ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Οχτώβρη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Βιογραφικό Τιτίνας Δανέλλη

Η Τιτίνα (Μαρία - Χριστίνα) Δανέλλη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιταλική Φιλολογία στη Νάπολη και στη Ρώμη της Ιταλίας, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε τη Σχολή Διερμηνέων. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πολλά περιοδικά («ΕΝΑ» και «ΚΑΙ», επί εποχής Π. Μπακογιάννη), αλλά και σε απογευματινές εφημερίδες στο ελεύθερο και στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Επίσης, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και έκανε πολλές μεταγλωττίσεις από ξένες ταινίες. Από το 1985 εργάζεται αποκλειστικά στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης».

Εργα της ίδιας: «Ο Επιτυχημένος» μυθιστόρημα, «Αντιπερισπασμός» μυθιστόρημα, «Αίθουσα Αναμονής» νουβέλα, «Σερ Γκρέγκορι ή Καπετάν Γρηγόρης» νουβέλα, «Ενα κι ένα κάνουν όσο θες» αστυνομικό μυθιστόρημα σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων, «Ερως διατηρητέος έως...» θεατρικό έργο, «Ο θρήνος της Κλεοπάτρας» αστυνομικό μυθιστόρημα. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός» το αστυνομικό μυθιστόρημα «Το παιχνίδι του Δικαστή».


Sir Gregory ή καπετάν Γρηγόρης;

Στην Ελένη Λαδιά

Παπαγεωργίου Βασίλης

Α΄ ΜΕΡΟΣ

Ο καιρός είναι βρετανικός, βαρύς, σοβαρός, γκρίζος. Ισως και να ρίξει ψιλή βροχή. Ισως. Τελειώνω αργά το πρόγευμά μου. Δε βιάζομαι. Κανείς δε με περιμένει. Κανείς. Σήμερα είναι η πρώτη μέρα που είμαι συνταξιούχος. Προτίμησα να την πάρω μειωμένη, για να μπορέσω να χαρώ λιγάκι. Αρκετά πρόσφερα. Αρκετά. Και η ζωή είναι τόσο μικρή. Είναι μικρή, αλλά μου ανήκει. Είμαι ακόμα τόσο νέος... Τώρα μπορώ να διαθέσω τον εαυτό μου όπως εγώ νομίζω. Να πάω ταξίδια, να κάνω διακοπές. Να διασκεδάσω... Πάω να ντυθώ. Χωρίς να το θέλω, το βλέμμα μου ακουμπά πάνω στις φωτογραφίες και αναγκάζει τη μνήμη μου να γυρίσει στα παλιά. Τις κοιτάζω μία, μία. Οι γονείς μου. Ο θείος Θόδωρος και ο προ-προπάππος μου ο Sir Gregory, αυτήν την τελευταία μου την προμήθευσε ο Βασίλης... Ο Βασίλης! Τι να 'χει απογίνει άραγε; Και μένα τι με νοιάζει; Δε με ενδιαφέρει. Ναι, και βέβαια δε με ενδιαφέρει να έχει πεθάνει, ένα τέτοιο υποκείμενο. Εκτός από αυτή τη φωτογραφία του προγόνου μου, τι άλλο μου είχε προσφέρει; Εκτός φυσικά από το φαρμάκι του, την ειρωνεία του, την υπεροψία του και το σνομπισμό του; Εκτός από αυτή τη φωτογραφία και τη συγκλονιστική αποκάλυψη που άλλαξε εντελώς τη ζωή μου.

Δε μου αρέσει ούτε και επέτρεψα ποτέ στον εαυτό μου να κάνει συναισθηματικές αναδρομές στο παρελθόν. Ούτε αυτοκριτική, που είναι για τους ανόητους. Επραξα με σύνεση τα πάντα.

Τώρα όμως, σήμερα δεν μπορώ να το αποφύγω, ίσως γιατί η μέρα είναι ειδική, είναι σκοτεινή, αλλά και τόσο σημαντική. Κι ύστερα αυτές οι φωτογραφίες μου μιλάνε.

