ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 13 Απρίλη 2019 - Κυριακή 14 Απρίλη 2019
Σελ. /40
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμουελ Μπέκετ

Για έναν καλλιτέχνη η μόνη δυνατή πνευματική εξέλιξη

βρίσκεται στην αίσθηση του βάθους.

Η καλλιτεχνική διάθεση δεν είναι επέκταση, είναι συστολή.

Και η τέχνη είναι η αποθέωση της μοναξιάς.

Δεν υπάρχει επαφή, επειδή δεν υπάρχουν μέσα επαφής.

Σάμουελ Μπέκετ.

Ο Σάμουελ Μπέκετ, γιος ενός επιτηρητή τοπογράφου, γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1906. Προέρχεται από την προτεσταντική, ιρλανδέζικη μεσοαστική τάξη, και παρόλο που αργότερα έχασε την πίστη του ανατράφηκε «σχεδόν σαν Κουάκερος», όπως κάποτε είπε ο ίδιος.

Τα έργα του χαρακτηρίζονται από έναν βαθύ υπαρξιακό προβληματισμό, που αποδίδεται σε αυτά με τρόπο μοναδικό. Μέσα από τις παύσεις, η σχεδόν φυσική και τυχαία ροή των λέξεων, λέξεις γυμνές χωρίς στολίδια, σκέψεις και έννοιες αόριστες, σαν την ωμή πραγματικότητα, η έννοια του χρόνου, η αναμονή, η ακινησία των χαρακτήρων του, η αβεβαιότητα και η τραγικότητα των χαρακτήρων, μέσα από το πρίσμα του γκροτέσκο, προσέδωσαν στα έργα του το παράδοξο, την έννοια του «παράλογου». Εννοια που ορίζει το παράλογο της ύπαρξής μας, την απόγνωση και την απελπισία μας μπροστά στο γεγονός της γέννησης και του θανάτου.

Ο Μάρτιν Εσλιν γράφει: «Το θέατρο του παραλόγου μοχθεί να εκφράσει τη δικιά του αίσθηση για τη χωρίς νόημα ανθρώπινη ύπαρξη και την ανεπάρκεια ορθολογιστικής προσέγγισης, με μια ειλικρινή εγκατάλειψη κάθε ορθολογιστικής επινόησης κι επαγωγικού συλλογισμού».

Ο Μπέκετ υπήρξε μανιώδης σκακιστής. Υιοθέτησε την ίδια τεχνική όχι μόνο στα έργα του αλλά και στη ζωή του. Επεξεργαζόταν τα κείμενά του, βασανιστικά, μέχρι να μπορέσει να αποδώσει το καλύτερο αποτέλεσμα. Ζούσε διαρκώς σ' έναν κόσμο αέναης αμφισβήτησης, προσπαθώντας να ανασύρει μέσα από την πραγματικότητα το όραμα του παραλογισμού και της αβεβαιότητας. Παραλογισμός στα πάντα, ακόμα και στα πράγματα που έχουν αποκτήσει την οριστική τους μορφή. «Και τι άλλωστε είναι πιο δυνατό και συναρπαστικό από την αμφιβολία της αμφισβήτησης», θα πει ο ίδιος.

Ο πίνακας του Gaspar David Friedrich, «Δύο άνθρωποι που ατενίζουν το φεγγάρι», τον ενέπνευσε για να γράψει το «Περιμένοντας τον Γκοντό».

Ο Βλαδίμηρος (Κωνσταντίνος Γώγουλος) και ο Εστραγκόν (Χρήστος Κοντογεώργης) περιμένουν τον Γκοντό. Απλώς περιμένουν κάποιον που θα τους αλλάξει τη ζωή, τίποτα όμως δεν γίνεται. Και οι δύο μαζί, ο Διανοούμενος Βλαδίμηρος και ο Ενστικτώδης Εστραγκόν, είναι ένας αρχέγονος άνθρωπος.

