Με προσφυγή στη Δικαιοσύνη απειλεί ο Α. Τσοχατζόπουλος για τα όσα κατέθεσε χτες ο Ν. Χατζηνικολάου
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Ν. Χατζηνικολάου κατέθεσε πως είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι στον Α. Τσοχατζόπουλο κατέληξε μέρος από τις μίζες που διακινήθηκαν για τη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού, όπως ανέφερε, ο στενός συνεργάτης του πρώην υπουργού Γ. Μπέλτσιος ήταν πληρεξούσιος της γερμανικής εταιρείας «Ferostaal», η οποία ήταν μια από τις εταιρείες που πήρε μέρος στη συμφωνία για τα υποβρύχια.
Για το ρόλο του ΚΥΣΕΑ, είπε ότι οι συνεδριάσεις του για το συγκεκριμένο θέμα «ήταν ανέφελες» και κανένα μέλος του δεν έφερε αντίρρηση στις αποφάσεις που πάρθηκαν, ενώ ζήτησε να διερευνηθεί η υπόθεση και στη μετά Τσοχατζόπουλο εποχή. Ο Ν. Χατζηνικολάου είπε ότι κατά τις πληροφορίες του οι Γερμανοί ανησυχούσαν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα υπαναχωρούσε από τη σύμβαση μετά την αποχώρηση του Α. Τσοχατζόπουλου από το υπουργείο, αλλά η επόμενη κυβέρνηση δεν προχώρησε σε τέτοιες ενέργειες.
Ο Τ. Τέλογλου, μετά την κατάθεσή του, δήλωσε ότι δεν ξέρει εάν ο Α. Τσοχατζόπουλος πήρε μίζες, αλλά είπε ότι το γερμανικό κατηγορητήριο που σχηματίστηκε μετά τις απολογίες στελεχών της κοινοπραξίας που κατασκεύασε τα υποβρύχια, κάνει λόγο για δωροδοκία αξιωματούχων σε χώρα - μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και πρόσθεσε ότι από τις 246 σελίδες του γερμανικού κατηγορητηρίου, οι 220 αναφέρονται στην Ελλάδα.
Ο Α. Τσοχατζόπουλος, σχολιάζοντας τα όσα αποδίδονται στον Ν. Χατζηνικολάου και την κατάθεσή του, τον χαρακτηρίζει «εκδότη - επιχειρηματία της ενημέρωσης», κάνει λόγο για «βόρβορο λάσπης με ασύστολα ψεύδη» και σημειώνει ότι μόλις λάβει γνώση την πρακτικών της κατάθεσης θα προσφύγει στη Δικαιοσύνη.
Στο μεταξύ, ενόψει της σημερινής συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής του πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής για το σκάνδαλο της «ΖΗΜΕΝΣ», ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης έστειλε στους βουλευτές πολυσέλιδο κείμενο, με το οποίο αρνείται κάθε εμπλοκή στο σκάνδαλο. Ο πρώην πρωθυπουργός διαψεύδει ότι γνώριζε τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της «ΖΗΜΕΝΣ ΕΛΛΑΣ» Μ. Χριστοφοράκο. Ισχυρίζεται ότι στην επιλογή κάποιων συνεργατών του έγιναν και λάθη, αλλά δεν αναφέρεται ονομαστικά ούτε στον Τ. Μαντέλη, ούτε στον Θ. Τσουκάτο, οι οποίοι παραδέχτηκαν ότι πήραν λεφτά από τα μαύρα ταμεία της «ΖΗΜΕΝΣ».
Υπερασπίζεται ακόμα τις προγραμματικές συμβάσεις, με τις οποίες έγιναν απευθείας αναθέσεις και στην «ΖΗΜΕΝΣ», λέγοντας ότι έγιναν για να ενισχυθούν οι εγχώριες βιομηχανίες, να βελτιωθεί η τεχνολογία, να αυξηθεί η απασχόληση και να δοθεί δουλειά σε πολλές μικρές επιχειρήσεις που είχαν βοηθητικό ρόλο. Σχετικά με την προμήθεια του διαβόητου συστήματος ασφαλείας για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας - το οποίο δε λειτούργησε ποτέ - είπε ότι εάν δεν προχωρούσε η προμήθειά του «οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δε θα συμφωνούσαν στη διεξαγωγή των Ολυμπιακών στην Αθήνα».
Καταλήγει, λέγοντας ότι ο ίδιος «κατήγγειλε όσους από την ελληνική πλευρά πήραν χρήματα, είτε από ασυγχώρητη επιπολαιότητα, είτε παραβλέποντας τις νομικές και ηθικές υποχρεώσεις τους».
