ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 11 Σεπτέμβρη 2008
Σελ. /32
Υπάρχει η Αφρική και ο Γούντι Αλεν

Και αυτή η βδομάδα, με εξαίρεση τον γνωστό «Νευρικό Εραστή» (1977), του Γούντι Αλεν, ο οποίος για μια ακόμα φορά προβληματίζεται και προβληματίζει με τις ανασφάλειές του και τους έρωτές του, δεν προσφέρει τέχνη, αλλά εμπορικά προϊόντα. Προϊόντα μαζικής κατανάλωσης. Ενα ακόμα κινηματογραφικό σούπερ μάρκετ.

«Ου Φονεύσεις», του Τζον Αβνετ. Αστυνομικός παίρνει το νόμο στα χέρια του και αυθαίρετα υποκαθιστά τη Δικαιοσύνη! Αντικομμουνιστικό και αντιφατικό το Ρώσικο θρίλερ του Αλεξέι Μπαλαμπάνοφ, «Φορτίο 200». Αστυνομική, ερωτική κωμωδία, πλυντήριο για τη CIA η ταινία του Τζορτζ Γκάλο, «Κατασκοπεύοντας τη Μαμά».

Καλή αλλά χαοτική η σουρεαλιστική προσπάθεια του Χάρμονι Κορίν, «Mister Lonely». Η ρομαντική «Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ», του Τζούλιαν Τζάρολντ, ασχολείται με «απαγορευμένους» και νόμιμους έρωτες του μεσοπολέμου! Το «Hellboy 2, Η Χρυσή Στρατιά», του πολύ Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο (Ο Λαβύρινθος του Πάνα) είναι απίθανα θορυβώδες έργο. Μεταφυσικές λαμαρίνες που χτυπιούνται και μεταφυσικές λαμαρίνες που σκούζουν!

Αφήσαμε τελευταίο, αλλά καθόλου καταϊδρωμένο, το Αφιέρωμα - Φεστιβάλ για τον Αφρικάνικο Κινηματογράφο. Και μόνο το γεγονός ότι ο θεατής μπορεί να δει ταινίες από την Αφρική και για την Αφρική είναι μια ευκαιρία και μια εμπειρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη.

ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ
Νευρικός εραστής

Για πολλά, ίσως, μπορείς να κατηγορήσεις τον Γούντι Αλεν, ποτέ όμως, για ασυνέπεια! Στο σύνολο, σχεδόν, των ταινιών του στριφογυρίζει πάντα γύρω από το ίδιο θέμα. Στις δυσκολίες του έρωτα και της επικοινωνίας. Το θέμα αυτό, του έχει γίνει εμμονή. Μια εμμονή από την οποία δε θέλει να απαλλαγεί, αλλά ούτε προσπαθεί να την εξελίξει, ούτε να την προχωρήσει. Δεν είναι αυτό που τον ενδιαφέρει. Η εμμονή του αυτή, οι «απλές» καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις, τις οποίες γνωρίζει άριστα, γι' αυτό μπορεί και τις κινηματογραφεί με εξαιρετικό και πειστικό τρόπο, είναι η αφορμή. Το αλφαβητάρι με το οποίο θα χτίσει τους δικούς του καλλιτεχνικούς σχολιασμούς.

Πάνω σε αυτό τον γνωστό κορμό, πάνω σε αυτή την άκρως ενδιαφέρουσα μαγιά, προσθέτει πάντα, άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένα, και τα ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής επικαιρότητας. Και όπου τον παίρνει ή όπου τολμάει, κάνει και κάποιες αιχμηρές κοινωνικές και πολιτικές αναφορές. Στον «Νευρικό εραστή», ο Γούντι Αλεν δεν άφησε τίποτα ασχολίαστο. Από τον θυρωρό της πολυκατοικίας του, που λέει ο λόγος, μέχρι τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών! Το αστείο της ταινίας για τον πρόεδρο των ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι πολύ πετυχημένο.

