ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Μάη 2013
Σελ. /16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ
Ενας σπουδαίος «ποιητής» της σκηνής

Από την «Ημερη»
Από την «Ημερη»
Μεγάλος δάσκαλος, δύσκολος, απαιτητικός, τελειομανής, ασυμβίβαστος, αλλά πάνω απ' όλα αξιαγάπητος. Το ελληνικό θέατρο και ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός πενθεί γιατί έχασε έναν από τους πιο άξιους εργάτες του. Ο Λευτέρης Βογιατζής, ηθοποιός και σκηνοθέτης που άλλαξε την πορεία του ελληνικού θεάτρου, άνθρωπος και καλλιτέχνης, με έμφυτη ευγένεια, σεμνότητα, ήθος, έφθασε στο τελευταίο σύνορο του χρόνου, κάνοντας όνειρα μέχρι την τελευταία στιγμή. Εμελλε να πεθάνει όπως οι περισσότεροι μεγάλοι ηθοποιοί σχεδόν πάνω στη σκηνή. Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα του «Θερμοκηπίου» του Πίντερ, η καταπονημένη υγεία του τον πρόδωσε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου μετά από δύο περίπου βδομάδες, στις 2 Μάη, άφησε την τελευταία του πνοή νικημένος από τον καρκίνο. Ονειρευόταν να σκηνοθετήσει το καλοκαίρι «Οιδίποδα», αλλά δεν πρόλαβε.

Δημιούργησε «σχολή»

Ο Λευτέρης Βογιατζής, ζούσε μέσα στο θέατρο, για το θέατρο και από το θέατρο. Αγχώδης και πνευματώδης. Παρορμητικός και ενθουσιώδης. Ο πλέον ακάματος, ανήσυχος, νεωτερικός και τελειοθήρας αναλυτής και ερμηνευτής του περιεχομένου και της μορφής κάθε έργου που ανέβαζε. Ενας σπουδαίος «ποιητής» της σκηνής και από τους σημαντικότερους «δασκάλους». Δε θα ήταν καθόλου υπερβολή, αν λέγαμε ότι η «φιλοσοφία» και η μέθοδός του στην ερμηνευτική εμβάθυνση και επεξεργασία ενός έργου, αισθητικά, σκηνοθετικά, υποκριτικά, συνιστά, πλέον, «σχολή», της οποίας επιρροές, αφομοιωμένες ή μη, φανερές ή υπόκρυφες, διακρίνουμε στη δουλειά όλο και περισσότερων νεότερων καλλιτεχνών, κυρίως ηθοποιών, αλλά και σκηνοθετών.

Σκηνή από το «Θερμοκήπιο»
Σκηνή από το «Θερμοκήπιο»
Και οι παραστάσεις του σημείο αναφοράς πάντα. Γιατί κατόρθωνε να «αποκαλύπτει» τα πιο αφανή και κρυφά βάθη των συγγραφέων, αλλά και να τους προσφέρει νέα, ουσιωδέστερη βαθύτητα, πολυσημία και ποιητικό μέγεθος, υπεράνω ακόμη και της δραματουργικής πρόθεσης του συγγραφέα.

Ο Λ. Βογιατζής δεν ήταν, όμως, μόνο μεγάλος σκηνοθέτης. Ηταν πρωτίστως μεγάλος ηθοποιός. Θα θυμόμαστε όλοι την «Αντιγόνη», σημαντικό «σταθμό» στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Ενώ η δική του ερμηνεία στο ρόλο του Κρέοντα, υπήρξε εξαιρετική. Μια ερμηνεία ψυχογραφικής σύνθεσης, σπαρακτικά θρηνητική. Οπως και στο μονολογικό αφήγημα του Ντοστογιέφσκι «Ημερη» που το μετέτρεψε σε ένα μοναδικά συναρπαστικό θεατρικό δημιούργημα, χάρη στην εκπληκτικά ιδιοφυή σκηνοθετική σύλληψη και υποκριτική ερμηνεία του. Η ερμηνευτική σύλληψη του Λ. Βογιατζή «δόξασε», αλλά και μεγέθυνε στο έπακρο, την ψυχαναλυτική δεινότητα της ντοστογιεφσκικής γραφής.

