ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Σεπτέμβρη 2011
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΕ - ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Ενιαία επίθεση και ασίγαστοι ανταγωνισμοί

Το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης αναδεικνύει τα αδιέξοδα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, το γεγονός ότι σήμερα είναι πιο δύσκολο το ξεπέρασμα της κρίσης εντός του καπιταλιστικού συστήματος με τα εργαλεία που έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν. Η διεθνοποίηση της οικονομίας, η στενή διαπλοκή των καπιταλιστικών κρατών και η ένταση των ανταγωνισμών οξύνουν τις αντιθέσεις, που ειδικά σε περίοδο κρίσης γίνονται αγεφύρωτες.

Η διαχείριση της κρίσης, όποια κι αν είναι η μορφή ή το «μείγμα» της, όσο είναι διαχείριση της κρίσης εντός του καπιταλιστικού συστήματος, περνάει αναγκαστικά και αντικειμενικά μέσα από την απαξίωση παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή της εργατικής δύναμης και μέρους του κεφαλαίου. Σε αυτό το πεδίο αναπτύσσεται και ο καυγάς ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της πλουτοκρατίας, με την κάθε μια να διεκδικεί για τον εαυτό της τη μικρότερη δυνατή ζημιά και τους καλύτερους όρους για επάνοδο στην κερδοφορία μετά την κρίση.

Ετσι, η πλουτοκρατία ως τάξη, συνασπισμένη και με ενιαίο τρόπο κλιμακώνει την αντιλαϊκή επίθεση, προωθώντας βίαια την απαξίωση εργατικής δύναμης, ως μέσο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου. Γι' αυτό, τόσο οι εκπρόσωποι αστικών κυβερνήσεων εντός και εκτός Ευρωζώνης, όσο και οι εκπρόσωποι επιχειρήσεων και ιμπεριαλιστικών οργανισμών, υπεραμύνονται της αντιδραστικής πολιτικής και επαναλαμβάνουν με κάθε ευκαιρία ότι το χτύπημα των εργασιακών και λαϊκών δικαιωμάτων αποτελεί «μονόδρομο» για την πλουτοκρατία.

Πέρα, όμως, από την κοινή τους στάση απέναντι στους λαούς, οι εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας διαγκωνίζονται μεταξύ τους και επιδίδονται σε άγριες αντιπαραθέσεις ως προς το επίσης αντικειμενικό στοιχείο, της απαξίωσης μέρους του κεφαλαίου, καθώς κάθε καπιταλιστής επιβιώνει όσο κυνηγάει και πετυχαίνει αύξηση του κέρδους, κάθε μονοπωλιακός όμιλος επιδιώκει τη ζημιά των ανταγωνιστών του και κανείς, φυσικά, δεν είναι διατεθειμένος να αυτοθυσιαστεί για το καλό του καπιταλισμού.

Ειδικά σε περίοδο κρίσης, οι υπαρκτοί και από πριν ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί, εντείνονται και γίνεται όλο και πιο δύσκολος ο συμβιβασμός των αντιθέσεων στο όνομα της υλοποίησης της ενιαίας στρατηγικής των μονοπωλίων. Αυτό φαίνεται και στις δυσκολίες ακόμα και της έγκρισης της συμφωνίας της 21ης Ιούλη, που αποτελεί έναν προσωρινό συμβιβασμό για την πλουτοκρατία στην Ευρωζώνη.

Αντεγκλήσεις γύρω από το ευρώ

Από αυτή τη σκοπιά εξηγούνται και μια σειρά σενάρια και προτάσεις περί «διάσπασης της Ευρωζώνης», δημιουργίας «ζώνης του Βορρά» ή εξόδου από την Ευρωζώνη της Ελλάδας ή και της Πορτογαλίας.

Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται το τι σημαίνει «ισχυρό ευρώ», με ποιον τρόπο ισχυροποιείται η Ευρωζώνη ως ιμπεριαλιστικό κέντρο στο διεθνή ανταγωνισμό, τόσο ως προς τις εξαγωγές κεφαλαίων, όσο και ως προς τις εξαγωγές εμπορευμάτων και τη λειτουργία του ευρώ ως διεθνές νόμισμα. Εκεί συγκρούονται τα συμφέροντα, για παράδειγμα, του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στη Γερμανία που είναι εκτεθειμένο στην Ελλάδα και επιδιώκει τη μικρότερη δυνατή ζημιά από την ελεγχόμενη χρεοκοπία, και μερίδων της πλουτοκρατίας που απαιτούν ισχυρό ευρώ μέσα από τη συρρίκνωση της Ευρωζώνης, καλοβλέποντας και τις φθηνότερες μπίζνες στην Ελλάδα μετά από μια χρεοκοπία.

