ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 12 Γενάρη 2019 - Κυριακή 13 Γενάρη 2019
Σελ. /40
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΓΙΑ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΜΙΣΘΟ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
Πίσω από το «τυράκι»... η μόνιμη καθήλωση των μισθών για την ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη του κεφαλαίου

Παρουσιάζουν ως φιλεργατική πολιτική τον νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου για τη διαρκή καθήλωση του κατώτατου μισθού και τη μόνιμη κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων

Eurokinissi

Παρουσιάζουν ως φιλεργατική πολιτική τον νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου για τη διαρκή καθήλωση του κατώτατου μισθού και τη μόνιμη κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων
Με μπόλικα ταρατατζούμ και μεγάλες δόσεις παραπληροφόρησης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ετοιμάζεται μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Γενάρη να ανακοινώσει την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, την οποία επιχειρεί να παρουσιάσει ως απόδειξη της δήθεν φιλεργατικής πολιτικής της...

Στο πλαίσιο αυτό και αφού διατήρησε επί 4 ολόκληρα χρόνια το αίσχος του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ μεικτά και του «υποκατώτατου» μισθού των 511 ευρώ για τους νέους, διασφαλίζοντας το στόχο του κεφαλαίου για χτύπημα όλων των μισθών, η κυβέρνηση διαρρέει τώρα πως η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ανέλθει πιθανώς στο 7% με 8%, φτάνοντας κάπου στα 630 ευρώ μεικτά. Διαφημίζει με άλλα λόγια το γεγονός ότι και στη «μεταμνημονιακή περίοδο» ο κατώτατος μισθός θα παραμείνει μειωμένος περίπου κατά 120 ευρώ το μήνα σε σχέση με τα 751 ευρώ που «τσεκουρώθηκαν» σε μια νύχτα το 2012.

Μαζί με την «επέκταση» κάποιων κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων που έγιναν τους προηγούμενους μήνες - μετρημένων στα δάχτυλα και με ένα σωρό «παράθυρα» για την εργοδοσία - η κυβέρνηση διατείνεται ότι... ενισχύεται η θέση των εργαζομένων, την ώρα βέβαια που η εργασιακή ζούγκλα, η «ευελιξία» και η εργοδοτική ασυδοσία επεκτείνονται συνεχώς, πατώντας πάνω σε όλο το αντεργατικό νομικό οπλοστάσιο, που διατηρείται άθικτο και ενισχύεται και στη «νέα εποχή».

Πολύ περισσότερο, με «τυράκι» ένα τέτοιο προεκλογικό ξεροκόμματο στον κατώτατο μισθό, η κυβέρνηση επιχειρεί να κρύψει τη «φάκα», τη μόνιμη αλυσίδα που χαλκεύει για τους εργαζόμενους με την ενεργοποίηση του μνημονιακού νόμου 4172/2013, γνωστού πλέον ως «νόμου Βρούτση - Αχτσιόγλου», ο οποίος αποτελεί μηχανισμό μόνιμης καθήλωσης του κατώτατου μισθού με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου και μόνιμου χτυπήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Με την ενεργοποίηση του νόμου αυτού και συγκεκριμένα του άρθρου 103, για την οποία η ίδια η ΝΔ και ο πρώην υπουργός Εργασίας Γ. Βρούτσης, πανηγυρίζοντας, έδωσαν συγχαρητήρια στον ΣΥΡΙΖΑ, καταργούνται μόνιμα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, ο οποίος θα καθορίζεται με Υπουργική Απόφαση της εκάστοτε κυβέρνησης, με βάση την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, δηλαδή με βάση τα κριτήρια και τα συμφέροντα του κεφαλαίου, τα οποία βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις ανάγκες των εργαζομένων.

Με τον τρόπο αυτό, η αντεργατική κυβερνητική παρέμβαση με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 6/2012, με την οποία μειώθηκε ο κατώτατος μισθός κατά 22% και 32% για τους νέους, αποκτά μόνιμο χαρακτήρα και γίνεται υπόθεση της εκάστοτε κυβέρνησης και συνολικά του αστικού κράτους και των μηχανισμών του.

Το πλαίσιο που θέτει ο ν. 4172/2013 για τα κριτήρια διαμόρφωσης κάθε φορά του κατώτατου μισθού αποτελεί ισχυρό όπλο στα χέρια του κεφαλαίου και του αστικού κράτους, για μόνιμη καθήλωση και συμπίεση των μισθών, αφού προβλέπει πως «το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας...».

