ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Γενάρη 2008
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΓΟΡΑ
Οι ανατιμήσεις ωφελούν τα κέρδη!

Eurokinissi

Μέρες του 2002 ζει και πάλι η οργανωμένη κερδοσκοπία του εμποροβιομηχανικού κυκλώματος, που ελέγχει την αγορά και διαμορφώνει τις τιμές. Τότε, με αφορμή την εισαγωγή του ευρώ, ως επίσημου νομίσματος, οι επιχειρηματίες, μέσω των λεγόμενων στρογγυλοποιήσεων, επιδόθηκαν σε πρωτοφανείς κερδοσκοπικές ανατιμήσεις αποσπώντας τεράστια κέρδη. Σήμερα, με αφορμή τη μεγάλη άνοδο των διεθνών τιμών του πετρελαίου και βασικών ειδών διατροφής (σιτηρά, γαλακτοκομικά), οι επιχειρηματίες μαζί με την κυβέρνηση προχωρούν σε αθρόες ανατιμήσεις βασικών καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Η ακρίβεια κυριολεκτικά οργιάζει, τα λαϊκά στρώματα στενάζουν στα ράφια των πολυκαταστημάτων.

Εισαγόμενη ακρίβεια...

Το βασικό επιχείρημα από την πλευρά της κυβέρνησης είναι ότι πρόκειται για «εισαγόμενη ακρίβεια», ότι είναι κάτι που έρχεται απέξω και κατά συνέπεια μοιραία θα το υποστούμε. Δευτερευόντως, βέβαια, μιλάνε και για «κερδοσκόπους» και για «αθέμιτη κερδοσκοπία»! Ο αρμόδιος υπουργός Ανάπτυξης, μάλιστα, ο Χρ. Φώλιας, θυμίζοντας τις καλύτερες μέρες του «πράσινου» προκατόχου του Κ. Κουλούρη, κηρύττει κάθε μέρα τον πόλεμο κατά των ...κερδοσκόπων, δίνοντας έτσι άφθονη τροφή στους γελοιογράφους.

Τα κυβερνητικά επιχειρήματα, ότι εμείς στην Ελλάδα ελέγχαμε την κατάσταση, αλλά το πρόβλημα δημιουργήθηκε από την ...εισαγόμενη ακρίβεια, είναι για τους αφελείς. Κατά πρώτον, οι ίδιοι θέλουν να ξεχνούν σήμερα ότι στην πολεμική που ασκούσαν για πολλά χρόνια στους κομμουνιστές όταν αυτοί κατάγγελναν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τους σχεδιασμούς για τη δημιουργία της ΟΝΕ, κυριαρχούσε η λογική ότι δεν μπορούμε να πάμε σε ένα σύστημα «κλειστής οικονομίας», ενώ οι ίδιοι τάσσονταν και τάσσονται υπέρ της «ανοιχτής οικονομίας», όπου κεφάλαια, εμπορεύματα, υπηρεσίες και εργατικό δυναμικό θα κινούνται ελεύθερα... Τώρα που το σύστημα της «ανοιχτής οικονομίας», η διεθνής καπιταλιστική οικονομία, δηλαδή, δοκιμάζεται από αναταράξεις, υποκριτικά δημιουργούν τεχνητούς διαχωρισμούς των «μέσα» και των «έξω», όπου οι «έξω» ευθύνονται για την «εισαγόμενη ακρίβεια»... Ο,τι τους συμφέρει δηλαδή, ανάλογα με την περίσταση και την κατάσταση. Κατά δεύτερον, αν αληθεύουν οι πληροφορίες ότι οι μεγάλες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου - οι οποίες, σημειωτέον, από το 2002 διαμορφώνονται στο Χρηματιστήριο εμπορευμάτων της Ν. Υόρκης - οφείλονται στο τζογάρισμα που γίνεται από κερδοσκοπικά κεφάλαια υψηλού κινδύνου, τα περιβόητα «hedge funds», δεν ακούσαμε απ' όλους αυτούς που μιλάνε σήμερα για «εισαγωγή ακρίβειας», να αρθρώνουν την παραμικρή ένσταση, την παραμικρή αντίρρηση, για το γεγονός ότι ένα τόσο στρατηγικό εμπόρευμα, το οποίο είναι σε θέση να επηρεάσει την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, έχει παραδοθεί στα χέρια των μεγάλων κερδοσκοπικών συμφερόντων. Του διεθνούς τραπεζικού συστήματος, για την ακρίβεια, το οποίο δημιουργεί και ελέγχει τα «hedge funds». Τρίτο: Δεν είναι οι ίδιοι οι οποίοι θεωρούν ότι οι τιμές θα πρέπει να διαμορφώνονται ελεύθερα από την αγορά; Από τους ίδιους τους επιχειρηματίες; Δεν είναι οι ίδιοι που στο παρελθόν είχαν καταγγείλει το καθεστώς των αγορανομικών ελέγχων διαμόρφωσης των τιμών, σαν ...κρατικό καταναγκασμό που πνίγει την ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα; Και γιατί σήμερα που η αγορά διαμορφώνει ...ελεύθερα τις τιμές μιλάνε για κερδοσκόπους, τους οποίους απειλούν μάλιστα ότι θα τους κόψουν τα χέρια; Τελικά, τι είναι; Μπερδεμένοι νεοφιλελεύθεροι, ή υποκριτές;