Αφήνω τη μνήμη μου ελεύθερη σαν αδέσποτο σκυλί και γυρίζει είκοσι πέντε χρόνια πίσω. Στέκεται όπου θέλει. Ξαναβλέπει τον εαυτό μου νεαρό, επαρχιώτη, που έρχεται στην Αθήνα να δώσει στη Φαρμακευτική... χωρίς γνωριμίες, χωρίς μέσο, μονάχα με μια συστατική επιστολή από τον θείο Θόδωρο στη νονά του, την αρχόντισσα, τη θεία Μαρία.

Ενα παιδί... Ημουνα ένα παιδί χωρίς οικογένεια...

Να 'μαι που χτυπάω την πόρτα του αρχοντικού δειλά... Οχι, όχι δειλά, αλλά με μια σεμνότητα και ευπρέπεια. Να, και η θεία η Μαρία όμοια με τη Βασίλισσα Σοφία να με δέχεται απλά, εγκάρδια, σα να ήμουνα γιος της. Κι ας με έβλεπε για πρώτη φορά.

Ατέλειωτα βράδια σε κείνη τη βεράντα, που μοσχοβόλαγε γιασεμί και ρόδα, με κείνα τ' ανοιχτόχρωμα ξύλινα έπιπλα και τις περίεργες γαλλικές πολυθρόνες - όπως έμαθα αργότερα.

Εκεί, σ' αυτό τον ιερό για μένα χώρο, ξαπλωμένο σχεδόν, πρωτογνώρισα τον Βασίλη, τον εγγονό της θείας Μαρίας, που κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο και έπινε παγωμένη μπίρα, πράγμα που μου έκανε εντύπωση, γιατί εγώ ποτέ, μα ποτέ δε θα κάπνιζα και δε θα έπινα, μπροστά στο θείο Θόδωρο. Μα εγώ είμαι συνετός...

Αδύνατος, μαυριδερός, είρωνας, μάλλον άσχημος. Και όμως είχε κάτι. Μια ακτινοβολία, μια ανεξήγητη γοητεία, μα προπάντων παρατηρητικότητα. Εκείνο το πρώτο κιόλας βράδυ με κατέταξε... Με κοιτούσε ώρα σιωπηλά και έτσι απλά και ήρεμα, αλλά αναπάντεχα, μου είπε ξαφνικά:

«Δεν μπορεί να 'σαι Ελληνας Γρηγόρη. Από αλλού κρατάει η σκούφια σου. Θα έλεγα πως βόρειο αίμα τρέχει στις φλέβες σου».

«Αχ, να 'ξερες πόσο θα ήθελα να ήμουνα Αγγλος... Αλλά αλίμονο είμαι απλώς ένας Ελληνας επαρχιώτης».

«Αυτό δεν το ξέρεις. Θα σου δώσω μια συμβουλή κι ας είμαι μικρότερος, μην είσαι σίγουρος για τίποτα. Η ζωή σού επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις» είπε, ενώ το βλέμμα του βυθίστηκε στα αμέτρητα αστράκια και έγινε ένα με το Σύμπαν!

Η θεία Μαρία φρόντισε και μου βρήκε δωμάτιο για φοιτητές. Μια συμπαθητική κάμαρα, ένας μικρός χώρος λίγων τετραγωνικών μέτρων, που αργότερα θα στέγαζε πολλά ευγενικά όνειρα. Τι εποχή!

Οργάνωσα τη ζωή μου σωστά. Μια φορά την εβδομάδα έγραφα στο θείο Θόδωρο, το πρωί διάβαζα, το μεσημέρι ξεκουραζόμουνα και το βραδάκι περνούσα από τον Βασίλη. Τι υπέροχες βραδιές! Κάθε φορά που έκανα να φύγω νωρίς για να μη γίνομαι βάρος, η προσπάθεια έπεφτε στο κενό. Στο... κενό. Τι όμορφη έκφραση. Επρεπε να γίνω λογοτέχνης, να γράφω ποιήματα σαν το Λόρδο Βύρωνα...

