ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Απρίλη 2009
Σελ. /40
ΕΛΛΑΔΑ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Ο μύθος της «σύγκλισης» και η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων

Το 50% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της Ελλάδας (στοιχεία 2007) παράγεται στο Νομό Αττικής, σε μια σχετικά μικρή γεωγραφική έκταση της χώρας, που καλύπτει μόλις το 5% του συνολικού της εδάφους και κατοικείται από το 45% του πληθυσμού. Το υπόλοιπο 50% του ΑΕΠ παράγεται στο 95% του γεωγραφικού εδάφους, όπου ζει το 55% του πληθυσμού της χώρας.

Πάλι με στοιχεία του 2007, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο Ν. Αττικής, της πλουσιότερης περιφέρειας της χώρας, ανέρχονταν στα 28.000 ευρώ, όταν στη φτωχότερη περιφέρεια (Δ. Ελλάδα) μόλις και έφτανε τα 12.785 ευρώ. Στην πιο φτωχή δηλαδή περιφέρεια, το κατά κεφαλή ΑΕΠ, μόλις και αντιστοιχούσε στο 45,5% της πλουσιότερης περιφέρειας.

Τα στοιχεία προκύπτουν από τους Περιφερειακούς Λογαριασμούς της περιόδου 2005 - 2007, που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η στατιστική υπηρεσία (ΕΣΥΕ). Στοιχεία, τα οποία από μόνα τους καταρρίπτουν τα ιδεολογήματα της «σύγκλισης» του βιοτικού επιπέδου της Ελλάδας με το βιοτικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα οποία καλλιεργούσε τις τελευταίες δεκαετίες η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της σύστημα.

Σύμφωνα με αυτά, η ελληνική οικονομία, στα πλαίσια της ενσωμάτωσής της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία, θα έπρεπε να αποδεχτεί και να εφαρμόσει τα γνωστά «προγράμματα σύγκλισης», που εφαρμόστηκαν μέχρι την περίοδο ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ, οπότε και αντικαταστάθηκαν από τα επίσης γνωστά μας «προγράμματα σταθερότητας και ανάπτυξης».

Ο μύθος

Η εφαρμογή των προγραμμάτων σύγκλισης, σύμφωνα με τους αστικούς μύθους, ήταν ο ασφαλής δρόμος για τη μεγιστοποίηση της ευημερίας της χώρας, της ανόδου του βιοτικού της επιπέδου και του ...ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της οικονομίας της. Και στο όνομα της «σύγκλισης» με την Ευρώπη, οι κυβερνήσεις του δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, δικαιολόγησαν τις πολιτικές απελευθέρωσης των αγορών, της παράδοσης, δηλαδή, στο ιδιωτικό κεφάλαιο των κερδοφόρων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου (ιδιωτικοποιήσεις ΔΕΚΟ), προχώρησαν σε αλλεπάλληλες ανατροπές του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, διέλυσαν τις εργασιακές σχέσεις, με την υιοθέτηση των αποκαλούμενων και ελαστικών μορφών απασχόλησης, ενώ με τα προγράμματα δημοσιονομικής λιτότητας υπονόμευσαν το λαϊκό εισόδημα.

Ολα αυτά, τα έζησε στο πετσί του ο ελληνικός λαός, ο οποίος, χωρίς να ερωτηθεί, πλήρωσε τις βαρύτατες συνέπειες της ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ το 1979 και στη συνέχεια τη συμμετοχή της στην ΟΝΕ (1999), η οποία έγινε με δυσβάσταχτους όρους για τα λαϊκά συμφέροντα. Το οξύμωρο όμως της υπόθεσης είναι ότι η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της σύστημα, βάφτισαν τις ταξικές αυτές επιλογές, πολιτικές «σύγκλισης». Δανείστηκαν, δηλαδή, στοιχεία από τους χριστιανικούς μύθους τής μετά θάνατον ζωής, όπου οι καλοί και ενάρετοι χριστιανοί, φτωχοί και ταπεινοί στην επίγεια ζωή τους, θα ανταμειφθούν από τη θεία χάρη στον παράδεισο...Ετσι και η αστική τάξη, ζητούσε από το λαό να σφίξει το ζωνάρι, με αντάλλαγμα τη μελλοντική ευημερία, η οποία εμφανιζόταν στενά συνυφασμένη με την πορεία σύγκλισης...