Για παράδειγμα, η πρόταση του πρώην προέδρου της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών Χανς - Ολαφ Χένκελ για διάσπαση της Ευρωζώνης και δημιουργία μιας νέας νομισματικής ένωσης, που θα αποτελείται από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία, είναι μια από τις απόψεις εκείνες που θέλουν να θωρακίσουν τα γερμανικά μονοπώλια, διασφαλίζοντας ένα ισχυρό νόμισμα στην «ένωση του Βορρά» και ταυτόχρονα διατηρώντας και επεκτείνοντας τις μπίζνες στις χώρες του «Νότου».

Στην ίδια λογική κινείται και το σενάριο που επεξεργάστηκε ομάδα οικονομολόγων της εφημερίδας «Handelsblatt», γνωστού οργάνου του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου, με τίτλο «Τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα αποχωρούσε από το ευρώ». Το σενάριο καταλήγει ότι μετά την αποχώρηση της Ελλάδας και, στη συνέχεια, της Πορτογαλίας, Μέρκελ και Σαρκοζί «αποφασίζουν σε μυστική τους συνάντηση την καθιέρωση του "ευρώ του Βορρά" και καλούν να μετάσχουν Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Φινλανδία, Εσθονία, Αυστρία και Σλοβενία».

Αντίθετα, η -έως τώρα- επίσημη στάση της γερμανικής κυβέρνησης, όπως και της γαλλικής, είναι ότι η Ευρωζώνη δεν πρέπει να διασπαστεί, αλλά πρέπει να προχωρήσει σε βαθύτερη οικονομική διακυβέρνηση. Η οικονομική διακυβέρνηση, όμως, δεν είναι παρά άλλη μια μέθοδος αφενός διατήρησης του ευρώ ως ισχυρού νομίσματος στο πεδίο των ανταγωνισμών μεταξύ ΗΠΑ - Γερμανίας για νομισματική κυριαρχία και αφετέρου ενίσχυσης συγκεκριμένων μερίδων της πλουτοκρατίας, που στο πλαίσιο της ανισόμετρης ανάπτυξης που αντικειμενικά υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει και εντός της Ευρωζώνης, αποκτούν εξαγωγικά και επενδυτικά πλεονεκτήματα έναντι των λιγότερο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών.

Αξεπέραστοι οι ανταγωνισμοί

Πάντως, δεν είναι τυχαίο, ότι ειδικά στη Γερμανία, που αποτελεί και την «ατμομηχανή» της καπιταλιστικής ΕΕ, είναι πιο εμφανείς οι έντονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της πλουτοκρατίας, που εκφράζονται και σε αντικρουόμενες θέσεις γύρω από το μέλλον του ευρώ και την έκδοση ευρωομολόγων. Αντιπαραθέσεις που δεν περιορίζονται σε διαφορετικές απόψεις που εκφράζουν από τη μια η κυβέρνηση και από την άλλη η αντιπολίτευση, αλλά ακόμα και εντός του κυβερνητικού συνασπισμού και εντός του κόμματος της Α. Μέρκελ.

Από την ίδια σκοπιά, δηλαδή της διεκδίκησης καλύτερων όρων για τη μια ή την άλλη μερίδα της πλουτοκρατίας, εξηγούνται και οι προτάσεις για μεθόδους διαχείρισης του χρέους, όπως για παράδειγμα η έκδοση ευρωομολόγου, που θα παρέχει φθηνότερο δανεισμό για μια μερίδα της πλουτοκρατίας, ειδικά εκείνη που εκφράζεται από κράτη μέλη που δεν μπορούν πλέον να δανειστούν το ίδιο φθηνά από τις καπιταλιστικές αγορές του χρήματος. Την ίδια στιγμή, όμως, η έκδοση ευρωομολόγου θα έθιγε τις ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα τη Γερμανία, καθώς προσβάλει το πλεονέκτημα που απολαμβάνει σήμερα, να δανείζεται φθηνότερα.

Είναι ενδεικτικές οι εκτιμήσεις του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel», που υποστηρίζει ότι η έκδοση ευρωομολόγων θα μπορούσε να κοστίσει στη Γερμανία έως και 2,5 δισ. ευρώ τον πρώτο χρόνο, 5 δισ. ευρώ το δεύτερο χρόνο, ενώ ισχυρίζεται ότι το δέκατο έτος τα ευρωομόλογα ενδέχεται να κοστίσουν στη Γερμανία περίπου 20 με 25 δισ. ευρώ σε επιπλέον καταβολές τόκων. Οπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, το επιτόκιο των ευρωομολόγων θα είναι κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από εκείνο των γερμανικών κρατικών ομολόγων.