Οι επιχειρηματίες


Eurokinissi

Από την πλευρά τους οι επιχειρηματίες δικαιολογούν τις ανατιμήσεις που επιβάλλουν σε καθημερινή σχεδόν βάση, με το κλασικό επιχείρημα του αυξημένου κόστους παραγωγής των εμπορευμάτων τους, λόγω της αύξησης των βασικών πρώτων υλών. Αυξημένο κόστος το οποίο οι ίδιοι μετακυλίουν στην κατανάλωση. Στο σημείο αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί ένα κρίσιμο σημείο. Τι ακριβώς επιδιώκουν να προστατέψουν οι επιχειρηματίες με τις ανατιμήσεις που επιβάλλουν, λόγω, όπως ισχυρίζονται, της αύξησης του κόστους παραγωγής... Είναι γνωστό ότι η τιμή κάθε εμπορεύματος αναλύεται: α) Στις τιμές των πρώτων και βοηθητικών υλών που ενσωματώνονται σ' αυτό, β) στο μισθό και γ) στα κέρδη. Επίσης: Το ίδιο το ποσοστό του κέρδους είναι ο λόγος της μάζας του κέρδους (υπεραξία) προς το άθροισμα της τιμής των πρώτων και βοηθητικών υλών και των μισθών. Οσο αυξάνει η μάζα του κέρδους (αριθμητής του κλάσματος) αυξάνει και το ποσοστό του κέρδους. Οσο αυξάνουν τα άλλα δύο στοιχεία (πρώτες ύλες, μισθοί), ο παρονομαστής του κλάσματος, τόσο μειώνεται και το ποσοστό του κέρδους. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι γεγονός ότι η αύξηση της τιμής των πρώτων υλών οδηγεί σε πτώση του ποσοστού του κέρδους. Αρα, οι επιχειρηματίες αυτό που επιδιώκουν να αντισταθμίσουν με τις ανατιμήσεις που επιβάλλουν είναι η διατήρηση, ή ακόμα και η αύξηση του ποσοστού του κέρδους και όχι να προστατευτούν από ενδεχόμενη ζημία. Ολο το ζήτημα παίζεται στο πόσα θα κερδίσουν και όχι αν θα χάσουν. Στην καλύτερη δηλαδή περίπτωση αυξάνουν τις τιμές για να διατηρήσουν σταθερά τα κέρδη τους, στη χειρότερη για να τα αυξήσουν. Μετακυλίουν δηλαδή το κόστος της κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου (περί αυτού πρόκειται) στη λαϊκή κατανάλωση, στα λαϊκά στρώματα. Με άλλα λόγια, η κίνηση είναι η εξής: Οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών απειλούν τα επίπεδα κερδοφορίας του κεφαλαίου, το οποίο αντιδρά μέσω των ανατιμήσεων στο παραγόμενο προϊόν, μεταφέροντας την κρίση στην κατανάλωση, στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Και γιατί το κεφάλαιο να μην απορροφήσει το ίδιο την κρίση που δημιουργείται από τις ανατιμήσεις των στρατηγικών πρώτων υλών και να συμβιβαστεί με μικρότερα κέρδη; Γιατί υπάρχει για το κέρδος και όχι για να κάνει φιλανθρωπικές πράξεις. Οι εργαζόμενοι, όμως, που δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη για την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και των άλλων στρατηγικών πρώτων υλών, γιατί να πληρώσουν τις συνέπειες της κρίσης; Απλούστατα, γιατί έτσι λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο πάντα επιδιώκει να επιλύει τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις του πάνω στις πλάτες τους. Και αυτός είναι ένας επαρκής λόγος να παλέψουν για την ανατροπή του.