Αυτό το αντεργατικό έκτρωμα, που στραγγαλίζει την εργατική τάξη στο διηνεκές, η κυβέρνηση τολμά σήμερα να εμφανίζει ως πράξη ...φιλεργατική, για την οποία μάλιστα οι εργαζόμενοι θα πρέπει να της χρωστάνε και χάρη!

Κατ' εντολή των μονοπωλίων

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι ισχυροί εργοδοτικοί φορείς, όπως ο ΣΕΒ, ο ΣΕΤΕ κ.ο.κ., απαιτούν να ισχύουν αυτά ακριβώς τα κριτήρια για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού και εν γένει όλων των μισθών.

Τα ίδια κριτήρια επαναλαμβάνουν επίμονα «θεσμοί» όπως η Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία στην πρόσφατη ενδιάμεση έκθεσή της επισημαίνει πως «κάθε ρυθμιστική παρέμβαση για την προστασία των εργαζομένων πρέπει να διαφυλάσσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας, καθώς και τα οφέλη της επίπονης ευρύτερης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της περιόδου 2010 - 2017». Ειδικά σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό, σημειώνει ότι η όποια αύξηση «πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίσει τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας εν γένει».

Τις προτροπές αυτές αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας η κυβέρνηση, την πολιτική των μονοπωλίων εφαρμόζει στο ακέραιο και στην περιβόητη «μεταμνημονιακή» περίοδο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμα και αυτά τα λίγα ψίχουλα που ετοιμάζεται να νομοθετήσει στον κατώτατο μισθό, φρόντισε να τα περιορίσει όσο γίνεται, καθώς κρατά σε ισχύ τη διάταξη για το πάγωμα των τριετιών στον κατώτατο μισθό μετά το 2012, διάταξη που αφορά βέβαια και τις υπόλοιπες Συλλογικές Συμβάσεις.

Ακόμα και για την κατάργηση του αίσχους του «υποκατώτατου» μισθού των 511 ευρώ μεικτά για τους νέους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών, φρόντισε να διασφαλίσει ότι αυτή δεν θα επιβαρύνει τη μεγαλοεργοδοσία, εξασφαλίζοντας εκ των προτέρων επιδότηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών στο 50% για τους νέους εργαζόμενους. Ετσι, το βάρος από την παρέμβαση αυτή, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, αντί για τις επιχειρήσεις που απασχολούν νέους εργαζόμενους θα το φορτωθούν και πάλι τα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά μέσω της σκληρής φορολογίας τους.

Σε κάθε περίπτωση, η όποια αύξηση μερικών δεκάδων ευρώ στον κατώτατο μισθό, που προαναγγέλλει η κυβέρνηση, θα εξαϋλωθεί από την επικείμενη νέα μείωση του αφορολόγητου το 2020, συνολικότερα από την κλιμάκωση της επίθεσης στο λαϊκό εισόδημα με τους κάθε είδους φόρους και χαράτσια - η οποία αποτυπώθηκε και στον κρατικό προϋπολογισμό του 2019 - και με τις συνεχείς ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά λαϊκής κατανάλωσης.

Φούμαρα η πολυδιαφημισμένη «επέκταση» των κλαδικών ΣΣΕ

Φούμαρα αποδεικνύονται και οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης περί «επέκτασης» των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων.

Ακόμα και στις ελάχιστες Συμβάσεις που τυπικά «επεκτάθηκαν» - μόλις 10 - η ουσιαστική εφαρμογή τους «σκοντάφτει» πάνω στην τεράστια «ευελιξία», στο πλήθος των εργαλείων που έχουν εξασφαλίσει οι κυβερνήσεις στη μεγαλοεργοδοσία για να εντείνει την εκμετάλλευση των εργαζομένων, παρακάμπτοντας τέτοιου είδους «επεκτάσεις».

Πολύ περισσότερο, στο έδαφος αυτού ακριβώς του αντεργατικού πλαισίου, που διατηρείται και εμβαθύνεται συνεχώς, το 90% των εργαζομένων - δηλαδή περί τα 2 εκατομμύρια μισθωτοί - δεν καλύπτονται από καμία κλαδική ή ομοιεπαγγελματική Σύμβαση, αφού οι εργοδοτικές ενώσεις έχουν πλήρη ελευθερία να μην προσέρχονται καν σε διαπραγματεύσεις με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων.

