ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Ιούνη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορα περιοδικά, κυρίως με κλαδικά έντυπα, όπως «Η φωνή της ΓΣΕΕ», όπου είχε τη στήλη του χρονογραφήματος και «Η φωνή των φαρμακοϋπαλλήλων», που υπηρέτησε ανιδιοτελώς δεκαετίες, καθότι φαρμακοϋπάλληλος.

Οταν έγινε συνταξιούχος πια, έκανε την παρουσία του στα Γράμματα με δέκα έως τώρα βιβλία, κάποια εκ των οποίων έχουν βραβευτεί.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευματικών Ενώσεων.


Ο μπάρμπας της Κορώνης

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο Φρέντι είναι Ελληνοαλβανός με καθαρόαιμη Ελληνίδα γυναίκα κι ένα γιο μαθητή Λυκείου που οι επιδόσεις του, του επιτρέπουν να σηκώνει επάξια την ελληνική σημαία στις μαθητικές παρελάσεις, πλην όμως δεν κάνει χρήση του δικαιώματος που του δίνουν οι ικανότητές του, η δίψα για μάθηση και το πάθος να παλέψει και ν' αρπάξει τη ζωή από τα κέρατα για να ξεφύγει από την κακή μοίρα που βρήκε την οικογένεια και να την αποτραβήξει απ' αυτή. Είναι τ' όνειρό του και ο μελλοντικός στόχος του.

Οσο βλέπει τον πατέρα του να βολοδέρνει στην όποια χαμαλοδουλιά του λάχει και να περπατάει σκυφτός από υπερκόπωση τόσο βάζει περισσότερο τα δυνατά του για να τα καταφέρει χωρίς φροντιστήρια και πρόσθετες επιβαρύνσεις να σπουδάσει, να βρει δουλιά και να ξεκουράσει και τη μάνα του που καθαρίζει τα σκαλοπάτια σ' ένα σχολείο και τα ευρώ που εισπράττει δε φτάνουν για το νοίκι σ' ένα παλιόσπιτο που ο Φρέντι σουλούπωσε για να γίνει κατοικήσιμο.

Ανθρωπος για όλες τις δουλιές, είναι μέσα σε όλα, ο νους κατεβάζει ιδέες στα επιδέξια ροζιασμένα χέρια του και τα όποια τεχνικά προβλήματα όπου και αν παρουσιάζονται βρίσκουν τη λύση τους. Πολυτεχνίτης στην κυριολεξία κι ερημοσπίτης ο φουκαράς. Αν παρέμενε στον τόπο που γεννήθηκε, τα Τίρανα, από πατέρα Αλβανό κι Ελληνίδα μητέρα, η οικονομική του κατάσταση θα ήταν διαφορετική. Θα εύρισκε το δρόμο του και τη σειρά του ως καλός μάστορας με εμπνεύσεις και φιλότιμο. Προτίμησε όμως να ζήσει στην Ελλάδα πιεζόμενος και από τη μητέρα του που μιλάει τα ηπειρώτικα φαρσί και ήθελε να τη σκεπάσει στα στερνά του βίου χώμα ελληνικό!

Η αλήθεια να λέγεται, η δεξιοτεχνία του δεν είναι τυχαία, πήρε μαθήματα σε τεχνικές σχολές και, συνδυάζοντάς τα με το ταλέντο του, έγινε αρχιτεχνίτης σε κρατικό εργοστάσιο ώσπου άλλαξαν οι καιροί και τον έσπρωξαν πρόσφυγα εδώ, όπου, με τα όποια προσόντα και να διαθέτει κανείς, δεν αναδείχνεται αν δεν είναι και καταφερτζής! Πολλοί από τους συντοπίτες του που δεν είχαν ούτε ριζίδιο ελληνικό, τα κατάφεραν να ευδοκιμήσουν σε ξένη χώρα, όμως ο Φρέντι, που δεν έχει αυτό το «χάρισμα», θέλει να γυρίσει πίσω αλλά έχει μπλοκαριστεί με τις σπουδές του παιδιού του και ζει στη μιζέρια, παρότι είναι χαρισματικός πολυτεχνίτης.

Αυξήθηκε, βλέπεις, και η ανεργία που μαστίζει τον τόπο. Εκτός του ότι δεν μπορεί να βρει σταθερό μεροκάματο δε μένει και σε σπίτι σταθερά. Κάθε τόσο αναζητά άλλο κατάλυμα επειδή ψάχνει για κάτι φθηνό και καταλήγει στα λίγα εναπομείναντα λιθόκτιστα σπιτάκια του συνοικισμού, που για κακή του τύχη κατεδαφίζονται και δίδονται αντιπαροχή το ένα μετά το άλλο και σε λίγα χρόνια δε θ' απομείνει κανένα όρθιο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται διαρκώς στο ψάξιμο.