Για τον ανταγωνισμό

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μια διευκρίνιση. Στην περίοδο που ο καπιταλισμός διήνυε τη φάση του λεγόμενου ελεύθερου ανταγωνισμού, η οποία χρονικά ολοκληρώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, μία μεγάλη ανατίμηση στρατηγικών πρώτων υλών, όπως ήταν τότε το βαμβάκι και τα σιτηρά, που αναγκαστικά επηρέαζαν το κόστος παραγωγής, δε θα μετακυλιόταν από τους επιχειρηματίες στην τιμή του προϊόντος. Αν, τυχόν, κάποιος από αυτούς αύξανε τις τιμές, δε θα μπορούσε να το πωλήσει, γιατί απλούστατα υπήρχαν τότε δεκάδες ανταγωνιστές που τις διατηρούσαν σταθερές. Ο μόνος τρόπος για να αντιδράσουν στην πτώση του ποσοστού κέρδους ήταν μια μεγαλύτερη εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Είτε με μείωση του μισθού, είτε με παράταση της εργάσιμης μέρας (παραγωγή της απόλυτης υπεραξίας), είτε με την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας (παραγωγή της σχετικής υπεραξίας). Την περίοδο μάλιστα αυτή, η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης συνοδευόταν από το κατρακύλισμα των τιμών, το οποίο συνεχιζόταν ως την εκτόνωση της κρίσης. Τα πράγματα άλλαξαν άρδην με την εμφάνιση των μονοπωλίων. Τα οποία ελέγχοντας παραγωγή, πρώτες ύλες, αγορές, στο πλαίσιο επιδίωξης της απόσπασης του μονοπωλιακού κέρδους - κέρδος μεγαλύτερο από το μέσο κέρδος που δημιουργείται στις διάφορες σφαίρες της καπιταλιστικής οικονομίας - διατηρούν τις τιμές σε επίπεδα συμφέροντα για τα ίδια. Στην περίοδο κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου η οικονομική κρίση δε συνοδεύεται πλέον από κατρακύλισμα των τιμών των εμπορευμάτων, γιατί οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις είναι σε θέση να τις κρατούν τεχνητά σε υψηλά επίπεδα. Με την ίδια λογική μπορούν πλέον να μετακυλίουν αυξήσεις του κόστους παραγωγής στην τιμή του προϊόντος, η ίδια δε η εμφάνιση και δράση του μονοπωλιακού κεφαλαίου συνοδεύεται με την εμφάνιση του φαινομένου του πληθωρισμού.

Αύξηση της αξίας της εργατικής δύναμης

Οι τελευταίες μεγάλες ανατιμήσεις σε πετρέλαιο, σιτηρά, γαλακτοκομικά, αλλά και σε εκατοντάδες είδη βασικής κατανάλωσης, ομολογείται από όλους ότι μειώνουν την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Αν δούμε το θέμα από μια άλλη σκοπιά, οι αθρόες ανατιμήσεις βασικών ειδών διατροφής αυξάνουν την αξία της εργατικής δύναμης. Η αξία του εμπορεύματος εργατική δύναμη είναι ίση με την αξία των εμπορευμάτων εκείνων που χρειάζεται να καταναλώνει σε καθημερινή βάση ο εργάτης για να διατηρεί και να ανανεώνει την εργατική του δύναμη. Τα είδη διατροφής παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή και η ανατίμησή τους ωθεί ανοδικά και την αξία της εργατικής δύναμης. Από τη στιγμή που ο μισθός δεν μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξη των τιμών, η εργατική δύναμη δεν ανανεώνεται υπό κανονικές συνθήκες. Από εδώ πηγάζει και η αναγκαιότητα της υπογραφής συλλογικών συμβάσεων, που να αποκαθιστούν την αγοραστική ικανότητα των εργαζομένων, η οποία έχει υπονομευτεί από το τελευταίο σαρωτικό κύμα ανατιμήσεων αλλά και από τις μακροχρόνιες πολιτικές λιτότητας.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