Μπορεί τώρα που θα έχω καιρό στη διάθεσή μου να ασχοληθώ με την ποίηση. Μα τότε ήμουνα ένα άπειρο παλικάρι. Τότε... Οταν μου έγινε η τρομερή αποκάλυψη. Εκείνο το βράδυ που είδαμε ένα εγγλέζικο φιλμ τον «Παίχτη» ενός μεγάλου Αγγλου συγγραφέα στάθηκε η αφετηρία μιας καινούριας ζωής. Της ζωής μου.

«Με εντυπωσίασε πολύ», είπα στο φίλο μου, ενώ εκείνος με κοίταζε περίεργα και με ένα μυστηριώδες ύφος είπε:

«Θα σε εντυπωσιάσει περισσότερο η ζωή. Πάμε, έχω να σου μιλήσω σοβαρά».

Καθίσαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και παραγγείλαμε δύο μπίρες.

Δεν είχα προλάβει να αγγίξω το ποτήρι μου, όταν έβγαλε από την τσέπη του πουκάμισου του το πρόγραμμα.

«Δες», έκανε προστακτικά. «Να, βρε, εδώ, τον πρωταγωνιστή. Πώς το λένε Γκρέγκορυ Πεκ. Βλέπεις;».

«Ε, και λοιπόν;» ρώτησα ανήσυχα, χωρίς να ξέρω γιατί.

«Ε, να, λοιπόν, ήρθε η στιγμή να μάθεις την αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι πως το πραγματικό σου όνομα είναι Γκρέγκορυ Πεκ».

Αδειασα μηχανικά την μπίρα μου, προσπαθώντας να συνέλθω.

«Πώς το ξέρει;».

«Πάντα το ήξερα από διηγήσεις. Η γιαγιά μου μου έδειξε τα χαρτιά του προ-προπάππου σου. Ο πρόγονός σου είχε έρθει με τον Λόρδο Βύρωνα ή αργότερα με τον Οθωνα, δεν είμαι σίγουρος. Του άρεσε η Ελλάδα και έμεινε. Σιγά - σιγά το όνομα εξελληνίστηκε και προστέθηκε ένα - "ΟΥΛΑΣ". Ετσι έγινε Πέκουλας. Ελεγα κι εγώ, δεν είναι δυνατόν να είσαι ελληνικής καταγωγής... Από την πρώτη στιγμή...».

Ταράχτηκα. Το μυαλό μου θόλωσε. Μια παιδική ανάμνηση πέρασε από τα μάτια μου.

«Αγγέλα μου, τι κούκλος είναι ο μικρός. Σκέτο Εγγλεζάκι...».

Η φωνή του Βασίλη με γύρισε στο σήμερα.

«Είσαι από μεγάλη οικογένεια Γρηγόρη. Κατάγεσαι από Λόρδους. Αν καταφέρω και πάρω τους τίτλους σου από τη γιαγιά μου θα σου τους δώσω».

«Να τους ζητήσω εγώ», έκανα τρέμοντας ολόκληρος.

«Ούτε και να το σκέπτεσαι. Θα μας βγάλει τρελούς».

«Γιατί;».

«Γιατί... Γιατί άντε να βρεις το γιατί και το διότι με τους ηλικιωμένους. Ισως όμως και να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, δεν έχω ιδέα».

«Βασίλη, είσαι σίγουρος;».

«Μα τώρα παίζουμε; Για ποιο λόγο θα έλεγα ψέματα; Αλλά έλα και συ και πες μου; Νιώθεις Ελληνας; Εχεις δει κι άλλους Ελληνες με πυρρόξανθα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα; Εχεις δει κι άλλους να διαθέτουν τέτοιο αγγλοσαξονικό φλέγμα; Πες την αλήθεια έχουν οι υποανάπτυκτοι Ελληνες φλέγμα;».

Τι να ήταν το φλέγμα ιδέα δεν είχα, αλλά συμφώνησα για να μη δείξω την άγνοιά μου. Το βράδυ έπεσα ψόφιος στο κρεβάτι, αλλά δε μου κολλούσε ύπνος. Τα ξημερώματα δεν άντεξα και σηκώθηκα. Αναψα φως και στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Περιεργάστηκα τον «Ξένο». Τον Ευγενή Γκρέγκορυ Πεκ με όλο του το φλέγμα. Τι ευτυχία.

