υπαινιγμούς για ερωτικές υποσχέσεις, τους άνδρες στο έγκλημα... Το νουάρ είναι στιλ και ύφος, είναι ασπρόμαυρη φωτογραφία που ανέδειξε τη διαφθορά και τη βρωμιά του αμφιλεγόμενου ηθικά κόσμου σε όλη του τη δόξα.

Στην ταινία του Ματέ με δράση που κλιμακώνεται συνεχώς δραματικά και από τις προδιαγραφές του φιλμ νουάρ περιγράφεται ένας δηλητηριασμένος άνθρωπος που κυνηγά με φρενήρη ρυθμό το δολοφόνο του μια που του απομένουν μόνο 24 ώρες ζωής. Ο ήρωας ονομάζεται Φρανκ Μπίγκελοου, είναι μικροασφαλιστής με δικό του γραφείο και ανακαλύπτει ότι τον έχουν ήδη δηλητηριάσει ρίχνοντας κάποια τοξική ουσία στο ποτό του σε ένα τζαζ κλαμπ. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο Φρανκ πρέπει να ανακαλύψει το δολοφόνο του, την αιτία της πράξης του αλλά και το αντίδοτο για να σώσει τη ζωή του...

Παίζουν: Εντμοντ Ο' Μπράιαν, Πάμελα Μπρίτον, Λούθερ Αντλερ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1950).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