Η γυναίκα του η Αργυρώ με λειψό μεροκάματο από τη δούλεψή της και με αίμα πέρα για πέρα ελληνικό, όμως με σπασμένα ελληνικά, δεν αντέχει πια αυτή την κατάσταση και ξεσπάει: - Πάμε να φύγουμε, δεν μπορώ πια αυτή την κατάντια, στο σπίτι μας θα ζήσουμε καλύτερα. - Εγώ δεν το ξέρω, βρε γυναίκα, ότι θα ξαναβρούμε τον εαυτό μας; Ομως τι θα γίνει με τις σπουδές του παιδιού, αυτό δεν το σκέπτεσαι; Και τη μάνα σου που θέλει να μείνει για πάντα στη γη των προγόνων;

Είναι γεγονός ότι τα πράγματα έχουν σφίξει όχι μόνο για τους μετανάστες αλλά και για τους γηγενείς με τις γνωστές φυσικά εξαιρέσεις εκείνων που ...στην αναμπουμπούλα χαίρονται!

Παλαιότερα που έβγαζε ευκολότερα το καρβέλι σύχναζε σ' ένα μικρό ξυλουργείο και βοηθώντας τον ιδιοκτήτη με τις τεχνικές του γνώσεις είχε ένα μικρό αλλά βασικό εισόδημα. Με τη μείωση όμως της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών στρωμάτων, έγινε ...πολυτέλεια για το «αφεντικό» να διαθέτει και βοηθό. Οσο ήταν εκεί ερχόταν σ' επαφή με κόσμο κι εύρισκε να κάνει κανένα μερεμέτι ή διάφορες επιδιορθώσεις παντός είδους. «Γεια στα χέρια σου» εύχονταν παλιά οι πελάτες στους τεχνίτες όταν έμεναν ευχαριστημένοι από τη δουλιά τους. Τώρα δε φτάνει αυτό, πρέπει να έχει και μπάρμπα στην Κορώνη κανείς για να βρει δουλιά! Τόση παραγωγή μπαρμπάδων είναι αμφίβολο αν υπάρχει σε άλλο σημείο του πλανήτη, όσο εκείνη, μιας παραλιακής γωνίτσας της Πελοποννήσου! Μικρός τόπος, πανέμορφος, με ...τους αμέτρητους μπαρμπάδες του, να δένουν και να λύνουν σε αυτή τη χώρα! Οσοι δεν έχουν την τύχη να διαθέτουν έναν τέτοιο «μπάρμπα» όσο και να πασχίζουν, σχεδόν σπάνια, βρίσκουν μια θέση στο λαμπερό ήλιο της πατρίδας. Η πατρίδα που δε σηκώνει πια τον πολύξερο, χωρίς αποσιωπητικά, Φρέντι, ο οποίος λόγω ανέχειας βρίσκεται σε δίλημμα, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Να φύγει είναι η πιο λογική λύση, όμως βρίσκει αντιμέτωπους τόσο τη μητέρα του όσο και το γιο του που επιμένει παρ' όλες τις δυσκολίες να σπουδάσει εδώ.

Στο ξυλουργείο που έκανε κανένα μεροκάματο πηγαίνει σαν επισκέπτης και στο αντικρινό σούπερ μάρκετ για ν' αγοράσει με μαθηματική ακρίβεια τα πιο στοιχειώδη πράγματα του σπιτιού στην περίπτωση που κρατάει χρήματα. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλούς άλλους ντόπιους και ξένους που η αγοραστική τους δύναμη λόγω της ακρίβειας και της ανεργίας έχει μειωθεί στο ελάχιστο. Και ενώ θα 'θελαν να πάρουν και ...του πουλιού το γάλα περιορίζονται στα εντελώς μα εντελώς απαραίτητα κρύβοντας την όρεξή τους με το στανιό, ώσπου να δουν άσπρη μέρα! Τα σούπερ μάρκετ, βλέπεις, δε δίνουν με δεφτέρι όπως τα λιγοστά μικρομάγαζα στις γειτονιές που έχουν απομείνει και διευκολύνουν με το βερεσέ, για να μην κλείσουν κι αυτά.

Βρε τον Φρέντι το φουκαρά, δεν του έφταναν όλα τ' άλλα, τελευταία μεγάλωσαν οι απαιτήσεις του γιου του σε ό,τι αφορά στο παρουσιαστικό του, γιατί, όπως δείχνουν τα πράγματα, πιάστηκε στο δίχτυ του έρωτα το παιδί, και πώς να εμφανίζεται συνεχώς με χιλιοφορεμένα ρούχα και παπούτσια;

Μόνο αυτό μας έλειπε, λέει βραχνά ο πατέρας βαθιά προβληματισμένος και η υγρή ματιά του καρφώνεται στο ζωνάρι του που δεν έχει πια άλλες τρύπες.


Βαγγέλης ΜΗΝΙΩΤΗΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