Παρά λίγες μονάδες δεν μπήκα στο Πανεπιστήμιο.

Απογοητεύτηκα, πικράθηκα, πληγώθηκα, ακόμα έκλαψα με απελπισία. Την επομένη κιόλας κατέφθασε ο θείος Θόδωρος.

«Με τη στενοχώρια δε βγαίνει τίποτε παιδί μου. Ισως και να είναι για το καλό σου. Γιατί δε γράφεσαι σε μια σχολή λογιστών;».

«Γιατί θέλω να γίνω επιστήμονας. Γιατί πρέπει να σας βγάλω ασπροπρόσωπους...».

«Μπράβο, Γρηγόρη, μα δε θέλω να θυσιαστείς. Στο κάτω - κάτω μπορείς να παρακολουθείς τη σχολή λογιστών και να προετοιμάζεσαι για του χρόνου... Εγώ είμαι εδώ... Ο,τι θέλεις, ό,τι χρειαστείς. Φροντιστήριο και όλα τα σχετικά».

«Ευχαριστώ, θείε μου. Σ' ευχαριστώ πολύ. Αλλά θα δεις, η οικογένειά μας θα θριαμβεύσει. Οι Πεκ!».

«Ποιοι(!) είναι αυτοί;».

«Εμείς. Εσύ, ο πατέρας μου, εγώ. Τα έμαθα όλα. Βέβαια, θα προτιμούσα να μου τα είχες πει εσύ ο ίδιος... Αλλά όπως και να 'χει...».

«Τι τσαμπουνάς, βρε Γρηγόρη; Τι Πεκ και Μεκ; Μήπως σε πείραξε τόσο η αποτυχία; Αχ, παιδάκι μου...».

«Θείε - είπα - δε με πείραξε τόσο πολύ η αποτυχία, αλλά η πλάνη...».

«Ποια πλάνη;».

«Αυτή που με άφησες τόσα χρόνια. Η άγνοια... Γιατί δε μου είπες ότι είμαστε Εγγλέζοι; Πες μου, γιατί;».

Τον κοίταζα κατάματα. Στην αρχή έμεινε βουβός. Επειτα οι βλεφαρίδες του τρεμόπαιξαν. Εφερε το χέρι του πάνω από το κούτελό του.

«Πονάω Γρηγόρη. Πονάει το κεφάλι μου».

Υπεκφυγή, σκέφτηκα και συνέχισα αυστηρά.

«Περιμένω την απάντησή σου. Τώρα».

«Ε, τότε αφού το θέτεις έτσι το ζήτημα. Η απάντησή μου είναι αυτή: Είσαι παλαβός. Και δε φταις εσύ γι' αυτό, αλλά η κληρονομικότητα. Από τον πατέρα σου την πήρες την τρέλα. Θεέ μου, γιατί με τιμωράς, αρκετά δεν τράβηξα; Πονάω».

Αναψα από το καλό μου.

«Ωστε βρίζεις τον πεθαμένο σου αδελφό; Τον γιατρό Πεκ;».

«Αν κρεμούσαν τους γιατρούς, αυτός θα πήγαινε άδικα. Στερήθηκα τα πάντα για να τον σπουδάσω. Τον έστειλα και στο εξωτερικό για ειδικότητα. Και πήρε του νεκροθάφτη...».

Τινάχτηκα όρθιος. Και οργισμένος είπα:

«Κουβέντα δε σου επιτρέπω για τον πατέρα μου, τ' ακούς. Τον ζήλευες, είναι απλό...».

«Τι να ζηλέψω μωρέ από δαύτον; Μέθυσος ήταν, αχάριστος ήταν και παλαβός. Σχιζοφρενής. Να ήξερες, παιδάκι μου, τι τράβηξε η φουκαριάρα η μάνα σου. Αχ καημένη Αγγέλα, σ' έστειλε στα θυμαράκια και ησύχασες. Πήγε η γυναίκα σαν το σκυλί στο αμπέλι... Μετά η γυναίκα μου, η θεία σου η Φανή, έπαθε περιτονίτιδα και κείνος διέταξε θερμοφόρες... Μας ξεκλήρισε...».

