ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Γενάρη 2008
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ο «κόσμος» του πολυτάλαντου δημιουργού

Εκθεση έργων του στο Μουσείο Μπενάκη

Υπήρξε «ποιητής» της ζωγραφικής, της νωπογραφίας, της «όψης» του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπουδαίος, σεμνός κι αθόρυβος δημιουργός. Κι ας ήταν ο πρώτος Ελληνας που απέσπασε χολιγουντιανό «Οσκαρ». Ο λόγος για τον Βασίλη Φωτόπουλο, ο οποίος «έφυγε» πέρσι. Μένει, όμως, το έργο του να «μιλά» για το μεγάλο ταλέντο του. Εργο που το πλατύτερο κοινό αξίζει να γνωρίσει, με την έκθεση που οργάνωσε και παρουσιάζει (έως 27/1) το Μουσείο Μπενάκη (Κουμπάρη 1) και με την τιμητική -μνημόσυνη έκδοση «Βασίλης Φωτόπουλος». Η έκθεση και η έκδοση φέρουν την «ευλαβικής» αγάπης σφραγίδα του αδελφού του Βασίλη Φωτόπουλου. Του, επίσης σπουδαίου, διεθνώς φημισμένου σκηνογράφου - ενδυματολόγου Διονύση Φωτόπουλου.

«Ο Βασίλης θα παραμείνει κοντά μας, μαζί με τις αναμνήσεις της θεατρικής και κινηματογραφικής του δουλιάς και την αξέχαστη φύση της ανικανοποίητης ιδιοσυγκρασίας του (...). Ανήκε στους λίγους που έδιναν ατσιγκούνευτα πάντα και πάντοτε χωρίς ανταλλάγματα». Ηταν ένας άνθρωπος «που δεν εξαργύρωσε την προσφορά του, δεν υπέκυψε στα θέλγητρα του χρήματος και της κοσμικότητας. Τόλμησε να απαρνηθεί μια σταδιοδρομία με εξασφαλισμένη επιτυχία, προκειμένου να ξανοιχτεί σε γοητευτικές περιπέτειες νέων ανακαλύψεων(...)», τονίζει, μεταξύ άλλων, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Αγγελος Δεληβοριάς, προλογίζοντας την έκδοση. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται βιογραφικό σημείωμα που έγραψε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος για το λήμμα «Βασίλης Φωτόπουλος» στο «ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ» (2000, εκδόσεις «Μέλισσα»), αλλά και ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του Βασίλη Φωτόπουλου, που συνόδευσε την έκθεση έργων του στο Μουσείο Βορρέ (1991). Αντλώντας από αυτά τα κείμενα, επιχειρούμε να συνοψίσουμε το βιο-εργογραφικό «πορτρέτο» αυτού του ξεχωριστού δημιουργού.

Μεροκάματο και δημιουργία


Ο Β. Φωτόπουλος γεννήθηκε το 1934 στην Καλαμάτα. Τον πρωτοδίδαξε ζωγραφική ο Ε. Δράκος. Νεαρός μαθητεύει στην αγιογραφία στο μοναστήρι του Βουλκάνου. «Η θεατρικότητα της λειτουργίας τού δίνει το πρώτο ερέθισμα για να οδηγηθεί στη μαγεία του θεάτρου», σημειώνει ο Κ. Γεωργουσόπουλος. Στην Αθήνα σπουδάζει ζωγραφική και για να επιβιώσει, δουλεύει στη λαχαναγορά, κάνει σκίτσα στα «Κυνηγετικά Νέα» και βάφει σκηνικά των επιθεωρησιακών θεάτρων «Απόλλων» και «Μπουρνέλλη». Ετσι αρχίζει η πορεία του σαν σκηνογράφου. Το 1958 ο διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Κωστής Μπαστιάς, εκτιμώντας τη ζωγραφική του, του αναθέτει τα κοστούμια για την όπερα του Περγκολέζι «Σέρβα πατρόνα». Η δουλιά του ενθουσιάζει. Προσλαμβάνεται στη Λυρική και κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια για τις όπερες «Τσοκόντα» του Ποντσέλι, «Φάουστ» του Γκουνό, «Αλκηστη» του Γκλουκ.