Οι θεατές μιας κάποιας ηλικίας, οι οποίοι, όμως, δεν ήταν απληροφόρητοι, αλλά αντίθετα παρακολουθούσαν την παγκόσμια κοινωνική και πολιτική ζωή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (η ταινία γυρίστηκε το 1977), θα ευχαριστηθούνε, το δίχως άλλο, τον «Νευρικό εραστή». Τα ζητήματα που βάζει η ταινία, και τα βάζει με το τσουβάλι, το ένα μετά το άλλο, είναι σχεδόν όλα τα ζητήματα που απασχολούσαν την παγκόσμια κοινωνία εκείνη την περίοδο, όλα τα ζητήματα που βρίσκονταν στην επικαιρότητα εκείνη την εποχή. Από την πολιτική μέχρι τη μόδα. Από τις θρησκείες μέχρι τα μαλακά και τα σκληρά ναρκωτικά. Οι νεότεροι, σίγουρα, θα δυσκολευτούν. Θα ακούνε πράγματα που, κατά πάσα πιθανότητα, θα τους είναι άγνωστα. Και αυτό θα τους κάνει, το λιγότερο, αμήχανους!

Ομως, και οι παλαιότεροι και οι νεότεροι, μην περιμένετε τίποτα κοφτερά και βαθιά νυστέρια. Ο Γούντι Αλεν είναι ένας καλός και έξυπνος κινηματογραφικός επιθεωρησιογράφος! Μην περιμένετε, λοιπόν, από αυτόν βαθιούς και υψηλούς στοχασμούς. Αυτός διάλεξε το γέλιο για να κάνει την κριτική του. Και το γέλιο, διαχρονικά στην τέχνη, δεν κατόρθωσε ποτέ να αποχτήσει τη σοβαρότητα και το βάρος του δράματος και της τραγωδίας. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως το γέλιο και η σάτιρα, εργαλεία που, κυρίως, χρησιμοποιεί ο Γούντι Αλεν, δεν έχουν και αυτά το δικό τους βάρος, δεν προβληματίζουν και αυτά, όποιον θέλει και επιθυμεί να προβληματιστεί.

Σε πρώτο επίπεδο ο θεατής θα παρακολουθήσει μια στρωτή και απλή ιστορία. Ενας λαϊκός κωμικός, ένας νευρικός λαϊκός κωμικός, ο οποίος ζει με την αγωνία του θανάτου, ο οποίος θάνατος, πιστεύει ο νευρωτικός κωμικός, του την έχει στήσει στη γωνία, ερωτεύεται μια εξίσου νευρωτική και γεμάτη εμμονές γυναίκα. Το ζευγάρι από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας του καυγαδίζει. Και, βέβαια, όπως είναι επόμενο, κάποια στιγμή χωρίζει.

Ο νευρωτικός κωμικός με τις χιλιάδες ανασφάλειες, φυσικά και δε θέλει το χωρισμό. Εκείνη, όμως, φεύγει από τη Νέα Υόρκη για την Καλιφόρνια με κάποιον άλλον. Οι καυγάδες γίνονται ακόμα πιο έντονοι. Ο κωμικός δεν έπαψε ποτέ να αγαπά τη γυναίκα του. Μέσα στις φοβίες του και στον έρωτά του κάνει ό,τι μπορεί να την πείσει να επιστρέψει.

Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία! Σχεδόν τίποτα! Ομως, αυτό το «τίποτα» δίνει την ευκαιρία στο Γούντι Αλεν, ο οποίος έγραψε και το σενάριο (μαζί με τον Μάρσαλ Μπρίκμαν), να σχολιάσει αρκετά αιχμηρά τους Αμερικανούς. Ιδιαίτερα τους Αμερικανούς της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνιας. Οι οποίοι είναι οι δυο ακραίοι πόλοι της αμερικάνικης κοινωνίας.

Ο προσεκτικός και τεκμηριωμένος κινηματογραφικός κοινωνικός σχολιασμός του Γούντι Αλεν, οι έξυπνοι και γρήγοροι διάλογοι, η καλή αισθητική και οι εξαιρετικές ερμηνείες, απέφεραν στην ταινία 4 Οσκαρ (Καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Α΄ γυναικείου ρόλου (Ντάιαν Κίτον) και άλλα 24 διεθνή βραβεία)! Σίγουρα δε θα πλήξετε.

Δυο ακόμα κουβέντες. Ο Γούντι Αλεν, αυτό το αδύνατο, σχεδόν καχεκτικό κινηματογραφικό ανθρωπάκι, το οποίο γνωρίζει και βιώνει τα μύρια όσα, έχει ήδη καταγραφεί στην αμερικάνικη και παγκόσμια κινηματογραφία, σαν μια ακόμα γνώριμη και πονεμένη φιγούρα. Σαν ένα ακόμα σημείο αναφοράς. Κάθε φορά που τον βλέπεις, τον θεωρείς ακόμα περισσότερο δικό σου άνθρωπο. Ιδιαίτερα, μάλιστα, δικό σου, αφού κι αυτός χρησιμοποιεί τα δικά σου απλά καθημερινά τεχνάσματα.

