Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση όχι μόνο δεν απέτρεψε, αλλά συνέβαλε στο μέγιστο βαθμό στην καταστροφή χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων πώλησης και παραγωγής τροφίμων και άλλων ειδών πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης
ICON |
Τόσο ο τζίρος όσο και τα κέρδη των αλυσίδων σούπερ μάρκετ είναι ιδιαίτερα υψηλοί και το ίδιο ισχύει για τις μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων, καλλυντικών και άλλων ειδών. Μια ματιά στα ποσά που καταγράφονται μόνο στον κλάδο των τροφίμων, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους διακινούνται από τα σούπερ μάρκετ, είναι αρκετή για να γίνει αντιληπτό τι διακυβεύεται για το μεγάλο κεφάλαιο. Πριν μερικούς μήνες, κατά τη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), έγινε γνωστό ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ο κλάδος είχε τζίρο 626 δισ. ευρώ. Η συντριπτική πλειοψηφία των προϊόντων διακινήθηκαν μέσα από τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Στην Ελλάδα, η βιομηχανία τροφίμων κατέγραψε κέρδη 424,826 εκατ. ευρώ μέσα στο 2002, αυξημένα κατά 17% σε σχέση με το 2001 που ήταν 362,653 εκατ. ευρώ. Μέσα στο 2002, μόνο οι 9 μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ είχαν καθαρά κέρδη προ φόρων 100,5 εκατ. ευρώ!
Τα κέρδη αυτά τα καρπώνονται κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες μεγεθύνονται διαρκώς σε βάρος των μικρότερων που κλείνουν ή επιβιώνουν μετά βίας. Το 1984 λειτουργούσαν 19.964 επιχειρήσεις παραγωγής τροφίμων και μόνο το 6% είχε περισσότερους από 5 εργαζόμενους! Στο λιανικό εμπόριο μόνο το 1,5% των καταστημάτων απασχολούσε πάνω από 5 εργαζόμενους. Αυτές οι μικρές επιχειρήσεις έχουν συρρικνωθεί με τραγικούς ρυθμούς. Το 1990, έξι χρόνια αργότερα, οι προμηθευτές των καταστημάτων, οι εταιρίες παραγωγής τροφίμων, είχαν περιοριστεί σε 8.000. Δέκα χρόνια αργότερα, το 2000, οι επιχειρήσεις αυτές υπολογίζονταν σε 2.500 το ανώτερο, αλλά ο τζίρος των σούπερ μάρκετ οφειλόταν κατά 80% στα προϊόντα μόνο των 1.000 από αυτών που είναι και οι μεγαλύτερες!!! Αντίστοιχη ήταν η πορεία περιθωριοποίησης και εξαφάνισης των μικρών παντοπωλείων που ακολούθησαν τη μοίρα των μικρών βιοτεχνιών τροφίμων. Από το 1977 μέχρι και το 2000 έχουν κλείσει περίπου 24.000 μικρά καταστήματα τροφίμων. Την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 755% τα σούπερ μάρκετ, τα περισσότερα όμως ανήκουν σε μικρές ή μεγάλες αλυσίδες.
Η γιγάντωση των σούπερ μάρκετ συνεχίζεται και οι τελευταίοι μικροί απειλούνται άμεσα. Εκατοντάδες σούπερ μάρκετ ανήκουν πλέον σε μερικές μόνο αλυσίδες που επεκτείνονται και στις γειτονιές εκεί που σήμερα λειτουργούν ακόμη οικογενειακές επιχειρήσεις. Στην πορεία αυτή συνέβαλε τα μέγιστα και η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Τα ράφια κατακλύστηκαν από εισαγόμενα προϊόντα και ξένες εταιρίες μπήκαν στην αγορά του λιανικού εμπορίου. Το 2001 το 45% των πωλήσεων έγινε από ξένες αλυσίδες! Οδηγίες, ντιρεκτίβες και κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης επέβαλαν ένα πλαίσιο λειτουργίας που λειτούργησε καταλυτικά υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου.