Ανήσυχος και ανικανοποίητος καλλιτεχνικά, το 1960 εγκαταλείπει την ΕΛΣ για να γνωρίσει στην Ευρώπη όλα τα πρωτοποριακά εικαστικά και θεατρικά «ρεύματα». Γυρίζει το 1962 και αναλαμβάνει την εικαστική όψη της περίφημης παράστασης των Μ. Θεοδωράκη - Μ. Χατζιδάκι - Μποστ «Ομορφη Πόλη». Η φήμη του φθάνει στις ΗΠΑ. Το 1963 ο Ηλίας Καζάν του αναθέτει τα σκηνικά και κοστούμια της ταινίας «Αμέρικα - Αμέρικα». Η δουλιά του ενθουσιάζει, αλλά το Χόλιγουντ δύσκολα δίνει «Οσκαρ» σε «ξένο». Το 1964, όμως, του δίνει «Οσκαρ» για τα σκηνικά-κοστούμια στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς». Παραμένει στις ΗΠΑ και εργάζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο (συνεργάστηκε και με τον Κόπολα). Το 1973, εμπνεόμενος από τον αρχαίο μύθο, φιλοτεχνεί σε σχέδια και μετά σκηνοθετεί μια δική του ταινία, με τίτλο «Ορέστης».

Επιστρέφοντας μετά τη μεταπολίτευση φιλοτεχνεί τα σκηνικά -κοστούμια της πρώτης παράστασης του Ζυλ Ντασσέν στην Ελλάδα, με την μπρεχτική «Οπερα της πεντάρας». Μέχρι το 1996 συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, την ΕΛΣ, το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη, το «Θέατρο Τέχνης», τους θιάσους Θ. Καρακατσάνη, Καρέζη - Καζάκου, Αλεξανδράκη. Θαυμαστής του ο Αλέξης Μινωτής τού αναθέτει τα σκηνικά - κοστούμια αξέχαστων παραστάσεών του («Προμηθέας Δεσμώτης», «Βασιλιάς Ληρ», «Θυσία του Αβραάμ», «Αυτοκράτωρ Μιχαήλ», κ.ά.).

Ιδεολογική - συμβολιστική ζωγραφική


Με τις σκηνογραφίες του - πιστεύοντας ότι η «όψις» στο θέατρο πρέπει να υπηρετεί την ουσία της δραματουργίας - τείνει σε όλο και μεγαλύτερη λιτότητα. Αντί των χτιστών, αρχιτεκτονικών σκηνικών, με φτηνά και ελαφριά υλικά (χαρτί, πανί, ξύλο, πλαστικό), κάνει ζωγραφικά σκηνικά, με βαθύχρωμα γαιώδη χρώματα. Οπως επισημαίνει ο Κ. Γεωργουσόπουλος, «οι σκηνογραφίες του κραυγάζουν ότι είναι θεατρικά τεχνάσματα, στοιχεία της θεατρικής μαγείας. Τα κοστούμια του έχουν έντονη τη δραματουργική επεξεργασία. Δεν ντύνει ανθρώπους, δημιουργεί με τα ενδύματά του χαρακτήρες με κοινωνικό και ψυχολογικό υπόβαθρο. Στο έργο π.χ. του Γκόρκι "Οι εχθροί", που αναλύει τις ταξικές συγκρούσεις, είχε σχεδιάσει πάνω από 20 κοστούμια, με αναμείξεις του μαύρου - άσπρου. Τα κοστούμια αυτά κλιμακώνονται από το απόλυτα μαύρο (για τον πιο άτεγκτο ταξικά χαρακτήρα) ως το απόλυτα λευκό (για τον αγνότερο ταξικά χαρακτήρα). Είναι ένας σπουδαίος μάστορας. Οι θεατρικές του δημιουργίες επιβάλλονται ως ζωγραφικά αυτόνομα κατορθώματα και γλυπτικές συνθήκες». Για τις αγιογραφίες του σε ναούς και μοναστήρια, ο Κ. Γεωργουσόπουλος τονίζει ότι ο Β. Φωτόπουλος «τολμάει να τροποποιεί και να αλλοιώνει την παράδοση». Τη δε ζωγραφική του, που «συνδυάζει πλήθος διαφορετικές τεχνικές», τη χαρακτηρίζει «επιθετική, ιδεολογική, συμβολική», όπου «κυριαρχεί η παρουσία σωμάτων παραμορφωμένων, με έντονη την ακραία έκφραση του πάθους. (...) Η ζωγραφική του αντλεί τα θέματά της από τις ακραίες συναισθηματικές εκρήξεις των τραγικών, δραματικών και κωμικών ρόλων. Βλέπει τον κόσμο ως ένα εφιαλτικό τσίρκο, ως μια αιμόφυρτη σκηνή τραγωδίας. Η ζωγραφική του σε αναστατώνει, σε ταρακουνά. Εξομολογείται χρωματικά τη φρίκη του για τον αλλοπρόσαλλο κόσμο εντός του οποίου ζούμε».