Παίζουν: Γούντι Αλεν, Ντάιαν Κίτον, Τόνι Ρόμπερτς, Κάρολ Κέιν, Πολ Σίμον, Σίλεϊ Ντιβάλ κ.ά.

ΤΖΟΝ ΑΒΝΕΤ
Ου φονεύσεις

Ο αμερικάνικος κινηματογράφος στην προσπάθειά του να είναι αρεστός στην εξουσία, όταν δεν παίρνει εντολές κατ' ευθείαν από αυτή, δε διστάζει όχι μόνον να πάρει ανοιχτά το μέρος της αλλά, όπως στο «Ου Φονεύσεις», να δικαιολογήσει και ιδεολογικά τις αυθαίρετες και καταχρηστικές πράξεις της. Ενας τυπικός και άξιος αστυνομικός, γεμάτος οργή και ορμώμενος από «καλές προθέσεις», αποφασίζει από μόνος του να κλείσει τα κενά της δικαιοσύνης της πατρίδας του. Οποιον κακοποιό τον αθωώνει εκείνη ή τον δικάζει με μικρή ποινή κατά τη γνώμη του, την οποία γνώμη του θεωρεί αντικειμενική και δικαιολογημένη, ο «καλός» αστυνομικός παίρνει το νόμο στα χέρια του και εκτελεί τον κακοποιό εν ψυχρώ. (Κρυπτόμενος, βέβαια).

Αντιλαμβάνεστε, πιστεύω, τι προτείνει η ταινία και εύχομαι να μη βρει κανέναν μιμητή στη χώρα μας (ή έχει ήδη βρει και κάποια από τα πτώματα που κατά καιρούς ανακαλύπτονται χωρίς να ανακαλύπτεται παράλληλα και ο δολοφόνος, είναι έργο κάποιου «καλού» Ελληνα αστυνομικού;) Τρέμω σε αυτή την ιδέα. Γιατί αυτό ακριβώς είναι ο πραγματικός φασισμός.

Φυσικά, κάποιοι θα πούνε πως ο σκηνοθέτης, τελικά, σκοτώνει τον «καλό» αστυνομικό. Και μάλιστα βάζει να τον σκοτώνει ο καλύτερος φίλος του και για πολλά χρόνια μοναδικός και στενός συνεργάτης του. Αυτό είναι αλήθεια. Ο «καλός» αστυνομικός δε δικαιώνεται, πεθαίνει! Ομως πεθαίνει, αφού πρώτα μάς έχει καταχτήσει συναισθηματικά. Αφού πρώτα μάς έχει κάνει να τον συμπονέσουμε. Αφού πρώτα ο σκηνοθέτης, ρίχνοντας σταγόνα - σταγόνα, σκηνή τη σκηνή και πλάνο το πλάνο, το αναβολικό, μας έχει δηλητηριάσει και μας έχει κάνει να αποδεχτούμε τη λογική του. Η οποία, με λίγα λόγια, λέει: Μέχρι να αποφασίσει η πολιτεία να θεσπίσει ακόμα αυστηρότερους νόμους ο αστυνομικός - και όχι μόνον αυτός βέβαια -, με κόστος ψυχής πρέπει να παίξει τον τιμωρό (να υποκαταστήσει τη Δικαιοσύνη).

Κανένα άλλο διάβασμα δεν μπορεί να γίνει για την ταινία του Τζον Αβνετ, «Ου Φονεύσεις»! Δε μου αρέσουν οι απολυτότητες, όταν μιλάμε για έργα τέχνης, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση είμαι και οριζόντιος και κάθετος. Η ταινία προωθεί την αυτοδικία. Προσπαθεί να γεμίσει ιδεολογικά το «κενό» που υπάρχει ακόμα στην κοινωνία, η οποία αρνείται την αυτοδικία, και να την πείσει να αποδεχτεί τον πιστολέρο σαν λύση, σαν προσωρινή έστω λύση!