«Σταμάτα τις κακοήθειες. Εκείνος βλέπεις θα έπαιρνε τους τίτλους θα γινόταν λόρδος σαν πρωτότοκος. Ο Σερ Τζον!!».

«Ο, ποιος; Πονάω, πονάω. Πεθαίνω».

Δεν αποτέλειωσε τη φράση του. Σε λίγο τον συνόδευα στον «Ευαγγελισμό» με το ασθενοφόρο. Ετσι από ανθρωπισμό του συμπαραστάθηκα και όχι από αγάπη. Μου είχε βρίσει, ό,τι είχα ιερό και όσιο. Τον πατέρα μου. Μου είχε αμφισβητήσει με γεροντικό πείσμα ό,τι με έκανε περήφανο. Την Εθνικότητά μου. Είτε το ήθελε είτε όχι, εγώ ήμουνα και θα παρέμενα αγγλικής καταγωγής.

«Εγκεφαλικό επεισόδιο», διέγνωσε ο γιατρός και συνέχισε.

«Εχει γερή κράση και θα το ξεπεράσει. Μόνο που πρέπει να ακούει μόνον ευχάριστα πράγματα».

Ετσι γράφτηκα στη Σχολή Λογιστών. Με τη μελέτη οι μήνες πέρασαν γρήγορα, χωρίς να το καταλάβω. Λογιστικά, αγγλικά, το κεφάλι μου είχε παραγεμίσει. Εγκατέλειψα την ιδέα του Πανεπιστημίου. Μόλις πήρα το χαρτί μου με «Καλώς» το κορνιζάρισα και έφυγα για την επαρχία.

Ο θείος μου με υποδέχτηκε με συγκίνηση και θέρμη.

«Μπράβο, Γρηγόρη μου. Μπράβο. Να 'ξερες και καμιά ξένη γλώσσα...».

«Μαθαίνω, θείε, μαθαίνω αγγλικά».

Το γέρικο πρόσωπό του συννέφιασε. Μου έριξε ένα ύποπτο βλέμμα.

«Και τα παίρνεις εύκολα;».

«Αρκετά» περιορίστηκα να πω.

Εμεινε λίγο σιωπηλός σαν κάτι να τον βασάνιζε και έπειτα - το τραύλισμα του είχε μείνει, ειδικά όταν βρισκόταν σε αμηχανία - με ρώτησε τι σκόπευα να κάνω.

Δεν απάντησα αμέσως. Ισως γιατί δεν ήξερα τι προοπτικές είχε στην πρωτεύουσα ένας λογιστής.

«Θέλεις να εργαστείς στου Γιαννόπουλου;».

Ολα τα περίμενα, αλλά αυτό ποτέ. Εγώ, ο Γρηγόρης Πέκουλας να κάνω τον λογιστάκο στο εμπορικό της επαρχίας. Δηλαδή ο θείος ή με μισούσε ή με είχε ανίκανο.

«Προτιμώ να μείνω στην Αθήνα», είπα αποφασιστικά.

«Καλά λοιπόν, όπως εσύ θες, θα γράψω στη νονά μου να σου βρει μια αξιοπρεπή θέση. Τι άγια γυναίκα. Την άλλη φορά με την αρρώστια μου δεν κατόρθωσα να την επισκεφτώ. Τον Βασίλη έχω χρόνια να δω. Πώς είναι;».

«Εξυπνος. Ναι, έξυπνος, αλλά πολύ μελαχρινός».

«Ε και λοιπόν;».

«Ε, θείε, το χρώμα δείχνει την καταγωγή. Δε λέω άρχοντας είναι, αλλά Ελληνας άρχοντας».

«Ε, και τι θες να είναι, μανδαρίνος;».

Τόση ώρα είχα συγκρατηθεί. Μου ξέφυγε.

«Αλλο Ελληνας και άλλο Βρετανός».

Απόμεινε εκεί να με κοιτάζει σα χαζός. Επειτα γούρλωσε τα μάτια του και ξανάπιασε το κούτελό του.

Δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά ευτυχώς ελαφρότερο.