Και είναι ακριβώς αυτό το αντεργατικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζονται οι επιχειρήσεις για να επιβάλλουν τη διαρκή καθήλωση των μισθών, πολύ κάτω από τις ανάγκες των εργαζομένων και τον πλούτο που παράγουν. Με αυτό το αντεργατικό οπλοστάσιο επιβάλλουν τη γενικότερη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, που αποτυπώνονται πλέον και στην κυριαρχία των ατομικών και των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας.

Σε μόνιμη πρέσα οι μισθοί

Η αβίωτη αυτή κατάσταση για την εργατική τάξη της χώρας αποτυπώνεται πλέον και στα επίσημα στοιχεία που δημοσιοποιούνται σχεδόν κάθε μήνα. Παρά τις προσπάθειες εξωραϊσμού από την κυβέρνηση, η πραγματικότητα διαψεύδει τα προπαγανδιστικά παραμύθια.

Σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο ειδικό τεύχος του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη» του 2018 (τα στοιχεία του ειδικού τεύχους κατατίθενται κάθε χρόνο από τις επιχειρήσεις), τουλάχιστον ένας στους δύο μισθωτούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (980.222 από τους συνολικά 1.907.945) είχε το 2018 μισθό κάτω από 800 ευρώ μεικτά.

Με βάση τις καταστάσεις προσωπικού που κατέθεσαν οι επιχειρήσεις τον περασμένο Οκτώβρη, προκύπτει ότι το 51,38% των μισθωτών έχουν μεικτό μισθό μέχρι 800 ευρώ, όταν το 2012 ο κατώτατος μισθός βρισκόταν στα 751 ευρώ!

Αναλυτικότερα, το 22,13% - τουλάχιστον ένας στους πέντε μισθωτούς - δουλεύουν με μερική και εκ περιτροπής απασχόληση και λαμβάνουν κάτω από 500 ευρώ μεικτά. Αυτό σημαίνει ότι 422.150 μισθωτοί, εξαιτίας της υποαπασχόλησης, έχουν μηνιαίο εισόδημα κάτω και από τον κατώτατο μισθό.

Το υπόλοιπο 29,25% λαμβάνουν μισθό από 501 έως 800 ευρώ μεικτά. Αναλυτικά: Το 11,33% (216.150 άτομα) λαμβάνουν από 501 έως 600 ευρώ μεικτά, το 9,1% (173.632 μισθωτοί) λαμβάνουν από 601 έως 700 ευρώ μεικτά και το 8,82% (168.290 μισθωτοί) λαμβάνουν από 701 έως 800 ευρώ μεικτά.

Επιπλέον, σχεδόν δύο στους τρεις μισθωτούς (64,4%) λαμβάνουν μεικτές αποδοχές κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά, ενώ μόλις το 8,2% έχουν μηνιαίες αποδοχές πάνω από 2.000 ευρώ μεικτά.

Και ενώ η κυβέρνηση επαίρεται για την αύξηση της απασχόλησης, τα επίσημα στοιχεία, πέρα από τη γενίκευση της «ευελιξίας», δείχνουν ότι η εμφανιζόμενη αυτή αύξηση της απασχόλησης συνοδεύεται από την παραπέρα συρρίκνωση του εργατικού εισοδήματος.

Ετσι, ενώ το 2017 η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 27% σε σχέση με το 2011, η μισθολογική δαπάνη των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 6,3%!

Επιβεβαιώνονται δηλαδή τα τεράστια περιθώρια έντασης της εκμετάλλευσης που διαμόρφωσαν για το κεφάλαιο η σημερινή κυβέρνηση και οι προκάτοχοί της.

Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση για τους εργαζόμενους μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αυτό είναι το εφιαλτικό τοπίο που διαμορφώνεται από τη διατήρηση και συνεχή ενίσχυση του αντεργατικού οπλοστασίου του κεφαλαίου για την «επόμενη μέρα».

Από τις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ το 2014 περί άμεσης επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ μέχρι τη σημερινή ξαναζεσταμένη σούπα περί «σταδιακής ενίσχυσης της θέσης των εργαζομένων», υπάρχει συσσωρευμένη πείρα στην εργατική τάξη για να απορρίψει την κάλπικη προπαγάνδα, να ενισχύσει τον αγώνα της για την πραγματική ανάκτηση των τεράστιων απωλειών της και την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών της, σε σύγκρουση με το κεφάλαιο και την πολιτική που το υπηρετεί.


Γ. Ζαχ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