Ο καλλιτέχνης εξομολογούμενος

Ο Μάνος Κατράκης και ο Παντελής Ζερβός, στον «Δον Κιχώτη», με κοστούμια του Βασίλη Φωτόπουλου
Ο Μάνος Κατράκης και ο Παντελής Ζερβός, στον «Δον Κιχώτη», με κοστούμια του Βασίλη Φωτόπουλου
Ο πατέρας του λεγόταν Δημήτρης κι η μάνα του Αγγελική. Οι γονείς του τον αγαπούσαν και του πρόσφεραν «ό,τι η εποχή νόμιζε σωστό για την ανατροφή ενός παιδιού». Επειδή ήταν φιλάσθενο παιδί του είχαν δάσκαλο στο σπίτι και δάσκαλο ζωγραφικής τον Βαγγέλη Δράκο. Το Μαυρομάτι Ιθώμης ήταν ο τόπος που - με τα κτισμένα με αρχαίες πέτρες σπίτια, τα φυτρωμένα στις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου αμπέλια, τη βρύση του χωριού, τα θεμέλια του ναού του Διός - τον «σημάδεψε βαθιά» από παιδάκι. Η μεταξική δικτατορία επιστράτευσε τον μηχανικό πατέρα του σε έργα στα Γιαννιτσά. Ο Ελληνοαλβανικός Πόλεμος εκεί βρήκε την οικογένεια, η οποία γύρισε στην Καλαμάτα. Μετά την Κατοχή ήρθε ο Εμφύλιος.

«Ο Εμφύλιος σκότωσε τον πατέρα μου, τον δάσκαλό μου, έντεκα πρώτα ξαδέλφια της μάνας μου, τον άντρα της αδελφής της. Οι δρόμοι γέμισαν νεκρούς φίλους. Φοβήθηκα τον απαίδευτο άνθρωπο. Εγινα μόνος. Το σπίτι διαλύθηκε οικονομικά. Η ζωγραφική ήτανε το καταφύγιό μου και το μοναστήρι του Βουλκάνου ο κρυψώνας μου (...)», έγραφε ο Β. Φωτόπουλος.

Μετά το Γυμνάσιο «μόνος, χωρίς καμιά βοήθεια» ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει ζωγραφική. Η ζωή του ήταν δύσκολη και γινόταν δυσκολότερη όσο συνειδητοποιούσε «το απέραντο μέγεθος της Τέχνης». Κάποτε, απελπισμένος, έκαψε τα έργα του και πήγε να δουλέψει σε γιαπί, όπου αποφάσισε «ποτέ πια να μη λιποτακτήσει» από την Τέχνη του.

Από τη δεκαετία του 1980 αφοσιώνεται όλο και περισσότερο στη ζωγραφική. Εβλεπε το θέατρο «αλλιώτικο». Προβληματιζόταν. Να τι εξομολογούνταν στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα: «Η ζωγραφική παραμόνευε. Με βοήθαγε να εκφραστώ. Δεν ήθελα να λύσω αισθητικά προβλήματα ούτε να κατακτήσω μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους. Αλλά να πω τι νιώθω. Ανοίξαμε τρύπες στον ουρανό. Η θάλασσα πεθαίνει, τα δελφίνια αυτοκτονούν, τα είδη των ζώων χάνονται, τα δάση ξεραίνονται ή γίνονται χαρτοπολτός. Οι πόλεις έγιναν ακατοίκητες. Οι πόροι του πλανήτη έγιναν όπλα κι οι νέοι μένουν άνεργοι, ανενεργοί, απελπισμένοι (...)».

Ο Β. Φωτόπουλος, όμως, κλείνοντας το σημείωμά του, με κριτική για τη γενιά του που «ξέσκισε τις σημαίες της», τελικά αισιοδοξούσε: «Μόνη ελπίδα οι νέοι, που όσο κι αν προσπαθούμε να τους βάλουμε σε καλούπια, αυτοί αντιστέκονται. (...). Εχοντας εμείς ευτελίσει κάθε θεσμό, κάθε όραμα, κάθε ιδέα, πετύχαμε να τους ελευθερώσουμε από τις δομές της υποταγής που συνθέσαμε για να δημιουργήσουμε ένα "ποίμνιο" υπάκουο. Υπάρχει σ' αυτή την αντίσταση η ελπίδα για όλους μας».


Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