ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Φλεβάρη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
της ΛΙΛΗΣ ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ

Η Λιλή Μαυροκεφάλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στη Βόρεια Ελλάδα. Στα δεκαοκτώ της μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα και σπούδασε Ελληνική και Αγγλική Φιλολογία, καθώς και Ιστορία - Αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση και στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων.

Στο χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1977 με το ιστορικό μυθιστόρημα «Αγης».

Το 1981 εκδίδεται ο «Κλεομένης», συνέχεια του προηγούμενου, βραβευμένου από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1986 το «Αλλο».

Ακολουθούν «Μέρες Καυτού Καλοκαιριού», 1990, «Δύο στον Καθρέφτη», «Το πιο όμορφο ταξίδι», 1997, παιδικό μυθιστόρημα, βραβευμένο από τη «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά», «Της Φωτιάς και της Ερημιάς», 1997, το τελευταίο της μυθιστόρημα.

Ολα τα ανωτέρω βιβλία βρίσκονται σε κυκλοφορία και τα περισσότερα έχουν εισαχθεί στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.


Η «τρελή»

Γρηγοριάδης Κώστας

«Να πας στην τρελή που τραγουδά και χορεύει. Σου έχω όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο, όλα...».

«Αχ, δε με κατάλαβες! Δεν ενδιαφέρομαι για τρελούς, μα για ασυνήθιστους ανθρώπους».

Ο «Παντογνώστης» - παρατσούκλι αυτό, γιατί τίποτε δεν του ξεφεύγει του κυρ Αντώνη ούτε στην πολυκατοικία μας, όπου προ αμνημονεύτων χρόνων εκτελεί χρέη θυρωρού, ούτε στη γειτονιά - με κοίταξε με συγκαταβατική περιφρόνηση.

«Και πολύ καλά σε κατάλαβα, κυρία Ελένη. Πήγαινε και μετά τα λέμε...».

«Τη γνωρίζεις... προσωπικά;».

«Εχω καλή πηγή!».

Αναρίθμητες πηγές πλουτίζουν τον ωκεανό γνώσεων του «Παντογνώστη» που δεν παύει να με εκπλήσσει με τις συχνότατα έγκυρες πληροφορίες του κάνοντάς με ταυτόχρονα να νιώθω ασυγχώρητα αδαής, αφού ως δημοσιογράφος, έστω μικρής, έστω εβδομαδιαίας εφημερίδας, υποτίθεται πως κινούμαι στο βασίλειο των ειδήσεων. Προκειμένου λοιπόν να υλοποιήσω την ιδέα του αρχισυντάκτη για ένα ρεπορτάζ περί ασυνήθιστων ανθρώπων, τι πιο φυσικό να αποταθώ στον «Παντογνώστη»;

«Αυτή η... κυρία Ιακώβου, κυρ Αντώνη, είναι χορεύτρια και τραγουδίστρια;».

«Προς θεού! Μια χορεύτρια που χορεύει και μια τραγουδίστρια που τραγουδάει τι το ασυνήθιστο έχει;».

Η μεταμφιεσμένη σε αγανάκτηση υπεροψία του μ' έκανε προς στιγμήν να τον μισήσω. Είχε χίλιους τρόπους να υπαινίσσεται πως από μια ιδιοτροπία της μοίρας είχε γίνει θυρωρός, ενώ ήταν πλασμένος για ανώτερες θέσεις, που όμως του τις είχαμε αρπάξει εμείς, οι σαφέστατα κατώτεροί του ένοικοι. Κατά κάποιο τρόπο έχει καταφέρει να μας κάνει να νιώθουμε ένοχοι. Πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός να μην τολμάμε να του ζητάμε κάποιο μικροθέλημα, αλλά ούτε καν να διαμαρτυρόμαστε που μόνο κατ' εξαίρεση, βρίσκεται στο πόστο του;

«Τι λοιπόν είναι το ασυνήθιστο σ' αυτήν την ερασιτέχνιδα του χορού και του τραγουδιού; Κι είναι όντως τρελή;».

«Τι είναι θα το διαπιστώσεις μόνη σου», με αποπήρε.

