ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Μάη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο ΜΑΣΤΡΟ-ΜΕΛΕΤΗΣ

Γρηγοριάδης Κώστας

Χαράματα και σήμερα σηκώθηκε ο Μαστρομελέτης ο Πρίφτης, ένας θεόχτιστος εξηντάρης οικοδόμος, αλλά ένιωθε αδιάθετος. Δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του. Αυτή - η κυρά - Λένη - έτρεξε στην κουζίνα να ετοιμάσει τον καφέ του, την πλαστική σακούλα με το κολατσιό του και την από καραβόπανο τσάντα με τα εργαλεία του.

Ο μαστρο-Μελέτης πλύθηκε και ντύθηκε, χωρίς κέφι, και ρούφηξε ανόρεχτα τον καφέ του. Η κυρά - Λένη κατάλαβε και ανησύχησε. «Κάτσε, άντρα μου, σήμερα να ξεκουραστείς». Την κοίταξε και σήκωσε το κεφάλι και τα φρύδια του. «Δεν έχω τίποτα, θα περάσει».

Εστρεψε τα βήματα του κατά την εξώπορτα. Η κυρά - Λένη έτρεξε στη γλάστρα της και γυρίζοντας, μαζί μ' ένα χαμόγελο, του 'δωσε κι ένα κόκκινο γαρίφαλο.

Το πήρε και τράβηξε το δρόμο του, για τον ηλεκτρικό σταθμό του Αη Νικόλα. Παραξενεύτηκε που το βάδισμά του δεν ήταν σταθερό. Δεν είχε αρρωστήσει ποτές του σε τέτοιο σημείο και γι' αυτό μπήκε σε σκέψεις. Σίγουρα σήμερα δεν έπρεπε να πάει στη δουλιά, αλλά η ανεργία τον έχει σμπαραλιάσει. Κάθε μέρα πηγαίνει στο πεζοδρόμιο της Δημαρχίας της οδού Αθηνάς να πουλήσει τη μαστοριά και τη δύναμη του και γυρνάει σπίτι άπρακτος.

Οι οικοδομές έχουν λιγοστέψει κι αυτές που κατασκευάζονται, οι εργολάβοι προτιμούν τους νέους για δουλιά, κι αυτός έχει τόσο μεγάλη ανάγκη για επιβίωση. Η κυρά - Λένη είναι φιλάσθενη, δεν μπορεί να βοηθήσει. Κουτσοπερνάνε με τα περιοδικά μεροκάματα της χάσης και της φέξης. Να, καληώρα, όπως χτες έκλεισε μια συμφωνία με έναν, που έχει σπίτι στο Μοσχάτο και χρειάζεται κάτι μερεμέτια. Ευτυχώς, που σε λίγους μήνες συμπληρώνει τα χρόνια του και θα πάρει σύνταξη απ' το ΙΚΑ.

Σε μια στιγμή διαπιστώνει πως βάρυναν τα βήματά του, γοργοχτυπάει η καρδιά και κοντανασαίνει. Στη γωνιά του δρόμου κοντοστέκεται, κάθεται κάτω και ακουμπάει την πλάτη του στον τοίχο για να συνέλθει. Ψευτοχαμογελάει και προσπαθεί να δώσει κουράγιο στον εαυτό του μουρμουρίζοντας: «Αϊντε ρε Μέλέτη, ξεκίνα! Μη φοβάσαι. Τι διάολο, έφαγες όλο το γάιδαρο, στην ουρά θα κομπιάσεις; Λίγους μήνες ακόμα και θα πάρεις σύνταξη πλήρη. Και ποιος σε πιάνει μετά... θα τα παρατήσεις όλα και θα πας στο χωριό σου, να χαρείς τις ομορφιές του. Θα κοπανάς και τα ουζάκια σου κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια της πλατείας, μαζί με τους παλιόφιλους. Θα πάρεις κι ένα κομπολόι που θα χαϊδεύει τ' αυτιά με τις κεχριμπαρένιες χάντρες του τοκ, τοκ, τοκ. Α! Ολα κι όλα! Οχι μονάχα κομπολόι και ουζάκια! Θα πάρεις και τα εργαλεία σου στο χωριό, γιατί όλο και κάποιο μερεμέτι θα χρειάζεται το πατρικό σπιτάκι, όλο και κάτι - έτσι για μεράκι - θα βοηθάς τους φίλους. Δε θα 'χεις το άγχος του πρωινού εγερτηρίου, αφού για εκδίκηση θα το 'χεις σπάσει το ρολόι, θα ξεχάσεις την κούραση της οικοδομής, τα κρύα, τα λιοπύρια. Δεκάδες μέγαρα έχεις χτίσει - θα μου πεις, ποια είναι τα καζάντια σου; Πού είναι η δική σου η καμαρούλα; Μα, τι καμαρούλα μου λες. Τότε δεν υπήρχαν τέτοιες πολυτέλειες. Εμείς μέναμε με το νοίκι στα υπόγεια - μεροδούλι μεροφάι - και με τα χεράκια μας, τούβλο τούβλο, χτίζαμε διαμερίσματα για να μένουν οι άλλοι.