Ενα έργο που αγάπησε πολύ ήταν το «Καθαροί, πια» της νεαρής Αγγλίδας Σάρα Κέιν, που αυτοκτόνησε το 1999 στα 28 της χρόνια. Ο Λευτέρης Βογιατζής, ενθουσιασμένος με το έργο της Κέιν, δήλωνε το 2001 που το ανέβασε «ολοκληρωτικά συγκινημένος για το έργο που μιλάει για την αγάπη χωρίς όρια και για τη βαθύτατη επιθυμία να αγαπήσει κανείς και να αγαπηθεί. Ταυτόχρονα μιλάει για την υποκρισία, την προδοσία, τις ενοχές, τη βίαιη καταστολή, τον ακρωτηριασμό, την τρέλα. Οι ήρωές της είναι αθεράπευτα ρομαντικοί. Ο ρομαντισμός τους, όμως, είναι απελπισμένος, σκληρός, αμείλικτος. Η γλώσσα της είναι γυμνή, "αποσταγμένη" και άκρως συμπυκνωμένη, παρά τη φαινομενική καθημερινότητά της. Μια γλώσσα δραστική και καίρια, που δυναμιτίζει τον πυρήνα της δράσης και αποκαλύπτει οριακά ακραίες καταστάσεις».

Κρέοντας στην «Αντιγόνη»
Κρέοντας στην «Αντιγόνη»
Αναμφίβολα, ο Λ. Βογιατζής ταύτισε το όνομά του με την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Γι' αυτό και το κοινό τον αποθέωνε στην Επίδαυρο πέρσι το καλοκαίρι, αλλά και όπου αλλού παρουσίασε τον «Αμφιτρύωνα» με το Εθνικό Θέατρο, όρθιο, με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα και ευχόταν να τα καταφέρει. Και όσο τον βλέπαμε να δουλεύει για την επανάληψη του «Θερμοκηπίου», στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, ενώ παράλληλα σχεδίαζε να παρουσιάσει στο Φεστιβάλ Αθηνών τη δική του εκδοχή πάνω στον Οιδίποδα Τύραννο, όλοι αισιοδοξούσαμε. Αλλά η μάχη ήταν άνιση. Είχε πολλά ακόμη να προσφέρει στο θέατρο.

Μια ζωή θέατρο

Γεννήθηκε στην Αθήνα (1945). Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησε για δύο χρόνια το Ράινχαρτ Σεμινάρ στη Βιέννη και τελείωσε τη Σχολή Κ. Μιχαηλίδη στην Αθήνα. Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στο ρόλο της Γιαγιάς, στον Κυριακάτικο Περίπατο, σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, και αργότερα με την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του επιθεωρησιακού κώδικα, καθώς και με την Ελλη Λαμπέτη, Σάρα (Children of a Lesser God).

Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων: τον Αλφρεντ, στις Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης, την επώνυμη ηρωίδα στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη στους Βατράχους, τον Ταρτούφο, στον Ταρτούφο, του Μολιέρου κ.ά.

Το 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου Η ΣΚΗΝΗ με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών. Από το 1982 έως το 1987 που λειτούργησε η ΣΚΗΝΗ, ο Λ. Β. σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: Η Σπασμένη στάμνα, του Χ. φον Κλάιστ (Δικαστής Αδάμ, σε συσκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου), Οι Αγροίκοι, του Κάρλο Γκολντόνι (Λουνάρντο), Συμφορά από το πολύ μυαλό, του Α. Γκριμπογιέντοφ (Φάμουσοφ), Σε φιλώ στη μούρη... σύγχρονο ελληνικό έργο του Γ. Διαλεγμένου (Μήτσος), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας «Κάρολου Κουν» για την περίοδο 1986-87.

Το 1988 ίδρυσε τη νέα ΣΚΗΝΗ, όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών, παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο.

