ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Φλεβάρη 2012
Σελ. /32
ΠΑΙΔΕΙΑ
Παλεύουμε για έρευνα στην υπηρεσία του λαού και της εξουσίας του

Το πρώτο δεκαήμερο του Γενάρη κατατέθηκε από το υπουργείο Παιδείας κείμενο διαβούλευσης με τίτλο «Ερευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία». Πολύ δε πριν την κατάθεσή του, «διαρροές» του είχαν ανάψει για τα καλά τη συζήτηση στα αστικά μέσα ενημέρωσης, όπου διάφοροι, από δημοσιογράφους μέχρι καθηγητές πανεπιστημίων και επιχειρηματίες, έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ των κατευθύνσεων που καταγράφονται στο εν λόγω κείμενο.

Φυσικά, οι κατευθύνσεις δεν είναι καινοφανείς. Από την πρώτη σειρά του κειμένου φαίνεται η αγωνία των εμπνευστών του να ενορχηστρώσουν καλύτερα το ξεπούλημα της έρευνας στο κεφάλαιο, την οργανικότερη σύνδεσή της με τους στρατηγικούς στόχους της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας. Η αγωνία, μάλιστα, αυτή γίνεται εντονότερη σήμερα μέσα στην καπιταλιστική κρίση. Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών απαιτεί από κάθε καπιταλιστή, κάθε καπιταλιστικό κράτος να επενδύουν σε νέα πεδία κερδοφορίας, για να περάσουν σε μια νέα ισχνή καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτό έρχεται να υπηρετήσει και η έμφαση στην περίφημη «καινοτομία», στην παραγωγή δηλαδή νέων «ανταγωνιστικών» προϊόντων και υπηρεσιών, που είναι μείζων στόχος των καπιταλιστών στο πεδίο της έρευνας.

Οι βασικές κατευθύνσεις

Κατ' αρχήν, δεν είναι τυχαίο που το συγκεκριμένο κείμενο διαβούλευσης είναι προϊόν της γνωστής συμμαχίας μεταξύ των ερευνητών και καθηγητών πανεπιστημίων που διαπλέκονται με επιχειρήσεις, του ΣΕΒ και της συνδικαλιστικής ηγεσίας της Ενωσης Ελλήνων Ερευνητών (ΠΑΣΟΚ). Πατάει δε πάνω στην έκθεση RAND που συντάχθηκε για την ελληνική περίπτωση από την αμερικανική «μη κερδοσκοπική» εταιρεία RAND, με προϋπηρεσία από το 1945 στη στρατιωτική και πολεμική έρευνα...!

Στο κείμενο διαβούλευσης γίνεται μια πιο συστηματική προσπάθεια από την άρχουσα τάξη στο προχώρημα του Ενιαίου Χώρου Ερευνας, που αποτελεί κατεύθυνση της ΕΕ ήδη από το Γενάρη του 2000. Ο στόχος αυτός πλέον συνδέεται πιο άμεσα με την ανταγωνιστικότητα της έρευνας στην ΕΕ σε σχέση με άλλα ιμπεριαλιστικά κράτη και οργανισμούς. Μπαίνουν μάλιστα και μετρήσιμα στοιχεία που ορίζονται ως «αριστεία», με την έννοια του βαθμού προσαρμογής των εθνικών ερευνητικών πολιτικών και του κάθε ερευνητικού φορέα ξεχωριστά, ακόμα και του μεμονωμένου ερευνητή, στην κατεύθυνση της ενιαίας ευρωενωσιακής αγοράς ερευνητικών προϊόντων. Δηλαδή, με την «αριστεία» μετριέται και ανταμείβεται (ενίοτε και αδρά) η υποταγή του ερευνητή και του έργου του στην υπηρέτηση του κέρδους των καπιταλιστών.