Μετά καταλάβαμε την εκμετάλλευση και την αδικία που μας γινόταν και συσπειρωθήκαμε και αρχίσαμε σκληρούς, αλλά ωραίους αγώνες. Υπομνήματα, διαμαρτυρίες, απεργίες, απολύσεις, σπάσιμο κεφαλιών... Στο τέλος όμως νικήσαμε. Καλυτερέψαμε τις θέσεις μας. Καταργήσαμε το πρωί και τ' απόγιομα της οικοδομής, λιγοστέψαμε το σαρανταοχτάωρο της βδομάδας, αυξήσαμε τα μεροκάματα, αποκτήσαμε δύναμη, αυτοπεποίθηση...

Με τις σκέψεις αυτές έλαμψαν για λίγο τα μάτια του μαστρο-Μελέτη κι ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλια του. Σηκώθηκε και άρπαξε την τσάντα του, μα δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα. Η τσάντα του 'φυγε απ' τα χέρια, έκανε ένα κρακ, στο ρείθρο του πεζοδρομίου κι έγειρε στο δρόμο. Ο ματρακάς, το καλέμι, το μυστρί και το κολατσιό βγήκαν από την τσάντα. «Ωχ! Τι ζάλη ήταν αυτή που μου 'ρθε;» είπε ξεψυχισμένα. Ενιωθε να φεύγει η ζωή από μέσα του. Γύρισε αργά τα μάτια του και είδε κάποιον που ερχόταν, αλλά ήταν μακριά. Εβαλε τα δυνατά του να φωνάξει, αλλά μόλις ακουγόταν. «Βοήθεια-βοήθ...». Αυτός ο κάποιος (ήταν μια γυναίκα) περνώντας, είδε ξαπλωμένο έναν άνθρωπο δίπλα σε μια καραβοπανένια τσάντα, με σκόρπια εργαλεία. Στο λιγοστό φως διέκρινε μια ταλαιπωρημένη, αλλά γαλήνια, συμπαθητική μορφή.

Στο δεξί του χέρι κρατούσε σφιχτά ένα μυστρί και στο αριστερό του, ακόμα σφιχτότερα, ένα κατακόκκινο γαρίφαλο. Τηλεφώνησε στην Αμεση Δράση.

Στα γεγονότα του 24ώρου οι εφημερίδες της άλλης μέρας έγραφαν στα ψιλά: «Χθες το πρωί στις 5.10, στη γωνία των οδών Μιχαήλ Βόδα και Πυρσόγιαννης, βρέθηκε νεκρός ο Μελέτης Πρίφτης, 60 χρονών. Ο θάνατός του προήλθε από ανακοπή καρδιάς».


Της
Μάγδας ΤΣΟΥΤΣΙΚΑ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ (Μάγδα Τσούτσικα)

Η Μάγδα Τσούτσικα δεν είναι επαγγελματίας συγγραφέας. Γράφει, όμως, τακτικά, πεζά κείμενα, ποίηση, διηγήματα. Είναι μια γυναίκα ευαίσθητη, καλλιεργημένη. Μια γυναίκα απλή, καθημερινή. Μόνο που έχει την ικανότητα να «διακοσμεί» την καθημερινότητά της γράφοντας, εκεί στη Λίμνη της Εύβοιας όπου κατοικεί.

.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