Σκηνοθέτησε και έπαιξε στις παραστάσεις: Θείος Βάνιας, του Αντον Τσέχωφ (Βάνιας)1989, Ρίττερ, Ντένε, Φος του Τόμας Μπέρνχαρντ (Φος) 1991 (για πρώτη φορά στην Ελλάδα). Παράλληλα, το 1989, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, απ' όπου αποφοίτησαν (1991) δώδεκα μαθητές, ύστερα από τριετή εντατική φοίτηση. Είναι η απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα. Ξεκινάει το 1992 σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Μια Αντιγόνη κλειστού χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου». Με τους μαθητές του εργαστηρίου, συνεχίζει τη διερεύνησή του στον ελληνικό ποιητικό λόγο και την «παιδική ηλικία του θεάτρου», ανεβάζοντας αυτή τη φορά την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία Κατσούρμπος, του Γ. Χορτάτζη.

Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη - Ελένης Χαβιαρά, Με δύναμη από την Κηφισιά, 1995. Ακολουθεί ο Μισάνθρωπος, του Μολιέρου, 1996, όπου παίζει τον Αλσέστ.

Το ίδιο καλοκαίρι παίζει στην Ελένη, του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά, στην Επίδαυρο (Μενέλαος). Το 1998, δεύτερο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, Η νύχτα της κουκουβάγιας (Ιων). Για την παράσταση αυτή τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας «Φώτος Πολίτης», και το βραβείο «Κάρολος Κουν», βραβείο της Ενωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών.

Το 1999 σκηνοθέτησε τους Πέρσες του Αισχύλου για το Εθνικό Θέατρο στο Θέατρο της Επιδαύρου. Το 2000 σκηνοθέτησε και έπαιξε στο έργο του Χάρολντ Πίντερ, Τέφρα και σκιά (Ντέβλιν). Το 2003, καινούριο νεοελληνικό έργο, της Λούλας Αναγνωστάκη, Σ' εσάς που με ακούτε (Χανς) και για δεύτερη φορά Σάρα Κέην το Λαχταρώ, στο οποίο παίζει τον Α.

Το 2004, ένας δεύτερος Μολιέρος, Το Σχολείο των γυναικών (Αρνόλφος). Το 2005 σκηνοθέτησε και έπαιξε (Ιων) σ' ένα ακόμα καινούριο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella Venezia. Και για το έργο αυτό του Γ. Διαλεγμένου απέσπασε το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, «Κάρολος Κουν». Το 2006 έκλεισε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με τη νέα του παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η παράσταση άνοιξε, αυτή τη φορά, το ίδιο Φεστιβάλ. Η Αντιγόνη είχε προσκληθεί στα φεστιβάλ Festwochen της Βιέννης, Les nuits de la Fourviere, της Λυών και το Festival d' Automne στο Παρίσι. Το 2007, σε συνεργασία με τον Γ. Σκεύα, ανέβασε και έπαιξε στην Ημερη, του Φ. Ντοστογιέφσκι. Αλλες σπουδαίες θεατρικές δημιουργίες του ήταν τα έργα «Bella Venzia» του Γιώργου Διαλεγμένου, από τη «νέα Σκηνή» του Λ. Βογιατζή, στο «Θέατρο οδού Κυκλάδων», οι «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, από την «Πράξη», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας».

Εχει παίξει σε αρκετές ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών: Β. Βαφέα, Ανατολική Περιφέρεια, Π. Βούλγαρη, Ακροπόλ, Μ. Νικολακοπούλου, Ν. Παναγιωτόπουλου, Μελόδραμα, Βαριετέ, Ονειρεύομαι τους φίλους μου, για την οποία τιμήθηκε με το α΄ βραβείο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο 1994 - Αθήνα - Κωνσταντινούπολη, Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Χ. Χριστοφή Ρόζα, κ.ά.

Το 2011 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου - βραβείο, μάλλον, οφειλόμενο εδώ και χρόνια, λόγω των ουκ ολίγων σπουδαίων θεατρικών δημιουργιών του στη «νέα Σκηνή» - για «την εξαιρετική σκηνοθετική και υποκριτική διδασκαλία της παράστασης του έργου "Θερμοκήπιο" του Χ. Πίντερ, για την επί δεκαετίες εξέχουσα προσφορά του στο θέατρο, τη συγκινητική αφοσίωση και το θαυμαστό πάθος του, καθώς και για την ουσιαστική συμβολή του στην άνοδο της ποιότητας της θεατρικής τέχνης».


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