Με τέτοια αναχρονιστικά και αντιδραστικά ιδεολογήματα, επεδίωκαν να συγκαλύψουν μια βαθύτατα ταξική πολιτική, η οποία συσσώρευε και συσσωρεύει όλο και μεγαλύτερα δεινά στα λαϊκά στρώματα, τη στιγμή που μια μικρή μειοψηφία επιχειρηματικών ομίλων συσσώρευσε πρωτοφανή κέρδη.

Να, όμως, που έρχεται η ίδια η αστική στατιστική, για να κονιορτοποιήσει το μύθο της «σύγκλισης». Γιατί, τα ίδια τα στοιχεία της ΕΣΥΕ επιβεβαιώνουν πλήρως τη δράση του λενινιστικού νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης. Σύμφωνα με το νόμο αυτό που διατύπωσε ο Λένιν το 1916, την περίοδο του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, οι χώρες, αλλά και οι κοινωνίες στο εσωτερικό τους, αναπτύσσονται ανισόμετρα.

Αυτό που χαρακτηρίζει την κίνηση, δεν είναι η σύγκλιση, κοινωνική ή οικονομική, αλλά η ανισομετρία στην ανάπτυξη. Και αυτό επιβεβαιώνεται με τη μεγαλύτερη ορθότητα, τόσο από την ανισομέρεια που παρουσιάζει η ανάπτυξη της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, όσο και η περίπτωση της Ελλάδας.

Η ελληνική οικονομία, 30 χρόνια μετά την ένταξη στην τότε ΕΟΚ, παρά την ανοδική πορεία του καπιταλισμού και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που παρατηρήθηκαν κατά καιρούς, ούτε έχει συγκλίνει με τις ισχυρές οικονομίες της ΕΕ, ούτε αναμένεται να συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται ακόμα και με τη χρησιμοποίηση της αστικής στατιστικής. Με κριτήριο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκφρασμένο σε ισοδύναμες μονάδες αγοραστικής δύναμης, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται στην προτελευταία θέση της Ευρώπης των 15, με την Πορτογαλία στην τελευταία θέση του πίνακα.

Παρά τα τέσσερα κοινοτικά δήθεν πακέτα «στήριξης» - τα οποία λεηλατήθηκαν από τις επιχειρήσεις και το πολιτικό σύστημα - και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που εμφάνισε ο ελληνικός καπιταλισμός την τελευταία δεκαετία, η χώρα συνεχίζει να διατηρείται ...εκεί από όπου ξεκίνησε.

Αντίθετα, αυτό που επεδίωξαν Ευρωπαϊκή Ενωση και οι εθνικές κυβερνήσεις, μέσα από τις διάφορες Συνθήκες που προώθησαν από τις αρχές της δεκαετίας του '90, ήταν η προς τα κάτω σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου των λαών της Ευρώπης. Οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης συναγωνίζονταν μεταξύ τους, ποια θα προωθήσει τη μεγαλύτερη ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, ποια θα ιδιωτικοποιήσει ταχύτερα την Κοινωνική Ασφάλιση και την Υγεία, ποια θα ξεπουλήσει γρηγορότερα τις δυναμικότερες επιχειρήσεις του Δημοσίου. Και αποτελεί στοιχείο εξαχρείωσης, να εμφανίζεται η Ιρλανδία, μια χώρα λεηλατημένη από τον πιο άγριο καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, σαν χώρα πρότυπο. Το «ιρλανδικό θαύμα» διατηρήθηκε για αρκετά χρόνια στους μύθους της ευρωπαϊκής αστικής τάξης, πριν η χώρα αυτή καταρρεύσει υπό το βάρος της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης.

Στο εσωτερικό της χώρας

Η ανισομετρία στην ανάπτυξη δε χαρακτηρίζει μόνο τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και τις σχέσεις μεταξύ των περιφερειών της χώρας. Οπως αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, σύμφωνα με στοιχεία του 2007, στην Αττική παράχθηκε το 49,7% του ΑΕΠ της χώρας, το οποίο μάλιστα αυξήθηκε σε σχέση με το 2005, όταν και είχε παραχθεί το 48,6% του συνολικού ΑΕΠ.

