ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Απρίλη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Σχετικά με την ανάπτυξη της «εθνικής οικονομίας»

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στο γεγονός ότι όπως κάθε κοινωνία, έτσι και ο καπιταλισμός, εξελίσσεται με δικούς αντικειμενικούς εσωτερικούς νόμους, ανεξάρτητους από τη θέληση των ανθρώπων που δρουν όμως διά μέσου της δράσης των ανθρώπων. Για παράδειγμα, ο νόμος της υπεραξίας είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Οι καπιταλιστές παράγουν για να αποσπούν ολοένα και μεγαλύτερη μάζα υπεραξίας και όχι για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Επομένως, η πολιτική που ασκείται στον καπιταλισμό, επιδιώκει την αναπαραγωγή των υλικών όρων ύπαρξης της κοινωνίας, δηλαδή των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, υπηρετεί τους εσωτερικούς δικούς του αντικειμενικούς νόμους ανάπτυξης, προκειμένου να αναπαράγεται το κεφάλαιο. Αρα η καπιταλιστική ανάπτυξη συνοδεύεται από την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και των φορέων τους. Εχει σημασία αυτό το ζήτημα, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, αφ' ενός γιατί δε γίνεται πάντα κατανοητό, αφ' ετέρου γιατί η αστική τάξη επιδιώκει τη συγκάλυψή του, ως ένα από τα μέσα που συμβάλλουν στη διατήρηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, παρουσιάζοντας την ανάπτυξη του καπιταλισμού, ως ουδέτερη ταξικά διαδικασία, η οποία ωφελεί και την αστική τάξη και την εργατική τάξη, προβάλλοντας το ζήτημα της ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας με τον όρο «εθνική ανάπτυξη».

«Η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της προβάλλουν τον όρο "ανάπτυξη της εθνικής μας οικονομίας" και στη βάση αυτή θέλουν να υποτάξουν την εργατική τάξη στα δικά τους συμφέροντα. Το ίδιο επιδιώκουν, αναγορεύοντας ως εθνικό στόχο την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ζητούν θυσίες από τους εργαζόμενους για το λεγόμενο κοινό στόχο, η Ελλάδα να μπει στο σκληρό πυρήνα των ισχυρών χωρών, να ανεβάσει το διεθνή ρόλο της»1.

Η «ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας» βρίσκεται μόνιμα και σταθερά στο επίκεντρο της προπαγάνδας της άρχουσας τάξης, ενώ προβάλλεται με ιδιαίτερη ένταση κάθε φορά που το κεφάλαιο στην Ελλάδα θέτει στρατηγικούς στόχους, τέτοιους, που η εξασφάλισή τους του δίνει τη δυνατότητα να αναπαράγεται με καλύτερους όρους και από καλύτερες θέσεις, στα πλαίσια της περιφερειακής και διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς. Για παράδειγμα, η ένταξη στην ΕΟΚ το 1980, ονομάστηκε εθνικός στόχος. Το ίδιο και η ένταξη στην ΟΝΕ και στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα το Ευρώ, το 2001.

«Το κεφάλαιο, με βάση αναπαραγωγής του την Ελλάδα, ενδιαφέρεται να βελτιώσει τις προϋποθέσεις ανταγωνισμού του στις περιφερειακές και στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, με αύξηση της συσσώρευσης κεφαλαίου, με επίτευξη χαμηλότερων τιμών εμπορευμάτων, με εξαγωγές βιομηχανικού, εμπορικού κεφαλαίου. Μια ορισμένη εξαγωγή κεφαλαίου μπορεί να οδηγήσει σε συσσώρευση κεφαλαίου στη χώρα από την οποία γίνεται η εξαγωγή, να φέρει δευτερογενώς νέα επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής σε αυτήν. Το ερώτημα, αν και κατά πόσο θα ωφεληθεί η εργατική τάξη από μια τέτοια συγκεκριμένη εξέλιξη, απαντιέται με το χαρακτήρα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, δηλαδή της αναπαραγωγής των όρων εκμετάλλευσης, με τη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση κλπ.»2.

