ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Απρίλη 2009
Σελ. /40
«Μακρόνησος»

Κριτική στη ταινία των Ηλία Γιαννακάκη και Εύης Καραμπάτσου που προβάλλεται στους κινηματογράφους

Το Μακρονήσι τον καιρό που το ονόμαζαν «Νέο Παρθενώνα»

Ν.ΜΑΡΓΑΡΗΣ

Το Μακρονήσι τον καιρό που το ονόμαζαν «Νέο Παρθενώνα»
Την προηγούμενη Πέμπτη βγήκε στη μεγάλη οθόνη η ταινία «Μακρόνησος» του Ηλία Γιαννακάκη και της Εύης Καραμπάτσου, μια ταινία τεκμηρίωσης που προσπαθεί να μεταφέρει μέσα από προσωπικές μαρτυρίες και συνεντεύξεις τα βιώματα των πρωταγωνιστών της που είχαν την «τύχη» να αναμορφωθούν στην εθνική κολυμπήθρα της Ελλάδας του εμφυλίου.

Στα πλαίσια τον προσωπικών μαρτυριών βλέπουμε την τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση της κομμουνίστριας ηθοποιού που πέθανε πρόσφατα, Αλέκας Παΐζη .

Ο χώρος της Μακρόνησου είναι τόπος μαρτυρίου και «ιδεολογικής αναμόρφωσης» των κομμουνιστών. Θεωρείται για την Ελλάδα χώρος αντίστοιχος με τα στρατόπεδα Αουσβιτς, Μαουτχάουζεν, Νταχάου, σημείο ιστορικής μνήμης, σε μια χώρα που μοιάζει να θέλει να ξεχάσει κομμάτια της ιστορίας της μετεμφυλιακής Ελλάδας.

Σε αυτά τα 13 περίπου χλμ. από B. προς N. και πλάτους περίπου 500 μ της Μακρονήσου πέρασαν περισσότεροι από 100.000 αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης που πλήρωσαν για τη στάση τους απέναντι στον κατακτητή, με βασανιστές τις περισσότερες φορές τους πρώην συνεργάτες των ναζί ή ανανήψαντες πρώην συναγωνιστές τους.

Η ταινία χωρίζεται ουσιαστικά σε τρία μέρη: Στο πρώτο, παρουσιάζονται οι μαρτυρίες των άμεσα εμπλεκομένων αγωνιστών μέσω προφορικών αφηγήσεων που συνδυάζονται με προβολή αρχειακού υλικού αλλά και προσωπικών επιστολών και σημειώσεων, επίσημων δηλώσεων και κυβερνητικών μεγαλόστομων διακηρύξεων που φθάνουν στον θεατή μέσω του speakage.

Σκίτσο για τη Μακρόνησο από το «Ρίζο της Δευτέρας»
Σκίτσο για τη Μακρόνησο από το «Ρίζο της Δευτέρας»
Το δεύτερο και τρίτο μέρος, φανερά πιο αδύναμα, επιχειρούν την αντιπαράθεση της ιστορικής οπτικής των πρώην κρατουμένων με την «άλλη πλευρά», δηλαδή αυτή των βασανιστών που εδώ ενσαρκώνεται μέσω της αφήγησης του περιβόητου διοικητή της Μακρονήσου, Σκαλούμπακα.

Η αντιθετική προβολή των θέσεων θύτη-θυμάτων όχι μόνο δε δικαιολογεί τις ευθύνες του κατασταλτικού μηχανισμού αλλά μάλλον αποκαλύπτει και την σαθρή βάση των προφάσεων του Σκαλούμπακα, ο οποίος χρησιμοποιεί «επιχειρήματα» από το πιο σκοτεινό και σκουριασμένο οπλοστάσιο του μεταπολεμικού αντικομουνισμού.

Σε μικρότερο βαθμό βλέπουμε και τη θέση των ελάχιστων μονίμων «κατοίκων» του ανεμοδαρμένου νησιού που βίωσαν και αυτοί τα γεγονότα, από μια σαφώς διαφορετική και προβληματική θέση, καθώς αποφεύγουν να επιβεβαιώσουν το κοινώς ομολογούμενο, ότι δηλαδή ο τόπος τους ήταν ένας τόπος μαρτυρίου. Φτάνοντας σε σημείο να περιγράφουν μια εικόνα τάξης, πειθαρχίας και «κανονικότητας» της ζωής του στρατοπέδου, αρνούμενοι να αναφέρουν ότι ξέρουν οτιδήποτε για τις πράξεις καταναγκασμού και μεθοδευμένης εξόντωσης.