Στη σκηνή εισβάλλουν ο Πότζο (Εβελιν Ασουάντ) και ο Λάκι (Ελλη Ιγγλίζ), δύο επίσης περιπλανώμενοι. «Το Αφεντικό και ο Δούλος». Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Στην παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό», σε σκηνοθεσία Σάββα Στρούμπου, είδαμε μια ενδιαφέρουσα καινούργια, αξιόλογη ματιά πάνω στο έργο του Μπέκετ. Πιστή στις σκηνικές οδηγίες του Μπέκετ, η δραματική κατάσταση βρισκόταν στο οπτικό πεδίο. Ο Σάββας Στρούμπος εμβάθυνε με τρόπο αποκαλυπτικό σε μας, βάζοντάς μας στο παιχνίδι, τόσο με τον, άψογο από τους ηθοποιούς, λεκτικό κώδικα του συγγραφέα, με κωμικό τρόπο, όσο και με σημειολογικά στοιχεία, όπως παύσεις, η μουσικότητα που παραγόταν από τις φωνές των ηθοποιών καθώς και από την κίνησή τους, δίνοντάς μας την απόγνωση και την απελπισία των χαρακτήρων των ηρώων και της ζωής.

Η μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη ζωντανή και καθαρή. Οι φωτισμοί (Κώστας Μπεθάνης) ήταν εξαιρετικοί και ενισχυτικοί στη γραμμή του έργου. Το σκηνικό (Χαράλαμπος Τερζόπουλος και Απόστολος Ζερβεδάς) λιτό, υπογραμμίζοντας και αυτό τη γύμνια και την ερημιά των μπεκετικών ηρώων και της πραγματικότητας.

Ηθοποιοί και σκηνοθέτης δούλεψαν με προσήλωση απέναντι στο κείμενο και στο ύφος του συγγραφέα και απέδωσαν με επιτυχία το ζητούμενό τους.

Ο Μπέκετ είχε πει, «για μένα το θέατρο δεν είναι ηθικός θεσμός κατά την έννοια του Σίλερ. Δεν θέλω μήτε να καθοδηγήσω μήτε να βελτιώσω μήτε να απομακρύνω τους ανθρώπους από την ανία. Θέλω να φέρω την ποίηση στη δραματουργία», μια ποίηση που πέρασε μέσα από το κενό και κάνει μια καινούργια αρχή σε έναν καινούργιο χώρο. Σε αυτόν το δρόμο βαδίζει ο Σάββας Στρούμπος.


«Η φαλακρή τραγουδίστρια» του Ευγένιου Ιονέσκο

Τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που τα πάντα είναι σε κρίση. Ο Ιονέσκο σχολιάζει και παρουσιάζει στα έργα του το παράλογο, το αδιανόητο και το παράδοξο από την καθημερινή τρέλα της πραγματικότητας. Το έργο παρουσιάζεται το 1950 (ορόσημο για την εμφάνιση ενός νέου θεάτρου στη Γαλλία - «το θέατρο της γελοιότητας» - «theatre de derision»).

Ο όρος «θέατρο του παραλόγου» καθιερώνεται μετά το 1960. Είναι το πρώτο έργο του Ιονέσκο, το οποίο βασίστηκε σε μέθοδο εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, που είχε ξεκινήσει ο ίδιος. Οταν πρωτοπαρουσιάστηκε είχε μεγάλη αποτυχία. Δόθηκαν μόνο 21 παραστάσεις. Οι θεατές αποχωρούσαν, χτυπώντας τις καρέκλες και έγιναν επιστροφές εισιτηρίων. Το 1952 ανεβαίνει και πάλι η παράσταση, αυτήν τη φορά με λίγο καλύτερη αποδοχή από το κοινό. Από το 1957 παίζεται συνέχεια.

Ο τίτλος του έργου καθιερώθηκε από λάθος ηθοποιού, στις δοκιμές. Στην αρχή είχε άλλους τίτλους, όπως «Γαλλικά χωρίς κόπο», «Η εγγλέζικη ώρα», «Η ώρα των Αγγλικών».

«Το έργο διαδραματίζεται σε ένα τυπικό αγγλικό σαλόνι, ενός τυπικού αγγλικού ζευγαριού, του κυρίου και της κυρίας Σμιθ, όταν ένα απόγευμα εισβάλλει ξαφνικά το φιλικό ζευγάρι Μάρτινς, το οποίο μαζί με την υπηρέτρια του σπιτιού και έναν πυροσβέστη φροντίζουν για τη διατάραξη της αγγλικής φλεγματικής ηρεμίας τους» (σημ. από το πρόγραμμα).