Ετσι, παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια, όπως εκτιμούν και τα οικονομικά επιτελεία της άρχουσας τάξης, με βάση τα στοιχεία της ίδιας της αστικής στατιστικής στην οικονομία, (αύξηση του ΑΕΠ), ή με βάση αύξηση των διαστάσεων του κεφαλαίου διαφόρων μονοπωλιακών ομίλων, τραπεζών, κατασκευαστικών εταιριών, (π.χ. εξαγορά Τράπεζας Εργασίας από τη Γιούρομπανκ, του «Μαμιδάκη» από τα ΕΛΠΕ, της ΜΕΤΚΑ από τη «Μυτιληναίος»), το κεφάλαιο στην Ελλάδα να αναπτύσσεται, αλλά ταυτόχρονα να μεγαλώνει η ανεργία, να μειώνονται οι μισθοί, να υπάρχει αδυναμία κάλυψης στοιχειωδών αναγκών της εργατικής οικογένειας σε ζητήματα Υγείας, Εκπαίδευσης, αλλά και γενικότερα διαβίωσης.

Η εξαγωγή κεφαλαίου, ως γνώρισμα του καπιταλισμού στο ανώτατο μονοπωλιακό του στάδιο, στοχεύει στην απόσπαση μεγαλύτερης μάζας κερδών από τη δράση του στις χώρες στις οποίες εξάγεται, εξασφαλίζοντας φτηνότερη εργατική δύναμη, φτηνότερες πρώτες ύλες, ενέργεια κλπ. Ταυτόχρονα, παίρνοντας μερίδιο στην καπιταλιστική αγορά μιας χώρας δημιουργεί προϋποθέσεις να δυσκολέψει τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις ή και να τις εκτοπίσει. Σ' αυτό συμβάλλει και η εξαγωγή εμπορευμάτων.

Και η Ελλάδα εξάγει κεφάλαια στις γειτονικές βαλκανικές χώρες,(Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, ΠΓΔΜ, Αλβανία) όπου βρίσκονται πολλές ελληνικές επιχειρήσεις, π.χ. (ΟΤΕ, Εθνική Τράπεζα, «Ιντρακόμ», «Ιντρασόφτ», ΤΙΤΑΝ, «Μυτιληναίος, ΦΑΓΕ, ΔΕΛΤΑ, «Ιντρακάτ» κλπ).

Η Ελλάδα είναι, επίσης, χώρα στην οποία εξάγονται κεφάλαια από ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες και εμπορεύματα. Μέσω δε αυτής της διαδικασίας, το κεφάλαιο στην Ελλάδα διαπλέκεται με το κεφάλαιο από άλλες χώρες, είτε είναι οι ΗΠΑ, είτε η Γερμανία κλπ., γεγονός που δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις εξαγωγής κεφαλαίου και εμπορευμάτων από την Ελλάδα, αλλά και τη δυνατότητα να δρα από καλύτερες θέσεις στον ανταγωνισμό. Αυτή η δυνατότητα που είναι μικρότερη για καπιταλιστικές οικονομίες σε υποδεέστερη θέση, όπως της Ελλάδας, σε σχέση με ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, οδηγεί και στις στρατηγικές επιλογές, π.χ. για την ένταξη στην ΟΝΕ.

«Η καπιταλιστική επιχείρηση ως ιδιωτικό ή κρατικό μονοπώλιο δρα σε συνθήκες ευνοϊκών θεσμικών ρυθμίσεων για διαπλοκή του ελληνικού κεφαλαίου με το διεθνικό κεφάλαιο. Ετσι, τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου δένονται ακόμα περισσότερο με το διεθνικό, τα συμφέροντα της αστικής τάξης με τα διακρατικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, με τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Οι εξαγωγές και συγχωνεύσεις ενσωματώνουν τις παραπάνω κινήσεις και συμβάλλουν στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.

Στον τομέα π.χ. των κατασκευών τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε η τάση συνένωσης των ελληνικών επιχειρήσεων μεταξύ τους με διάφορες άμεσες ή έμμεσες μορφές και με το επιχείρημα ότι ενώνονται για να είναι ισχυρές, ώστε να ανταγωνιστούν τις ξένες και να παίξουν ρόλο στην "εθνική οικονομία'" να υπηρετήσουν τους Ελληνες εργαζόμενους. Ανεξάρτητα από διαθέσεις και προθέσεις οι επιλογές αποδείχτηκαν ότι δεν είχαν σχέση με τον πατριωτισμό»3.

Συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σημαίνει αύξηση των διαστάσεων του κεφαλαίου, μέσω της εξαγοράς μιας επιχείρησης από μια άλλη ή μέσω της συγχώνευσής τους,(π.χ. η «Ελληνική Τεχνοδομική» εξαγόρασε την «Τεχνική Εταιρία Βόλου» και συγχωνεύτηκαν με την «Ακτωρ»). Οσο μεγαλύτερες είναι οι διαστάσεις του κεφαλαίου ενός μονοπωλίου τόσο μεγαλύτερες είναι οι δυνατότητες να αποκομίζει μεγαλύτερα κέρδη, να παίρνει μεγαλύτερα μερίδια στην αγορά, να εκτοπίζει ανταγωνιστές. Σημαίνει, λοιπόν, μεγαλύτερες δυνατότητες αναπαραγωγής του, σε συνθήκες ανταγωνισμού, ακόμη και σε δύσκολες συνθήκες, π.χ. ύφεσης, ή κρίσης.

Επομένως, η συγχώνευση επιχειρήσεων, δεν οφείλεται στη διάθεση των καπιταλιστών να αναπτυχθεί η εθνική οικονομία, προκειμένου να ευημερήσει η εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα, αλλά γιατί αν, π.χ. οι κατασκευαστικές εταιρίες δεν κάνουν κοινοπραξίες, αν δεν κάνουν συγχωνεύσεις, για να μεγαλώσουν οι διαστάσεις του κεφαλαίου τους, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν ομοειδείς επιχειρήσεις, που όντας σε πλεονεκτικότερη θέση παίρνουν τα μεγάλα έργα. Γιατί έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν φτηνότερες τιμές σε πρώτες ύλες, να συνάπτουν με τα αντίστοιχα μονοπώλια πιο μακροχρόνιες συμφωνίες, να αντεπεξέρχονται στις ανάγκες κατασκευής μεγάλων έργων, λόγω καλύτερης οργάνωσης της δουλιάς, καλύτερων μέσων παραγωγής κλπ.

«Η αστική πολιτική εξουσία με τη στρατηγική και τις κάθε φορά διαμορφούμενες επιλογές προσπαθεί να διασφαλίσει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου και στη βάση αυτή προβάλλει την ανάπτυξη της "εθνικής οικονομίας". Συγκαλύπτει συνειδητά ότι πάγια επιδίωξή της και πάνω απ' όλα είναι η αναπαραγωγή των ταξικών σχέσεων, της εργατικής τάξης ως εκμεταλλευόμενης και της αστικής ως εκμεταλλεύτριας. Και στη χώρα μας, όπως συνέβη με όλες τις καπιταλιστικές χώρες, η καπιταλιστική αναπαραγωγή περιλαμβάνει και την ενσωμάτωση με διάφορες μορφές (πλήρη καταστροφή, υποταγή με μορφές συνεργασίας ανισότιμες, υπεργολαβίες κλπ.) άλλων μορφών παραγωγής όπως του μικρού παραγωγού ή και του συνεταιρισμού των μικρών παραγωγών, των εμπόρων»4.

Η υποταγή των μικρών παραγωγών με διάφορες μορφές, αποκαλύπτει και το γεγονός ότι το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τη μισθωτή εργασία, αλλά εκμεταλλεύεται και τους μικρούς παραγωγούς, είτε είναι αγρότες είτε ΕΒΕ. Για παράδειγμα, στα ναυπηγεία, υπάρχουν τομείς δουλιάς που δίνονται σε υπεργολάβους, αλλά από τη δουλιά των υπεργολάβων κερδίζει περισσότερα η μεγάλη επιχείρηση, ελάχιστα ο υπεργολάβος, ενώ τα τμήματα της εργατικής τάξης είναι ακόμη πιο καταπιεσμένα. Η συγκέντρωση π.χ. στο εμπόριο και η δημιουργία μεγάλων εμπορικών ομίλων εκτοπίζει τους μικρούς αυτοαπασχολούμενους εμπόρους.

Συμπερασματικά, η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, την οποία προβάλλει η άρχουσα τάξη, προβάλλοντας ταυτόχρονα την άποψη ότι απ' αυτήν θα ωφεληθούν και η αστική τάξη και η εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα, δεν είναι τίποτα άλλο από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, των σχέσεων εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας της υποταγής των μικροπαραγωγών στο κεφάλαιο. Γι' αυτό και η εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα κανένα συμφέρον δεν έχουν να κάνουν θυσίες για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, αλλά να οργανώνουν το δικό τους αγώνα, στο δικό τους κοινωνικοπολιτικό μέτωπο για την ανατροπή του καπιταλισμού, των σχέσεων εκμετάλλευσης.

1,2,3,4. Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» (ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ 97-98).


Σ.Λ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