Παρ' όλα αυτά, οι δημιουργοί στο τέλος του ντοκιμαντέρ επιλέγουν να ξαναζωντανέψουν τις μνήμες των πρώην βασανισθέντων Ηλία Σταβέρη, Αλέκας Παΐζη και Τάσου Ζωγράφου στο μαρτυρικό τόπο, βάζοντάς τους να περιηγηθούν μαζί με αυτούς τους κατοίκους, γεγονός που αφήνει ερωτηματικά ως προς την επιλογή αυτή. Μήπως το ζητούμενο εδώ είναι η προβολή μιας κάποιας «λήθης» ή κάποιας ακόμα εικόνας «εθνικής συμφιλίωσης» ή σύζευξης διαφορετικών οπτικών που έτσι κι αλλιώς θα ήταν πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί και με την παρουσία του Σκαλούμπακα ανάμεσά τους;

Αν και οι δημιουργοί - κατά δική τους ομολογία - επιθυμούν μια ανθρωποκεντρική ταινία και όχι μια γενική ιστορική αναδρομή, το ίδιο το θέμα διαθέτει έντονο ιστορικό πλαίσιο. Επομένως, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αποφευχθεί η απο-ιστορικοποίηση της ταινίας, γεγονός που ως ένα βαθμό υπηρετείται.

Ομως εδώ θα δούμε ότι υπάρχει - και παρά την παραβολή, χοντρικά, των ιστορικών συνθηκών - αδυναμία περιγραφής του ιστορικού σύμπαντος έτσι ώστε να είναι σαφές και σε κάποιον (νέα γενιά) που δεν έχει τη γνώση της εποχής.

Συγκεκριμένα, δεν παρουσιάζεται επαρκώς η διάσταση του αγγλοαμερικανικού παράγοντα καθώς όλοι σήμερα γνωρίζουν ότι ο σχεδιασμός αυτού του στρατοπέδου αποτέλεσε «πειραματικό πεδίο» του ιμπεριαλισμού και για άλλα μέρη του κόσμου. Δεν είναι μόνο η νοητική σύλληψη αλλά και η πρακτική καθοδήγηση των Αμερικάνων που σφραγίζουν το κολαστήριο.

Παράλληλα, δεν είναι «ατύχημα» ή υπέρβαση καθήκοντος ο μηχανισμός εξευτελισμού, βασανισμού και ταπείνωσης. Είναι επιλογή, πολιτική επιλογή, όχι μιας κάποιας τυπικής δικτατορίας σαν αυτή που θα ακολουθήσει κάποια χρόνια μετά, αλλά μιας αστικής, «νόμιμης» στα πλαίσια του εμφυλιακού κράτους κυβέρνησης με συμμετοχή και συνεργασία των αστικών κομμάτων.

Μήπως αυτή η προσήλωση στον «ανθρωποκεντρισμό», απομονώνει ιστορικά το γεγονός, το κάνει αποσπασματικό, αδυνατίζει το νήμα της ιστορικής μνήμης και ευνουχίζει ακόμα τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, φλερτάροντας με μια μουσειακή προσέγγιση; Σε μια εποχή μάλιστα που οι «Νέοι Παρθενώνες» ξεφυτρώνουν ανά τον πλανήτη από τους ίδιους «αρχιτέκτονες» και χρησιμοποιούν παρόμοιους Σκαλούμπακες. Κι όσο κι αν είναι σεβαστή η άποψη των σκηνοθετών να μην προβάλουν τη λεγόμενη ηρωική διάσταση της Μακρονήσου και σήμερα το ζητούμενο είναι να βρεθούν και πάλι εκείνοι που όπως αναφέρεται και στο ντοκιμαντέρ «Μπορεί και να φοβούνται πολύ, αλλά και πολύ να αντιστέκονται!».

Aλλωστε, «με ποιο δικαίωμα», «με τίνος την εντολή ή την άδεια», «με ποιους όρους έχουμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε γι' αυτό;».


του συνεργάτη μας
Κώστα ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Κώστας Σταματόπουλος είναι σκηνοθέτης



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