Το δυστύχημα είναι πως η ταινία παρουσιάζει μεγάλο κατασκευαστικό ενδιαφέρον. Παρακολουθείται σχεδόν απνευστί! Εχει ενδιαφέρουσα πλοκή, σωστούς ρυθμούς, θαυμάσια φωτογραφία, πολύ καλούς χώρους, εξαιρετικές ερμηνείες. Οι δυο ήρωες, οι δυο φίλοι αστυνομικοί, είναι δυο πρώτα ονόματα της παγκόσμιας κινηματογραφίας (Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο). Αντιλαμβάνεστε με τι ευκολία μπορούν αυτά τα δυο τέρατα, ιδιαίτερα ο Αλ Πατσίνο, να μεταφέρουν και να περάσουν στη συνείδηση του θεατή την άποψή τους (την άποψη του σκηνοθέτη)! Και αυτό είναι ένας πρόσθετος κίνδυνος.

Παίζουν: Αλ Πατσίνο, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Κάρλα Γκουτζίνο, Τζον Λεγκουιζάμο, κ.ά.

ΑΛΕΞΕΪ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΟΦ
Φορτίο 200

Εχω έναν φίλο Ρώσο σκηνοθέτη τον οποίο αντάμωσα τυχαία στο Βερολίνο λίγο μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση. Επεσε στην αγκαλιά μου και μου είπε με αληθινό πόνο: Πάει, Νίκο μου, ο Σοβιετικός Κινηματογράφος! Γκρεμίστηκε αυτό το όραμα. Και τον πήραν τα κλάματα!

Κάθε φορά που βλέπω ρωσικό φιλμ μετά την ανατροπή, αλλά και φιλμ από άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες, το παρακολουθώ σχεδόν με αγωνία. Θέλω να δω τι, τελικά, περισώθηκε και τι χάθηκε! Το «Φορτίο 200», είναι ένα ρώσικο φιλμ! Ενα ρώσικο φιλμ που πατάει σε δυο βάρκες. Το ένα του πόδι το έχει πάνω στα θεμέλια του κλασικού σοβιετικού κινηματογράφου, του ανθρωποκεντρικού κινηματογράφου, του κινηματογράφου με τα εκπληκτικά σε αισθητική και διανοήματα πλάνα και το άλλο στον ρηχό και ευκολοδιάβαστο εμπορικό αμερικάνικο κινηματογράφο. Τον κινηματογράφο που θέλει να εντυπωσιάσει για να παιδεύσει το θεατή.

Το «Φορτίο 200», λοιπόν, είναι δυο ταινίες. Ο θεατής θα ευχαριστηθεί τα καλαίσθητα κάδρα, τους θαυμάσιους χώρους, τις σωστά επιλεγμένες θέσεις της μηχανής. Και την ίδια στιγμή θα δυσφορήσει με την προσπάθεια για εύκολη συγκίνηση, για εντυπωσιασμό. Και τελικά θα θυμώσει για την ωμή αντικομμουνιστική προπαγάνδα και την κακή αντιγραφή του αμερικάνικου εμπορικού κινηματογράφου. Σιγά - σιγά η ταινία, ενώ ξεκινάει με ενδιαφέρον, θα ξεπέσει σε ένα κακογραμμένο και κακοπαιγμένο θρίλερ. Οπου τα πτώματα ξεχειλίζουν από την οθόνη και γεμίζουν την αίθουσα. Οπου οι ήρωές του χάνουν την ανθρώπινη υπόστασή τους και γίνονται σχηματικές μαριονέτες.

Πάει, λοιπόν, ο σοβιετικός κινηματογράφος; Σίγουρα όχι! Η ιστορική γνώση μπορεί να υποχωρεί προς στιγμή, αλλά, σε καμία περίπτωση, δε χάνεται οριστικά! Ο σοβιετικός κινηματογράφος, η σοβιετική τέχνη γενικότερα, έχουν σημαδέψει βαθιά την ανθρωπότητα, έχουν αφήσει βαθιά τα ίχνη τους στις ανθρώπινες συνειδήσεις. Ακόμα και αυτό το ανόητο θρίλερ, που ισχυρίζεται ότι στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα, που έγιναν σε μια ρωσική επαρχία το 1984, όπου όλοι είναι διεφθαρμένοι και δολοφόνοι, δεν είναι ακριβώς ένα θρίλερ. Ετσι όπως μάθαμε τα θρίλερ! Αγωνίζεται να κρατήσει τα προσχήματα. Ντρέπεται να αυτοαποκαλυφθεί και να αυτοχαρακτηριστεί. Να ομολογήσει ότι είναι μια χυδαία εμπορική ταινία! Προσπαθεί να καλυφθεί πίσω από μεγαλύτερες αξίες.

Παίζουν: Ανια Κουζνέτσοβα, Αλεξέι Πολιάν, Λεονίντ Γκρομόφ.