Ταυτίζει τους λαϊκούς αγώνες με την «τυφλή βία» (!) και ζητάει αλλαγές μέσω εκλογών
Τους «ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού» ενοχοποίησε για την κρίση ο πρόεδρος του ΣΥΝ και μαζί τους τις τράπεζες και την «αποτυχία» και «ακαμψία» του «ευρωπαϊκού νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης», για να αφήσει στο απυρόβλητο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που νομοτελειακά παράγει και αναπαράγει κρίσεις, ανεξάρτητα από τη μορφή διαχείρισης.
Μιλώντας στην Κω, ο Αλ. Τσίπρας προσήψε στην κυβέρνηση «ασχετοσύνη», «νευρική κρίση» και «νεοφιλελεύθερο φανατισμό», φιλοτεχνώντας τη βολική για το σύστημα εικόνα μιας κυβέρνησης που σπαράσσεται από ανικανότητα και όχι από συνειδητή υπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, καλλιεργεί την αυταπάτη ότι μια άλλη διαχείριση μπορεί να φέρει αποτέλεσμα υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, κοροϊδεύοντας το λαό ότι σήμερα είναι αρκετή μια αλλαγή στο επίπεδο της διακυβέρνησης για να αλλάξουν τα πράγματα προς όφελος του λαού. Στο ίδιο πνεύμα, καταλόγισε στην κυβέρνηση ότι η πολιτική της «ξεπερνά το Σύνταγμα και τους δημοκρατικούς θεσμούς».
Σε ό,τι αφορά τους λαϊκούς αγώνες, τάχθηκε υπέρ του «δημοκρατικού δρόμου» αντί του «κοινωνικού χάους και της τυφλής βίας», θεοποιώντας τις εκλογές και ταυτίζοντας προκλητικά το λαϊκό κίνημα με την τυφλή βία. Οπως είπε χαρακτηριστικά, «εμείς εξαρχής υπεραμυνόμαστε του δημοκρατικού δρόμου και καλούμε την κυβέρνηση να δώσει δημοκρατική διέξοδο στην κρίση, προσφεύγοντας στη λαϊκή ετυμηγορία».
Ο Αλ. Τσίπρας παρουσίασε και την ΕΕ περίπου σαν θύμα, λέγοντας πως το «μονεταριστικό μοντέλο» της «επιβλήθηκε» κι ακόμα πως «τα κυρίαρχα οικονομικά δίκτυα, με βασικό πολιτικό εκφραστή τη γερμανική κυβέρνηση, επιλέγουν να ρίξουν μια μια τις ευρωπαϊκές χώρες στον γκρεμό». Κρύβει από το λαό την ενιαία αντιλαϊκή στρατηγική της ΕΕ και αναπαράγει τα ιδεολογήματα περί «κατοχής» και υποτέλειας, για να βγάλει λάδι την ντόπια αστική τάξη, η θέση της οποίας καθορίζεται από την ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη.
Κατά τα άλλα, ο Αλ. Τσίπρας πρότεινε ξανά «δημοψήφισμα για το σύμφωνο για το ευρώ» σε όλες τις χώρες, συμπληρώνοντας πως «δεν μπορεί μια τέτοια ανατροπή στην ευρωπαϊκή πορεία να προωθηθεί χωρίς να τεθεί υπό την έγκριση των λαών». Ο ΣΥΝ παρουσιάζει το «σύμφωνο για το ευρώ» αποσπασμένο από τη συνολικότερη στρατηγική της ΕΕ και ταυτόχρονα υπερτονίζει μια διαδικασία, όπως το δημοψήφισμα, για την οποία είναι γνωστή η ικανότητα της ΕΕ να ελίσσεται και να την ξεπερνάει σε βάρος του λαού, όπως έκανε στην περίπτωση των δημοψηφισμάτων για το λεγόμενο ευρωσύνταγμα.
ΛΕΥΚΩΣΙΑ.--
Στις 4 Ιούλη προγραμματίστηκε η συνάντηση του ΓΓ του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Δημήτρη Χριστόφια και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ντερβίς Ερογλου, με θέμα το Κυπριακό. Την ανακοίνωση έκανε χτες ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά τη συνάντησή του με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, στο πλαίσιο των απευθείας συνομιλιών κατά την οποία κατατέθηκε η ελληνοκυπριακή πρόταση σχετικά με τις αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής αστυνομίας και της κοινής Αρχής Διερεύνησης. Διευκρινίζοντας τη θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς σχετικά με το οποιοδήποτε ενδεχόμενο για σύγκληση διεθνούς διάσκεψης, τόνισε ότι «θα πρέπει να ωριμάσουν και να γίνουν ζωή και πράξη μόνο στην περίπτωση κατά την οποία είμαστε κοντά σε συμφωνία πάνω σε όλα τα άλλα θέματα των εσωτερικών πτυχών».