«Σαν σφίγγα μιλάς!».

«Ε, μην τα θέλεις κι όλα στο πιάτο! Στο κάτω κάτω εσύ θα υπογράψεις το ρεπορτάζ, όχι εγώ».

«Μα να πάω έτσι στα τυφλά;».

«Ετσι να πας. Αλλιώς το ρεπορτάζ δε θα 'χει φρεσκάδα».

Σώπασα ταπεινωμένη. Μάλλον είχε δίκιο.

Δίσταζα να τηλεφωνήσω. Το ανέβαλλα καπνίζοντας σαν φουγάρο. Πάντα παρακαπνίζω, όταν πρέπει να επικοινωνήσω με αγνώστους. Εχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι καταπιάστηκα με το ρεπορτάζ μόνο και μόνο για να αντιμετωπίσω τη μισητή μου αναβλητικότητα. Επιτέλους, μέσα σ' ένα ντουμάνι καπνού, τηλεφώνησα στο αντικείμενο του πόθου μου ξεφουρνίζοντας μια ιστοριούλα που ακροβατούσε ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα. Η φωνή της Ιακώβου ήταν θαμπή, αλλά ευχάριστη. Μετά χαράς θα με δεχόταν - έμενε μόλις δύο τετράγωνα μακριά από μένα - όχι όμως για να μου κάνει επίδειξη χορού και τραγουδιού.

Με τη διφορούμενη αυτή απάντηση στο μυαλό χτύπησα το κουδούνι σ' ένα σκοτεινό διάδρομο που μύριζε μούχλα και μελαγχολία. Μου άνοιξε μια μικρόσωμη γυναίκα, ντυμένη μ' ένα κιτρινωπό ρούχο που θύμιζε κιμονό. Η ηλικία της ήταν απροσδιόριστη και τα χαρακτηριστικά της τόσο κοινά που κάνανε δύσκολη την περιγραφή τους. Μ' ένα άτονο χαμόγελο με οδήγησε στο παλαιικό σαλόνι της, όπου στο ημίφως του στραβού αμπαζούρ τα περιγράμματα των επίπλων φαίνονταν να σβήνουν το ένα μέσα στο άλλο καταπίνοντάς την. Αναρωτήθηκα μήπως ο κυρ Αντώνης μου είχε σκαρώσει καμιά φάρσα. «Τρελή» αυτή η γυναίκα ή έστω ασυνήθιστη; Μάλλον ανύπαρκτη ήταν, η αμηχανία μου όμως υπαρκτή.

«Ηρθα για το ρεπορτάζ... Από την "Είδηση"...».

«Είδηση;..». Τα γαλάζια, σχεδόν διάφανα μάτια της οικοδέσποινας στρογγύλεψαν απορημένα.

Οσο κι αν προσπαθώ, δεν καταφέρνω να μη νιώθω βαθιά προσβεβλημένη, όταν συναντώ κάποιον που αγνοεί την «Είδηση». Κι αυτό δυστυχώς δεν είναι και τόσο σπάνιο.

«Είναι η εφημερίδα μου. Δε σας το είπα στο τηλέφωνο;». Παρ' όλη μου την προσπάθεια να δώσω στη φωνή μου ανέμελο τόνο, αντήχησε αιχμηρή. Αν ήταν μαχαίρι, θα το της κάρφωνα κατάστηθα να την τιμωρήσω για την άγνοιά της.

«Δε διαβάζω εφημερίδες... Εδώ και χρόνια...».

Η δήλωσή της μου ανέβασε το ηθικό καθώς και την εκτίμηση στο πρόσωπό της. Μοιάζει παράδοξο, αν όχι θεοπάλαβο, να κρυφοθαυμάζω τους αρνητές του Τύπου. Τους φαντάζομαι σαν την πρωτοπορία ενός υπόγειου κινήματος που κυοφορεί ανατροπή. Στα πιο τολμηρά μου όνειρα είναι αυτοί ακριβώς που ανακαλύπτουν την "Είδηση" και μαγεύονται από τα ρεπορτάζ μου.