Εμεινα ένα μήνα κοντά του. Ο γιατρός, παλιός συμμαθητής του και αχώριστος φίλος του κλεινόταν στο δωμάτιό του ώρες ατέλειωτες. Τι κουβέντιαζαν δεν είχα ιδέα, αλλά ούτε και με ενδιέφερε. Οταν είχε πια αναρρώσει και αποφάσισα να φύγω, ο γιατρός με κάλεσε στο σπίτι του. Καθίσαμε στο μπαλκόνι. Ενα συμπαθητικό επαρχιώτικο μπαλκόνι. Ξαφνικά με έπιασε νοσταλγία. Είχα επιθυμήσει τη βεράντα του Βασίλη, την Αθήνα, την ανεξαρτησία μου. Προτιμούσα το μικρό σκοτεινό μου δωμάτιο. Ω, ναι, το προτιμούσα χίλιες φορές. Με κέρασε γλυκό του κουταλιού και παγωμένη βυσσινάδα. Πέθανα για ένα ποτήρι μπίρα, αλλά δε ζήτησα. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων, για τον καιρό, για το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα και για τα προβλήματα της πόλης. Λες και μένα με ενδιέφεραν όλα αυτά. Μα ξαφνικά το γύρισε απότομα.

«Γρηγόρη, αν θες να ζήσει ο μπάρμπας σου, που είναι και ο τελευταίος συγγενής σου, ο μοναδικός, μην του ξανακάνεις κουβέντα για Αγγλία».

«Ωστε και σεις το ξέρετε; είπα λυπημένα. Μα γιατί δεν το παραδέχεται, κακό είναι; Ωραία, μεταναστεύσαμε, είμαστε σχεδόν Ελληνες. Σχεδόν... Τιμούμε τη χώρα που μας φιλοξένησε, αλλά είναι ντροπή να απαρνηθούμε την καταγωγή μας. Τις ρίζες μας».

Ο γιατρός μου έριξε μια απελπισμένη ματιά. Εμοιαζε τόσο γέρος σα να έφτανε τα τελευταία του. Αναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε δύο ρουφηξιές και με φωνή συρτή, είπε:

«Στην ηλικία του Θόδωρου δεν παίζει ρόλο η καταγωγή. Παίζει ρόλο πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, πού έθαψε τη γυναίκα του, πού θα τελειώσει ο ίδιος. Και ακόμα πού θα σταδιοδρομήσει ο μοναδικός του διάδοχος, δηλαδή εσύ. Φοβάται μη φύγεις για το εξωτερικό και σε χάσει, γι' αυτό και αρρωσταίνει κάθε φορά που του κάνεις νύξεις για Αγγλία. Εγώ το ξέρω πως είσαι Ελληνοβρετανός, εσύ το ξέρεις, στην Αθήνα ας το μάθουν, αλλά όχι εδώ. Εδώ είναι επαρχία. Αλλο που δε θέλουν να αρχίσουν τα κουτσομπολιά. Ασε που υπάρχει και ο κίνδυνος να μην ξαναψωνίσει κανείς από το φαρμακείο σας. Ποτέ δεν αγάπησαν τον Οθωνα. Ποτέ. Είμαστε περίεργοι άνθρωποι, δημοκρατικοί και αντιβασιλικοί μέχρι το κόκαλο».

«Γιατί;», τόλμησα να ρωτήσω.

«Αχ μωρέ χριστιανέ μου, εσύ σκας γάιδαρο. Γιατί ο Φίλιππος της Ελλάδας έγινε βασιλικός σύζυγος της Αγγλίας. Σε ικετεύω, άντε φύγε, πήγαινε με το καλό στην Αθήνα, πιάσε δουλιά και κάνε μου το χατίρι: μπροστά στον μπάρμπα σου κουβέντα. Να, πάρε κι αυτό το χαρτί, είναι η διεύθυνση ενός φίλου γιατρού, πέρνα να τον δεις, ίσως σου φανεί χρήσιμος. Πες του και το πρόβλημα σου, αυτός θα σε καταλάβει...».


Της
Τιτίνας ΔΑΝΕΛΛΗ
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟ Β΄ ΜΕΡΟΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