Παίρνουν έτσι δύο βασικά μέτρα, που αποτελούν βέβαια εξειδικεύσεις ή πιο συγκεκριμένες διατυπώσεις των γενικών τους κατευθύνσεων. Το πρώτο αφορά στη θεσμική κατοχύρωση και πριμοδότηση μορφών σύμπραξης ερευνητικών φορέων και επιχειρήσεων, το οποίο γίνεται μέσω των αποκαλούμενων «συνεργιών», δηλαδή μορφών εταιρικής σχέσης ερευνητικών φορέων και επιχειρήσεων. Στη σχέση αυτή οι ερευνητικοί φορείς, συμπεριλαμβανομένων και των πανεπιστημίων, βάζουν το ερευνητικό και λοιπό προσωπικό, τις υποδομές, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις καρπώνονται το κέρδος από την εμπορική εκμετάλλευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Σε αυτή τη σχέση, βέβαια, υπάρχουν και ερευνητές, οι ίδιοι στελέχη επιχειρήσεων, που δε ζημιώνουν καθόλου, ίσα ίσα προσθέτουν στους μισθούς τους πολλαπλούς μισθούς από τέτοια προγράμματα και συμφωνίες με τα μονοπώλια. Για να εξυπηρετηθούν καλύτερα αυτές οι συμπράξεις, προχωρούν μάλιστα την περίφημη «κινητικότητα» των ερευνητών, οι οποίοι πρέπει πλέον να είναι διαθέσιμοι ώστε να μεταφέρονται από ερευνητικό κέντρο σε επιχείρηση και αντίστροφα, ούτως ώστε να γίνεται πιο άμεση η μεταφορά της πείρας και της δουλειάς τους. Εννοείται πως αυτή η εξέλιξη, που σε άλλες χώρες της ΕΕ είναι καθεστώς, σηματοδοτεί σημαντική επιδείνωση των σχέσεων εργασίας του ερευνητικού δυναμικού, των ασφαλιστικών και εργασιακών τους δικαιωμάτων. Είναι δούρειος ίππος προς τη γενίκευση της μερικής απασχόλησης και τη συμβασιουχοποίηση ακόμα και των μόνιμων ερευνητών. Στο κείμενο άλλωστε προβλέπεται ότι όλοι οι ερευνητές της χαμηλότερης βαθμίδας θα είναι ορισμένου χρόνου, ενώ των υψηλότερων βαθμίδων θα είναι και αυτοί συμβασιούχοι ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου!

Για την εξυπηρέτηση της καλύτερης σύνδεσης έρευνας και μονοπωλίων επιχειρείται μέσα από το κείμενο διαβούλευσης και η θέσπιση ενός «Εθνικού Μητρώου Υποδομών». Δεν πρόκειται, βέβαια, για ένα γραφειοκρατικό ή τυπολατρικό σχήμα, όπως οι θιασώτες της διαχείρισης θα σπεύσουν να χαρακτηρίσουν. Είναι θέμα ουσίας για την άρχουσα τάξη να έχει συγκεντρωμένες τις δημόσιες υποδομές, καταγεγραμμένες και ταξινομημένες, για να διευκολύνει το ξεπούλημά τους, την παράδοσή τους στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Η συγκέντρωση των υποδομών, μέσω και των συγχωνεύσεων και κλεισιμάτων που προωθούνται στα ερευνητικά κέντρα (π.χ. ΙΓΜΕ, ΕΛΚΕΘΑ κ.ά.), εξυπηρετεί επιπλέον το στόχο για μείωση του χρόνου διάθεσης των ερευνητικών προϊόντων και υπηρεσιών στην αγορά, συντομεύει το χρόνο του κύκλου αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Η δυσκολία που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο να προχωρήσει με το «συμμάζεμα» των ερευνητικών κέντρων αντανακλά τις αντιθέσεις και αντιφάσεις που πηγάζουν από την ίδια την καπιταλιστική αναρχία.

Δεύτερο μέτρο που παίρνει η κυβέρνηση με το κείμενο διαβούλευσης είναι η έμφαση και ιεράρχηση, με μοχλό τη χρηματοδότηση, σε τομείς κομβικούς για την καπιταλιστική ανταγωνιστικότητα. Φυσικά, ιεράρχηση κλάδων, τομέων κάνει κάθε κοινωνικό σύστημα, μόνο που στον καπιταλισμό γίνεται με άξονα την κερδοφορία των μονοπωλίων και στο σοσιαλισμό με κριτήριο τις λαϊκές - εργατικές ανάγκες και τις πραγματικές αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας.

Ολα για τις επιχειρήσεις!

Το κείμενο έρχεται να λύσει και το θέμα με τη δυσκολία αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Φαίνεται ότι ο τρόπος που ρυθμίζονταν μέχρι σήμερα τα πνευματικά δικαιώματα, που σε ένα βαθμό προστάτευαν τη δουλειά του ερευνητή, γίνεται πλέον εμπόδιο στην εμπορική εκμετάλλευση των ερευνητικών προϊόντων από τα μονοπώλια. Ετσι, προβλέπεται να δημιουργηθούν ειδικά «αποθετήρια» νέων ερευνητικών προϊόντων καθώς και των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δουλειάς, στα οποία πιο άμεσα και συστηματοποιημένα θα έχουν πρόσβαση οι επιχειρήσεις. Από την άλλη, έμφαση δίνεται στην κατοχύρωση πατεντών και πνευματικής ιδιοκτησίας από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, αφού τα πατενταρισμένα προϊόντα έχουν πολλαπλό πάνω από την αξία τους κόστος και ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης. Θεσπίζεται μάλιστα και «Ειδικό Γραφείο» διαχείρισης της διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο θα αξιολογεί και θα παίζει το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στα ερευνητικά κέντρα και στις επιχειρήσεις για την πώληση πατεντών.