Αφιέρωμα στον αφρικανικό κινηματογράφο

Κοντά τριάντα ταινίες (φιξιόν και ντοκιμαντέρ) παρουσιάζει το 1ο Αφρικάνικο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Αθήνας (Κινηματογράφος «Αφαία»). Στο Φεστιβάλ θα παιχτούν ταινίες που γυρίστηκαν στην Αφρική από Αφρικανούς και ταινίες που γυρίστηκαν από Αμερικανούς και Ευρωπαίους δημιουργούς (ανάμεσά τους και Ελληνες), οι οποίες αναφέρονται στην Αφρική.

Ο θεατής θα έχει την ευκαιρία να δει συγκεντρωμένο ένα μεγάλο αριθμό ταινιών και να μορφώσει μια καλύτερη γνώμη για τη βασανισμένη μαύρη ήπειρο!

Σημείωση: Περισσότερες πληροφορίες στο φύλλο της Κυριακής.

ΤΖΟΡΤΖ ΓΚΑΛΟ
Κατασκοπεύοντας τη μαμά

Εδώ τα πράγματα, σε αντίθεση με το ρώσικο φιλμ, «Φορτίο 200», που προσπαθεί να κρατήσει κάποια προσχήματα, είναι πιο ωμά! Εχουμε ένα τεράστιο αγοραστικό κοινό, μια παγκόσμια πηγή πλουτισμού. Εκατομμύρια θεατές έμαθαν να γουστάρουν Μπαντέρας.

Βουτάμε, λοιπόν, τον Αντόνιο, και μερικά λιγότερο φανταχτερά ονόματα για να τον στολίζουν, κούφιους ηθοποιούς δηλαδή, τους δίνουμε και ένα υποτυπώδες σενάριο και τους χώνουμε στο πλατό. Εκεί μέσα τους βάζουμε στο γνωστό αμερικάνικο εμπορικό κινηματογραφικό μίξερ και βγάζουμε μια ερωτική, συναισθηματική, αστυνομική κωμωδία. Η οποία, βέβαια, και αυτή, τελικά, καταντάει να γίνεται πλυντήριο της CIA! Ο κακοποιός, που κινεί τα νήματα, είναι, τελικά, πράκτορας της CIA και, επομένως, άνετα μπορεί να ερωτευτεί και να παντρευτεί, όπως κάνουν όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι! Φυσιολογικοί και ανθρώπινοι οι πράκτορες της CIA; Βοήθεια!

Αν αφαιρέσεις αυτό το πολύ τρωτό σημείο της ταινίας, που μόνον αθώο δεν είναι, θα μπορούσες ακόμα και να διασκεδάσεις. Γιατί έχει κάποιους έξυπνους διαλόγους και αρκετή σεναριακή τρέλα. Καθώς, σε αρκετές σκηνές της ταινίας, τα πάντα και οι πάντες, γίνονται κουλουβάχατα! Ο πράκτορας του FBI γιος παρακολουθεί τη μάνα του, ακόμα και στις πολύ ιδιαίτερες στιγμές της με τον κλέφτη έργων τέχνης, που είναι ερωτευμένη. Στη συμμορία του κλέφτη ανήκει και ο Νίκος Ευαγγελάτος! (Είμαι σίγουρος πως πρόκειται για απλή συνωνυμία με τον γνωστό δημοσιογράφο του Αντέννα.) Και ένας Πολωνός, αν δεν κάνω λάθος!

Το τέλος, βέβαια, είναι προβλέψιμο! Ο έρωτας και το δίκαιο θα θριαμβεύσουν και οι κακοί θα σκοτωθούν ή θα κλειστούν φυλακή. Α, όλα κι όλα. Η τάξη και η ασφάλεια δεν αμφισβητούνται από τέτοιου είδους ταινίες. Σε αυτές προέχει το τρίπτυχο: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Σε αυτό το τρίπτυχο αναφέρονται και απολογούνται!

Παίζουν: Αντόνιο Μπαντέρας, Μεγκ Ράιαν, Κόλιν Χανκς, Σέλμα Μπλερ.

παίζονται ακόμα

«Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ», του Τζούλιαν Τζάρολντ.