«Την εφημερίδα μου την ενδιαφέρουν οι αφανείς, οι άσημοι άνθρωποι που όμως είναι πρωτότυποι. Δεν έχουν ισοπεδωθεί. Δεν είναι μαζάνθρωποι...».

Αντί γι' απάντηση, η γυναίκα άφησε ένα αχνό «α...».

«Χορεύετε και τραγουδάτε, πολύ ωραία μάλιστα, έτσι, για το κέφι σας...», συνέχισα

«Ισως...».

Θα ήξερε βέβαια πολλά τραγούδια, κυρίως παλιά. Παλιά; Οχι, όχι, παλιά. Ηξερε καινούρια, λοιπόν; Χαμογέλασε με συγκατάβαση. Κατακαίνουρια. Ονομα; Χμ, δεν είχαν όνομα. Και ο συνθέτης τους; Σήκωσε τους ώμους.

«Δεν ξέρετε το συνθέτη! Πώς γίνεται;».

« Γίνεται».

«Τι εννοείτε;».

«Τα τραγούδια απλώς υπάρχουν. Από μόνα τους... Εγώ τ' ακούω και τα τραγουδώ».

Κατάπια το ειρωνικό μου χαμόγελο.

«Υπάρχουν! Πού;».

«Μα παντού».

Το πράγμα γινόταν ενδιαφέρον. Αυτή η άχρωμη γυναικούλα είχε την πετριά της.

«Θα ήθελα ν' ακούσω ένα τραγούδι σας».

«Τώρα;» έκανε άκεφα.

«Εστω μαγνητοφωνημένο».

Δεν είχε μαγνητόφωνο. Τι να το 'κανε; Μα για να θυμάται τα τραγούδια, εκτός κι αν τα συγκρατούσε όλα στη μνήμη της. Πουθενά δεν τα συγκρατούσε κι ούτε χρειαζόταν, αφού ποτέ δεν τραγουδούσε το ίδιο τραγούδι. Κάθε ώρα, κάθε εποχή, κάθε σκέψη και διάθεση έχει το δικό της τραγούδι. Τη δική της μουσική...

«Κι αφήνετε τα τραγούδια σας να χαθούν;».

«Μα είναι δικά μου; Αλλωστε πώς μπορούν να χαθούν; Τίποτε δε χάνεται».

Τα λόγια της μου μύρισαν μεταφυσική ή κάτι τέτοιο. Δυσπιστώ στην ύπουλη και γοητευτική αοριστία της μεταφυσικής. Είναι, πιστεύω, για αδύναμα μυαλά κι αδύναμες θελήσεις. Εγώ θέλω να κρατιέμαι από τα στέρεα, ζητώ αποδείξεις.

Θα ήθελε να τραγουδήσει ένα τραγούδι; Δεν αρκούσε να θέλει, έπρεπε και να μπορεί. Μπορούσε; Τα ξεπλυμένα μάτια καρφώθηκαν επάνω μου κι είχα την εντύπωση πως είχαν μεταμορφωθεί σε δυο αυθύπαρκτα όντα που με ψαχούλευαν.

«Μπορώ», αποφάσισε τέλος. «Για σας μπορώ... Νομίζω...».

Μισόκλεισε τα μάτια, το πρόσωπο πήρε μια απορροφημένη έκφραση, το κεφάλι έγειρε προς τα δεξιά σαν κάτι ν' αφουγκραζόταν κάτι ευχάριστο, γιατί χαμογελούσε. Μα πώς δεν είχα προσέξει προηγουμένως το στεφάνι λάμψης γύρω της; Θα ήταν από τις ανταύγειες του αμπαζούρ στα μαλλιά, στο κίτρινο κιμονό της.