Διοίκηση και αξιολόγηση

Προκειμένου να προχωρήσουν οι παραπάνω στόχοι, προωθούνται αλλαγές στη διοίκηση των ερευνητικών φορέων, που θυμίζουν πολύ τα νέα Συμβούλια Διοίκησης των ΑΕΙ. Η σύνθεσή τους, δηλαδή, περιλαμβάνει εκπροσώπους των επιχειρήσεων, ούτως ώστε πιο αποφασιστικά να προωθούνται τα συμφέροντά τους στο πεδίο της έρευνας. Η αξιολόγηση, που γενικεύεται πλέον σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, αποτελεί και στην έρευνα το μηχανισμό ενσωμάτωσης ερευνητών και επιβολής της νέας επίθεσης στην έρευνα, με εκβιαστικό μέσο τη χρηματοδότηση. Καθίσταται σαφές ότι για να προχωρήσουν σήμερα πιο βίαια οι αντιδραστικές κατευθύνσεις στο χώρο της έρευνας, δεν αρκεί η συμφωνία και συνεργασία ενός μέρους των ερευνητών. Το κεφάλαιο και η εξουσία του απαιτούν τη συστράτευσή τους, η πίεση με το καρότο και το μαστίγιο θα γίνεται όλο και πιο ασφυκτική...

Είναι καθαρό σήμερα ότι όσες δυνάμεις - κι εδώ έχουν σύμπνοια ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και οπορτουνιστές - μένουν μόνο στο αίτημα αύξησης της χρηματοδότησης της έρευνας, απλά θολώνουν τα νερά με διαχειριστικές αυταπάτες, ρίχνουν νερό στο μύλο του κεφαλαίου. Οπως έγινε και με τους προηγούμενους νόμους για την έρευνα, ΠΑΣΟΚ - ΝΔ από κοινού προωθούν και σήμερα το ξεπούλημα των δημόσιων ερευνητικών φορέων, τη μετατροπή τους σε ΝΠΙΔ, τη λειτουργία τους - ακόμα και αν τυπικά μείνουν δημόσια - με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Μαζί χτίζουν τις συμμαχίες τους με μερίδα των ερευνητών που είναι οι καλύτεροι επιχειρηματίες μέσα στα ερευνητικά κέντρα και στα πανεπιστήμια. Ευθύνη έχουν όμως και οι δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, που η κριτική τους εξαντλείται στη (στημένη) διαβούλευση που τάχα δεν ολοκληρώθηκε, ενώ επαυξάνουν στη σύνδεση των ερευνητικών προσανατολισμών με την ανταγωνιστικότητα.

Η εφαρμογή του νόμου που έρχεται για την έρευνα θα βρει αντιστάσεις από το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, τους φοιτητές του ΜΑΣ, τους πανεπιστημιακούς και ερευνητές της ΔΗΠΑΚ, που και το προηγούμενο διάστημα πάλεψαν με συνέπεια για να μην παραδοθούν η ανώτατη εκπαίδευση και η έρευνα στις επιχειρήσεις. Είναι οι δυνάμεις αυτές που έχουν ξεκάθαρο ότι το ζήτημα της έρευνας συνδέεται άμεσα με την αναγκαιότητα του άλλου δρόμου ανάπτυξης, του δρόμου που θα υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και όχι τα μονοπώλια.

Οσο η έρευνα προσδένεται στο καπιταλιστικό συμφέρον, τόσο θα περιορίζει τους ορίζοντες της επιστημονικής γνώσης, θα φρενάρει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, θα εφευρίσκει νέα δεσμά για τους πραγματικούς παραγωγούς του πλούτου. Είναι αναγκαίο σήμερα η έρευνα, το δυναμικό που την υπηρετεί και οι υποδομές της να ταχθούν στην υπηρεσία της λαϊκής εξουσίας. Να τεθούν κεντρικά οι προτεραιότητές της με βάση τις λαϊκές ανάγκες και τις πραγματικές δυνατότητες, να ελέγχονται αυτές από τους ανθρώπους του μόχθου, για τους οποίους η έρευνα μπορεί και πρέπει να γίνει εργαλείο πραγματικής αναβάθμισης των όρων ζωής και εργασίας.


Της
Κέλλυς ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ*
*Η Κέλλυ Παπαϊωάννου είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