Κρίμα, κρίμα, κρίμα! Μια σχεδόν άρτια κατασκευαστικά ταινία, τελείως κούφια σε περιεχόμενο! Ενα γερό επιτελείο τεχνικών, ηθοποιών, με πρώτον τον σκηνοθέτη βέβαια, κατανάλωσαν το ακριβό ταλέντο τους να μας διηγηθούν μια κουραστική και ανούσια ιστορία. Να μας περιγράψουν τους παράνομους (αντρικούς) και νόμιμους έρωτες της αγγλικής αριστοκρατίας λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι ελλείψεις της ταινίας δεν οφείλονται στην άγνοια των δημιουργών για το χώρο (και τα πρόσωπα) και το χρόνο που εξετάζουν. Οι πολλές ελλείψεις και οι πολλές αδυναμίες οφείλονται στην έλλειψη ιδεολογίας. Το ίδιο έργο στα χέρια του Βισκόντι, για παράδειγμα, θα γινόταν ένα κοινωνικό και πολιτικό αριστούργημα. Τώρα έγινε απλώς μια καλογυρισμένη εμπορική ταινία. Ενα κινηματογραφικό Αρλεκιν!

Παίζουν: Μάθιου Γκουντ, Μπεν Γουίσο, Εμα Τόμσον, Χέιλι Ατγουελ, Μάικλ Γκάμπον.

«Mister Lonely»,του Χάρμονι Κορίν.

Μια ενδιαφέρουσα «πειραματική» ταινία, η οποία, δυστυχώς, έμεινε ανολοκλήρωτη! Η έλλειψη σκηνοθετικού πλάνου και στόχου ανάγκασε τους ηθοποιούς να υπερβάλλουν (και να επαναλαμβάνονται) στους αυτοσχεδιασμούς τους και τη μηχανή να γυρίζει πέρα δώθε αμήχανα.

Αυτού του είδους οι ταινίες, οι λεγόμενες «πειραματικές», θέλουν διπλή προσοχή και διπλή φροντίδα. Γιατί ο δημιουργός δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Δοκιμάζει νέες μεθόδους, νέες τεχνικές, νέες ερμηνευτικές δυνατότητες. Ο «Mister Lonely» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια απόπειρα. Μια απόπειρα η οποία τις περισσότερες φορές είναι άσφαιρη. Κάποιες, όμως, στιγμές καταφέρνει να δημιουργήσει συγκίνηση με τις ποιητικές της εικόνες. Γι' αυτές τις στιγμές, αλλά και για τις καλές της προθέσεις, η ταινία αποσπάει το σεβασμό μας.

Παίζουν: Ντιέγκο Λούνα, Σαμάθα Μόρτον, Ντενίς Λαβάντ, Βέρνερ Χέρζογκ, Τζέιμς Φοξ, κ.ά.

«Hellboy 2, Η Χρυσή Στρατιά»,του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο.

Οσοι είδατε τον «Λαβύρινθο του Πάνα», και θαυμάσατε τον δημιουργό του (Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο) δε θα πιστεύετε πως ο ίδιος άνθρωπος γύρισε και το «Hellboy 2, Η Χρυσή Στρατιά». Και όχι μόνον στο ιδεολογικό επίπεδο, αλλά και στο αισθητικό. Στον «Πάνα» έβλεπες πως πίσω από τις εικόνες και τους διαλόγους υπήρχε ένας σκεπτόμενος δημιουργός. Στο «Hellboy», έχεις την αίσθηση ότι την ταινία τη γύρισε σιδηρουργός! Αφού στην οθόνη δε βλέπεις και δεν ακούς παρά λαμαρίνες. Λαμαρίνες που ερωτεύονται, που διαφωνούν, που φιλοσοφούν, που σκοτώνονται! Και θόρυβος! Αφόρητος θόρυβος. Βγαίνεις από την αίθουσα κρατώντας τα αυτιά σου.

Οσο για την ιστορία! Αφήστε καλύτερα! Η ανακωχή ανάμεσα στον άνθρωπο και στον αθέατο κόσμο παίρνει τέλος! Ενας πανίσχυρος δυνάστης σχηματίζει μια στρατιά με πλάσματα του «κάτω κόσμου» και κηρύσσει τον πόλεμο στην ανθρωπότητα. Ο γεννημένος στην κόλαση Hellboy, όμως, παρεμβαίνει και η ανθρωπότητα σώζεται! Οχι, δεν πήγε κατά το Ιράκ. Εκείνος ο πόλεμος, ο αληθινός, κάνει «τζιζ» φαίνεται για τον Ντελ Τόρο!

Παίζουν: Ρον Πέρλμαν, Σέλμα Μπλερ, Τζον Χερτ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