Ειδικότερα, στην Αττική το έτος αυτό παράχθηκε το 5,9% του συνολικού προϊόντος του πρωτογενούς τομέα (γεωργία, αλιεία), το 31% του προϊόντος της δευτερογενούς παραγωγής (βιομηχανία) και το 56,9% του «προϊόντος» του τριτογενούς τομέα (υπηρεσίες).

Στη δεύτερη θέση, μακράν της πρώτης Αττικής, βρίσκεται η Κεντρική Μακεδονία, στην οποία παράχθηκε το 19,1% της πρωτογενούς παραγωγής, το 18% της δευτερογενούς και το 12,4% της τριτογενούς παραγωγής.

Στις υπόλοιπες 11 περιφέρειες, συμμετοχή με διψήφια ποσοστά στην παραγωγή του αγροτικού ΑΕΠ έχουν η Θεσσαλία (11,1%), η Δυτική Ελλάδα (10,9%), η Στερεά Ελλάδα (10,6%), η Πελοπόννησος (10,4%), ενώ η Κρήτη συμμετέχει με 9,9% του ΑΕΠ. Στο δευτερογενή τομέα, με εξαίρεση τις δύο πρώτες περιφέρειες, μόνο η Στερεά Ελλάδα παρουσιάζει κάποια αξιόλογη βιομηχανική δραστηριότητα (11,9% του βιομηχανικού ΑΕΠ), ενώ ακολουθούν με 7,2% και 7% η Πελοπόννησος και η Θεσσαλία.

Ακόμα μεγαλύτερη προβάλλει η περιφερειακή αντίθεση στον τομέα των υπηρεσιών, όπου ως τρίτη περιφέρεια εμφανίζεται η Κρήτη με συμμετοχή μόλις 4,9%, ενώ οι υπόλοιπες περιφέρειες συμμετέχουν με ποσοστά από 3,8% (Θεσσαλία) έως και 1,3% (Βόρειο Αιγαίο). Αξίζει, επίσης, να σημειώσουμε τη συμμετοχή των τριών οικονομικών κλάδων, στη διαμόρφωση του συνολικού ΑΕΠ, καθώς τα σχετικά στοιχεία καταδεικνύουν τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.

Ετσι, το 2007 ο πρωτογενής τομέας συμμετείχε στο ΑΕΠ με ποσοστό μόλις 3,8%, ο δευτερογενής με 20,3% και ο τριτογενής με το εντυπωσιακό 75,9%. Η τάση αυτή είναι ανάλογη των εξελίξεων που συντελούνται και στον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο, όπου οι υπηρεσίες κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Δεν μπορούμε όμως να μη σημειώσουμε τη μεγάλη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής - σαν αποτέλεσμα των ασκούμενων κοινοτικών πολιτικών - με αποτέλεσμα, η Ελλάδα από χώρα εξαγωγής αγροτικών εμπορευμάτων να μετατρέπεται σταδιακά σε χώρα εισαγωγής.

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ

Ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, στην πρώτη θέση βρίσκεται η Αττική (28.046 ευρώ) και ακολουθούν Νότιο Αιγαίο (21.135 ευρώ), Στερεά Ελλάδα (19.899 ευρώ), Κρήτη (18.260 ευρώ), Πελοπόννησος (16.569 ευρώ), Δυτική Μακεδονία (16.391 ευρώ), Κεντρική Μακεδονία (16.271 ευρώ), Ιόνια Νησιά (16.043 ευρώ), ενώ στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται το Βόρειο Αιγαίο (14.733 ευρώ), η Αν. Μακεδονία - Θράκη (13.009 ευρώ) και η Δυτική Ελλάδα (12.785 ευρώ).

Συμπερασματικά, μπορούμε να καταλήξουμε ότι σχεδόν 20 χρόνια μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη δημιουργία της ΕΕ, όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε καμία εσωτερική ή εξωτερική σύγκλιση, οικονομική ή κοινωνική, αλλά αντίθετα, οι ταξικές αντιθέσεις οξύνθηκαν περαιτέρω και αυτό που χαρακτηρίζει την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας είναι η ανισομετρία σε όλες της τις εκφάνσεις.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