Ενδεικτική του παιχνιδιού των ανταγωνισμών είναι η παραίνεση των «Financial Times», προς τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης να προχωρήσουν στην έκδοση ευρωομολόγου χωρίς τη Γερμανία, όπως και του Βρετανού υπουργού οικονομικών, Τζορτζ Οσμπορν, που τάσσεται υπέρ των ευρωομολόγων και της ενίσχυσης της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωζώνη, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι η Μεγ. Βρετανία θα παραμείνει εκτός Ευρωζώνης για να διασφαλίσει τα «εθνικά της συμφέροντα»...

Κοινή στάση απέναντι στο λαό

Ολες οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες μερίδες της πλουτοκρατίας παραμερίζονται όταν πρόκειται για τον εκβιασμό του λαού και το ξεθεμέλιωμα των εργατικών δικαιωμάτων, γιατί ακριβώς αυτό το στοιχείο αποτελεί κοινή συνισταμένη όλων των μορφών διαχείρισης της κρίσης εντός του καπιταλισμού.

Γι' αυτό και οι εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας με μεγάλη προθυμία συνδράμουν την ελληνική κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα της πλουτοκρατίας στην προσπάθειά τους να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τις σαρωτικές αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις και τις αποκρατικοποιήσεις που απαιτεί το μεγάλο κεφάλαιο. Σε αυτό το πλαίσιο κλιμακώνουν τους εκβιασμούς σε βάρος του ελληνικού λαού, αξιοποιώντας το φόβητρο της μη καταβολής της επόμενης δόσης του δανείου, της μη έγκρισης του νέου δανείου που αποφάσισε η Σύνοδος Κορυφής της 21ης Ιούλη ή και της επιστροφής της Ελλάδας στη δραχμή.

Από τον πρόεδρο του Γιούρογκρουπ, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, που υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα πρέπει να ξέρει πως οι στόχοι που έχουμε θέσει πρέπει να επιτευχθούν και να γίνουν σεβαστοί (...) Σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η επόμενη εκταμίευση», μέχρι τον πρόεδρο της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, που τονίζει ότι «αυτό που ζητάμε από την κυβέρνηση είναι να εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα, τίποτε περισσότερο (...) Υπάρχει ακόμη χρόνος για επιστροφή σε μία φυσιολογική κατάσταση, αλλά μένει ακόμη να υιοθετηθούν τα μέτρα», κοινή συνισταμένη είναι η προβολή των αντιλαϊκών μέτρων για τη σωτηρία της πλουτοκρατίας ως «μονόδρομος» για το λαό.

Αλλωστε, εκείνο που φοβούνται είναι η οργάνωση και κλιμάκωση της λαϊκής πάλης ενάντια στα βάρβαρα μέτρα. Ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είναι ξεκάθαρος: «Καταλαβαίνω ότι υπάρχει αντίσταση μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού στα μέτρα λιτότητας (...) αλλά τελικά εναπόκειται στην Ελλάδα να εκπληρώσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις συμμετοχής στο κοινό νόμισμα. Δεν μπορούμε να κάνουμε εκπτώσεις».

Εκείνο που είναι ξεκάθαρο είναι ότι ο λαός δεν έχει να κερδίσει τίποτα από καμία μορφή ή μέθοδο διαχείρισης της κρίσης. Ολα τα σενάρια, όλες οι μορφές, όλα τα μέτρα, είναι μέτρα ενίσχυση της πλουτοκρατίας, είναι μέτρα για τη σωτηρία των μονοπωλίων και του συστήματος εξουσίας τους. Ο λαός, σε κάθε περίπτωση, θα είναι ο χαμένος, γιατί είτε με τη μια είτε με την άλλη μορφή, είτε με ευρωομόλογο είτε χωρίς, είτε με μεγαλύτερη είτε με μικρότερη Ευρωζώνη, θα μετράει απώλειες: Αλματώδη αύξηση της ανεργίας, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, καταβαράθρωση μισθών και συντάξεων, πλήρη εμπορευματοποίηση Παιδείας και Υγείας.

Ο μόνος δρόμος υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, είναι εκείνος της συμπόρευσης με το ΚΚΕ, ο δρόμος της λαϊκής συμμαχίας για την οργάνωση της λαϊκής αντεπίθεσης ενάντια στην εξουσία των μονοπωλίων. Για την αποδέσμευση από την ΕΕ και τη διαγραφή του χρέους με λαϊκή εξουσία και οικονομία.


Ελένη ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