Στις αρχές της δεκαετίας του '90 πολλές βιομηχανίες τροφίμων έκαναν σημαντικές επενδύσεις που οδήγησαν σε άλματα την παραγωγή, την κερδοφορία, τις εξαγωγές και όλα τα μεγέθη τους. Για τις επενδύσεις αυτές προχώρησαν σε δανεισμό από το εσωτερικό, αλλά και το εξωτερικό, ενώ χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το κράτος. Στα μέσα της δεκαετίας ευνοήθηκαν σημαντικά σε σχέση με το δανεισμό τους από τη μείωση των δραχμικών επιτοκίων δανεισμού, που την ακολούθησε μια ακόμη μείωση των επιτοκίων σε διεθνές επίπεδο, με αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση των υποχρεώσεών τους και την τόνωση των εξαγωγών τους. Την ίδια περίοδο άρχισαν να αποδίδουν καρπούς οι επενδύσεις τους που έγιναν κυρίως σε μηχανολογικό εξοπλισμό. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις το παιχνίδι του εκσυγχρονισμού επιβλήθηκε από τις ντιρεκτίβες της ΕΕ για τον έλεγχο και την παραγωγή πολλών ειδών διατροφής και μη. Δεκάδες επιχειρήσεις έκλεισαν εκείνη την περίοδο τόσο στην παραγωγή όσο και στην πώληση, ενώ οι πρώτες ξένες μεγάλες εμπορικές αλυσίδες άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, να συγχωνεύονται με ελληνικές ή να τις εξαγοράζουν και να συνθλίβουν τα μικρά σούπερ μάρκετ και τα παντοπωλεία.
Σήμερα οι βιοτεχνίες και τα μικρά, μεμονωμένα κυρίως, σούπερ μάρκετ κάθονται στην άλλη άκρη της «τραμπάλας» διαρκώς αιωρούμενοι, αφού ανταγωνιστές τους είναι τα βιομηχανικά και εμπορικά μεγαθήρια. Πολλές μικρές παραγωγικές μονάδες υπάρχουν «ελέω» των μεγαλεμπόρων, κυρίως μέσω της παραγωγής των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Επιβεβαιώνεται έτσι η διαπίστωση ότι το μεγάλο κεφάλαιο μέσα από τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση αφανίζει τους ΕΒΕ και συντηρεί στη ζωή μόνο εκείνες τις μικρές επιχειρήσεις που λειτουργούν περιφερειακά και υποστηρικτικά γύρω από αυτό, καλύπτοντας τις εκάστοτε ανάγκες του. Τα σημεία διανομής είναι το «κλειδί» της υπόθεσης και οι μικρές επιχειρήσεις χρησιμοποιούνται στη διαμάχη με τις μεγάλες απόλυτα εξαρτώμενες από τα μεγάλα σούπερ μάρκετ. Τα οποία, με τη σειρά τους, έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο «παρακολούθησης» των πελατών τους ώστε να τους κάνουν δώρα προσαρμοσμένα στην οικογενειακή τους κατάσταση ή να στέλνουν εκπτωτικά κουπόνια στο σπίτι τους ως δώρο γενεθλίων!
Υπάρχουν μικροί ΕΒΕ που μπορεί να νομίζουν ότι μέσα σε αυτές τις συνθήκες θα καταφέρουν να γίνουν «μεγάλοι». Υπάρχουν και αυτοί που δεν έχουν ψευδαισθήσεις, πιστεύουν όμως ότι το ιδιαίτερα μικρό μέγεθός τους θα τους προφυλάξει. Λάθος. Στην Αθήνα υπολογίζεται ότι υπάρχουν 22.000 σημεία πώλησης με περίπτερα και ψιλικατζίδικα. Αυτή τη στιγμή τέσσερις τουλάχιστον εταιρίες δημιουργούν αλυσίδες καταστημάτων ψιλικών σε όλη την Αθήνα, με προοπτική σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναπτύξουν εκατοντάδες καταστήματα! Στα πλεονεκτήματά τους είναι η δυνατότητα να αγοράζουν φθηνότερα, άρα και να πωλούν φθηνότερα από τα μεμονωμένα ψιλικατζίδικα. Λόγω των κεφαλαίων τους διαθέτουν επίσης τεχνογνωσία για την καλύτερη τοποθέτηση των προϊόντων, τη διαμόρφωση των καταστημάτων ώστε να χωρούν μέχρι και 4.500 είδη σε μερικές περιπτώσεις, ενώ διαθέτουν μεγαλύτερη γκάμα προϊόντων και υπάρχουν σκέψεις ακόμη και για τη διάθεση έτοιμου φαγητού! Προοπτικά, τα στελέχη τους ελπίζουν στη συγκέντρωση δραστηριοτήτων και από άλλου είδους μικρά καταστήματα, πρακτορεία του ΟΠΑΠ και άλλα.