Φαινομενικά δεν υπάρχει κανένα θέμα (αντι-θεματικό), δεν είναι εμφανής η ιδεολογική πρόθεση του συγγραφέα (αντι-ιδεολογικό), τα πρόσωπα δεν υπακούν σε καμιά ψυχολογική κατάσταση (αντι-ψυχολογικό, αντι-φιλοσοφικό, αντι-αστικό, αντι-βουλεβαρτικό).

Είδος χαοτικού έργου που παρουσιάζει το μικρόκοσμο της κοινωνίας, όχι ως αναπαράσταση του κόσμου, αλλά σαν να είναι η παράσταση του ίδιου του κόσμου.

Σε αυτό το έργο παρατηρούμε ότι η δράση εξελίσσεται σε αλλεπάλληλους επαναλαμβανόμενους κύκλους. «Χαϊδέψτε έναν κύκλο και θα γίνει φαύλος» (Ιονέσκο). Η γλώσσα μετατρέπεται σε θραύσματα λόγου, όπου μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αντιστοιχία στα προβλήματα και τις καταστάσεις, που δημιουργούν το χάος της καθημερινότητας των ανθρώπων.

Η παράσταση, που παίζεται στη β΄ σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Μαρίας Ξανθοπουλίδου, ήταν πολύ κοντά στο να δημιουργήσει την εικόνα της επιτυχημένης. Δεν βοήθησε σε αυτό και η μετάφραση (Αλέξανδρος Μυλωνάς, Κ. Αλέξης Αλάτσης) του έργου που σε αρκετά σημεία ήταν παραπάνω καθημερινή και πεζή από αυτό που χρειαζόταν. Ο «λόγος» στο θέατρο του παραλόγου είναι το κυρίαρχο στοιχείο που δημιουργεί τη φόρμα και το ύφος της παράστασης. Τα σκηνικά (Αριάδνη Βοζάνη) λιτά, τα κοστούμια υπαινικτικά. Η κίνηση (Κατερίνα Φωτιάδη) ήταν πολύ βοηθητική για την παράσταση, τονίζοντας την επαναληπτικότητα και το γκροτέσκο στοιχείο του Ιονέσκο. Οι φωτισμοί «αδύναμοι», όχι γι' αυτό το είδος θεάτρου.

Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς απέδωσε πολύ καλά το ρόλο του κυρίου Σμιθ, αν και αρκετές φορές χρησιμοποιούσε έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο. Η Φαίη Ξυλά έπειθε με την εμφάνισή της ως τυπική Αγγλίδα αστή και κράτησε με συνέπεια το ρόλο της. Η Ευγενία Αποστόλου και ο Σωκράτης Πατσίκας έφτιαξαν ένα απολαυστικό ζευγάρι. Η Σοφιάννα Θεοφάνους πολύ ρεαλιστική και αργή, ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος θα μπορούσε να προσθέσει στον πυροσβέστη ένα πιο αποστασιοποιημένο ύφος με μεγαλύτερη ένταση.

Θεωρώ ότι παραστάσεις τέτοιων ανατρεπτικών και πρωτοποριακών συγγραφέων, όπως ο Ιονέσκο, χρειάζονται μια ριζοσπαστική αντίληψη ως προς το ανέβασμα, με πιο τολμηρό και γρήγορο παίξιμο, για να μπορέσει να αναδυθεί το τραγικό στοιχείο μέσα από την κωμικότητα των ασύνδετων και ακατανόητων διαλόγων των έργων του. Ο ρυθμός και το γκροτέσκο στοιχείο είναι καθοριστικής σημασίας γι' αυτό το είδος θεάτρου. Η παράσταση ήταν αρκετά «κανονική», για τη γελοιότητα της κοινωνικής κανονικότητας.

Μία ευχάριστη ωστόσο παράσταση.


ΡΩΞΑΝΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