Μακρόσυρτος ήχος βγήκε από τα μισάνοιχτα άχρωμα χείλη της και σαν ν' άκουσα καλαμιές να σειούνται στο φτερούγισμα του αέρα. Σαν να τις είδα κιόλας. Η φωνή της, μονότονη στην αρχή, παρακλητική, ανέβαινε λίγο λίγο, δυνάμωνε, βάθαινε. Κελαρυστά ρυάκια σαν να χύνονταν σε βουερά ποτάμια κι αυτά στη θάλασσα που πότε βογκούσε, πότε γαλήνευε. Κι ήταν τα λόγια της καράβια και βάρκες που ταξίδευαν θαλασσοδαρμένα ή καλοτάξιδα, ήταν γλάροι που βουτούσαν κατακέφαλα στο νερό ή χάνονταν στον ουρανό. Κι όταν πια το τραγούδι την κυρίεψε ολότελα, πετάχτηκε επάνω να το χορέψει. Τα χέρια της κυμάτιζαν, φτερούγιζαν, έλεγες θα την παρασύρουν μακριά, θα τη σηκώσουν ψηλά. Το κορμί της πότε σειότανε σαν δεντράκι στον άνεμο, πότε φυλάκιζε την κίνηση. Φυλακισμένη η κίνηση το δονούσε από μέσα σαν χέρια που τραντάζουν τα σίδερα της φυλακής.

Οταν το τραγούδι έσβησε κι ο χορός ξεψύχησε, βρέθηκε στην αγκαλιά μου. Ηταν σαν να κρατούσα πουλάκι στη χούφτα μου, τόσο ελαφριά, ένα τίποτε.

«Εχετε μεγάλο ταλέντο!» κατάφερα ν' αρθρώσω έχοντας την εντύπωση ότι ξυπνούσα από όνειρο. «Πρέπει να σας μάθει ο κόσμος. Να ακουστείτε στο ραδιόφωνο, να φανείτε στην τηλεόραση. Θα το φροντίσω...».

Εμεινε σκεφτική.

«Ομως τα τραγούδια, ο χορός θέλουνε ησυχία... Για να 'ρθουνε, για να γεννηθούνε. Τα φώτα, τη φασαρία δεν τ' αντέχουν. Καταστρέφονται...».

Μιλούσε σαν να ήταν ο χορός και το τραγούδι ζωντανά πλάσματα.

«Είναι κρίμα να πηγαίνουν χαμένα τα ταλέντα σας!».

«Χαμένα; Δεν πηγαίνουν χαμένα. Αρέσουν στις γάτες μου».

Τότε μόνο πρόσεξα τις δυο ακίνητες, κατάμαυρες γάτες επάνω στο μπουφέ. Στην αρχή μάλιστα τις πήρα για τέσσερις, καθώς καθρεφτίζονταν στον καθρέφτη.

Προσπάθησα να τη μεταπείσω. Μάταια.

«Σας παρακαλώ, καταλάβετε με! Η ζωή μου είναι το τραγούδι και ο χορός. Ομως δεν έχω εξουσία επάνω τους ούτε και θέλω. Είναι ελεύθερα. Αν κάνω αυτό που λέτε, θα τα σκλαβώσω. Και θα το σκάσουν ή, αν μείνουν, θ' αρρωστήσουν. Και τότε εγώ...».

Εξοργίστηκα.

«Είστε τρελή. Για τα σίδερα!» της πέταξα κατάμουτρα και παρατώντας την πετάχτηκα στο διάδρομο που μύριζε μούχλα και μελαγχολία.

Στο δρόμο βουητό, φασαρία, καυσαέριο. Ενας οδηγός πέρασε ξυστά πλάι μου και μ' έβρισε χυδαία για την αφηρημάδα μου. Καταταράχτηκα, έβαλα τα κλάματα. Οχι για τη βρισιά, αλλά γιατί με είχε πιάσει πανικός πως ό,τι είχα δει κι ακούσει πριν λίγο, όλη εκείνη η ομορφιά, θα εξαφανιζόταν από τη μνήμη και την ψυχή μου σαν βροχή σ' ανοιχτό βόθρο.. Και τότε έγινε! Το απίστευτο! Ακουσα τη μουσική. Τη δική μου. Και μου 'ρθε να τη χορέψω εκεί στο δρόμο, ανάμεσα στ' αυτοκίνητα και στους αλαφιασμένους πεζούς, κάτω από τις τεράστιες διαφημιστικές αφίσες των τραγουδιστών με τα παγωμένα χαμόγελα και των τσιγάρων που σκοτώνουν απολαυστικά.


Λιλή ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